Στις εκλογές τής 6ης Μάη ο λαός δήλωσε καθαρά ότι δε θέλει το μνημόνιο.
Ως μέλος τής ΑΝΤΑΡΣΥΑ το βρήκα πολύ δύσκολο να πείσω τον οποιονδήποτε που δεν είχε ήδη πειστεί ότι μια αριστερή κυβέρνηση δε μπορεί να κάνει και πολλά, ότι την εξουσία θα συνεχίσουν να την έχουν οι καπιταλιστές και ότι δεν πρόκειται να κάνουν παραχωρήσεις. Και δεν ήταν λόγω ελλείματος επιχειρηματολογίας από την πλευρά μου, θεωρώ. Το ίδιο ίσχυσε και για τους υπόλοιπους δικούς μου, το ίδιο και για τους συντρόφους τού ΚΚΕ. Το μεταβατικό πρόγραμμα που υποστηρίζαμε δεν κατάφερε να πείσει τον κόσμο. Και την εργατική τάξη, μάλιστα, κομμάτι τής οποίας στράφηκε μαζικά στο ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί συνέβη αυτό; Και σε τι οφείλεται αυτή η τεράστια στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ; Κατά τη γνώμη μου, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε λύση στο σήμερα. «Ρεαλιστική». Είπε «θα σχηματίσω αριστερή κυβέρνηση και θα σας λύσω τα προβλήματα». Και είναι λύση ιδιαίτερα γοητευτική για μια μεγάλη μερίδα τού λαού, που θέλει εύκολα, με μία ψήφο, να επιστρέψει στο 2004. Είπε ο ΣΥΡΙΖΑ την αλήθεια στο λαό; Μπορεί να κάνει πράξη τα όσα υπόσχεται; Μεγάλο κομμάτι τού λαού σίγουρα το πιστεύει. Εμείς, σαφώς, δεν τρέφουμε καμία τέτοια αυταπάτη. Πρέπει λοιπόν να διαλύσουμε τις αυταπάτες τής εργατικής τάξης και του λαού. Και φτάνουμε στο πάντα επίκαιρο ερώτημα. Τι να κάνουμε;
Πολλοί σύντροφοι φοβούνται ότι η άνοδος τού ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα σηματοδοτήσει ένα νέο ’81. Ή καλύτερα ένα νέο «Νιού Ντιλ». Πολύ απλά, υποστηρίζουν ότι η αριστερή κυβέρνηση θα πετάξει ένα κόκαλο στο λαό, ο οποίος θα το πάρει και θα σταματήσει να διεκδικεί. Με αυτό τον τρόπο θα απομακρυνθεί η επαναστατική προοπτική. Δυο σύντομα λόγια για το Νιου Ντιλ: Το 1933, μέσα σε μια τεράστια οικονομική κρίση, ο πρόεδρος τής Αμερικής, Φράνκλιν Ρόουζεβελτ, ένας κεντρώος πολιτικός που είχε εκλεγεί με μια ατζέντα για «ισοσκελισμό τού προϋπολογισμού» αναγκάστηκε να εισάγει το Νιου Ντιλ. Ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο ανόρθωσης τής αμερικάνικης οικονομίας (του αμερικάνικου καπιταλισμού, κατά βάση), κεϋνσιανής έμπνευσης. Το κράτος επενέβη δυναμικά στην οικονομία, επέβαλε εντυπωσιακούς φόρους στις μεγάλες επιχειρήσεις (οι οποίοι έφτασαν το 91%) και δημιούργησε 11 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στο αμερικανικό δημόσιο. Και αφού η ανεργία χτυπήθηκε και ο κόσμος είχε δουλειά, άρα και εισόδημα, μπορούσε να ξοδεύει, δημιουργώντας ζήτηση, αναγκάζοντας την παραγωγή να κινηθεί, ενισχύοντας έτσι την οικονομία. Η αμερικανική αστική τάξη δέχτηκε αυτό το μεγάλο συμβιβασμό, πιεζόμενη από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ –υπήρχε ακόμα τότε ισχυρό κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό κόμμα, με ρίζες στην εργατική τάξη και ισχυρά συνδικάτα- αλλά και από την «κόκκινη απειλή». Υπήρχε τότε το αντίπαλο δέος, η Σοβιετική Ένωση. Και οι καπιταλιστές δέχτηκαν να κάνουν υποχωρήσεις, προκειμένου να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους, η οποία διαφορετικά ίσως και να είχε απειληθεί. Ο Ρόουζεβελτ, ως γνήσιος σοσιαλδημοκράτης, συμβίβασε τις αντιθέσεις, προσπαθώντας να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Η διαφορά τού 1933 με το σήμερα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η αστική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό καμία αριστερή κυβέρνηση δε μπορεί να το αλλάξει, καμία κυβέρνηση που δε θα συγκρουστεί με το αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Και αυτό είναι το δώρο τού καπιταλισμού στους πολέμιούς του. Αυτή είναι η χρυσή ευκαιρία για τους επαναστάτες. Ο καπιταλισμός πραγματικά θα μας πουλήσει το σκοινί με το οποίο θα τον κρεμάσουμε!
Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η συνείδηση τής εργατικής τάξης έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Το αποδεικνύουν οι τεράστιες διαδηλώσεις, με τον κόσμο να συγκρούεται με τα ΜΑΤ για ώρες. Και να μη φεύγει, ακόμα και όταν το Σύνταγμα μετατρεπόταν σε θάλαμο αερίων. Αποδεικνύεται από τις προσπάθειες των εργαζομένων για αυτοδιαχείριση, στο νοσοκομείο τού Κιλκίς, στο κατάστημα των Applebee’s στη Θεσσαλονίκη, στον Άλτερ και στην Ελευθεροτυπία. Αποδεικνύεται από το μεγαλειώδη αγώνα των απεργών τής χαλυβουργίας. Το τσιτάτο «Εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά» ακούγεται ολοένα και πιο πραγματικό.
Ας επιστρέψουμε όμως στο τι πρέπει να κάνουμε. Την Κυριακή, 6η Μάη, το βράδυ χρειαζόμουν απαντήσεις. Και επειδή είχαμε και μια ενδιαφέρουσα συνάντηση με φασίστες εδώ στο Ναύπλιο, άνοιξα το "Γράμμα στο Γερμανό κομμουνιστή εργάτη", στο οποίο ο Τρότσκι, το Δεκέμβρη τού 1931, ενάμισι χρόνο πριν από την άνοδο τού Χίτλερ στην εξουσία, καλεί το ΚΚ Γερμανίας να εγκαταλείψει τη σεχταριστική πολιτική του και να συγκροτήσει ενιαίο εργατικό μέτωπο με τη σοσιαλδημοκρατία απέναντι στο φασισμό που ανέβαινε. Για να υποστηρίξει την τακτική αυτή, ανέφερε και ένα χωρίο από τον Λένιν σχετικά με την τακτική των Μπολσεβίκων σε ένα περιστατικό τον Αύγουστο τού 1917. Ο στρατηγός Κορνίλοφ, επικεφαλής ενός σώματος Κοζάκων και μιας μεραρχίας, βάδιζε εναντίον τής Πετρούπολης. Στην κυβέρνηση τότε βρισκόταν ο σοσιαλδημοκράτης Κερένσκι. Και έλεγε ο Λένιν: «Ακόμα και τώρα, δεν πρέπει να υποστηρίζουμε την κυβέρνηση Κερένσκι. Κάτι τέτοιο Θα ήταν χωρίς αρχές. Μπαίνει το ερώτημα: είναι λοιπόν δυνατό να μην πολεμήσουμε ενάντια στον Κορνίλοφ; Σίγουρα και θα πολεμήσουμε. Αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο πράγμα. Υπάρχει ένα όριο και σ’ αυτό. Μερικοί μπολσεβίκοι το ξεπερνούν πέφτοντας στο «συμφιλιωτισμό» κι αφήνουν τον εαυτό τους να παρασυρθεί από το ρεύμα των γεγονότων. Θα πολεμήσουμε και πολεμάμε τον Κορνίλοφ, αλλά δεν θα υποστηρίξουμε τον Κερένσκι, αντίθετα θα αποκαλύψουμε την αδυναμία του. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά είναι πολύ σημαντική και δεν πρέπει να τη λησμονήσουμε. Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η αλλαγή τής τακτικής μας μετά την εξέγερση τού Κορνίλοφ; Στο ότι αλλάζουμε τη μορφή τής πάλης ενάντια στον Κερένσκι. Χωρίς ν’ αδυνατίσουμε έστω κατά μια νότα την εχθρότητα μας απέναντί του, χωρίς ν’ ανακαλέσουμε έστω και μια λέξη απ’ όσα έχουμε πει εναντίον του, χωρίς να εγκαταλείψουμε το καθήκον ν’ ανατρέψουμε τον Κερένσκι, λέμε: πρέπει να λογαριάσουμε τη στιγμή, δεν θ’ ανατρέψουμε τώρα τον Κερένσκι. Αντικρίζουμε το πρόβλημα τής πάλης εναντίον του διαφορετικά: θα υπογραμμίσουμε την αδυναμία και τις ταλαντεύσεις τού Κερένσκι στο λαό (που παλεύει ενάντια στον Κορνίλοφ).»
Μπορεί κανείς να πει ότι ο Κορνίλοφ, που έρχεται να σφάξει το προλεταριάτο τής Πετρούπολης, είναι η αστική τάξη μαζί με την ΕΕ, που ετοιμάζονται να περάσουν νέα μέτρα, νέα μνημόνια, να τσακίσουν την εργατική τάξη και όλο το λαό. Που αυταρχικοποιούν το κράτος. Που φτιάχνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης προεκλογικά. Που αφήνουν την κρατικά επιδοτούμενη συμμορία νεοναζί μαχαιροβγαλτών να μπαίνει στη βουλή. Που χτίζουν σιγά σιγά τις νέες βάσεις, πάνω στις οποίες θα στηθεί η νέα εθνική ενότητα, όταν το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο πάψει να υφίσταται. Μια νέα εθνική ενότητα με το ρατσισμό και την καταστολή στο επίκεντρο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Κερένσκι. Ο λακές τής μπουρζουαζίας, η σοσιαλδημοκρατία που εκατό χρόνια προδίδει. Αλλά τώρα δεν είναι η ώρα να ανατρέψουμε τη σοσιαλδημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να γίνουμε ουρά τού ΣΥΡΙΖΑ; Να κατεβούμε στις εκλογές με κοινά ψηφοδέλτια; Σε καμία περίπτωση. Κανένα βήμα πίσω από το μεταβατικό μας πρόγραμμα δεν έχουμε δικαίωμα να κάνουμε. Κανένα περιορισμό στην κομμουνιστική κριτική δεν επιτρέπεται να δεχτούμε. Δεν έχουμε όμως και το δικαίωμα να ακολουθήσουμε την τυφλή και σεχταριστική στάση τού ΚΚΕ. Οφείλουμε να στηρίξουμε, θεωρώ, την αριστερή κυβέρνηση απέναντι στο μαύρο μέτωπο τής αντίδρασης, ξεσκεπάζοντάς την ταυτόχρονα στα μάτια τής αντικεμενικά πλέον πιο έμπειρης εργατικής τάξης. Και υποδεικνύοντας την επαναστατική διέξοδο ως το μόνο δρόμο για να λευτερωθούν οι εργάτες από τις αλυσίδες τους.
Μπορεί κανείς να παραλληλίσει την τότε κατάσταση με τη σημερινή; Όχι απόλυτα. Παρ’ όλα αυτά, κανένας λογικός άνθρωπος δε μπορεί να μη βλέπει την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ τής σημερινής σοσιαλδημοκρατίας (ΣΥΡΙΖΑ) και της αστικής τάξης. Την ίδια στιγμή, γίνονται εμφανείς και ενδοαστικές συγκρούσεις, τις οποίες φανερώνει η αδυναμία τού αστικού μπλοκ να σχηματίσει κυβέρνηση. Μικρές ρωγμές είναι όλες αυτές, τις οποίες οφείλουν οι επαναστάτες να χρησιμοποιήσουν για να φέρουν την επανάσταση ένα βήμα πιο κοντά.
«Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, «ρωγμή» ανάμεσά στους εχθρούς... όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό.» Β.Ι. Λένιν