• Τρί, 10/01/2023 - 19:48
Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική: Πρότεινόμενη τροποποίηση/προσθήκη στο κείμενο θέσεων της πλειοψηφίας του ΠΣΟ

Πρότεινόμενη τροποποίηση/προσθήκη στο κείμενο θέσεων της πλειοψηφίας του ΠΣΟ

[Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική]

 

Μια κριτική αποτίμηση της πορείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Στις 31 Ιανουαρίου 2009 δέκα οργανώσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο Σπόρτιγκ, λιγότερο από δύο μήνες μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, συνυπέγραψαν τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματοποιώντας τη σύγκλιση δύο μετωπικών σχηματισμών που προϋπήρχαν, του ΜΕΡΑ και του ΕΝΑΝΤΙΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε έτσι το πιο φιλόδοξο μέχρι σήμερα εγχείρημα της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η συνύπαρξη που μόλις πριν από ένα χρόνο φαινόταν αδύνατη συνέβη κυρίως χάρις στη καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008.

 

Από το φοιτητικό κίνημα του 2006-7 μέχρι τη μνημονιακή περίοδο

Από τις δέκα οργανώσεις που συμμετείχαν αρχικά στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εκτός από τις «παραδοσιακές» που είχαν πίσω τους μια μεγαλύτερη ιστορική διαδρομή, σταθερές ιδεολογικές αναφορές και έναν πυρήνα στελεχών πολιτικά διαμορφωμένων στις προηγούμενες περιόδους ανόδου των αγώνων του εργατικού κινήματος (μαζική αντιδικτατορική πάλη, εργατικοί αγώνες της μεταπολίτευσης), συμμετείχαν επίσης οργανώσεις με φοιτητική κυρίως σύνθεση που αναπτύχθηκαν δυναμικά κατά τη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος 2006-7.

Στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα πρώτα δύο - τρία χρόνια, μεγάλο μέρος της γενιάς των φοιτητών που είχαν συμμετάσχει στις μεγάλες εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις του 2006-7 ενάντια στο νόμο-πλαίσιο Γιαννάκου και στην αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια βρισκόταν ακόμη ενεργό πολιτικά μέσα στις σχολές και διατηρούσε ένα ισχυρό κλίμα αντιπαλότητας προς τις νεοφιλελεύθερες αντι-μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και κατ’ επέκταση και προς την επίσημη ρεφορμιστική αριστερά, μια αριστερά που οπισθοχωρούσε διαρκώς απέναντι στην επίθεση του νεοφιλελευθερισμού και τα «εκσυγχρονιστικά» του ιδεολογήματα.  Ωστόσο, παρά τη μαζικότητα, τη μαχητικότητα και τη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος του 2006-7, αυτό δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί συνολικά απέναντι στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού πέρα από τα εκπαιδευτικά ζητήματα, να συνδεθεί δηλαδή με μια συνολική πολιτική πρόταση και να συμβάλει στην προώθησή της στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ο λόγος αυτής της αδυναμίας του φοιτητικού κινήματος 2006-7 οφειλόταν στον γενικότερο συσχετισμό της ταξικής πάλης και στην κατάσταση της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες (κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού μπλοκ, παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος).      

Στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος αναπτύχθηκαν ριζοσπαστικές τάσεις, που όμως δεν αποκτούσαν εμπειρίες σε γενικότερους κοινωνικούς αγώνες και προσπαθούσαν έτσι να θεμελιώσουν την κοσμοαντίληψή τους μόνο μέσα από θεωρητικές αναζητήσεις. Οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ που απασχόλησαν έντονα τη συζήτηση στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τις εκκλήσεις τους για «παναριστερή ενότητα», αναπτύχθηκαν μέσα σε εκείνο ακριβώς το πλαίσιο.

Στην πραγματικότητα, παρά τις φραστικές καταγγελίες του ρεφορμισμού, παρέμεναν προσανατολισμένες στη σταλινική στρατηγική των λαϊκών μετώπων και η πολιτική τους στόχευση δεν πήγαινε πιο πέρα από τον αριστερό ρεφορμισμό και η πρακτική τους επικεντρώθηκε εν πολλοίς σε εκλογικίστικες τακτικές. Ο αριστερισμός τους εξαντλούνταν κυρίως σε μια αντι-ΕΕ ρητορεία ξεκομμένη από άλλους στόχους. Η «αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ» αποτελούσε γι’ αυτούς την κορωνίδα του προγράμματος και το βασικό πολιτικό κριτήριο για την κατάταξη των οργανώσεων στο πολιτικό φάσμα. Ήταν η στάση της επίσημης ρεφορμιστικής αριστεράς απέναντι στο φοιτητικό κίνημα 2006-7 και την εξέγερση του Δεκεμβρη του 2008 που ώθησε τις οργανώσεις ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ στη συμμετοχή τους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως η υποκειμενική τους αδυναμία να αναλύσουν τα γεγονότα με ταξικούς όρους τις εμπόδιζε να βγάλουν τα πολιτικά συμπεράσματα για την ανάγκη συγκρότησης επαναστατικής οργάνωσης.

Τα θλιβερά επεισόδια στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας το Σεπτέμβριο του 2010, από τις «ομάδες περιφρούρησης» της ΑΡΑΣ ενάντια στους φοιτητές της ΑΡΑΝ, αποτέλεσαν ένα χαρακτηριστικό γεγονός για το επίπεδο και την πολιτική κουλτούρα του «χώρου» που σημαδευόταν από τραμπουκισμούς, σεξιστικές επιθέσεις, συκοφαντίες ενάντια σε αγωνιστές της ευρύτερης Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, η ανοχή της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι σε αυτά τα γεγονότα κατέδειξε τις τάσεις καιροσκοπισμού, της αλλά και την συνολική οργανωτική καχεξία του μετώπου.

 

Η περίοδος της κινηματικής ανόδου 2010-11

Η πρώτη «μνημονιακή» περίοδος 2010-11 δεν χαρακτηρίσθηκε μόνο από τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων, αλλά και από την εμφάνιση νέων κινημάτων με κάποιες νέες, πρωτόγνωρες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης.  Τα νέα κινήματα δεν φιλοδοξούσαν  μόνο να αντισταθούν στην πολιτική της επιβολής των αντικοινωνικών μέτρων αλλά επίσης και να αναλάβουν και κάποιες στοιχειώδεις λειτουργίες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών από το κατεδαφιζόμενο «κράτος πρόνοιας». Τα κινήματα αυτά παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ασύνδετα  μεταξύ τους και δεν απέκτησαν ανώτερες οργανωτικές μορφές και δευτεροβάθμια όργανα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα κεντρικού συντονισμού των δράσεων και αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική. Οι μορφές αυτο-οργάνωσης απείχαν  ακόμη πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι «δυαδικής εξουσίας». Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη περίοδο αυτή ενυπήρχαν αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία μιας προεπαναστατικής περιόδου, ενώ η υποχώρησή τους, από την προεκλογική περίοδο της άνοιξης του 2012 και μετά, συνδέεται άμεσα με ένα γενικό κλίμα απογοήτευσης και σχετικής παθητικότητας, την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Χρυσής Αυγής. Για την υποχώρηση αυτή μεγάλη ευθύνη φέρουν χωρίς αμφιβολία τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ), με την εκτονωτική στάση τους και τον προσανατολισμό όλης της πολιτικής τους στις εκλογές. Η στάση των αναρχικών και αντι-εξουσιαστών μπορούμε να πούμε ότι γενικά υπήρξε επιφυλακτική και επιλεκτική. Συμμετείχαν ενεργά κυρίως σε κινήσεις που μπορούσαν να ελέγχουν απόλυτα, αποκαλύπτοντας έτσι τη βαθιά σεχταριστική τους αντίληψη.

Η πλειοψηφία των αγωνιστών της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πήρε ενεργό μέρος στα κινήματα, πολλές φορές με σημαντικές πρωτοβουλίες και πάντοτε στην πρώτη γραμμή. Όμως, οι παρεμβάσεις τους γίνονταν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και χωρίς στόχευση, και το κυριότερο χωρίς να έχουν οι ίδιοι μια πλήρη συνείδηση της σημασίας αυτών των κινημάτων στα οποία συμμετείχαν, για την συνολική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Αιτίες, ασφαλώς, ο οργανωτικός κατακερματισμός, ο ανταγωνισμός των οργανώσεων, οι διαφορετικές προσεγγίσεις της πολιτικής κατάστασης, αλλά κυρίως η ισχυρή εσωτερική πίεση του ρεφορμισμού.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όντας το κυριότερο εγχείρημα συσπείρωσης και συντονισμού των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ανέδειξε αυτές ακριβώς τις δυνατότητες αλλά και τις αδυναμίες. Από τη μια μεριά, το γεγονός της εμπλοκής των αγωνιστών της στα κινήματα συνέβαλλε στο να καταγραφεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με θετικό τρόπο στη συλλογική λαϊκή συνείδηση, από την άλλη η δράση τους δεν κατόρθωσε να αποτελέσει έναν καταλύτη για την εξέλιξη των κινημάτων σε ανώτερη μορφή.

 

Μπροστά στην εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ

Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, μετά από έναν μαραθώνιο διαβουλεύσεων μεταξύ των ηγεσιών των οργανώσεων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατόρθωσε επιτέλους να αρθρώσει έναν όχι ασήμαντο πολιτικό λόγο, με το να προτείνει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τις εκλογές της άνοιξης του ’12. Όμως, το πρόγραμμα δεν προέκυψε μέσα από μια πολιτική συζήτηση και ζύμωση στις τοπικές επιτροπές, αλλά μέσα από μια «κοπτοραπτική» των διαφορετικών θέσεων στις συναντήσεις των ηγεσιών, προκειμένου να βρεθεί ένα σημείο φραστικής ισορροπίας.

Η κοινωνική «αναγνωρισιμότητα» που είχε αποκτήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την προηγούμενη περίοδο της ανόδου των κινημάτων αποδείχθηκε στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2012, στις οποίες συγκέντρωσε 75.428 ψήφους και ποσοστό 1,19% - το μεγαλύτερο που έχει ποτέ συγκεντρώσει σε ελληνικές βουλευτικές εκλογές οργάνωση ή μετωπικός σχηματισμός της άκρας αριστεράς.

Με την έναρξη της περιόδου υποχώρησης των κινημάτων, από την άνοιξη του ’12, θα περίμενε κανένας να ξεκινήσει μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ τουλάχιστον μια κριτική αποτίμηση των εμπειριών της προηγούμενης περιόδου και να ανοίξει μια γόνιμη συζήτηση πάνω στην ανάγκη για τη χάραξη μιας στρατηγικής. Δεν αξιοποιήθηκε, ωστόσο, η ευκαιρία για μια συστηματική παρουσίαση των διαφορετικών προσεγγίσεων καθώς βαδίζαμε στη συνδιάσκεψη του Ιουνίου του ’13. Μια πολιτική αντιπαράθεση με επιχειρήματα και δημοκρατικούς κανόνες θα πλούτιζε το προβληματισμό και θα αναβάθμιζε τη δημοκρατική λειτουργία στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αντιπαράθεση, όμως έγινε σχεδόν αποκλειστικά στη βάση των αριθμητικών συσχετισμών των οργανώσεων, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία να εκτεθούν και συζητηθούν ουσιαστικά οι διαφορετικές απόψεις στις τοπικές.

Η πτέρυγα ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ παρουσίασε αμέσως τον προσανατολισμό της προς τη λεγόμενη «συμπόρευση» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το Σχέδιο Β’ του Αλαβάνου, που μονοπώλησε την εσωτερική συζήτηση. Υποστήριξαν με φανατισμό την συνεργασία με μια μικρή, αρχηγική, ρεφορμιστική οργάνωση, σχεδόν ανύπαρκτη μέσα στα κινήματα, και πίστευαν ότι η «συμπόρευση» αυτή θα λύσει ως δια μαγείας το πρόβλημα της κοινωνικής απεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις πλατιές λαϊκές μάζες. Από τη μεριά της, η πολιτική πρόταση του Σχεδίου Β’ ήταν απολύτως ενταγμένη στη λογική της διαχείρισης του αστικού κράτους και σε μεταρρυθμιστικές απόψεις για τις δομές της ΕΕ. Τη «συμπόρευση», επιπλέον, δεν την αντιλαμβανόταν σαν μια εκλογική συνεργασία, μέσα στην οποία ο καθένας θα διατηρούσε ακέραιο το πρόγραμμά του, αλλά σαν μια συμμαχία με ενιαία πολιτική έκφραση.

Προκειμένου να επιτύχουν την «συμπόρευση», οι υποστηρικτές της ήταν πρόθυμοι να ακρωτηριάσουν και το συμφωνημένο με τόσο κόπο, στοιχειώδες πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απαλείφοντας ακόμη και το πολυθρύλητο σύνθημα της «εξόδου από την ΕΕ». Το σημείο δηλαδή που οι ίδιοι, όλο το προηγούμενο διάστημα της συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θεωρούσαν ιερό και απαράβατο όρο, απόλυτο σημείο αναφοράς και υπέρτατο κριτήριο για την κατάταξη των οργανώσεων μέσα στο φάσμα της αριστεράς. Η ευκολία με την οποία δέχθηκαν αυτόν τον ακρωτηριασμό, προκειμένου να προσεταιρισθούν μια προβεβλημένη προσωπικότητα που θα τους έφερνε ίσως εγγύτερα στους απώτερους σχεδιασμούς για μια γνήσια «κυβέρνηση της αριστεράς», είναι ενδεικτική του πόσο εύκολα μπορούν να εγκαταλειφθούν, από τις ρεφορμιστικές ή τις αμφιταλαντευόμενες ηγεσίες οι προγραμματικές δεσμεύσεις και τα μεγάλα λόγια, μόλις  βρεθούν μπροστά σε αποφασιστικά διλήμματα.

Στις εκλογές του Μαΐου του 2014 για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το κόμμα του Αλαβάνου συγκέντρωσε μόλις 11.307 ψήφους και ποσοστό 0,20%. Στις ίδιες εκλογές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε 41.299 ψήφους και ποσοστό 0,72%. Η εκλογική αποτυχία, για έναν ρεφορμιστικό πολιτικό σχηματισμό όπως το Σχέδιο Β’, επιβεβαίωνε την κοινωνική του ασημαντότητα και σήμαινε το ουσιαστικό τέλος της ύπαρξής του. Το μάθημα αυτό ωστόσο δεν στάθηκε αρκετό για να νουθετήσει τους υποστηρικτές της «παναριστεράς» μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι ακόρεστες φιλοδοξίες τους για εκλογικούς θριάμβους δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τα διαχρονικά πενιχρά εκλογικά αποτελέσματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η αποτυχία του Σχεδίου Β’ μετετράπη ταχυδακτυλουργικά από προφανές επιχείρημα εναντίον, σε επιχείρημα υπέρ της «συμπόρευσης»: εφόσον δεν θα είχε πλέον την αλαζονεία της μεγάλης δύναμης, θα έθετε και λιγότερους όρους σε μια πιθανή συνεργασία. Οι ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ προσχώρησαν μονομερώς στη ΜΑΡΣ, μαζί με το Σχέδιο Β’, και παίζοντας διπλό παιχνίδι, εντός κι εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνέχισαν τις πιέσεις, έως ότου ένα πλειοψηφικό κομμάτι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέλεξε την αλλαγή πλεύσης και την ευθυγράμμιση μαζί τους: η «συμπόρευση» επιβλήθηκε τελικά στις εκλογές του Γενάρη του 2015. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέβηκε με το Σχέδιο Β’ και τις λοιπές δυνάμεις της ΜΑΡΣ, με το πιο μετριοπαθές και ανεπαρκές εκλογικό πρόγραμμα που έχει παρουσιάσει στην ιστορία της. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν δικαίωσε στο παραμικρό τις φιλοδοξίες για το εκλογικό άλμα, και η «συμπόρευση» κατέρρευσε την επαύριο των εκλογών.

 

Πορεία οργανωτικής συρρίκνωσης

Αν η συμπόρευση με το Σχέδιο Β’ και τον Αλαβάνο τελικά ναυάγησε, η έλξη της ΛΑΕ και του Λαφαζάνη αποδείχθηκε για ορισμένες δυνάμεις ακατανίκητη. Η ΛΑΕ δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2015, μετά το δημοψήφισμα-φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ, από την πλειοψηφία της «Αριστερής Πλατφόρμας» που αποτελούσε και τη μεγαλύτερη μέχρι τότε εσωκομματική ομαδοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή, στην ίδρυση της ΛΑΕ, 25 εκλεγμένων βουλευτών και 53 μελών της κεντρικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, η υποστήριξή της από πρώην υπουργούς και προσωπικότητες της αριστεράς, δημιουργούσαν ένα διθυραμβικό κλίμα στο οποίο ήταν αδύνατον πλέον να αντισταθούν οι ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ.

Είναι αλήθεια ότι αρχικά στο εγχείρημα της ΛΑΕ συμμετείχαν και οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς που δεν πτοήθηκαν από τις πατριωτικές κορώνες του Λαφαζάνη, από το σύνθημα για «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» και επιστροφή στη δραχμή, από τις σταλινικές αναφορές και πρακτικές της ηγεσίας. Δεν έλειψαν τότε επίσης και οι παραινέσεις και οι πιέσεις από οργανώσεις της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής αριστεράς προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προσχωρήσει ή τουλάχιστον να στηρίξει εκλογικά την ΛΑΕ. Η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ακολούθησε, ευτυχώς, μια τέτοια πορεία, ωστόσο η επιλογή της ανεξαρτησίας από τον ρεφορμισμό δεν έγινε χωρίς αντιφάσεις: οι δύο μεγαλύτερες οργανώσεις συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τη ΛΑΕ, οι οποίες σύντομα απέτυχαν, εν μέρει όμως λόγω της αλαζονείας της ίδιας της ηγετικής ομάδας της ΛΑΕ.

Έτσι οι ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ εγκατέλειψαν χωρίς δισταγμό ό,τι είχε με κόπο οικοδομηθεί τα προηγούμενα χρόνια των κοινωνικών αγώνων, πιστεύοντας ότι θα δρέψουν τους καρπούς μιας εκλογικής νίκης. Όμως οι ελπίδες για εκλογικές νίκες και κοινοβουλευτικές παρουσίες, για μια φορά ακόμη, διαψεύσθηκαν αμέσως και οικτρά. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η ΛΑΕ δεν κατόρθωσε να περάσει το πολυπόθητο κατώφλι του 3% για να μπει στη Βουλή. Συγκέντρωσε 155.242 ψήφους και ποσοστό 2,87%. Η πολιτική της διαδρομή είχε ουσιαστικά τελειώσει και η μια μετά την άλλη οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς την εγκατέλειπαν. Τα επόμενα χρόνια, η προσωπική πορεία του Λαφαζάνη, αλλά και της ίδιας της ΛΑΕ, εκτός από την ουσιαστική ανυπαρξία τους στο εργατικό και τα κοινωνικά κινήματα, αποκάλυψαν μια αποκρουστική, βαθιά συντηρητική, εθνικιστική, ιδεολογική φυσιογνωμία.

Αν η αποχώρηση των δύο οργανώσεων ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ, τον Αύγουστο του 2015, σηματοδότησε μια πορεία οργανωτικής συρρίκνωσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η εκλογική της απήχηση, όπως αποδείχθηκε στις δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, ελάχιστα ή καθόλου δεν επηρεάστηκε από το γεγονός αυτό. Στις εκλογές του Ιανουαρίου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε, μαζί με τη ΜΑΡΣ, 39.455 ψήφους και ποσοστό 0,64% και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, σε μια πολύ πιο αριστερή συνεργασία με το ΕΕΚ, 46.096 ψήφους και ποσοστό 0,85%.

 

Το πολύτιμο κεφάλαιο που παραμένει

Η πλειοψηφία των έμπειρων αγωνιστών και αγωνιστριών, με διαρκή παρουσία στο συνδικαλισμό και στα κοινωνικά κινήματα, με μακρά κοινωνική παρουσία και αναγνωρισιμότητα, δεν ανήκε στις οργανώσεις της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ, αλλά στις οργανώσεις που παρέμειναν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που αναφέρονταν ή υποστηρίχθηκαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημείωσαν όλη τη περίοδο από το 2015 μέχρι και σήμερα άνοδο ή σταθερότητα. Το γεγονός αυτό αποτελεί πολύτιμο, αλλά δυστυχώς και το μοναδικό, κεφάλαιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Επιβεβαίωση για την τοπική κοινωνική ακτινοβολία της δραστηριότητας των αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσαν τα αποτελέσματα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, που δύο φορές ανέδειξαν 12 περιφερειακούς συμβούλους στις 12 περιφέρειες όπου κατέβασε συνδυασμούς και αρκετούς δημοτικούς συμβούλους στις μεγάλες πόλεις, παρά την οδυνηρή διάσπαση των δυνάμεών της σε αντιπαραθετικά κατεβάσματα στους Δήμους Αθηναίων, Θεσσαλονίκης και Πάτρας – για την οποία δεν έχει μέχρι σήμερα γίνει κανένας ουσιαστικός απολογισμός ή προσπάθεια ενοποίησης. Για πρώτη φορά ένας αντικαπιταλιστικός πολιτικός σχηματισμός απόκτησε πανεθνική παρουσία και απήχηση με ένα στοιχειώδες ριζοσπαστικό πρόγραμμα.  

Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί και να εξειδικεύσει αυτό το στοιχειώδες πρόγραμμα που είχε καταρτήσει την άνοιξη του 2012. Οι θέσεις της απέναντι στα ζητήματα της κεντρικής πολιτικής που ανέκυπταν διαρκώς ήταν συνήθως το αποτέλεσμα ενός άνευρου φραστικού συμβιβασμού των θέσεων των δύο μεγαλύτερων οργανώσεων.

Η έλλειψη ενός μόνιμου κεντρικού μηχανισμού στελεχών με έντυπο και γραφεία, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές αποφάσεις, δεν επιτρέπει την προβολή και την αξιοποίηση των επιμέρους συνδικαλιστικών και κινηματικών επιτυχιών των αγωνιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλά ούτε επίσης μια διαρκή, σοβαρή και συστηματική συζήτηση μεταξύ των οργανώσεων και του ανένταχτου δυναμικού. Η δράση των περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων εξαντλείται στις συνεδριάσεις των αντίστοιχων συμβουλίων και σε προσωπικές πρωτοβουλίες που δεν γίνονται αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι τοπικές οργανώσεις της δεν λειτουργούν καθόλου ή λειτουργούν υποτυπωδώς μόνο τις προεκλογικές περιόδους. Το αποτέλεσμα είναι οι ανένταχτοι αγωνιστές να απομακρύνονται, και ακόμη σημαντικότερο, να είναι αδύνατη η προσέλκυση νέων σε μια ανύπαρκτη οργανωτικά δομή.

 

Η τροχοπέδη και οι νέες αποχωρήσεις 

Οι αδυναμίες που αποτέλεσαν την τροχοπέδη για το προχώρημα του μετωπικού σχήματος μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

  1. Για μια οργανωμένη μερίδα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε απλώς πεδίο παρέμβασης και όχι συμμετοχής για τη συγκρότηση κάποιου ευρύτερου πολιτικού σχηματισμού. Η μερίδα αυτή συμμετείχε στοιχειωδώς στις τοπικές οργανώσεις μόνο για να μεταφέρει εκεί τη γραμμή και στην πράξη δεν δεσμευόταν από τις αποφάσεις των οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έφτασε στο σημείο να ανακηρύξει στις αυτοδιοικητικές εκλογές δικούς της συνδυασμούς χρησιμοποιώντας αυθαίρετα το όνομα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.  Ταυτόχρονα, έχει αναπτύξει τα δικά του, ιδιόκτητα «μέτωπα» για το φασισμό, τους μετανάστες, το περιβαλλοντικό κλπ. Η αντίληψη και η τακτική αυτή, όπως ήταν επόμενο, αποτέλεσε μόνιμη πηγή τριβών, πολιτικών και οργανωτικών δυσλειτουργιών στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
  2. Μια άλλη μερίδα συμμετείχε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει ποιος ακριβώς θα έπρεπε να είναι ο στόχος. Κυρίως την αντιλαμβάνεται ως ένα ευρύτερο μέτωπο, κάπως μονιμότερο από εκλογικό, με χαλαρές εσωτερικές λειτουργίες. Αν δεν πρόβαλλε προσκόμματα στη λειτουργία των τοπικών οργανώσεων, όπως η πρώτη μερίδα, πάντως δεν κατέβαλλε και καμιά συστηματική προσπάθεια για τη βελτίωσή της.

Τα προηγούμενα χρόνια, η μερίδα αυτή συμμετείχε συστηματικά σε καμπάνιες που στόχευαν μονοθεματικά στην έξοδο από την ΕΕ, ξεκομμένα από τα μεταβατικά εκείνα αιτήματα που θα τη συνέδεαν με την επαναστατική κοινωνική ανατροπή και τη σοσιαλιστική πρόταση, και στήριζε πρόθυμα επιτροπές οικονομολόγων που προσπαθούσαν να προβάλλουν το εθνικό νόμισμα ως την λύση για την οικονομική ύφεση στη χώρα. Δεν αντιλαμβανόταν ότι μια τέτοια πολιτική θέση έρχονταν σε πλήρη αντίφαση με τις διακηρυγμένες προγραμματικές του θέσεις που απέρριπταν τη «θεωρία των σταδίων». Αποτέλεσμα της αντιφατικής πορείας και θεωρητικής σύγχυσης ήταν να μη γίνει έγκαιρα κατανοητός ο ρόλος και η αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος και του μεταβατικού προγράμματος.

  1. Παρά τη συστηματική και πολλές φορές πρωταγωνιστική εμπλοκή των αγωνιστών και αγωνιστριών της στα κινήματα της περιόδου, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τέτοια δεν μπόρεσε έως σήμερα να προσελκύσει σημαντικά στρώματα της ριζοσπαστικοποιούμενης εργατικής τάξης και των νέων πρωτοποριών. Σε αυτό συνέβαλε η διάσπαση δυνάμεων, με τις μεγαλύτερες οργανώσεις να κουβαλάνε χωρίς σχετικές αποφάσεις διπλά και τριπλά πανό ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η απροθυμία ολόπλευρης εμπλοκής σε μορφές αυτοοργάνωσης που αναδείκνυονταν στο κίνημα (πχ. Λαϊκές συνελεύσεις), καθώς και η λανθασμένη ταύτιση της πολιτικά ορθής επιδίωξης για διακριτή ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς με έναν φετιχισμό ξεχωριστών δράσεων ή διαδηλώσεων, που απέκλειε την επαφή με άλλους εργαζόμενους και εργαζόμενες, καταπιεσμένους και καταπιεσμένες που κινητοποιούνταν. Πολλές φορές, μάλιστα, η άρνηση της ορθής ενιαιομετωπικής δράσης στο δρόμο ερχόταν σε χτυπητή αντίφαση με την λανθασμένη προθυμία πολιτικής και εκλογικής συμπόρευσης με ρεφορμιστικές δυνάμεις.

 

Η απογοήτευση από τη στασιμότητα έφερε νέες τριβές, που κατέληξαν στην αποχώρηση της ομάδας «Μετάβαση» αλλά και άλλων αγωνιστών και αγωνιστριών, που αλληθώριζαν εδώ και καιρό προς το όραμα της «παναριστεράς». Οι προσδοκίες της Μετάβασης για πρόσβαση σε ευρύτερα ακροατήρια, χωρίς του βάρος του υποτιθέμενου σεκταρισμού, δεν είχαν καλύτερη τύχη από τις προηγούμενες αποχωρήσεις, αφού ούτε καν οι ίδιες οι δυνάμεις της δεν μπόρεσαν να ενοποιηθούν, διασπώμενες σε Αναμέτρηση και Κομμουνιστικό Σχέδιο – ούτε η ενοποίηση της πρώτης με την προερχόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ συνάντηση, ούτε η σχεδιαζόμενη ενοποίηση του δεύτερου με την ΑΡΑΝ δείχνουν κάποια αξιόλογη δυναμική. Σήμερα, Αναμέτρηση, Κομμουνιστικό Σχέδιο και ΑΡΑΝ εμφανίζονται απόλυτα προσηλωμένες σε σχέδια «παναριστερής» ενότητας, μαζί με δυνάμεις του ρεφορμισμού, έχοντας και οι ίδιες μετατοπιστεί προγραμματικά σε κρίσιμα θέματα σε σχέση με τα χρόνια της συμμετοχής τους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Το τελευταίο διάστημα, η ΑΡΙΣ, η οργάνωση που δημιουργήθηκε από τη διάσπαση της ΑΡΑΣ όταν αυτή αποχώρησε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακολούθησε μια παράλληλη πορεία προς τον ρεφορμισμό, του παρηκμασμένου ΚΚΕ αυτή τη φορά. Πριν από αυτό, και ξεκινώντας από τη μαχητική υπεράσπιση μέλους της που βαρύνεται με περιστατικό σεξιστικής βίας, είχε στο ιστορικό της μια σειρά βίαιων επιθέσεων απέναντι σε άλλα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναπαράγοντας τις χειρότερες παραδόσεις της ενδοκινηματικής βίας.

Γενικά, όλες οι διασπάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινήθηκαν προς τα δεξιά, και το εναπομείναν τμήμα της είναι αλήθεια ότι έκανε σοβαρές προγραμματικές προόδους, που δεν ήταν δεδομένες την εποχή της ίδρυσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: η διεθνιστική θέση εναντίωσης στην ελληνική επιθετικότητα στα λεγόμενα ελληνοτουρκικά, η θέση εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών και των εθνικιστικών συλλαλητηρίων και υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του έθνους των Μακεδόνων, η υποστήριξη των φεμινιστικών αγώνων και του ΛΟΑΤΚΙΑ+ κινήματος, η κατανόηση της σοβαρότητας των αγώνων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η καθαρή τοποθέτηση εναντίον όλων των ιμπεριαλιστών στον πόλεμο της Ουκρανίας, η αποκήρυξη του αριστερού κυβερνητισμού είναι ορισμένες από αυτές. Με αυτή την έννοια, κι ανεξαρτήτως του ότι αποδυνάμωσαν οργανωτικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι διασπάσεις υπήρξαν τμήμα μιας διαδικασίας στρατηγικής αποσαφήνισης της στρατηγικής. Κάθε φορά, ωστόσο, η πλειοψηφία της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επαναλάμβανε τα ίδια λάθη: σημαντικές παραχωρήσεις στις δεξιόστροφες τάσεις, με την ελπίδα πως αυτές θα μπορούσαν να παραμείνουν – ελπίδα που κάθε φορά αποδεικνύεται απατηλή ενώ ταυτόχρονα έχει σημαντικό κόστος στη φυσιογνωμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έτσι, κάθε χρονιά επανερχόταν και κάποιο νέο σχέδιο «συμπόρευσης» με δυνάμεις γραφειοκρατικές, ρεφορμιστικές ή αμφιταλαντευόμενες, για να εξευμενιστούν πρώτα οι ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ κι έπειτα η Μετάβαση. Στην τελευταία συνδιάσκεψη, δε, η ΑΡΙΣ όχι μόνο δεν περιθωριοποιήθηκε για τη στάση της, αλλά περιλήφθηκε στην πλειοψηφική πλατφόρμα. Τα ίδια λάθη επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, χωρίς να έχει γίνει μέχρι σήμερα κάποιος κριτικός απολογισμός.

Τον τελευταίο χρόνο, ένα νέο σχέδιο «συμπόρευσης» απειλεί να διαλύσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η «Πρωτοβουλία για την Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», στην οποία συμμετέχει και μία από τις μεγαλύτερες οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πιέζοντας διαρκώς και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να το κάνει, αποτελεί τυπική πρόταση πλατιού μετώπου συγχώνευσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με αμιγώς ρεφορμιστικά ρεύματα (όπως η ΛΑΕ) και με ενδιάμεσες αμφιταλαντευόμενες δυνάμεις. Τη στιγμή που βασικά στρατηγικά ερωτήματα όπως η θέση απέναντι στις αριστερές κυβερνήσεις και τη διαχείριση των θεσμών του αστικού κράτους, η τοποθέτηση σε έναν ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η στάση απέναντι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό έχουν τεθεί επιτακτικά στην πράξη, η συμμετοχή σε μια συμμαχία που αδυνατεί να μιλήσει για τέτοια ζητήματα, γιατί περιλαμβάνει δυνάμεις ρεφορμιστικές και εθνικιστικές, θα ήταν καταστροφή και θα σήμαινε την παραίτηση από το σχέδιο της ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής κι επαναστατικής αριστεράς.

 

Νέα εποχή-νέες απαιτήσεις

Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή του πολιτικού τοπίου. Οι συνδυασμένες συνέπειες της πανδημίας, της οικονομικής κρίσης, της κλιματικής αλλαγής οξύνονται από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, που πυροδοτεί επίσης τις παγκόσμιες ανακατατάξεις και περιφερειακές εντάσεις που κυοφορούνταν από καιρό. Ο κόσμος μας κινδυνεύει να αφανιστεί από μια νέα ιμπεριαλιστική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα. Η επαπειλούμενη κολοσσιαία σύγκρουση επικαθορίζει πλέον όλες τις επιμέρους εξελίξεις. Ήδη προκαλούνται και σύντομα θα ενταθούν κοινωνικοί σεισμοί σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η νέα περίοδος πολέμων και κοινωνικών συγκρούσεων που ανοίγεται μπροστά μας πρέπει να βρει αυτή τη φορά την αντικαπιταλιστική αριστερά καλύτερα συγκροτημένη, πολιτικά και οργανωτικά.

Κάποιοι περιορίζονται απλώς σε γενικόλογο πασιφισμό. Κάποιοι άλλοι, διατελώντας σε πλήρη πολιτική σύγχυση, συντάσσονται με το δυτικό στρατόπεδο, υπεράσπισης των αστικοδημοκρατικών αξιών απέναντι στον «βάρβαρο Ρώσο εισβολέα» και κάποιοι άλλοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη νίκη των καθεστώτων του αντίπαλου υπό διαμόρφωση στρατοπέδου Ρωσίας-Κίνας, χωρίς να είναι σε θέση να διαγνώσουν την ιμπεριαλιστική φύση του. Οι αντιλήψεις αυτές είναι καταδικασμένες να σαρωθούν κάποια στιγμή από τις κατακλυσμιαίες κοινωνικές συνέπειες της κρίσης και των πολέμων. Η ανεπάρκεια και η φυγομαχία των κάθε λογής ρεφορμιστικών κομμάτων και σχηματισμών θα ξεγυμνωθούν μπροστά τα μάτια των εργατικών τάξεων.

Όπως έχουν δείξει το κίνημα για τον πυρηνικό αφοπλισμό και το αντιπολεμικό κίνημα στον πόλεμο του Βιετνάμ (για να μην ανατρέξουμε στο κίνημα του Τσίμερβαλντ), για τη δημιουργία ενός μαζικού αντιπολεμικού κινήματος δεν απαιτείται προγραμματική συμφωνία των συνιστωσών. Όμως αντίθετα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να συμμετέχει με ένα συγκεκριμένο αντιπολεμικό πρόγραμμα που θα αποβλέπει στην σοσιαλιστική διέξοδο με την μετατροπή των πολέμων σε εμφύλιους ταξικούς, με τη βασική αντίληψη ότι ο αντίπαλος που πρέπει να αντιπαλέψουμε είναι ο ταξικός αντίπαλος που βρίσκεται στη δική μας πλευρά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαθέτει ήδη το πολύτιμο κεφάλαιο των έμπειρων και δοκιμασμένων αγωνιστών που πρέπει να αξιοποιηθεί. Για το σκοπό αυτό χρειάζονται:

  1. Επεξεργασία του στοιχειώδους προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εμπλουτισμός του με τις αντιπολεμικές θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού.
  2. Τακτική συνάντηση των τοπικών επιτροπών σε δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση με στόχο την ανάπτυξη της αντιπολεμικής προπαγάνδας και των πρωτοβουλιών σε τοπικό επίπεδο.
  3. Κεντρικά γραφεία και κεντρικό στελεχιακό μηχανισμό που θα συντονίζει τη λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ιδιαίτερα της αντιπολεμικής καμπάνιας.
  4. Κοινό έντυπο, που θα βοηθήσει, εκτός των άλλων, στην ανάπτυξη του διαλόγου των οργανώσεων και στο ξεκαθάρισμα των θέσεων.
  5. Αναζωογόνηση της ομάδας γυναικών, της lgbtqi+ ομάδας καθώς και της εργατικής ομάδας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
  6. Επανεπιβεβαίωση του σχεδίου για μια ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά, η οποία μπορεί να περιλάβει περισσότερες διεθνιστικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που σήμερα βρίσκονται εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ξεκινώντας από την Αντιπολεμική Πρωτοβουλία Οργανώσεων), σε καμία περίπττωση όμως ρεύματα γραφειοκρατικά, ρεφορμιστικά και εθνικιστικά.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ιστορική εμπειρία, όσο όμως και οι πρόσφατες εξελίξεις στην εποχή της κρίσης, έχουν αναδείξει κόκκινες γραμμές που διαχωρίζουν το επαναστατικό/αντικαπιταλιστικό ρεύμα από τον ρεφορμισμό, πέραν από τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει προγραμματική και πολιτική συμπόρευση:

  1. Η αντίθεση στη στρατηγική των αριστερών κυβερνήσεων και η άρνηση της διαχείρισης των θεσμών του αστικού κράτους, οι οποίοι πρέπει να αντικατασταθούν από θεσμούς εργατικής εξουσίας και όχι απλώς να περάσουν στα χέρια της αριστεράς.
  2. Η άρνησης της υποστήριξης του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου στο όνομα του λιγότερου κακού και της «εθνικής ενότητας» στο όνομα του εξωτερικού εχθρού.
  3. Η συμμετοχή και στήριξη των θεσμών αυτοοργάνωσης και εργατικής αυτοδιεύθυνσης που αναδεικνύονται μέσα στο κίνημα, σε αντιπαράθεση με τη λογική της συνδιαχείρισης.