• Τετ, 24/06/2015 - 23:35
ΣΕΚ : Σχέδιο Εισήγησης για την 3η Συνδιάσκεψη

            Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική περίοδο που οι «δανειστές» της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ κλιμακώνουν τις πιέσεις πάνω στην ελληνική κυβέρνηση με στόχο την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας - Μνημόνιο, που θ’ ανατρέπει όλες τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για ανατροπή της λιτότητας. Την ίδια στιγμή ο κόσμος που με τους αγώνες του γκρέμισε τους Σαμαροβενιζέλους και ανέδειξε για πρώτη φορά στην κυβέρνηση ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς γεμάτος ελπίδες και προσδοκίες, συνεχίζει να παλεύει και να ψάχνει συνολικές απαντήσεις κόντρα στους εκβιασμούς της κυρίαρχης τάξης και πέρα από τους συμβιβασμούς της κυβέρνησης. Το δείχνουν οι λιμενεργάτες που λένε όχι στην ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, οι νοσοκομειακοί που απεργούν ενάντια στη διάλυση της δημόσιας υγείας, οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ που διεκδικούν να επιστρέψουν στις δουλειές τους με αυτοδιαχείρηση και χωρίς Ταγματάρχες.

            Σ’ αυτές τις συνθήκες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει να παίξει κρίσιμο ρόλο. Να πρωτοστατήσει μαζί με μαχητικά κομμάτια του κινήματος στη συγκρότηση μιας δυνατής αριστερής αντιπολίτευσης για να σταματήσουν οι «διαπραγματεύσεις» και να μην υπογραφεί συμφωνία, για «να τα πάρουμε όλα πίσω» καταργώντας παλιά και νέα μνημόνια. Θα χρειαστεί να ξεσηκωθούμε, να οργανώσουμε και να στηρίξουμε μάχες σε κάθε χώρο, για να μην εφαρμοστούν τα αντεργατικά μέτρα, για να προβάλουμε την αντικαπιταλιστική εναλλακτική της διαγραφής του χρέους, της ρήξη με ευρώ-ΕΕ, της κρατικοποίησης των τραπεζών και επιβολής εργατικού ελέγχου παντού. 

            Η πραγματοποίηση της 3ης Συνδιάσκεψης θα βοηθήσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ανταποκριθεί στα παραπάνω καθήκοντα. Μπορεί να λειτουργήσει σαν πόλος έλξης για χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που εκτιμούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν δύναμη που με την αγωνιστική της δράση και το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό της πρόγραμμα έχει συμβάλει στο συνολικό προχώρημα του κινήματος και της Αριστεράς. Αλλά και σαν ευκαιρία για μια πλούσια και συντροφική συζήτηση με όλα τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με στόχο τη συσπείρωση του δυναμικού της και την ενίσχύσή της σαν μέτωπο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς.

             Με το παρακάτω κείμενο θέλουμε να συμβάλουμε στην πλούσια συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει στις τοπικές και κλαδικές επιτροπές.

 

            1. Η παγκόσμια οικονομία σέρνεται

           

            α. Από το καλοκαίρι του 2007, όταν ξέσπασε η κρίση στο αμερικάνικο τραπεζικό σύστημα, έχουν περάσει οκτώ χρόνια αλλά η όποια ανάκαμψη διεθνώς παραμένει ασθενική και αβέβαιη. Το ομολογούν οι ίδιοι οι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Σύμφωνα με την τελευταία εξάμηνη έκθεση του ΔΝΤ ο μέσος όρος αύξησης του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες με δυσκολία μπορεί να φτάσει στο 1,6% την επόμενη πενταετία, ενώ ήταν 1,3% την περίοδο 2008-14 και 2,25% το 2001-7. Για τις «αναδυόμενες» χώρες –όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία - η επιβράδυνση είναι μεγαλύτερη.

            Η καχεκτική οικονομική πορεία συνδέεται με μεγάλη υποχώρηση του επιπέδου των επιχειρηματικών επενδύσεων. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στις αναπτυγμένες οικονομίες έχουν υποχωρήσει κατά 25% το διάστημα 2008-14 συγκρινόμενες με τις προβλέψεις που γίνονταν το 2007. Οι πολυεθνικές σπρώχνουν τα λεφτά ξανά σε χρηματιστηριακές φούσκες σε όλο τον κόσμο με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την Κίνα. Το ποσοστό κέρδους, που είναι βασικό για να προχωρήσουν σε επενδύσεις, εξακολουθεί να παραμένει χαμηλό.

            Ταυτόχρονα το συνολικό παγκόσμιο χρέος ανάμεσα στο 2007 και το 2014, αυξήθηκε τουλάχιστον κατά 57 τρις δολάρια, ανεβάζοντας το λόγο του χρέους προς το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες. Η εξήγηση γι αυτό είναι ότι οι κυβερνήσεις έριξαν άφθονο «ζεστό» χρήμα για να σώσουν τις τράπεζες τους μετά το ξέσπασμα της κρίσης, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτοξευτεί σε όλες τις χώρες.

            Ίδια εικόνα ισχύει και για τις χώρες της ΕΕ. Η στασιμότητα στην ευρωζώνη και ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί από τον Ντράγκι με την εισαγωγή της «ποσοτικής χαλάρωσης». Όμως αυτή η συνταγή δεν έχει προκαλέσει την ανάπτυξη που ανέμεναν ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στην Ιαπωνία και δεν πρόκειται να το κάνει ούτε και στην ΕΕ. Το πρόβλημα δεν είναι να βρεθεί ένας τρόπος φθηνού δανεισμού για να καλυφθεί το κόστος των επενδύσεων, όταν τα επιτόκια είναι κοντά στο μηδέν, αλλά η ίδια η κερδοφορία, το ποσοστό κέρδους αυτών των επενδύσεων που δεν ανακάμπτει. Επιπλέον αυτή η πολιτική πάει να υιοθετηθεί στην ΕΕ τη στιγμή που στις ΗΠΑ η Κεντρική Τράπεζα συζητάει την άνοδο των επιτοκίων της, κίνηση που θα οδηγήσει σε άνοδο του δολαρίου απέναντι στα άλλα νομίσματα. Την προηγούμενη φορά που ανέβηκε η τιμή του δολλάριου τη δεκαετία του ’80, έσπρωξε στα όρια της χρεοκοπίας μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερική που βρέθηκαν υπερχρεωμένες με δολλάρια. Σήμερα οι συνέπειες αμερικάνικων πρωτοβουλιών που ισχυροποιούν το δολλάριο μπορεί να έχουν ανυπολόγιστες συνέπειες σε παγκόσμια κλίμακα.

            Συμπερασματικά, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα φάση της παρατεταμένης κρίσης στην οποία όλα τα κράτη μπαίνουν από χειρότερη αφετηρία σε σύγκριση με το ξεκίνημά της, καθώς έχουν αποτύχει όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες για να την αντιμετωπίσουν.

           

            β. Έχοντας αυτή τη συνολική εικόνα μπορούμε να εξηγούμε γιατί είναι παραμύθια οι θεωρίες για τις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας, τους «τεμπέληδες του νότου» κλπ. Η ελληνική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα του «σπάταλου» δημόσιου τομέα αλλά του ιδιωτικού. Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα διπλασιάστηκε την περίοδο 2000 – 2007, όταν οι έλληνες τραπεζίτες μπορούσαν να δανείζονται φθηνά από την ΕΚΤ και στη συνέχεια να δανείζουν τους επιχειρηματίες φίλους τους για να προχωρούν σε «επενδύσεις» σε ακίνητα στο Λονδίνο, σε κερδοσκοπικά hedge funds στο εξωτερικό, σε εξαγορές τραπεζών στα Βαλκάνια ή την Τουρκία. Οι φοροαπαλλαγές στους πλούσιους, οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες, η διαρκής αύξηση των τόκων συνέβαλαν στην αύξηση του χρέους.  Όταν χτύπησε η κρίση το 2008, το κράτος δανείστηκε για να διασώσει τις τράπεζες μετατρέποντας το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο. Ένα δημόσιο χρέος που είχε φτάσει ήδη στο 100% του ΑΕΠ, καθώς είχε προηγηθεί μία αντίστοιχη διάσωση των τραπεζών τη δεκαετία του ’80 όταν τα περίφημα «θαλασσοδάνεια» που είχαν πάρει βιομήχανοι και εφοπλιστές για να ανοιχτούν στις αγορές της Μέσης Ανατολής μετατρεπόταν σε καταθέσεις στην Ελβετία αφήνοντας πίσω τους «προβληματικές» επιχειρήσεις, τα χρέη των οποίων φορτώθηκε το δημόσιο.

            Η εκτίμηση ότι η κρίση είναι συστημική και παγκόσμια εξηγεί επιπλέον γιατί είναι αυταπάτες οι απόψεις που προβάλλονται από το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες περιορίζουν την κριτική τους στα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού ή στην προβληματική «αρχιτεκτονική του ευρώ», αναζητώντας «λογικές» λύσεις μέσα στα πλαίσια μιας περισσότερο ενοποιημένης ΕΕ, εφαρμόζοντας περισσότερο ή λιγότερο κεϋνσιανές πολιτικές με στόχο. Σε περίοδο κρίσης οι ανισότητες και οι ανισορροπίες οξύνονται τόσο στο εσωτερικό κάθε χώρας όσο και συνολικά μέσα στην ΕΕ. Το δείχνουν τα παραδείγματα της Σκοτίας που έφτασε κοντά στην απόσχιση από την Βρετανία και της Καταλονίας που απειλεί να κινηθεί αντίστοιχα σε σχέση με το ισπανικό κράτος.

           

            2. Η παγκόσμια αστάθεια απλώνεται

           

            α. Δίπλα στην οικονομική κρίση και αβεβαιότητα συνεχίζονται οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, οξύνονται οι  ανταγωνισμοί ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και ανάμεσα σε δυνάμεις που αναδεικνύονται σαν υπο-ιμπεριαλισμοί διεκδικώντας να παίξουν τον ρόλο του τοπικού χωροφύλακα στην περιοχή τους. Αφετηρία για οποιαδήποτε εξήγηση της κατάστασης, που συχνά μοιάζει χαοτική και αντιφατική, είναι η κρίση ηγεμονίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ζούμε σε ένα κόσμο πολυπολικό, όπου διαμορφώνονται μια σειρά ανταγωνιστές απέναντι στις ΗΠΑ.

            Πρώτα απ’ όλους η Κίνα, η οποία είναι νο 2 οικονομική υπερδύναμη και διεκδικεί να φτάσει στην πρώτη θέση τα επόμενα χρόνια, παρόλο που απέχει ακόμα πολύ σε στρατιωτική δύναμη συγκριτικά με τις ΗΠΑ. Ο έλεγχος των περασμάτων στη Νότια Σινική Θάλασσα είναι ζωτικής σημασίας και γι αυτό η «στροφή στην Ασία» είναι προτεραιότητα του επιτελείου του Ομπάμα, με στόχο να μετατοπίσει το 60% των αμερικάνικων στρατιωτικών μέσων στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού για να συγκρατήσει την οικονομική και γεωπολιτική άνοδο της Κίνας.  

           

            β. Η Ανατολική Ευρώπη είναι ένα δεύτερο μέτωπο σύγκρουσης ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η προσπάθεια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ να επεκταθούν ανατολικά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα από νεοφιλελεύθερες «θεραπείες σοκ» αλλά και στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας, ποτέ δεν σταμάτησε. Σήμερα η σύγκρουση μεταφέρεται στην Ουκρανία. Η συμφωνία του Μινσκ μπορεί να διέκοψε προσωρινά τις πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ των υποστηρικτών της κυβέρνησης του Κιέβου που στηρίζονται από τη Δύση και τις δυνάμεις που απαιτούν την αυτονομία τους στα ανατολικά και στηρίζονται με διάφορους τρόπους από τη Μόσχα, όμως οι ΗΠΑ πιέζουν την ΕΕ να διατηρήσει κι αν είναι δυνατόν να ενισχύσει το καθεστώς των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία πέρυσι. Η ρητορική της Δύσης και η απειλή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου έχει φτάσει σε παράλογα και επικίνδυνα επίπεδα. Από την άλλη η Ρωσία του Πούτιν απειλεί ότι με την στρατιωτική ισχύ της μπορεί να καταλάβει όχι μόνο την Κριμαία αλλά και το Κίεβο.

            Η λύση δεν είναι η διχοτόμηση της Ουκρανίας, ούτε η νίκη της μιας ή της άλλης αντιδραστικής πλευράς. Η διέξοδος βρίσκεται στην ενότητα των εργατών της Ουκρανίας ενάντια στους ολιγάρχες και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στους κοινούς αγώνες για τη διαγραφή του χρέους από το ΔΝΤ και τη Ρωσία, ενάντια στον ουκρανικό και τον ρώσικο εθνικισμό. Η αδυναμία της αριστεράς στην Ουκρανία άφησε το πεδίο ελεύθερο για να καπηλεύονται την οργή του κόσμου ενάντια στις κυβερνήσεις των ολιγαρχών δυνάμεις αντιδραστικές. Το δυνάμωμα μιας νέας επαναστατικής αριστεράς είναι επιτακτικό.

           

            γ. Στη Μέση Ανατολή η αποτυχία των πολέμων του Μπους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και η στροφή στον Ειρηνικό, οξύνει τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε περιφερειακές δυνάμεις που διεκδικούν τον έλεγχο από το ξαναμοίρασμα της περιοχής. Η Σαουδική Αραβία, ο χρηματοδότης της αντεπανάστασης της Αραβικής Άνοιξης, ανοίγει ένα νέο μέτωπο στην Υεμένη και συγκρούεται με το Ιράν που έχει αναδειχθεί σε απαραίτητο σύμμαχο των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους, ενισχύοντας τον κατακερματισμό ανάμεσα σε σουνίτες και σιϊτες που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ με την κατοχή του Ιράκ. Υπάρχει επιπλέον ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Τουρκία και την Αίγυπτο, όπως φαίνεται με την υποστήριξη διαφορετικών πλευρών στη Λιβύη που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά.

            Τι σημαίνει αστάθεια φαίνεται στην Τουρκία, όπου για πρώτη φορά το αριστερό κόμμα των Κούρδων μπαίνει στη Βουλή κερδίζοντας ένα 13% ανοίγοντας τη δυνατότητα η αριστερά να παίξει ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Φαίνεται επιπλέον στην Παλαιστίνη, όπου η προσπάθεια του κράτους τρομοκράτη του Ισραήλ να αποδείξει ότι παραμένει το πιο πιστό και ικανό μαντρόσκυλο των ιμπεριαλιστών, μετά και τη νίκη του Νετανιάχου, πυροδοτεί διαρκώς νέες επιθέσεις σε βάρος των Παλαιστίνιων που τροφοδοτούν την Αντίσταση που συνεχίζεται.

            Η ενίσχυση της θρησκευτικής σεχταριστικής βίας και το χτύπημα της Αραβικής Άνοιξης, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο και στη Συρία, άνοιξαν το δρόμο για την επικράτηση αντιδραστικών δυνάμεων και την ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους. Οι βομβαρδισμοί της Δυτικής Συμμαχίας μαζί με τον ιρανικό στρατό και τις σιίτικες πολιτιφυλακές ενισχύουν αντί να μειώνουν την επιρροή του ISIS που συνεχίζει να προελαύνει στο Ιράκ και τη Συρία. Δεν βοηθάνε το κίνημα αναλύσεις πρακτορολογικές, γιατί χάνουν τη διάσταση της κρίσης και της αποσταθεροποίησης στην περιοχή. Ούτε βέβαια τοποθετήσεις που έχουν σαν αφετηρία την καταπολέμηση των τζιχαντιστών σαν το «απόλυτο κακό», γιατί καταλήγουν είτε να δικαιολογούν την ιμπεριαλιστική επέμβαση, είτε να ενισχύουν την ισλαμοφοβική εκστρατεία «είμαστε όλοι Σαρλί Εμπντό», είτε να δίνουν ανοχή στην αντεπανάσταση του στρατού του Σίσι στην Αίγυπτο.

            Η ισχυρότερη αντιιμπεριαλιστική-απελευθερωτική δύναμη παραμένει το «αραβικό πεζοδρόμιο», το οποίο εμπνέεται και από την Παλαιστινιακή αντίσταση. Δυναμώνουμε την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, στεκόμαστε αταλάντευτα στο πλευρό των αραβικών επαναστάσεων, χωρίς αυταπάτες για καθεστώτα τύπου Σίσι ή Άσαντ που συνεργάζονται με τους ιμπεριαλιστές κατά του ISIS, που οι ίδιοι έθρεψαν. Οι εξεγερμένες αραβικές μάζες είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ανοίξει διέξοδο για τους λαούς της περιοχής διώχνοντας τους ιμπεριαλιστές, ανατρέποντας τα διαφθαρμένα καθεστώτα, ξεπερνώντας τους θρησκευτικούς-σεχταριστικούς διαχωρισμούς και ανοίγοντας την προοπτική να συνυπάρχουν ειρηνικά και δημοκρατικά οι λαοί: οι Κούρδοι με τους Άραβες, οι Εβραίοι με τους Παλαιστίνιους, οι Κόπτες με τους Μουσουλμάνους, οι Σιίτες με τους Σουνίτες κλπ.

 

            δ. Γι’ αυτό έχει εξαιρετική σημασία να καταγγείλουμε τον αντιδραστικό άξονα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος που έστισε η προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και συνεχίζει ξεδιάντροπα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Χρειάζεται να κοντράρουμε την «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική των Καμένων και των Κοτζιάδων που προβάλει τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας σαν διαπραγματευτικό χαρτί με τους δανειστές. Δεν θέλουμε ούτε τα ανταλλάγματα τους, ούτε τη μεγαλύτερη εμπλοκή στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις τους. Η φιλοδοξία να γίνει η Ελλάδα «ενεργειακός κόμβος» ταιριάζει στα συμφέροντα των Κοπελούζων και των Βαρδινογιάννηδων. Η εργατική τάξη δεν έχει να κερδίσει τίποτα από την εκμετάλλευση των ΑΟΖ, μόνο περισσότερη καταστροφή και πόλεμο. Ο ανταγωνισμός με την Τουρκία γίνεται για τα πετρέλαια, το φυσικό αέριο, συνολικότερα την εξασφάλιση του ιμπεριαλιστικού ελέγχου στην περιοχή. Η απάντηση στους εκβιασμούς των Βρυξελών και της Φρανκφούρτης δεν βρίσκεται ούτε στη Μόσχα, ούτε στο Πεκίνο. Ούτε βέβαια, στην διευκόλυνση της ευρωπαϊκής Φρόντεξ να αλωνίζει στη Μεσόγειο και να βομβαρδίζει τις ακτές της Β. Αφρικής με πρόσχημα την «πάταξη της τρομοκρατίας». Διεκδικούμε να σταματήσουν οι εξοπλισμοί, να κλείσουν οι βάσεις και να ανοίξουν τα σύνορα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, να γυρίσουν πίσω οι φρεγάτες από την ανατολική Μεσόγειο.

 

 

            3. H πολιτική κρίση στην Ελλάδα – η δύναμη του εργατικού κινήματος

           

            α. Αφετηρία για να απαντήσουμε στο ποιά είναι η δύναμη που μπορεί να κοντράρει την κυρίαρχη τάξη και τους εκβιασμούς της προχωρώντας πέρα από τους απαράδεκτους συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να είναι η δυναμική που εκφράστηκε με το αποτέλεσμα των εκλογών στις 25 Γενάρη. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα κόμμα της αριστεράς κέρδισε στις κάλπες, συγκλονίζοντας την κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη και ακόμη πιο πέρα. Για να βρει κανείς ιστορικά προηγούμενα πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 1930, στο τέλος του Β΄Παγκόσμιου Πόλεμου ή στα χρόνια μετά τον Μάη του 68. Δίπλα στην εντυπωσιακή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ κατά οκτώ περίπου ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 2012, ανέβηκαν επιπλέον οι ψήφοι και του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, φτάνοντας το συνολικό ποσοστό της Αριστεράς στο 42,6% πανελλαδικά. Στις εργατογειτονιές της δυτικής Αθήνας και της Β΄Πειραιά το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 50%., με τη ΝΔ να πέφτει κάτω από το 20% και το ΚΚΕ να έρχεται τρίτο κόμμα πάνω από ΧΑ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ και ΠΑΣΟΚ.

            Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν μια απλή εκλογική ήττα. Η κατάρρευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σηματοδοτεί μια ποιοτική στροφή γιατί ήταν τα κόμματα με τα οποία η κυρίαρχη τάξη κυβερνούσε τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ειδικά, το ΠΑΣΟΚ που συντρίφτηκε εκλογικά, ήταν το κόμμα που βρέθηκε τα περισσότερα χρόνια στην εξουσία παίζοντας το ρόλο του «μεσάζοντα» ανάμεσα στα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών και των λαϊκών τάξεων που προσπαθούσε να εκφράζει, αλλά και να συγκρατεί, μέσα από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η εξασθένιση αυτών των κομμάτων είναι δείγμα ότι η κυρίαρχη τάξη αρχίζει να χάνει τον έλεγχο, ότι η ηγεμονία της μπαίνει σε κρίση. Το μαζικό αριστερό ρεύμα χτύπησε σκληρά τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα αλλά και τα επίδοξα «αναχώματα» τύπου ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, Οικολόγους κλπ, κάνοντας την κρίση ακόμα μεγαλύτερη.

            Η αναζήτηση προς τα αριστερά μπορεί να εκφράστηκε με τον πιο οξυμένο τρόπο στην Ελλάδα αλλά είναι ορατή σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ισπανία, με την εκρηκτική εμφάνιση του Podemos, στην Ιρλανδία με την άνοδο του Sinn Fein, αλλά και στις άλλες χώρες. Ακόμα και στην Γερμανία ο παραδοσιακός «Μεγάλος Συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατίας και Σοσιαλδημοκρατίας δυσκολεύεται να αποτρέψει τις «διαρροές προς τα άκρα». Οι εκβιασμοί του Σόιμπλε και της Μέρκελ μπορεί να εκφράζονται γύρω από το οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας, στην πραγματικότητα όμως η σύγκρουση είναι πολιτική, καθώς προσπαθούν να αποτρέψουν τη διάδοση και στην υπόλοιπη Ευρώπη της αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης ατζέντας που εφαρμόζουν.

           

            β. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν κάποιος αυτόματος καρπός της κρίσης. Η κρίση έφερε χτυπήματα για την εργατική τάξη, κατά κύριο λόγο μέσα από τη μαζική ανεργία. Όμως αυτό δεν εμπόδισε το εργατικό κίνημα να δώσει σκληρές μάχες και με τους αγώνες του τα τελευταία πέντε χρόνια των Μνημονίων (αλλά και πιο πριν) να διαμορφώσει το κύμα ριζοσπαστικοποίησης που εκφράστηκε μαζικά προς τ’ αριστερά στις εκλογές καθορίζοντας τις εξελίξεις.

            Για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από τις εκλογές, ήταν ανοιχτή μέσα στην Αριστερά μια συζήτηση για την κατάσταση του κινήματος. Μια άποψη υποστήριζε ότι υπάρχει κάμψη και κόπωση μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2010-12. Ήταν η άποψη που χρησιμοποιούσε τόσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογεί  υποχωρήσεις, συμβιβασμούς και συνεργασίες με την αστική τάξη και να καλλιεργεί κλίμα εκλογικής αναμονής, φορτώνοντας στο «χαμηλό επίπεδο του κινήματος» τις ευθύνες της απεργοσπαστικής δράσης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όσο και η ηγεσία του ΠΑΜΕ που με αντίστοιχα επιχειρήματα κατέληγε να προσαρμόζεται σε σεχταριστική αναδίπλωση και μινιμάρισμα των στόχων πάλης.

            Πέρα από τις σκοπιμότητες των ρεφορμιστικών ηγεσιών η συζήτηση αυτή επηρέαζε και κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που μιλούσαν για τέλος του «εξεγερσιακού κύκλου 2010-2012», επιβολή των «μνημονιακών κεκτημένων», υποχώρηση του κινήματος την περίοδο 2012-2014 κλπ. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Μετά τις πανεργατικές της περιόδου 2010-2012 δεν επικράτησε κλίμα «ανάθεσης», αντίθετα ακολούθησαν απεργίες διαρκείας, καταλήψεις σε χώρους δουλειάς, συντονισμοί από τα κάτω, δεκάδες μικροί και μεγάλοι αγώνες, σε δημόσιο και ιδωτικό τομέα, που κορυφώσεις (και όχι «εξαιρέσεις») τους είδαμε στην ΕΡΤ, στις καθαρίστριες, στους διοικητικούς κλπ. Ακολούθησε η έκρηξη του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την αποδυνάμωση της συμμορίας της ΧΑ.

            Όλες αυτές οι μάχες γκρέμισαν διαδοχικά τέσσερις κυβερνήσεις, ανέβασαν την αυτοπεποίθηση και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης και εκφράστηκαν και εκλογικά. Εργατογειτονιές όπου η Αριστερά παίρνει την απόλυτη πλειοψηφία δεν πέφτουν από τον ουρανό, είναι καρπός μακρόχρονων διεργασιών, ανθεκτικότητας των συλλογικοτήτων της τάξης στα χρόνια των νεοφιλελεύθερων επιθέσεων και έντονης ριζοσπαστικοποίησης στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης. Ούτε η ύπαρξη ενός πολιτικού χώρου στα αριστερά της ρεφορμιστικής αριστεράς προκύπτει από παρθενογένεση. Πατάει σε ένα επίσης μακρύ κύμα που ξεσηκώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, τροφοδοτήθηκε με ρήξεις όπως της Β΄ Πανελλαδικής από το ΚΚΕ εσωτερικού το 1979 και της ΚΝΕ από το ΚΚΕ το 1989 και φτάνει ως σήμερα με τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009.

 

            γ. Η αριστερόστροφη δυναμική δεν εξαντλήθηκε με τις εκλογές, αντίθετα ενισχύθηκε. Το εκλογικό αποτέλεσμα έκανε να αναθαρρήσουν ακόμα και όσοι αμφέβαλαν ότι η ανατροπή των Σαμαροβενιζέλων είναι εφικτή. Φαίνεται από το πρωτοφανές δημοσκοπικό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη ΝΔ. Φαίνεται ακόμα περισσότερο από τις κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν μετά τις εκλογές και συνεχίζονται σήμερα σε όλα τα μέτωπα. Από την επανεμφάνιση «πλατειών», πριν την συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, που με το σύνθημα «ούτε βήμα πίσω» είχαν περισσότερο χαρακτήρα πίεσης παρά στήριξης της κυβέρνησης, μέχρι τους εργαζόμενους της ΕΡΤ που με την αδιάκοπο αγώνα τους δύο χρόνια μετά το «μαύρο» ανάγκασαν την κυβέρνηση να ανοίξει ξανά την ΕΡΤ και συνεχίζουν διεκδικώντας «ΕΡΤ ανοιχτή για κάθε αγωνιστή» κόντρα σε Ταγματάρχες και κυβερνητικούς διευθυντές, δείχνοντας το δρόμο για ολόκληρο το εργατικό κίνημα.

            Η εικόνα δεν περιορίζεται στις πλατείες και την ΕΡΤ. Μέσα στους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης είδαμε να ξεσπάνε αγώνες σε μια σειρά χώρους παρά τα καλέσματα των κυβερνητικών συνδικαλιστών για «αυτοσυγκράτηση», ή ακόμα χειρότερα τις επιθέσεις στους απεργούς ότι παίζουν το παιχνίδι της «αριστερής παρένθεσης» κατ’ εντολή των Σαμαροβενιζέλων! Στάσεις εργασίας, επισχέσεις και πανελλαδικές απεργίες στα νοσοκομεία ενάντια στις περικοπές και τις απλήρωτες εφημερίες. Απεργία στα λιμάνια ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, απεργία στα ΕΛΠΕ μετά τη δολοφονία των εργατών, κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στις τηλεπικοινωνίες, απεργία διαρκείας στο Νεώριο Σύρου με τους εργαζόμενους να διεκδικούν τα δεδουλευμένα τους και να δηλώνουν «είστε απαράδεκτοι!» προς διοίκηση και κυβέρνηση, στάσεις εργασίας των διοικητικών των πανεπιστημίων, των εργαζόμενων στους Δήμους με αίτημα «προσλήψεις  και όχι ιδιωτικοποιήσεις», της ΑΔΕΔΥ για τα ασφαλιστικά ταμεία, κινητοποιήσεις ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. Οι κινητοποίησεις για τις Σκουριές συνεχίζονται ενάντια στιις προσπάθειες της Eldorado Gold να στήσει διαδηλώσεις «κατσαρόλας» και τους κατοίκους να στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα: «Τσίπρα, Λαφαζάνη και Τσιρώνη, στη Χαλικιδική η υπομονή τελειώνει»!

            Και βέβαια δίπλα σ’ αυτές τις μάχες συνεχίζονται και δυναμώνουν οι μάχες που δίνει το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα. Με το κύμα συμπαράστασης στους εξεγερμένους της Αμυγδαλέζας αλλά και τους τσακισμένους πρόσφυγες που έτρεξαν και έσωσαν οι απλοί άνθρωποι στη Ρόδο σβήνοντας τη ρατσιστική κινδυνολογία της δεξιάς αντιπολίτευσης για τις «ορδές των λαθρομεταναστών» που έρχονται στην Ελλάδα. Με τα μαζικά συλλαλητήρια στις 21 Μάρτη, τις κινητοποιήσεις ενάντια στους περιορισμούς για το δικαίωμα των παιδιών στην Ιθαγένεια, την αντιφασιστική στάση εργασίας στις 20 Απρίλη - μέρα έναρξης της δίκης της ΧΑ- και τα συλλαλητήρια που συνεχίζονται από τότε έξω από τα δικαστήρια διεκδικώντας την καταδίκη των ναζί.

            Όσοι βιάζονται να ξαναγυρίσουν σε θεωρίες για την «αδυναμία» του κινήματος που τάχα δεν μπορεί να παλέψει και να ακυρώσει τους κυβερνητικούς συμβιβασμούς, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και υποτιμάνε τον κόσμο που στράφηκε μαζικά προς τ’ αριστερά. Αυτός ο κόσμος δεν είναι κυβερνητικοί χειροκροτητές, είναι αγωνιστές και αγωνίστριες γεμάτοι προσδοκίες και δύναμη να ανατρέψουν παλιά και νέα μνημόνια και να καθορίσουν την προοπτική.

 

 

            4. Η ρεφορμιστική αριστερά στην κυβέρνηση

 

            α. Ο απολογισμός των πρώτων μηνών της κυβέρνησης είναι γεμάτος υποχωρήσεις και συμβιβασμούς σε όλα τα επίπεδα. Στο οικονομικό, οι υποσχέσεις για κατάργηση των μνημονίων αντικαταστάθηκαν από τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την εκταμίευση των δόσεων του προηγούμενου μνημονίου και το πάγωμα των εξαγγελιών του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη στο Γιούρογκρουπ και την εγκατάλειψη του στόχου για μερική, έστω, διαγραφή του χρέους, την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος μεγαλύτερου και από της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου (!) και συνολικά την αποδοχή πλεονασματικών προϋπολογισμών για να πληρώνονται οι δόσεις στους δανειστές μέσα από συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και περικοπών, τη συμφωνία για νέο μνημόνιο που προβλέπει  θηριώδεις ιδιωτικοποιήσεις, αυξήσεις φόρων, διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, επιθέσεις στο ασφαλιστικό.

            Πολιτικά, οι υποχωρήσεις ξεκίνησαν με το σχηματισμό «κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας»  (και όχι «της Αριστεράς») με τους ΑΝΕΛ, και συνεχίστηκαν με την παράδοση του Υπουργείου Άμυνας στον ακροδεξιό Καμμένο, μια κίνηση κατευνασμού της άρχουσας τάξης και του στρατιωτικού κατεστημένου, την υπουργοποίηση του φίλου της Αστυνομίας Πανούση που δηλώνει προκλητικά ότι είναι υπέρ του φράχτη στον Έβρο και στέλνει την αστυνομία να μπει στην Πρυτανεία, την επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι κινήσεις αυτές δεν ήταν τυχαίες, είχαν στόχο την εξασφάλιση ευρύτερων συναινέσεων και τη «συνέχεια του κράτους», όπως είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο Τσίπρας. Η «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» που προβάλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην πράξη σημαίνει ενίσχυση της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων με τον Καμμένο να οργανώνει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με το Ισραήλ και να στρώνει το δρόμο για τις χειραψίες του Τσίπρα με τον δικτάτορα της Αιγύπτου Σίσι. Σημαίνει ενίσχυση των πολεμικών εξοπλισμών και όξυνση του ανταγωνισμού με την Τουρκία με τον τουρκοφάγο πατριώτη Κοτζιά στο Υπουργείο Εξωτερικών να προβάλει την Ελλάδα σαν «όαση σταθερότητας σε μια ασταθή περιοχή από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία και το Ιράκ στην οποία η Δύση έχει ζωτικά συμφέροντα» και ταυτόχρονα να κινδυνολογεί δηλώνοντας χυδαία ότι «αν ανοίξουμε τα σύνορα θα γεμίσει τζιχαντιστές η Ευρώπη»!

Στον κατήφορο των υποχωρήσεων πρέπει να προστεθούν τα πισωγυρίσματα στα ζητήματα του ρατσισμού με τη διατήρηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και τους περιορισμούς για την απόχτηση ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών. Αλλά και της προκλητικής αντιμετώπισης της ναζιστικής ΧΑ, της διατήρησης των σχέσεων και των δεσμών της με το κράτος και το παρακράτος καθώς ο Πανούσης περιορίζεται να ζητάει την «αυτοδιάλυση» των φασιστικών θυλάκων, της δίκης και της προσπάθειας να πέσουν στα μαλακά οι φασίστες αλλά και συνολικότερα της αντιμετώπισης της εγκληματικής συμμορίας σαν «νόμιμο πολιτικό κόμμα» που μπορεί να παραβρίσκεται στις συνεδριάσεις της Βουλής με διευκολύνσεις από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.

 

            β. Όσο περισσότεροι είναι οι συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις τόσο μεγαλώνουν οι εκβιασμοί και οι πιέσεις της κυρίαρχης τάξης. Διεθνώς οι απαιτήσεις ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ για νέα θυσίες από τους εργαζόμενους προχωράνε μαζί με παραινέσεις προς τον Τσίπρα για εκδίωξη της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ και σχηματισμό κυβέρνησης με Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ κλπ. Εσωτερικά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ πιέζουν για προσαρμογή στην «ρεαλιστική» πολιτική τους προωθώντας και τα σενάρια για μια κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας που θα εξασφαλίσει πλατιά πλειοψηφία στη Βουλή μπροστά σε μια συμφωνία – Μνημόνιο.         

            Αυτή η εικόνα ανοίγει τη συζήτηση για το τι είδους κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι γρήγοροι συμβιβασμοί μήπως σημαίνουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι απλά μια επανάληψη των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων; Ή ακόμα χειρότερα ένα έξυπνο σχέδιο της άρχουσας τάξης προκειμένου να περάσει την επίθεσή της που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ; Όχι είναι η απάντηση. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έχει προκαλέσει ρήγματα πανικού στην κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, όχι τόσο λόγω της ίδιας της κυβέρνησης όσο λόγω των προσδοκιών του κόσμου που την ψήφισε. Γι αυτό και κλιμακώνει τους εκβιασμούς και τις επιθέσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της και τη σταθερότητα του συστήματος και ταυτόχρονα να στείλει μήνυμα σε όλη την Ευρώπη ότι μπορεί να ταπεινώσει, να αποδυναμώσει, να νικήσει σε τελική ανάλυση την αριστερά και τον κόσμο που την ανέδειξε στην κυβέρνηση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς, ένα κόμμα «αστικό – εργατικό», σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό που έδινε ο Λένιν για τα κόμματα της Β’ Διεθνούς για να περιγράψει την αντίφαση ανάμεσα σε μια αστική ηγεσία και πολιτική που επιδιώκει τη διαχείριση και όχι την ανατροπή του καπιταλισμού και μια βάση εργατική που κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Την ίδια αντίφαση κουβαλάει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Από τη μια υπάρχει ο Βαρουφάκης που δηλώνει ότι «το ιστορικό καθήκον της Αριστεράς στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι να σταθεροποιήσει τον καπιταλισμό, να σώσει τον Ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του και από τους ανόητους διαχειριστές της αναπόφευκτης κρίσης της Ευρωζώνης» και από την άλλη οι εργαζόμενοι που δηλώνουν ότι «θέλουμε και μπορούμε να τα πάρουμε όλα πίσω».

Η ρεφορμιστική στρατηγική σημαίνει περιθώρια στους καπιταλιστές να σηκώνουν κεφάλι. Το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «ούτε ρήξη – ούτε υποταγή» αποδεικνύεται τεράστια αυταπάτη. Χωρίς τη ρήξη, η υποταγή είναι μονόδρομος.

 

γ. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε μια κυβέρνηση με κορμό ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς. Υπάρχει μια πλούσια ιστορική εμπειρία: από την κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία το 1918 μετά την ανατροπή του Κάιζερ, μέχρι τις κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων στη Γαλλία και την Ισπανία το ’30, τη Χιλή του Αλιέντε, τις κυβερνήσεις Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών στη Γαλλία το 1981 και ξανά το 1997, το ΑΚΕΛ στην Κύπρο ακόμα πιο πρόσφατα. Παρά τις όποιες διαφορές υπάρχουν βασικές ομοιότητες, χρήσιμες για εξαγωγή συμπερασμάτων σήμερα:

1) Η Αριστερά στην κυβέρνηση δεν σημαίνει εξασφάλιση ελέγχου πέρα από τον περίβολο του κοινοβουλίου ή τις κορυφές κάποιων υπουργείων. Ούτε πάνω στην οικονομική εξουσία των τραπεζιτών, των βιομήχανων και των αφεντικών, ούτε πάνω στους κρατικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς. Όσο καλές προθέσεις κι αν έχει η Αριστερά, με την καπιταλιστική κυριαρχία στην οικονομία και το κράτος ανέπαφο, μια αριστερή πλειοψηφία στη Βουλή δεν αρκεί για να γίνουν πράξη οι διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος. Κόμματα της αριστεράς που θέλησαν να διαχειριστούν τον καπιταλισμό μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο κατέληξαν γρήγορα να απαντούν στους εκβιασμούς και τις πιέσεις των καπιταλιστών με προσαρμογή και συμβιβασμό μαζί τους.

2) Δεν είμαστε αδιάφοροι απέναντι σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς καθώς ανοίγονται τεράστιες δυνατότητες και ευκαιρίες.  Όλα εξαρτώνται από το αν το εργατικό κίνημα μπορεί να προχωρήσει παραπέρα από τα όρια της ρεφορμιστικής αριστεράς, να συγκροτηθεί σαν ανεξάρτητη δύναμη και να δημιουργήσει μορφές εργατικής εξουσίας σε σύγκρουση με τους καπιταλιστές και το κράτος τους. Ο ρόλος μιας δυνατής επαναστατικής αριστεράς σε τέτοιες στιγμές μπορεί να κάνει την κρίσιμη διαφορά.

 

 

5. Τι αντιπολίτευση;

 

α. Οι μετατοπίσεις προς τα δεξιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σπρώχνουν όλο και περισσότερους αγωνιστές στην αναζήτηση εναλλακτικής διεξόδου προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι αριστερές κριτικές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πληθαίνουν και αυτή η εξέλιξη είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη. Χρειάζεται παρόλα αυτά να σταθούμε στις απόψεις που διατυπώνονται όχι για να τις καταγγείλουμε αλλά με στόχο να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας ξεκάθαρης αριστερής αντιπολίτευσης που θα βάλει τέλος στις επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης και τον κατήφορο της κυβέρνησης.

Η Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, η πιο συγκροτημένη αριστερή τάση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, πιέζεται να μετακινηθεί πιο αριστερά επειδή ο ίδιος ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ αντιδράει, αντί ν’ απογοητεύεται από τους συνεχείς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις της ηγεσίας.

Παρόλα αυτά δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική για τις αριστερές αναζητήσεις αυτού του κόσμου. Ένα προηγούμενο διάστημα, ιδιαίτερα από το 2012 και μετά, στήριζε κάθε βήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να αντιδράει στα σοβαρά στις προσαρμογές της «βίαιης ωρίμανσης» προς τα δεξιά. Παραμονές εκλογών οι όποιες κριτικές είχαν εξαφανιστεί, με τη δικαιολογία ότι προτεραιότητα είχε «η ενότητα του κόμματος» ενόψει εκλογών.

Στρατηγικά, η Αριστερή Πλατφόρμα είναι εξίσου προσανατολισμένη στη ρεφορμιστική λογική του κοινοβουλευτικού δρόμου και του περιορισμού σε μια αντινεοφιλελεύθερη κριτική του συστήματος. Γι αυτό μπορεί να καταλήγει σε αναζητήσεις «πατριωτικές», που δίνουν προτεραιότητα στην αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας και τις «εναλλακτικές συμμαχίες της», επιχειρήματα που προβάλουν οι Καμμένοι και οι Κοτζιάδες. Σε αυταπάτες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις για δεξιά προσαρμογή μέσα από νέες εκλογές και μέσα από την υλοποίηση των αποφάσεων των κομματικών συνεδρίων.

Η ιστορία δεν επιβεβαιώνει τέτοιες αυταπάτες. Το μαζικότερο αριστερό κόμμα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD), το κόμμα που συνυπήρχαν ο Μπερνστάϊν, ο Κάουτσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, περνούσε στα συνέδρια του τις πιο φλογερές αντιπολεμικές διακηρύξεις. Όταν όμως ξέσπασε ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος έκανε στροφή, αποφάσισε τη συμμετοχή στο σφαγείο του πολέμου και αμέσως μετά τσάκισε τη γερμανική επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της. Στο ΠΑΣΟΚ αυτό που επιβαλόταν στην πράξη ήταν οι επιλογές των Αρσένηδων και των Σημίτηδων και όχι οι «προγραμματικές διακηρύξεις» της 3ης του Σεπτέμβρη ή των συνεδρίων.

Η ιστορική εμπειρία δείχνει επιπλέον ότι χωρίς αντικαπιταλιστική στρατηγική και ανεξάρτητη από το ρεφορμισμό οργάνωση, οι όποιες αριστερές τάσεις κινδυνεύουν είτε να ενσωματωθούν, είτε να παραμείνουν στο περιθώριο. Στη Γαλλία ο ριζοσπάστης Ζαν – Πιερ Σεβενεμάν παραιτήθηκε από υπουργός το 1983, όταν ο πρόεδρος Μιτεράν στράφηκε ανοιχτά στο νεοφιλελευθερισμό, σύντομα όμως επανήλθε στην κυβέρνηση. Στη Βρετανία, η συμμετοχή του Τόνι Μπεν στην κυβέρνηση των Εργατικών το 1974-1979, τον μετέτρεψε από εκπρόσωπο των πιο μαχητικών κομματιών της εργατικής τάξης σε δέσμιο μιας κυβέρνησης που με την απροκάλυπτα αντεργατική πολιτική της έθεσε τις βάσεις του Θατσερισμού που ακολούθησε το ‘80. Ενώ η επιμονή του να παραμείνει και να «δίνει τις μάχες από τα μέσα» στη συνέχεια, δεν διευκόλυνε τις ρήξεις κόντρα στη δεξιόστροφη πορεία του Εργατικού Κόμματος.

Είτε σαν τραγωδία, είτε σαν φάρσα η εμπειρία είναι κοινή. Σήμερα η επιμονή στην προσπάθεια αναζήτησης ενός μέσου όρου με τη γραμμή Τσίπρα οδηγεί και την πτέρυγα Λαφαζάνη σε συμβιβασμούς και αποδοχή των δεξιών πιέσεων.

 

            β. Η ηγεσία του ΚΚΕ θέλει να αυτοπροβάλλεται σαν δύναμη αριστερής αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως η πολιτική που ακολουθεί δεν διευκολύνει αυτή την προσπάθεια. Την ώρα που δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές έρχονται σε ρήξη με τις δεξιόστροφες επιλογές της κυβέρνησης, ο σεχταρισμός του ΚΚΕ δυσκολεύει την επικοινωνία και την κοινή δράση μαζί τους. Αριστερή αντιπολίτευση δεν μπορεί να χτιστεί καταγγέλλοντας τον κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζοντάς τον με τις δεξιόστροφες επιλογές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Ούτε με επιθέσεις στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πρωτοστατούν σε όλες τις μάχες.  

Δεν βοηθάει επιπλέον το δυνάμωμα του κινήματος, ο διαχωρισμός των αιτημάτων και διεκδικήσεων για τερματισμό της λιτότητας και των μνημονίων από τους συνολικότερους στόχους της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και των βασικών κόμβων ενός μεταβατικού προγράμματος. Η αναπαραγωγή δηλαδή της ρεφορμιστικής λογικής του «μίνιμουμ» και του «μάξιμουμ» προγράμματος. Υπάρχει αυτός ο προσανατολισμός και φάνηκε και στις κινητοποιήσεις που οργάνωσε το ΠΑΜΕ στις 11 Μάη. Οι αγώνες σε κάθε χώρο δυναμώνουν, δεν περιχαρακώνονται, όταν συνδέονται με τις συνολικότερες ρήξεις και ανατροπές που είναι απαραίτητες. Το σύνθημα «ούτε ένα ευρώ από τους μισθούς και τις συντάξεις μας για τους δανειστές» γίνεται πιο αιχμηρό όταν καταλήγει στα αιτήματα διαγραφή του χρέους – ρήξη με ευρώ/ΕΕ – εργατικός έλεγχος παντού! Έτσι ανοίγουμε το δρόμο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, χειροπιαστά και συγκεκριμένα, χωρίς να περιμένουμε να αλλάξουν «οι αρνητικοί συσχετισμοί» μέσα από την εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ στο απροσδιόριστο μέλλον, όπως προβάλει η ηγεσία του.

            Υπάρχουν πολλοί αγωνιστές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ που αναγνωρίζουν τις παραπάνω αδυναμίες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να βρεθεί μαζί τους στη κοινή δράση στο κίνημα και τη συντροφική συζήτηση για την προοπτική, επιδιώκοντας να συγκροτήσουμε την αριστερή – εργατική αντιπολίτευση που χρειαζόμαστε επειγόντως.

 

 

6. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη νέα περίοδο

 

            α. Πολύτιμη κατάχτηση 

           

            Αφετηρία της συζήτησης για τα καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι η αναγνώριση και υπεράσπιση του ρόλου της, της πολύτιμης παρουσίας της σαν ανεξάρτητη δύναμη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Δύναμη που στηρίζει όλους τους αγώνες, δύναμη που με τις ιδέες και το πρόγραμμά της έχει συμβάλει αποφασιστικά στο πολιτικό προχώρημα και τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, διευρύνοντας τους ορίζοντες του με την προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Δύναμη που έχει καταφέρει να ενώσει σε ένα κοινό μέτωπο οργανώσεις και αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς που 40 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου επιμένουν στον δρόμο του Νοέμβρη. Δύναμη που έχει αναδειχθεί σε ένα διακριτό τρίτο πόλο μέσα στην αριστερά κόντρα στις συκοφαντίες των ηγεσιών ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ που την παρουσιάζουν είτε σαν «συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ» που συμβιβάζεται, είτε σαν «ένα μικρό ΚΚΕ» που περιχαρακώνεται, αντίστοιχα.

            Σήμερα ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναβαθμίζεται. Η αντικαπιταλιστική αριστερά αποτελεί ελπίδα για χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που θέλουν να παλέψουν ενάντια στους εκβιασμούς και τους συμβιβασμούς. Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις και δυνατότητες που ανοίγονται, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη για την επαναστατική στρατηγική της, την ενωτική ταχτική της, την ανεξάρτητη συγκρότησή της σαν μέτωπο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς.

 

β. Αντικαπιταλιστική στρατηγική

 

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές αλλά και οι γρήγοροι συμβιβασμοί που ακολούθησαν, έχουν ανοίξει ξανά μετά από πολλά χρόνια και με μαζικούς όρους, τη συζήτηση για τη στρατηγική της αριστεράς. Αρκεί μια νίκη στις κάλπες για να δικαιωθούν οι προσδοκίες του κόσμου, για να νικήσουν πραγματικά και οι εργάτες; Υπάρχει εναλλακτική πέρα από τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης με κορμό ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ;

Η απάντηση είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή. Το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος που συνεχίζει τη σύγκρουση με την κυρίαρχη τάξη ξεπερνώντας τους συμβιβασμούς των ρεφορμιστών με στόχο την ανατροπή των καπιταλιστών, το τσάκισμα του κράτους τους και την κατάχτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Η στρατηγική αυτή είναι απαραίτητη ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης όπως οι σημερινές, όπου ακόμα και η μικρότερη μεταρρύθμιση υπέρ της εργατικής τάξης απαιτεί σκληρή σύγκρουση με την κυρίαρχη τάξη. Η εμπειρία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τους τελευταίους μήνες αποδεικνύει ότι χωρίς αντικαπιταλιστική στρατηγική καταλήγεις να υποχωρείς ακόμα και στα ζητήματα που δεν έχουν «οικονομικό κόστος». Να βάζεις για παράδειγμα, φραγμούς στο δικαίωμα στην Ιθαγένεια για τα παιδιά των μεταναστών, ψάχνοντας φόρμουλες κατευνασμού και συμβιβασμού με αντιδημοκρατικούς θεσμούς όπως το ΣτΕ, την ώρα που το δικαστικό κατεστημένο αρνείται ακόμα και να δώσει εκπαιδευτική άδεια στον Ρωμανό παρόλο που ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος από τη Βουλή!

Απέναντι στην ασύδοτη εξουσία των καπιταλιστών και του κράτους η λύση δεν είναι η αναζήτηση μιας πιο αριστερής εκδοχής κυβέρνησης, αλλά η σοσιαλιστική επανάσταση και η εργατική εξουσία. Ο αντικαπιταλισμός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ποτέ δεν ήταν «βερμπαλισμός» όπως κατηγορούν φωνές της αριστεράς που αναζητούν λύσεις σε πιο μετριοπαθή βάση. Ήταν και είναι η εναλλακτική στρατηγική που σήμερα αναδεικνύεται περισσότερο αναγκαία από ποτέ για να εμπνεύσει και να κερδίσει τον κόσμο της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που αναζητά λύσεις πέρα από τα όρια της ρεφορμιστικής στρατηγικής.   

 

γ. Το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα

           

            Το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η γέφυρα που συνδέει τις σημερινές μάχες που δίνει η τάξη με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και της εργατικής εξουσίας. Δεν είναι κάποια «σημεία» - αιτήματα που χωράνε σε προγράμματα αριστερής κυβερνητικής διαχείρισης, είναι στόχοι πάλης που παλεύει και επιβάλει το κίνημα.

Η ανάγκη παραπέρα «εξειδίκευσης» και «εμβάθυνσης» του προγράμματος δεν πρέπει να περιοριστεί σε συγκεκριμενοποίηση κλαδικών αιτημάτων για την Υγεία, την Παιδεία, την Αυτοδιοίκηση κλπ, αλλά να επιδιώξει να πλουτύνει τα επιχειρήματα γύρω από τα βασικά ζητήματα της διαγραφής του χρέους, της κρατικοποίησης των τραπεζών, της ρήξης με το ευρώ και της αποδέσμευσης από την ΕΕ, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον εργατικό έλεγχο. Ο εργατικός έλεγχος δεν είναι σύνθημα του μέλλοντος, γίνεται πράξη με αγώνες όπως της ΕΡΤ δείχνοντας τι σημαίνει το σύνθημα «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά». Είναι επιπλέον, το κόκκινο νήμα που διαπερνά όλο το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, το κλειδί για το πώς μπορούν να προχωρήσουν όλες οι ριζικές αλλαγές κόντρα στην δεδομένη αντίδραση της κυρίαρχης τάξης. Ο εργατικός έλεγχος στο κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα είναι απαραίτητος για να κατευθύνεται η χρηματοδότηση στις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας και όχι στη μάυρη τρύπα του χρέους ή στις τσέπες του κάθε Σάλλα, Κοντομηνά ή Λαυρεντιάδη. Ο έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου και της διακίνησης κεφαλαίων είναι απαραίτητος για να απαντήσουμε στους εκβιασμούς ότι σε περίπτωση ρήξης με το ευρώ θα υπάρξει υποτίμηση του νέου νομίσματος, φυγάδευση κεφαλαίων και κερδοσκοπικά παιχνίδια. Αντίστοιχα, ο εργατικός έλεγχος στις φαρμακοβιομηχανίες, στις αλυσίδες των μεγάλων σουπερμάρκετ, τις επιχειρήσεις ενέργειας μπορεί να απαντήσει στις απειλές των καπιταλιστών για πληθωρισμό, ελλείψεις βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα, τα φάρμακα, τα καύσιμα κλπ.

 

            δ.  Ενιαομετωπική ταχτική

           

            Αντικαπιταλιστική στρατηγική και πρόγραμμα δεν σημαίνουν σεχταριστική αντιμετώπιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στους αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Αντίθετα, σημαίνουν επιμονή στη λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου, επιδίωξη και έμφαση στην κοινή δράση μαζί με κόσμο που μπορεί να έχει αυταπάτες για τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς, πρωτοβουλίες και συνεργασίες που ξεδιπλώνονται πάνω σε όλες τις μάχες, οικονομικές και πολιτικές και διευκολύνουν να συσπειρωθούν μαζικά αγωνιστές και δυνάμεις του κινήματος και της αριστεράς.

            Το ενιαίο μέτωπο δεν χτίζεται πάνω σε ιδεολογικές πλατφόρμες και συμφωνία πολιτικών προγραμμάτων. Αυτή είναι η παράδοση συγκρότησης των «Λαϊκών Μετώπων» της δεκαετίας του ’30, όταν τα κομμουνιστικά κόμματα ακολουθώντας τις λαθεμένες εντολές της Μόσχας χαράμιζαν την δυναμική των εργατικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων σε μια σειρά χώρες αναζητώντας πολιτικές συμμαχίες με στόχο το σχηματισμό κοινών κυβερνήσεων με σοσιαλδημοκράτες και «προοδευτικά», «αντιφασιστικά» κλπ κομμάτια της αστικής τάξης. Η άλλη όψη της κοινής δράσης μέσα στους αγώνες με δυνάμεις του κινήματος και της αριστεράς, δεν είναι να πάμε πιο κοντά προγραμματικά, αλλά να αναδείξουμε το ρεαλισμό της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

            Οι πρωτοβουλίες της ΚΕΕΡΦΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο αντιρατσικό και αντιφασιστικό μέτωπο δείχνουν τις δυνατότητες. Στις 20 Απρίλη στις φυλακές Κορυδαλλού βρεθήκαμε να διαδηλώνουμε μαζί με αγωνιστές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με συνδικαλιστές και σωματεία όπως η ΠΕΝΕΝ και η ΑΔΕΔΥ, μαζί με τους φορείς του Δήμου Κορυδαλλού, μαζί με κοινότητες μεταναστών, καλλιτέχνες, κινήσεις ΑΜΕΑ κλπ. Τέτοιες δράσεις είναι η καλύτερη παρακαταθήκη για τις μάχες που ακολουθούν. Για να καταδικαστούν ισόβια οι δολοφόνοι της ΧΑ, να ξηλωθούν τα τάγματα εφόδου και να αναδείξουμε τις σχέσεις και τις ευθύνες του κρατικού μηχανισμού. Αλλά και για να αποχτήσουν ιθαγένεια όλα τα παιδιά, να νομιμοποιηθούν οι μετανάστες και να πάρουν άσυλο και στέγη οι πρόσφυγες, να κλείσουν τα στρατοπέδα συγκέντρωσης,  να ανοίξουν τα σύνορα ξηλώνοντας το φράχτη στον Έβρο και τη δολοφονική Φρόντεξ. Μπορούμε να πετυχαίνουμε τη μεγαλύτερη ενότητα κρατώντας ταυτόχρονα την πιο αιχμηρή πολιτική γραμμή. Η συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την ΚΕΕΡΦΑ σε όλα αυτά τα μέτωπα χρειάζεται να προχωρήσει πολύ πιο αποφασιστικά σήμερα. Το παράδειγμα της Γαλλίας με τη Μαρί Λεπέν να διεκδικεί την γαλλική προεδρία είναι η μεγαλύτερη προειδοποίηση για να φράξουμε το δρόμο στους Μιχαλολιάκους, να μην αμελήσουμε τα αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά καθήκοντα.

            Αντίστοιχες δυνατότητες υπάρχουν στο εργατικό. Ο Συντονισμός ενάντια στα κλεισίματα και τις διαθεσιμότητες έπαιξε κρίσιμο ρόλο για να συσπειρωθούν κομμάτια όπως η ΕΡΤ, οι σχολικοί φύλακες, οι διαθέσιμοι, οι καθαρίστριες και να δώσουν μια σειρά μάχες συσπειρώνοντας στο πλευρό τους χιλιάδες συμπαραστάτες απ΄όλη την αριστερά. Αντίστοιχο ρόλο έπαιξε το Συντονιστικό των νοσοκομείων συσπειρώνοντας πανελλαδικά τα πιο μαχητικά κομμάτια που καθόρισαν τις κινητοποιήσεις στο χώρο της Υγείας τα τελευταία χρόνια. Σήμερα χρειαζόμαστε την ενίσχυση τέτοιων πρωτοβουλιών για να σώσουμε τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, τη ΔΕΗ και κάθε χώρο που απειλείται με ιδιωτικοποίηση, κλείσιμο ή διάλυση λόγω των περικοπών και της συνέχισης των μνημονίων.

            Χρειαζόμαστε επιπλέον πρωτοβουλίες για να αναδείξουμε ακόμα περισσότερο τις αιχμές του αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως το αίτημα για διαγραφή του χρέους. Αυτή η ανάγκη δεν μπορεί προφανώς να καλυφθεί μέσα από τη συμμετοχή σε επιτροπές μαζί με την Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Πάνο Καμένο που στόχο έχουν να διευκολύνουν επί της ουσίας την κυβέρνηση να αποπληρώσει και όχι να διαγράψει το χρέος, ούτε σε πρωτοβουλίες που υποβαθμίζουν τον ταξικό χαρακτήρα του χρέους αναζητώντας συμμαχίες με δυνάμεις σαν το ΕΠΑΜ. Μια μεγάλη και εξωστρεφή καμπάνια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη μονομερή διαγραφή όλου του χρέους μπορεί να απλώσει το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στους εργατικούς χώρους, τη νεολαία και τις γειτονιές και να συσπειρώσει πλήθος αγωνιστών.

              

            ε. Ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά – δυνατή ΑΝΤΑΡΣΥΑ

           

            Εννιαίο μέτωπο σημαίνει κοινή δράση με αγωνιστές και δυνάμεις που ανήκουν στη ρεφορμιστική αριστερά ή επηρεάζονται απ’ αυτήν, σημαίνει όμως ταυτόχρονα πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς. «Χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χώρια» είναι το σύνθημα που συμπυκνώνει την πολύτιμη εμπειρία των επαναστατικών χρόνων της Γ’ Διεθνούς. Παλεύουμε μαζί με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ (και του ΚΚΕ) αλλά δεν συμμετέχουμε - στηρίζουμε ούτε την κυβέρνηση ούτε το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ.

            Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά, έκανε πολλούς να αμφιβάλουν για την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου σαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σήμερα, καθώς ολοένα και περισσότεροι συναγωνιστές έρχονται σε ρήξεις με την ραγδαία δεξιόστροφη προσαρμογή του, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αναδειχθεί σε πόλο έλξης για τις αναζητήσεις τους και να τους κερδίσει στις γραμμές της.

            Για να μπορέσει να το πετύχει αυτό χρειάζεται να αντισταθεί στην πίεση να προσαρμοστεί η ίδια προς τα δεξιά αλλά και την πίεση να αναπαράγει μια σεχταριστική αντιμετώπιση σαν αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ.

            Η πίεση για δεξιά προσαρμογή είναι ορατός κίνδυνος. Υπάρχουν απόψεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρούν ότι η δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει πολιτικό κενό που μπορεί να καλύψει η αντικαπιταλιστική αριστερά με αντίστοιχη μετατόπιση. Εγκαταλείποντας τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα του προγράμματός της που μινιμάρεται σε «αναγκαίο μεταβατικό», «αντι-ΕΕ», με «έμφαση στην παραγωγική ανασυγκρότηση» μέσα στα πλαίσια του συστήματος κλπ, με κίνδυνο να αναπαράγει τα αδιέξοδα μιας ρεφορμιστικής διαχείρισης που διεκδικεί την επιστροφή «στο ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του 2012». Αλλά και υποβαθμίζοντας το αντικαπιταλιστικό μέτωπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκοντας συμμαχίες με άλλες δυνάμεις όπως το Σχέδιο Β’, η ΜΑΡΣ ή ακόμα και με συνιστώσες της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες θεωρούν τον αντικαπιταλισμό «βαρίδι» που πρέπει να εγκαταλειφθεί γιατί «στενεύει την απεύθυνση».

            Είναι αυταπάτη ότι αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλαδέψει τον αντικαπιταλισμό της θα αποκτήσει μαζική επιρροή. Η οποιαδήποτε απόπειρα να αμβλύνουμε τις αιχμές του αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μας βοηθάει να «διατηρήσουμε επαφή» με τις μάζες που επηρεάζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα διευκολύνει την ένταξή τους στη λογική της «ρεαλιστικής πολιτικής» που καλλιεργεί η ηγεσία Τσίπρα. Ούτε μας βοηθάει να κερδίζουμε δυνάμεις που έρχονται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ρήξεις με τον ρεφορμισμό, αν παραιτούμαστε από το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, δηλαδή της συνολικής κατεύθυνσης στην οποία διεκδικούμε να τις τραβήξουμε. Με τέτοιες επιλογές ο κίνδυνος είναι η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να καταλήξει σε δορυφόρο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβη πχ με την «Πρωτοβουλία των 1000».

            Υπάρχουν επιπλέον απόψεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ενώ σωστά επισημαίνουν τον κίνδυνο «δορυφοριοποίησης» γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη αμφισβήτησης του συνολικού αντικαπιταλιστικού προτάγματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς μιλάνε για κίνδυνο «περιχαράκωσης στείρας αντικαπιταλιστικής γενικολογίας». Στην πραγματικότητα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «περιχαρακώθηκε» κυνηγώντας τη «μετωπική συμπόρευση» με άλλες δυνάμεις μέσα από διαρκή κοπτοραπτική πλαισίων, επιλογή που κόστισε στην πράξη καθώς σπατάλησε πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις από την αναγκαία εξωστρέφεια και αυτοτελή παρέμβαση της τα δύο τελευταία χρόνια. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη προσπαθώντας να συσπειρώσουμε δυνάμεις που διαφοροποιούνται από το ρεφορμισμό «ιεραρχώντας ξανά τις αιχμές στο αναγκαίο για σήμερα πολιτικό πλαίσιο».

Τα ρήγματα μέσα στο ρεφορμισμό δεν προκύπτουν περιμένοντας τις ζυμώσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά μέσα από ενωτικές πρωτοβουλίες δράσης και συζήτησης. Το μέλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν περνάει μέσα από τη διάλυσή της σε κάποιο νέο μέτωπο, με ψαλιδισμένο το αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό της πρόγραμμα αλλά, αντίθετα, μέσα από την ενίσχυσή της σαν έναν διακριτό τρίτο πόλο μέσα στην Αριστερά. Έχουμε κάνει σημαντικά βήματα μπροστά και θα συνεχίσουμε! Η 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Απευθυνόμαστε σε όλες τις συντρόφισσες και τους συντρόφους για να μπούμε μπροστά στις κρίσιμες μάχες της περιόδου και να διαφυλάξουμε την πολύτιμη ανεξαρτησία και τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Όλες και όλοι μαζί μπορούμε να οικοδομήσουμε ισχυρό κίνημα ενάντια στο νέο Μνημόνιο με αντικαπιταλιστική προοπτική!