• Κυρ, 20/05/2012 - 14:28
Από τον Γιώργο Καλημερίδη

Μια πολιτική αποτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων στις 6 Μάη, υπό το πρίσμα της νέας εκλογικής αναμέτρησης

 

                                                                       του Γιώργου Καλημερίδη

 

 

1. Oι εκλογές στις 6/5 κατέγραψαν με ηχηρό, αλλά και αντιφατικό τρόπο, την καταδίκη των πολιτικών της κοινωνικής λεηλασίας που εφάρμοσαν τα κόμματα της συγκυβέρνησης του μαύρου μετώπου (Ν.Δ-ΠΑ.ΣΟ.Κ-ΛΑΟΣ). Η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση αποτελεί μια ποιοτική τομή στην πολιτική ιστορία της Μεταπολίτευσης, καθώς καταδικάστηκε, όχι απλά η άσκηση μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής, αλλά διαμέσου της αμφισβήτησης του Μνημονίου, αποδομήθηκε  το κυρίαρχο πλαίσιο οργάνωσης του αστικού πολιτικού συστήματος και των όρων αντιπροσώπευσης των λαϊκών στρωμάτων. Οι παραπάνω εξελίξεις απονομιμοποιούν το σύνολο των κυρίαρχων επιλογών του αστισμού την τελευταία διετία, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην υλοποίηση των προαποφασισμένων αντιλαϊκών μέτρων του Ιουλίου και θέτουν, ευρύτερα, πολιτικά εμπόδια στην παραπέρα ανάπτυξη της καπιταλιστικής επίθεσης στον κόσμο της εργασίας. Η αναζωπύρωση των εκβιασμών, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αποδεικνύει περίτρανα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει  η συνέχιση της πολιτικής  εσωτερικής υποτίμησης και απαξίωσης της μισθωτής εργασίας. Οι ελληνικές εκλογές επιβεβαίωσαν την άποψη ότι η Ελλάδα παραμένει ο αδύναμος κρίκος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, στο οποίον συμπυκνώνονται το σύνολο των αντιφάσεων (οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών) της ευρωπαϊκής και νομισματικής ολοκλήρωσης και των πολιτικών υπέρβασης της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου.

 

2. Οι μεγαλειώδεις αγώνες της τελευταίας διετίας, ιδίως από το καλοκαίρι του 2011 και μετά, εκφράστηκαν τελικά στην κεντρική πολιτική σκηνή με την κατάρρευση των βασικών πυλώνων της αστικής πολιτικής διαχείρισης. Η αναίρεση του μεταπολιτευτικού συμβολαίου, ακόμα και στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, από την καπιταλιστική κρίση του 2008 και τη μνημονιακή διαχείρισή της, αποτυπώνεται στο πολιτικό πεδίο από τον κλονισμό του δικομματισμού.  Το 32% περίπου που συγκέντρωσαν ΠΑ.ΣΟ.Κ-Ν.Δ αποτελεί έναν πραγματικό πολιτικό σεισμό, ιδιαίτερα αν δει κάποιος τα ποιοτικά  χαρακτηριστικά του αποτελέσματος και ειδικότερα την ακόμη μεγαλύτερη κατάρρευση των ποσοστών τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, που αποτελούν πολύ πιο κρίσιμους κοινωνικούς χώρους πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς και την ηλικιακή κατανομή του αποτελέσματος . Στις εκλογικές περιφέρειες των δύο μεγαλύτερων αστικών κέντρων (Α-Β Αθήνας, Α-Β Πειραιά-Α Θες/νίκης) και οι δύο μαζί συγκεντρώνουν μόλις το 22.1% του εκλογικού σώματος και αντίστοιχα συρρικνωμένα είναι τα ποσοστά τους στις πιο παραγωγικές ηλικίες του πληθυσμού . Ποτέ άλλοτε, μεταπολεμικά, δεν ήταν τόσο χαμηλό το ποσοστό των δύο βασικών κομμάτων της αστικής διαχείρισης. Ακόμη και στις μεταβατικές εκλογές του 1950, μετά τον εμφύλιο, αθροιστικά, τα τότε βασικά αστικά κόμματα (Λαϊκό Κόμμα –Κόμμα Φιλελευθέρων ) είχαν 36%. Από την άποψη τώρα της αστικής κυριαρχίας, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η κατάρρευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ , γιατί σε όλες τις ιστορικές του μεταλλάξεις και παρά τη σταδιακή του μετατροπή σε βασικό εκφραστή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης μπορούσε να διατηρεί την εκλογική του επαφή με το βασικό όγκο των μισθωτών και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Το κενό αντιπροσώπευσης, που δημιουργείται, απελευθερώνει, εν δυνάμει, κρίσιμες κοινωνικές δυνάμεις προς ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. 

 

3. Η κατάρρευση του δικομματισμού δεν μπορεί παρά να επηρεάσει το σύνολο των μορφών αντιπροσώπευσης, γεγονός που αναμφίβολα θα έχει συνέπειες στην οργάνωση και τους συσχετισμούς  στις μεγάλες ομοσπονδίες του Δημοσίου και στη ΓΣΕΕ. Το κοινωνικό στρώμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που λειτουργούσε ως ιμάντας μεταβίβασης της κρατικής πολιτικής στις κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες και μπορούσε όλη την προηγούμενη περίοδο να οριοθετεί, ως ένα βαθμό, το εύρος και την ένταση της κοινωνικής αντιπαράθεσης είναι αυτή τη στιγμή πολιτικά μετέωρο. Σε αυτό το πεδίο, που είναι από κάθε άποψη κρίσιμο για την εξέλιξη της πάλης των τάξεων, για τις ριζοσπαστικές δυνάμεις ανοίγονται πολύ  πιο ξεκάθαρα πλέον τα ερωτήματα τι σωματεία, τι μορφές εργατικής οργάνωσης στη νέα συγκυρία. H απονομιμοποίηση και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δημιουργεί, επομένως, καλύτερους όρους για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος , αλλά ενέχει και τον κίνδυνο της συνολικής κατάρρευσης των συλλογικών οργανώσεων των εργαζομένων.   

 

4. Η αμφισβήτηση των Μνημονίων και η κατάρρευση του δικομματισμού είχε, με πλειοψηφικό τρόπο, αριστερά χαρακτηριστικά. Οι εκλογές στις 6Μάη κατέγραψαν το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς. Το αθροιστικό ποσοστό των βασικών δυνάμεων της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι 26,45% και είναι μεγαλύτερο από το 24,42 % της ΕΔΑ του 1958. Επαναεπιβεβαιώθηκε η ταξικότητα της ψήφου και η πολιτική επανασύνδεση μισθωτών και εργατικών στρωμάτων με την πολιτική Αριστερά. Ενδεικτικά, στο σύνολο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ - ΚΚΕ έφτασε το 30%, ενώ στις χαμηλότερες βαθμίδες της κατηγορίας αυτής (τις πιο «εργατικές» δηλαδή) ξεπέρασε το 45%. Αντίστοιχα, στο σύνολο των μισθωτών του δημοσίου τομέα, το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ - ΚΚΕ έφτασε το 34%, ενώ στις χαμηλότερες βαθμίδες ξεπέρασε το 52%. Μαζί δε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αγγίζεται ένα ποσοστό 55%[1]. Κατά συνέπεια, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των μισθωτών στρωμάτων της νέας μικροαστικής τάξης αναζητεί λύσεις από τα αριστερά.

 

5. Οι 4 προηγούμενες θέσεις δε θα πρέπει ωστόσο να οδηγήσουν σε λανθασμένα και υπεραισιόδοξα συμπεράσματα που υπονομεύουν τελικά την αναγκαία πολιτική συγκρότηση του εργατικού κινήματος και της ίδιας της Αριστεράς . Η εκλογική αποτύπωση και οι εκλογικοί συσχετισμοί θα πρέπει να ιδωθούν, υπό το πρίσμα των ευρύτερων πολιτικο-ιδεολογικών συσχετισμών. Με μια πρώτη ματιά, κάποιος μπορεί να διαπιστώσει ότι η ελληνική Δεξιά, αν και κατακερματισμένη, βρίσκεται στα ιστορικά της ποσοστά- ίσως και λίγο πιο πάνω- με αναβαθμισμένη αφενός την ακραία νεοφιλελεύθερη πτέρυγά της (Δράση, Δημιουργία-Δημοκρατική Συμμαχία) και αφετέρου την ακροδεξιά της είτε στη ανοικτά φασιστική της εκδοχή (Χρυσή Αυγή) είτε στη λαϊκίστικη –αυταρχική (ΛΑΟΣ-Ανεξάρτητοι Έλληνες). Επίσης, με βάση και την προηγούμενη θέση, γίνεται ξεκάθαρο πώς το λεγόμενο «αντιμνημονιακό μέτωπο» είναι ένας ασαφής πολιτικός χυλός που κρύβει στο εσωτερικό του δυνάμεις που είτε δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία  και κινούνται στα όρια της κυρίαρχης συναίνεσης (π.χ ΔΗΜΑΡ-Οικολόγοι) είτε αποτελούν ανοικτά αυταρχικούς πολιτικούς σχηματισμούς με αντιλαϊκό πολιτικό πρόσημο φασιστικής ή νεοφιλελεύθερης κοπής (οι διάφορες πολιτικές ομάδες της Δεξιάς). Κατά συνέπεια, η « κοινωνική οργή που συνάντησε την κάλπη»  θα πρέπει να  συνδεθεί με τις κοινωνικές ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας και με σαφείς προλεταριακές ταξικές τοποθετήσεις, να  πολιτικοποιηθεί, με άλλα λόγια, με αριστερόστροφους, ριζοσπαστικούς όρους, ώστε  να συμβάλλει στην ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης. Σε διαφορετική περίπτωση, δημιουργούνται  οι πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την προώθηση αυταρχικών-αντιδημοκρατικών λύσεων. Η βιοποικιλότητα της αντιμνημονιακής ψήφου είναι, ως ένα βαθμό, το τίμημα που πληρώνει η Αριστερά είτε λόγω σεκταρισμού απέναντι στα κινήματα (ΚΚΕ) είτε λόγω αποθέωσης του «αυθόρμητου των μαζών» (ΣΥΡΙΖΑ-τάσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς), γεγονός που είχε διαφανεί τόσο στο κίνημα των πλατειών, όσο και στις λαϊκές παρελάσεις. Ένα αποφασιστικό κομμάτι των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων (άνεργοι, νεολαία, τμήματα της εργατικής τάξης) αν και οργισμένο, παραμένει πολιτικά απροσανατολισμένο και παγιδευμένο στα ιδεολογικά δεσμά που διαμόρφωσε ο νεοφιλελευθερισμός τις δύο τελευταίες δεκαετίες (αποπολιτικοποίηση-ιδεολογία της «μη ιδεολογίας», εξατομίκευση ), τάσεις που ποδηγετούν την προοπτική της ρήξης και της χειραφέτησης. O πολιτικός αποπροσανατολισμός κρίσιμων λαϊκών στρωμάτων επιτείνεται από την έλλειψη ενός συνεκτικού αριστερού προγράμματος υπέρβασης της κρίσης προς όφελος της εργατικής τάξης και από την αντίστοιχη απουσία αυτόνομων θεσμών εργατικής αυτοοργάνωσης και πάλης. .

 

  1. Η κατάρρευση του δικομματισμού δε σημαίνει, απαραίτητα και κατάρρευση της αστικής πολιτικής κυριαρχίας. Για δύο λόγους. Ο πολυκερματισμός των αστικών πολιτικών σχηματισμών, αν και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην απρόσκοπτη αστική πολιτική διαχείριση, δεν είναι ενδεικτικός του κατακερματισμού του αστικού στρατοπέδου και της εντατικοποίησης των ενδοαστικών αντιθέσεων (όπως την περίοδο 1915-1917 ή 1932-6). Αντίθετα σήμερα καταγράφεται μια εντυπωσιακή ενοποίηση των κυρίαρχων μερίδων του αστισμού γύρω από το στόχο της εσωτερικής υποτίμησης και της ολομέτωπης επίθεσης στον κόσμο της εργασίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ενώ ο πολιτικός κατακερματισμός είναι το αναγκαίο πολιτικό τίμημα για την αποφυγή μιας ενοποιημένης αντίθεσης από τα αριστερά που θα δημιουργούσε η έλλειψη πολλαπλών πολιτικών αναχωμάτων σε όλο το εύρος του πολιτικού χάρτη. Ο διεθνής «δογματισμός της αγοράς» αποδεικνύει ότι η σημερινή κρίση δεν είναι στενά κρίση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος και των ιδεολογικών εμμονών της άρχουσας τάξης, αλλά σχετίζεται με τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εκμετάλλευσης. Χωρίς αποκλείουμε, δογματικά, την πιθανή ευελιξία του συστήματος, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η σημερινή εμπειρία της κρίσης είναι διαφορετική από αυτήν του Μεσοπολέμου και των τότε διαφοροποιημένων πολιτικών στρατηγικών υπέρβασης της κρίσης (φασισμός, New Deal, σοσιαλδημοκρατία, λαϊκά μέτωπα).  Δεύτερο και πιο σημαντικό. Ο κύριος πολιτικός φορέας ενοποίησης και αντιπροσώπευσης της άρχουσας τάξης δεν είναι οι επιμέρους κομματικοί μηχανισμοί (Ν.Δ-ΠΑ.ΣΟ.Κ), αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό κράτος. Δεν είναι το κόμμα που απορροφά το «ουδέτερο» κράτος, όπως ισχυρίζεται η νεοφιλελεύθερη κοινοτυπία, αλλά το καπιταλιστικό κράτος που απορροφά τα πολιτικά κόμματα.

 

  1. Οι δύο παραπάνω διαστάσεις θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη ιδιαίτερα σήμερα που έχει ανοίξει η συζήτηση περί αριστερής κυβέρνησης και μιας εναλλακτικής στρατηγικής εντός Ε.Ε. Δεν αποτυπώνεται σήμερα μια αντίθεση μεταξύ διακριτών αστικών στρατηγικών υπέρβασης της κρίσης, δηλαδή εναλλακτικών μορφών άσκησης της αστικής κυριαρχίας επί των εργαζόμενων στρωμάτων είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο. Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών πραγματώνεται πάνω στο έδαφος της ενότητας όλων των εθνικών αστικών τάξεων απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Η συζήτηση που έχει ανοίξει σε επίπεδο Ε.Ε, περί ανάπτυξης ή δημοσιονομικής σταθερότητας, είναι πέρα για πέρα προσχηματική, καθώς δεν αμφισβητεί τα κεκτημένα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης: ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποιήσεις, επιβολή των αρχών της αγοράς στις δομές του κοινωνικού κράτους. Ακόμη και αν προχωρήσουν σε αλλαγές του ρόλου της ΕΚΤ-ευρωομόλογο- κάτι τέτοιο δεν θα συνεπάγεται απαραίτητα μείωση ή εξάλειψη της πίεσης στον κόσμο της εργασίας. Κατά συνέπεια, οι δράσεις για την «ανάπτυξη» ταυτίζονται με κίνητρα μαύρης απασχόλησης των νέων και στοχευμένες δράσεις του ΕΣΠΑ που στην καλύτερη περίπτωση γενικεύουν την επισφαλή εργασία και υπονομεύουν τη σταθερή και μόνιμη απασχόληση. Αντίστοιχα, ο κεντρικός ρόλος του καπιταλιστικού κράτους στην οργάνωση της αστικής κυριαρχίας κι ιδιαίτερα σήμερα στη φάση διεθνοποίησης και των κρατικών μηχανισμών θέτει αυστηρά όρια σε οποιαδήποτε αριστερή διαχείριση μέσα στα όρια του ευρωενωσιακού καπιταλισμού. Η χώρα δεν είναι ακυβέρνητη αυτή τη στιγμή, καθώς ο σκληρός διοικητικός πυρήνας του καπιταλιστικού κράτους που αποτελείται από εγχώρια (ΙΟΒΕ-ομάδες Παπαδήμου) και διεθνή (οι περιβόητες Task Force) τεχνοκρατικά στρώματα συνεχίζουν να υλοποιούν  το μνημονιακό σχεδιασμό, από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέχρι τα νέα οργανογράμματα του δημόσιου τομέα. Εν ολίγοις, τα παραπάνω θέτουν σαφή όρια σε όσους επενδύουν σε νέες διεθνείς συμμαχίες εντός Ε.Ε ή σε προοδευτικές κυβερνήσεις, χωρίς ποιοτικές τομές στις σχέσεις εξουσίας.

 

  1. Όπως σωστά έχει επισημανθεί[2], το εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα στις 6 Μάη, ιδιαίτερα για το ΣΥΡΙΖΑ που είναι ο πραγματικός νικητής των εκλογών,  δεν είναι απαραίτητα προϊόν της ηγεμονίας της πολιτικής πρότασής του ή των οργανικών δεσμών που ανέπτυξε τη τελευταία διετία με τα εργαζόμενα στρώματα. Καρπώθηκε, μάλλον, το αντιφατικό λαϊκό ρεύμα αμφισβήτησης, παρά το δημιούργησε ή διαμόρφωσε αποφασιστικά το πολιτικό του περίγραμμα. Η εκλογική του επομένως επιτυχία  δεν είναι η φυσική κατάληξη ενός οργανωμένου κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος αμφισβήτησης, με σαφή σχέδιο ρήξης και ανατροπής. Οι τακτικισμοί των δύο τελευταίων εβδομάδων και η δεξιά μετατόπισή του, ακόμη και με βάση το δικό του πρόγραμμα, είναι ενδεικτικό της αδυναμίας να πλαισιώσει την εκλογική του επιτυχία με ένα σαφή λαϊκό κοινωνικό ρεύμα αντίστασης και πάλης. Στο βαθμό ωστόσο, που η αριστερή πολιτική-εκλογική μετατόπιση, δε βασίζεται και δεν τροφοδοτεί, παράλληλα, ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα , περιορίζονται οι αναγκαίες κοινωνικές αντιστάσεις και τα λαϊκά αγωνιστικά αναχώματα, απέναντι στην αναμενόμενη αστική επιθετικότητα του επόμενου διαστήματος, πόσο μάλλον όταν αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλά οι συσχετισμοί εξουσίας στο εσωτερικό ή ακόμα χειρότερα η μορφή του νέου κυβερνητικού σχήματος, αλλά και το ίδιο το καπιταλιστικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στη σημερινή φάση της κρίσης του καπιταλισμού. Θέλω να πω δηλαδή ότι η εκλογική αριστερή στροφή δε θα πρέπει να ταυτίζεται με ριζική αλλαγή των ταξικών συσχετισμών και από αυτή την άποψη η προσομοίωση με το 1981 ή έστω το 1977  είναι στην καλύτερη περίπτωση εικονοκλαστική και παραπλανητική, καθώς λείπουν οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις εκείνης της περιόδου (μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός). Επομένως, όσο λάθος είναι η απόσυρση από την άμεση διαμάχη της κεντρικής πολιτικής σκηνής (ΚΚΕ) στο όνομα γενικά των αγώνων, αλλά τόσο λάθος είναι ο περιορισμός της αντιπαράθεσης στα όρια της τυπικής-μηντιακής- κομματικής αντιπαράθεσης, πέρα από τα άμεσα κοινωνικά επίδικα του κόσμου της εργασίας και της ανάγκης ο τελευταίος να οργανωθεί, να παλέψει και να σφραγίσει με την παρουσία του το επόμενο χρονικό διάστημα τις εξελίξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πολιτική αδυναμία δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων, παρά την εκλογική απονομιμοποίηση του Μνημονίου, να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αν στο επόμενο διάστημα ο κόσμος της εργασίας παραμείνει απλά ένας ανυπάκουος ψηφοφόρος μπορεί να δούμε, σύντομα, εξίσου εντυπωσιακές αλλαγές, αλλά αυτή τη φορά σε αντιδραστική κατεύθυνση και με μακροπρόθεσμες πολιτικές συνέπειες. Το επίδικο συνεπώς είναι το ρήγμα να βαθύνει σε όλα τα επίπεδα και η εκλογική στροφή να βασιστεί και να γονιμοποιήσει την κοινωνική αντιπαράθεση.             

 

  1.  Το σύνηθες πρόβλημα των αναλύσεων των εκλογικών αναμετρήσεων είναι ότι είναι στατικές και φωτογραφικές, επιδιώκουν να ερμηνεύσουν την εκλογική καταγραφή, ενώ το κρίσιμο συνήθως είναι η δυναμική του αποτελέσματος δηλαδή το επικαθοριστικό αποτέλεσμα των εκλογών στην πολιτική αντιπαράθεση. Για το αστικό στρατόπεδο το ζητούμενο είναι σαφές : εν μέσω πολλαπλών πολιτικών εκβιασμών να κλείσει ή έστω να διαχειριστεί το πολιτικό ρήγμα που δημιουργήθηκε, προκειμένου να περπατήσει ο μνημονιακός σχεδιασμός, με ενδεχόμενες τροποποιήσεις του σε επιμέρους ζητήματα (π.χ χρονική διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής). Μεσοπρόθεσμα στο πολιτικό πεδίο, θα τεθεί επιτακτικά η ανάγκη να ανασυγκροτηθεί ο πολιτικός χάρτης με νέα πολιτικά υποκείμενα, ιδιαίτερα στο χώρο του λεγόμενου Κέντρου.  Το δίλημμα που θα πρέπει να τίθεται για τις δυνάμεις της Αριστεράς είναι σε ποιο βαθμό, οι σημερινές πολιτικές εξελίξεις, μπορούν να αποτρέψουν την επίθεση και να ανοίξουν, παράλληλα, το δρόμο της ανατροπής στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Με τις θέσεις 5-8 προσπάθησα να δείξω- με σχηματικό τρόπο- τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει κάθε αριστερό κυβερνητικό πρόγραμμα, πόσο μάλλον όταν δεν έχει σαφή πολιτική στρατηγική και στόχευση . Η αδυναμία θεωρητικοποίησης της Ε.Ε και του καπιταλιστικού κράτους, η έλλειψη αντικειμενικής εκτίμησης των πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών, η απουσία μιας συγκροτημένης πολιτικής γραμμής για το εργατικό κίνημα και η αντικατάσταση όλων των παραπάνω από τον εκλογικισμό και τον τακτισμό που συχνά, μάλιστα, επιχειρεί να ενσωματώσει ή να αναδιαμορφώσει ότι έχει ήδη πολιτικά καταδικαστεί (τον παλαιοκομματισμό του ΠΑ.ΣΟ.Κ) ενέχει το κίνδυνο, όχι απλά της ενσωμάτωσης, αλλά και της προοπτικής πολιτικής συντριβής του ίδιου του εργατικού κινήματος.

 

  1. Σε συνθήκες κρίσης είναι προφανές ότι το περιεχόμενο και η άσκηση της πολιτικής τροποποιείται και για την Αριστερά και κυρίως για την εργατική τάξη: η πολιτική δεν έχει απλά το  χαρακτήρα μιας  γενικής πολιτικο-ιδεολογικής ζύμωσης, αλλά μετατρέπεται σε ζήτημα άμεσης επιβίωσης. Από αυτή την άποψη, η ζύμωση γύρω από την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού (ΚΚΕ), κάθε άλλο παρά επαναστατική και ανατρεπτική είναι σήμερα. Από την άλλη όμως, η πολιτική ως επιβίωση στο σήμερα,  δε μπορεί να γίνεται το άλλοθι για έναν αμυντικό ρεφορμισμό που αδυνατεί να κατανοήσει το μέγεθος και το ιστορικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής επίθεσης, η οποία συνδέεται άμεσα με το αντιδραστικό χαρακτήρα της Ε.Ε,  η οποία αποτελεί το πολιτικό κέντρο συντονισμού της καπιταλιστικής επίθεσης . Η προβολή του μίνιμουμ και η οριοθέτηση των εργατικών αναγκών μέσα στο ασφυκτικό ευρωενωσιακό πλαίσιο, τελικά, μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες θυσίες και υποχωρήσεις.  

 

  1. Κατά συνέπεια, το ζήτημα του αριστερού προγράμματος, άρα και της άμεσης αποτροπής της επίθεσης  -διαγραφή χρέους, αναίρεση των μνημονιακών μέτρων κτλ- θα πρέπει να συνδέεται, με τρεις βασικές προϋποθέσεις: α. Σαφή τοποθέτηση απέναντι στο ευρώ και την Ε.Ε στην κατεύθυνση της ρήξης και της αποδέσμευσης, β. Διαλεκτική σύνδεση της αποδέσμευσης με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Στο βαθμό που η αποδέσμευση δεν προσδιορίζεται από την οπτική των εργατικών ταξικών συμφερόντων και της εργατικής εξουσίας (π.χ απόψεις Λαπαβίτσα, Καζάκη), αλλά από την οπτική ενός ανεξάρτητου ελληνικού καπιταλισμού με δυναμικό παραγωγικό και εξαγωγικό προσανατολισμό, ανακυκλώνουμε, όχι απλά το ρεφορμισμό, αλλά και την κυρίαρχη αστική συναίνεση που περιστρέφεται ακριβώς γύρω από τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας και των κατάλληλων στρατηγικών για την ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών, γ. Το αριστερό πρόγραμμα άμεσης απάντησης στην κρίση πρέπει να βασίζεται  σε ένα αναγεννημένο εργατικό κίνημα και σε πρωτότυπες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης και πάλης, διαφορετικά μετατρέπουμε ριζοσπαστικούς-επαναστατικούς στόχους σε διαχειριστικό κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς κοινωνική γείωση και προοπτική.

 

Το ποια τάση θα επικρατήσει, τελικά, μένει να αποδειχθεί στο καμίνι της ταξικής πάλης.

 

 

 

 



[1] Βερναδάκης, Οι εκλογές της νέας μεταπολίτευσης : www. aristerovima.gr

[2] Μαυρουδέας Σ. Μια (αργοπορημένη) αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος http://kokkinhshmaia.wordpress.com/

 


Related Posts