• Παρ, 31/05/2013 - 14:17
ΟΚΔΕ-Σπάρτακος : Οι Συνθήκες της Δεύτερης Συνδιάσκεψης

Οι συνθήκες της Δεύτερης Συνδιάσκεψης

Η Δεύτερη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γίνεται σε πολύ διαφορετικό κλίμα από την Πρώτη. Τον Οκτώβριο του 2011 τη συγκυρία την καθόριζε ο απόηχος των μεγάλων απεργιών και καταλήψεων, η νέα εμπειρία των λαϊκών συνελεύσεων που ακολούθησαν το κίνημα των πλατειών, η προδιαγεγραμμένη πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και η προοπτική ενός νέου κινηματικού γύρου, που φαινόταν ότι θα έθετε όχι μόνο αιχμηρά αιτήματα, αλλά και ουσιώδη πολιτικά ερωτήματα. Μέσα σε όλη την περίοδο των μεγάλων εργατικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων, που ξεκίνησαν από το Δεκέμβρη του 2008 και ακόμα νωρίτερα, από το φοιτητικό κίνημα ενάντια στο νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου το 2006, ήταν εκείνη τη στιγμή που φαινόταν περισσότερο από ποτέ ότι οι καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι μπορούν να φέρουν στο προσκήνιο το ζήτημα της εξουσίας από ταξική σκοπιά, διαμέσου του κυβερνητικού ερωτήματος, αλλά και πιο βαθιά από αυτό.

Έκτοτε τα πράγματα άλλαξαν αρκετά. Δύο βασικές εξελίξεις έφεραν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πιο δύσκολη θέση από την ίδρυσή της.

Η πρώτη ήταν η αφόρητη πίεση που δέχτηκε από το ΣΥΡΙΖΑ στις δεύτερες εκλογές, με συνέπεια το κακό αποτέλεσμα στις 17 Ιούνη. Παρότι αναμενόμενο, αυτό το αποτέλεσμα προκάλεσε πτώση του ηθικού, αποδιοργάνωση και απομάκρυνση ενός ποσοστού (αν και όχι πολύ μεγάλου) του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τις τάξεις της, αν και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εξαφανίστηκε. Η ραγδαία στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά και προς έναν πολιτικό πραγματισμό σοσιαλδημοκρατικού τύπου δικαιώνει την απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μη συνεργαστεί μαζί του εκλογικά, παρά το κόστος που είχε. Παρόλα αυτά, μια τίμια και ουσιαστική αποτίμηση της παρέμβασής μας δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι όταν το πρόβλημα της εξουσίας ετίθετο, καλώς ή κακώς, μέσα από το ερώτημα της κυβέρνησης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να αρθρώσει μια πρόταση που, από τη μία, να μην είναι εντελώς αφηρημένη και, από την άλλη, να μην ταυτίζεται με το σύνθημα για μια “αριστερή κυβέρνηση”, στο έδαφος του αστικού κράτους και εντός των κανόνων του καπιταλισμού. Σε εκείνες τις συνθήκες, η επαναστατική αριστερά θα όφειλε να επεξεργαστεί και να προτείνει το σύνθημα για μια κυβέρνηση των ίδιων των εργαζομένων, υπόλογη στις λαϊκές συνελεύσεις. Αντίθετα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ουσιαστικά απέφυγε να δώσει απάντηση.

Η δεύτερη και πιο σοβαρή εξέλιξη ήταν η κινηματική παύση που έχει επέλθει από το Φλεβάρη του 2012 και μετά. Η αποτυχία του κινηματικού γύρου που κορυφώθηκε με το τεράστιο συλλαλητήριο στις 12 Φλεβάρη να αποτρέψει την υπερψήφιση του νέου μνημονίου στη Βουλή σκόρπισε μαζική απογοήτευση και έστρεψε τους εργαζόμενους στην προσμονή μιας λύσης μέσω των εκλογών. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έγινε δυνατή μόνο μέσα σε αυτό το κλίμα. Η λανθασμένη άποψη ότι η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη θα έπεφτε περίπου την επόμενη των εκλογών διαιώνισε και εξακολουθεί να συντηρεί τις εκλογικές αυταπάτες που καθηλώνουν το κίνημα, παρά τις σημαντικές αγωνιστικές εμπειρίες των απεργιών του μετρό και των ναυτεργατών, του κινήματος της υπεράσπισης των καταλήψεων, των φοιτητικών κινητοποιήσεων ενάντια στο σχέδιο Αθηνά και, κυρίως, του μεγάλου αντιφασιστικού κινήματος που εξελίσσεται εδώ και μήνες σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτή την κατάσταση κινηματικής ύφεσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται έξω από τα νερά της. Και είναι γεγονός ότι παρά τη σοβαρή συμμετοχή αγωνιστών και αγωνιστριών της σε όσα κινηματικά γεγονότα συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ήταν σε θέση να προτείνει έμπρακτα μια προοπτική συντονισμού, κλιμάκωσης και νίκης των επιμέρους αγώνων.

Στη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί θα πρέπει να προστεθεί το κεντρικότατο πλέον καθήκον της ανάσχεσης της ναζιστικής επιρροής στην κοινωνία.

 

Χρειάζονται το πρόγραμμα και η πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματιστική προσαρμογή;

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ήταν ίσως αναμενόμενη μια τάση προς πιο “ρεαλιστικές” κατευθύνσεις, ακόμα και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έγινε σαφές ότι τμήματά της δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστα από την ιδέα ότι θα πρέπει να βάλουμε λίγο περισσότερο νερό στο κρασί μας και να οικοδομήσουμε ένα ευρύτερο αριστερό μέτωπο, αντι-ΕΕ και αντιμνημονιακό, αλλά όχι αντικαπιταλιστικό. Αυτό δημιουργεί πιέσεις για προγραμματική προσαρμογή και συμμαχίες προς τα δεξιά, οι οποίες είναι ορατές και στις διατυπώσεις του κειμένου των θέσεων για τη Δεύτερη Συνδιάσκεψη. Επίκεντρο αυτών των πιέσεων “ρεαλιστικής” προσαρμογής είναι η αυτονόμηση και η μονομερής έμφαση στο αίτημα της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ. Η “αντικαπιταλιστική αποδέσμευση στην κατεύθυνση της διάλυσης της ΕΕ”  έγινε βαθμιαία “άμεση έξοδος”, τείνοντας να αποκοπεί από τα υπόλοιπα αιτήματα. Είναι σαφές ότι αυτό υποδηλώνει τη λογική ενός αναγκαίου σταδίου εθνικού προοδευτικού καπιταλισμού που προηγείται της επαναστατικής ανατροπής. Η ΕΕ και το ευρώ είναι απολύτως ασύμβατες με τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά η σύγκρουση με αυτές έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο ενός αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος. Η αντίθεση στο ευρώ από μόνη της δεν αρκεί, ήδη άλλωστε την υποστηρίζουν ρεφορμιστές σε διάφορες χώρες (το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, ο Λαφοντέν στη Γερμανία, ο Μελανσόν στη Γαλλία, το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού εδώ), συγκεχυμένα μη-αριστερά πολιτικά μορφώματα όπως ο Γκρίλλο στην Ιταλία, αλλά και αστικές δυνάμεις, όπως το νέο φιλελεύθερο κόμμα στη Γερμανία ή το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία. Ως ελάχιστη προφύλαξη ενάντια στις πιέσεις της υποβιβασμού του αντικαπιταλιστικού προγράμματος σε αντι-ευρώ, θα πρέπει το “άμεση” να ξαναγίνει “αντικαπιταλιστική” και να προστεθεί το καθήκον της διεθνιστικής πάλης για τη διάλυση του ευρώ και της ΕΕ.

Η άποψη ότι δεν μας παίρνει πλέον να τα λέμε τόσο επαναστατικά βασίζεται καταρχάς σε μια λάθος εικόνα για το ρόλο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αποστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι να γίνει μια ακόμα “υπεύθυνη” αριστερά, με αξιώσεις παναριστεράς, που διατείνεται ότι θα σώσει τη χώρα. Δεν είναι απλώς και μόνο να γίνει ένας πιο αντι-ΕΕ ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ένα λιγότερο σεκταριστικό ΚΚΕ. Είναι να προωθήσει ασυμβίβαστα τους ταξικούς αγώνες και τα συμφέροντα των καταπιεσμένων, ενάντια στις αστικές, γραφειοκρατικές και ρεφορμιστικές πιέσεις για συμμόρφωση. Αυτό σημαίνει ότι για ένα διάστημα δεν μπορεί να είναι παρά ένα μειοψηφικό ρεύμα, το οποίο όμως μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά σημαντικό.

Από την άλλη πλευρά, οι πιέσεις προς τα δεξιά στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βασίζονται σε μια παραμορφωτική θέαση της πραγματικότητας, για δύο βασικούς λόγους:

  1. Παρότι είναι κρίσιμο μια επαναστατική πολιτική πρόταση να μην παραμένει αφηρημένη, στην πραγματικότητα το πολιτικό έλλειμμα των κυρίαρχων πολιτικών και συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων της εργατικής τάξης δεν ήταν η έλλειψη συγκεκριμένων προτάσεων, αλλά η απουσία κάθε διάθεσης να έρθουν σε ουσιαστική ρήξη με το σύστημα, το κεφάλαιο και το αστικό κράτος. Με άλλα λόγια, η αδυναμία της αριστεράς να δώσει μια εναλλακτική λύση, δεν είναι τόσο ότι δεν δίνει λύση, αλλά ότι δεν δίνει εναλλακτική (και για αυτό το λόγο τελικά ούτε και λύση).
  2. Δεν έχουμε κανένα λόγο να υποθέσουμε ότι η κινηματική ύφεση του τελευταίου χρόνου θα παραταθεί επ' αόριστον. Οι υλικοί όροι και οι κοινωνικές συμμαχίες για μια μεσοπρόθεσμη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος απουσιάζουν. Η αστική τάξη δεν έχει λύσει το πρόβλημά της και η εργατική δεν έχει ηττηθεί οριστικά. Οι επάλληλες επιμέρους ήττες των εργαζομένους ρίχνουν μεν το ηθικό, ανεβάζουν όμως την εμπειρία και το βαθμό πολιτικής συνειδητοποίησης και ωρίμανσης. Όπως θα έπρεπε να συμπεράνει κανείς από τις παρατηρήσεις που καταγράφονται στο πρώτο τμήμα του κειμένου των θέσεων, οι συνθήκες της ταξικής πάλης ευνοούν απότομες αλλαγές στη συνείδηση και την αγωνιστική διάθεση των μαζών, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να προκύψουν σύντομα καταστάσεις που θα ξανακάνουν την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιο ελκυστική και άμεσα κατανοητή.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επομένως, θα πρέπει να επιμείνει, να εμβαθύνει και να συγκεκριμενοποιήσει το αντικαπιταλιστικό της πρόγραμμα, συνδέοντάς το με το ζήτημα της εξουσίας, και όχι να το εγκαταλείψει ή να το παραμερίσει για χάρη μιας υποτιθέμενης μαγικής γραμμής που θα τη φέρει στο επίκεντρο της προσοχής των μαζών. Προϋπόθεση για να ξαναβρεθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο επίκεντρο των εξελίξεων είναι η ανάκαμψη του κινήματος. Η δουλειά που χρειάζεται να γίνει σε όλα τα επίπεδα για αυτή την ανάκαμψη δεν μπορεί να υποκατασταθεί από σχέδια επί χάρτου.

 

Ο γενικός χαρακτήρας του κειμένου των Θέσεων

 

Το κείμενο Θέσεων της ΚΣΕ για τη Δεύτερη Συνδιάσκεψη χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να συμβιβάσει αποκλίνουσες ή ακόμα και ευθέως αντιτιθέμενες απόψεις, ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, έχουν στρατηγικό χαρακτήρα. Η τακτική της τήρησης ισορροπιών μέσα από διαπραγματεύσεις στο επίπεδο της ηγεσίας καταλήγει σε αντιφατικές διατυπώσεις, που δε θίγουν ιδιαίτερα καμία από τις διαφορετικές απόψεις και στις οποίες ο καθένας μπορεί να δει εν μέρει τον εαυτό του. Όμως, αυτή δεν είναι μια καλή πολιτική για τη διευθέτηση των διαφωνιών, γιατί καταλήγει να τα λέμε όλα και ουσιαστικά τίποτα. Το κείμενο καταγράφει λίγο–πολύ δίκαια τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως δεν τους επιτρέπει να αναμετρηθούν ανοιχτά. Αναφέρει επίσης διάφορα καθήκοντα, αλλά δεν καταλήγει στο τι θα κάνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την επόμενη της Συνδιάσκεψης.

Η σύνθεση είναι μια υγιής και θεμιτή τακτική όταν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές εκτιμήσεις χωρίς ιδιαίτερη πρακτική σημασία, με ιστορικές και θεωρητικές αναφορές, με ιδιαίτερες ευαισθησίες κάθε ρεύματος κλπ. Είναι όμως εντελώς δυσλειτουργική όταν έχουμε να κάνουμε με πολιτικά διλήμματα, όταν θα πρέπει να ληφθεί μια καθαρή απόφαση του τύπου “άσπρο-μαύρο”. Για αυτό το λόγο η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος επαναφέρει την πρόταση που είχε καταθέσει και στην Πρώτη Συνδιάσκεψη για τη δυνατότητα κατάθεσης εναλλακτικών πλατφορμών που θα εκπροσωπούνται στα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναλογικά με τις ψήφους που έχουν λάβει.

Από πολιτική άποψη, και παρά το γενικό στρογγύλεμα και τις αντιφάσεις, το κείμενο περιέχει ορισμένα σημαντικά στοιχεία, τα οποία θα πρέπει να αποτελέσουν τον πολιτικό κορμό της πρότασης και της φυσιογνωμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο διάστημα. Ταυτόχρονα, όμως, περιέχει σαφώς και στοιχεία μιας δυνητικής δεξιάς στροφής, που συντηρούνται και από την τακτική των ισορροπιών και τα οποία θα ήταν καταστροφικά για την πορεία του εγχειρήματος, αν επικρατούσαν. Αν αυτές οι πλευρές δεν συζητηθούν ανοιχτά, ο πολιτικός προσανατολισμός του κειμένου θα παραμείνει ανεπαρκής, στην καλύτερη περίπτωση, και λάθος, στη χειρότερη. Πιο πολύ από τις ίδιες τις διατυπώσεις, θα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα που εκφράζει το κείμενο.

 

Τα πιο σημαντικά θετικά σημεία του κειμένου

 

Πέρα από μια σειρά θετικές προγραμματικές παρακαταθήκες τις οποίες επαναλαμβάνει το κείμενο των Θέσεων, περιέχει και ορισμένες πιο επίκαιρες τοποθετήσεις που έχει σημασία να αναδειχτούν, καθώς και κάποια στοιχεία προγραμματικής ωρίμανσης.

  1. Η εκτίμηση για το χαρακτήρα και τη φάση της καπιταλιστικής κρίσης είναι γενικά σωστή, παρότι στη συνέχεια δεν αντλούνται από αυτή όλα τα πολιτικά συμπεράσματα που θα έπρεπε. Σωστά εκτιμάται ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια ανάκαμψη ή έστω εξομάλυνση της ύφεσης. Η κρίση συνδέεται με τη μακροχρόνια πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, για αυτό και έχει ιστορικό χαρακτήρα. Αφορά τον ίδιο τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, για αυτό και η βαθύτερη αιτία δεν μπορεί να αποδοθεί στην υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί σε έναν πιο παραγωγικό και λιγότερο τζογαδόρο καπιταλισμό. Τέλος, είναι διεθνής, για αυτό και δεν οφείλεται ούτε στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, ούτε στο ευρώ, παρότι τέτοιοι παράγοντες την παροξύνουν. Πολύ περισσότερο, δεν οφείλεται στην απληστία των Γερμανών.
  2. Αναφέρονται και καταδικάζονται τα επιθετικά σχέδια του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη, αν και δε γίνεται λόγος για ελληνικό περιφερειακό ιμπεριαλισμό, όπως θα όφειλε. Αυτή η τοποθέτηση, ωστόσο, όπως και η σύνδεσή του ελληνικού καπιταλιστικού αναπτυξιακού μοντέλου με τη σταυροφορία των Ολυμπιακών Αγώνων, έχει ένα σημαντικό πρακτικό αντίκρισμα, αν την πάρει κανείς στα σοβαρά: την άρνηση για οποιουδήποτε τύπου συστράτευση με την ελληνική αστική τάξη στο πλαίσιο της “εθνικής ενότητας”.
  3. Επιβεβαιώνεται ξανά η σημασία της πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το ρεφορμισμό, και συγκεκριμένα από τα δύο μεγάλα κοινοβουλευτικά κόμματα, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Όσο στοιχειώδες και αν είναι αυτό, δεν ήταν καθόλου αυτονόητο το προηγούμενο διάστημα.
  4. Τελευταίο, και ίσως το πιο σημαντικό: το καθήκον της συγκρότησης πλατιών, ενωτικών λαϊκών συνελεύσεων ως αναπόσπαστο τμήμα του στρατηγικού στόχου της δυαδικής εξουσίας διαπερνά συνολικά το κείμενο. Η έμφαση στην ανάπτυξη των δομών αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων έξω και ενάντια στο κράτος είναι αυτό που σε τελική ανάλυση διαφοροποιεί την επαναστατική αριστερά από το ρεφορμισμό. Αυτή η κομβική προγραμματική πλευρά ήταν περιθωριακά μόνο παρούσα στα παλιότερα κείμενα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (για αυτό και ήταν άλλωστε μια από τις βασικές παρεμβάσεις της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στην Πρώτη Συνδιάσκεψη). Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να κάνει τις λαϊκές συνελεύσεις κεντρικό στοιχείο της πολιτικής της πρότασης και να βρει τον τρόπο να τις οικοδομήσει στην πράξη.

 

Τα καθήκοντα του αντιφασιστικού και του αντιρατσιστικού κινήματος

 

Είναι σημαντικό ότι η πάλη ενάντια στο φασισμό αναγνωρίζεται ως βασικό καθήκον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην περίοδο που διανύουμε. Αυτό είναι μια σημαντική πρόοδος, γιατί η υποτίμηση του φαινομένου υπήρξε πολύ διαδεδομένη στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμη και αφότου η εκτίναξη των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής εξάλειψε κάθε περιθώριο αμφισβήτησης της σοβαρότητάς του. Οι αποστροφές για το φασισμό στο κείμενο της Πρώτης Συνδιάσκεψης και της Διακήρυξης της Αθηναΐδας μαζί δεν φτάνουν για να φτιάξουν μια μικρή παράγραφο. Από αυτή την άποψη, η (σωστή κατά τα άλλα) μομφή στη ρεφορμιστική αριστερά ότι υποτίμησε τη φασιστική απειλή στερείται σοβαρότητας, στο βαθμό που δε συνοδεύεται από ανάλογη αυτοκριτική.

Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι πολλοί αγωνιστές και αγωνίστριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρέθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα στην πρώτη γραμμή του αντιφασιστικού αγώνα. Οι σημαντικές τους εμπειρίες θα πρέπει να γίνουν κτήμα όλων. Το κείμενο Θέσεων, ωστόσο, παρότι σωστά υπογραμμίζει τη σημασία του αντιφασιστικού αγώνα, αποτυγχάνει να κάνει μια σφαιρική τοποθέτηση τόσο για το χαρακτήρα του προβλήματος του φασισμού, όσο και για το αντιφασιστικό κίνημα:

  1. Παρά τη φευγαλέα αναφορά σε “τμήματα των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων” που στρέφονται προς τη Χρυσή Αυγή, κυριαρχεί γενικά η εντύπωση ότι ο φασισμός είναι κάτι που έρχεται από τα πάνω, από τις αυταρχικές και ρατσιστικές πολιτικές των κυβερνήσεων. Η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται βασικά ως παρακράτος και ως προέκταση της “ιστορικής ακροδεξιάς”. Αυτό, όμως, λέει τη μισή αλήθεια για το φασισμό, γιατί παρακάμπτει το χαρακτήρα του ως δυνάμει κίνημα των μικροαστικών μαζών που συνθλίβονται από την κρίση. Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι χρήσιμοι για το κεφάλαιο ακριβώς επειδή έχουν την ικανότητα να ριζώνουν και να αναπτύσσονται στη μάζα των μικροαστών, αλλά και στα πιο εξατομικευμένα, συντηρητικά και χωρίς αγωνιστικές παραστάσεις τμήματα της εργατικής τάξης. Μπορούν να αξιοποιηθούν από τα πάνω, ακριβώς επειδή αναπτύσσονται από τα κάτω, σε περιόδους κρίσης. Αν ήταν απλώς ακροδεξιά, δεν θα ήταν τόσο επικίνδυνος. Η παρανόηση του χαρακτήρα και του ρόλου της Χρυσής Αυγής καταλήγει μοιραία και σε λάθος συμπεράσματα για την αντιμετώπισή της. Δημιουργείται η τάση να αντιμετωπίζεται η αντιφασιστική πάλη ως υποκατηγορία του αγώνα για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Μια μερίδα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το λέει αυτό ανοιχτά, παραπέμποντας τον αντιφασισμό στην ΚΕΔΔΕ, ως ένα καθήκον μεταξύ άλλων. Έτσι, υποτιμώνται στην πράξη τα ιδιαίτερα καθήκοντα του αντιφασιστικού αγώνα, η σημασία ενός αυτόνομου, πλατιού αντιφασιστικού μετώπου από το ρεφορμισμό (στο βαθμό που είναι πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε για το θέμα) μέχρι την αναρχία, η αναγκαιότητα για μια πολιτική επιχειρηματολογία ειδικά ενάντια στη ΧΑ και το ναζισμό και όχι μόνο ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό εν γένει, η άμεση αντιπαράθεση με τους φασίστες όπου αυτό είναι αναγκαίο.
  2. Ο απολογισμός του αντιφασιστικού κινήματος των τελευταίων μηνών είναι αυστηρά επιλεκτικός. Στέκεται ουσιαστικά μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, βασικά, η ΚΕΕΡΦΑ έπαιξαν τον κεντρικό ρόλο. Από το πλήθος των πλούσιων αντιφασιστικών εμπειριών αναφέρονται συγκεκριμένα μόνο ορισμένες πρωτοβουλίες σε χώρους δουλειάς (όπως η δράση ενάντια στην αιμοδοσία και τα γραφεία ευρέσεως εργασίας μόνο για Έλληνες) και, σε κεντρικό επίπεδο, μόνο στις (πράγματι σημαντικές) διαδηλώσεις της 24ης Αυγούστου και της 19ης Γενάρη. Αποσιωπούνται έτσι πάρα πολλές και σημαντικές κινητοποιήσεις, δράσεις και συγκρούσεις με τους φασίστες, στις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είχε τον πρώτο λόγο, αλλά ακόμα και περιπτώσεις στις οποίες η τοπική ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωταγωνίστησε, χωρίς δυστυχώς να έχει την ανάλογη υποστήριξη από τα κεντρικά όργανα, όπως ήταν η διοργάνωση της μόνης μέχρι τώρα κινητοποίησης ενάντια στα νέα γραφεία της ΧΑ από τους Αμπελόκηπους. Στην περίπτωση των άλλων δυνάμεων αυτό δεν γίνεται τυχαία. Είναι ενδεικτικό ότι στο απόσπασμα σχετικά με τη δράση του αναρχικού χώρου γίνεται λόγος μόνο για την υπεράσπιση των καταλήψεων, και δεν αναφέρεται καν η, προφανής σε κάθε έστω στοιχειωδώς ενημερωμένο άνθρωπο, συμμετοχή τους στο αντιφασιστικό κίνημα. Στα Πατήσια, στην Καλλιθέα, σε τόσες γειτονιές και πόλεις της χώρας τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρέθηκαν δίπλα-δίπλα με τον αναρχικό χώρο, ανεξαρτήτως των υπαρκτών πολιτικών τους διαφορών, ενάντια στους ναζί. Είναι αδύνατο να γίνει οποιοσδήποτε σοβαρός απολογισμός και να χαραχθεί οποιαδήποτε τακτική στο αντιφασιστικό κίνημα αν αγνοηθούν τόσο βασικές πλευρές του, αλλά και τόσο σημαντικές εμπειρίες των ίδιων των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Για την αναβάθμιση του αντιφασισμού σε προτεραιότητα της δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και για μια ουσιαστική συγκέντρωση των εμπειριών του αντιφασιστικού αγώνα, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος θα υποστηρίξει την πρόταση για τη δημιουργία μιας αντιφασιστικής επιτροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Τέλος, σχετικά με το αντιρατσιστικό και το μεταναστευτικό ζήτημα, το κείμενο Θέσεων θα περίμενε κανείς φέτος να λέει περισσότερα από την προηγούμενη φορά, δεδομένης της ανάπτυξης της ΧΑ, του πολλαπλασιασμού των ρατσιστικών επιθέσεων, των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του Ξένιου Δία, των δολοφονικών εργοδοτικών επιθέσεων στη Μανωλάδα, της απόσυρσης των όποιων στοιχειωδών κατακτήσεων στο θέμα της ιθαγένειας. Κι όμως, το κείμενο ελάχιστα αναφέρεται στο ζήτημα, και αυτό κυρίως παρεμπιπτόντως για να αιτιολογήσει την πρόταση για σύσφιξη σχέσεων με την ΚΕΕΡΦΑ (παρ 52), και όχι σε συνάρτηση με τα μεταβατικά αιτήματα. Θα πρέπει να προστεθούν στο μεταβατικό πρόγραμμα αντικαπιταλιστικά αιτήματα για το μεταναστευτικό, όπως η νομιμοποίηση και τα πλήρη δικαιώματα σε όλους, η ιθαγένεια, η διάλυση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της FRONTEX, αλλά και τα ανοιχτά σύνορα για όλους τους εργάτες. Σε μια εποχή που κράτος και ναζί κλιμακώνουν την αντιμεταναστευτική τους υστερία, δεν πρέπει να κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω, αλλά να πάμε πιο μπροστά: να αμφισβητήσουμε το δικαίωμα της αστικής τάξης να ελέγχει τα σύνορα σαν κάνουλα για τη ροή εργατικών χεριών κατά τις ανάγκες της και να απαιτήσουμε για την εργασία αυτό που είναι αυτονόητο για το κεφάλαιο, την ελεύθερη μετακίνηση, σαν στοιχειώδη αυτοάμυνα στη βαρβαρότητα του κεφαλαίου.

 

Τι πολιτικό μέτωπο χρειαζόμαστε;

 

Στο κείμενο θέσεων, και με πολλή περισσότερη σαφήνεια στα κείμενα και τις διαδικασίες του προσυνεδριακού διαλόγου, είναι εμφανές ότι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνυπάρχουν δύο διακριτές απόψεις σχετικά με το αναγκαίο σήμερα πολιτικό μέτωπο, οι οποίες δεν είναι απλώς τακτικές, αλλά έχουν στρατηγικές προεκτάσεις. Η μια είναι ότι θα πρέπει να επιμείνουμε στην αναγκαιότητα ενός πολιτικά αυτοτελούς αντικαπιταλιστικού μετώπου, πράγμα που ήταν και ο ιδρυτικός σκοπός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη άποψη είναι ότι δεν μας χρειάζεται πλέον ένα “στενά” αντικαπιταλιστικό μέτωπο, αλλά θα πρέπει να το διευρύνουμε με αντι-ΕΕ και αντιμνημονιακές δυνάμεις. Δεν μιλάμε εδώ απλώς για μια συμμαχία στη δράση, η οποία είναι απαραίτητη με όλους όσους θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στα μέτρα, αλλά για ένα πολιτικό μέτωπο, δηλαδή για μια προγραμματική πολιτική συμφωνία-πακέτο. Προϊόν του συμβιβασμού μεταξύ των δύο απόψεων είναι μια καθαρή αντίφαση: από τη μια επανεπιβεβαιώνεται η ανάγκη για ένα “μαζικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής ανατρεπτικής αριστεράς”, από την άλλη στην παράγραφο 38 τίθεται ο πολιτικός στόχος για μια “άλλη Αριστερά”, ανατρεπτική, αντι-ΕΕ, αντι-ιμπεριαλιστική, αντιμνημονιακή, αλλά μέχρι εκεί.

Ως υποψήφιοι για μια τέτοια διεύρυνση ή/και πολιτική συνεργασία φωτογραφίζονται το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής του Αλαβάνου (που είναι και το μόνο που αναφέρεται ονομαστικά), οι αποχωρήσαντες από το ΕΠΑΜ του Καζάκη, το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού και ενδεχόμενες διασπάσεις από το ΚΚΕ πάνω στη γραμμή του Αντιϊμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ). Γίνεται η εκτίμηση ότι αυτές οι δυνάμεις υιοθετούν πλευρές του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος, αποκρύπτοντας όμως άλλες, σοβαρές πλευρές του προγράμματός τους που είναι καθαρά ρεφορμιστικές, ενίοτε και αντιδραστικές. Δεν αναφέρονται πουθενά οι απαράδεκτες απόψεις του ΜΑΑ για τους μετανάστες, οι οποίοι κατά τη γνώμη του θα σταματήσουν να έρχονται αν η χώρα βγει από το ευρώ. Παραμερίζονται ελαφρά τη καρδία θεμελιώδη συστατικά της πολιτικής συμφωνίας πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Λέγαμε ότι η αντίθεση μνημόνιο–αντιμνημόνιο δεν αρκεί. Τώρα ξαφνικά αναζητάμε συμμάχους στο αντιμνημονιακό (αστικό) κόμμα του ΕΠΑΜ. Στο ιδρυτικό κείμενο της Αθηναΐδας γινόταν κριτική στο ΚΚΕ για τη ρεφορμιστική στρατηγική του ΑΑΔΜ. Τώρα ξαφνικά επιδιώκουμε προσεγγίσεις ακριβώς πάνω σε αυτή τη γραμμή. Στο βωμό αυτού του μεγάλου μετωπικού σχεδίου, δε γίνεται απολύτως καμία κριτική σε όλες αυτές τις δυνάμεις, ενώ για παράδειγμα με ευκολία καυτηριάζεται η απουσία “επαναστατικής αντίληψης” του αναρχικού ρεύματος.

Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος έχει τοποθετηθεί δημόσια ενάντια σε έναν τέτοιο μετωπικό προσανατολισμό που ισοδυναμεί με διεύρυνση προς τα δεξιά. Όσοι μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαφωνούν με έναν τέτοιο προσανατολισμό, κάνουν μεγάλο λάθος να αφήνουν τέτοιες διατυπώσεις να περνούν ελαφρά τη καρδία. Μας ενδιαφέρει η διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η σφυρηλάτηση συμμαχιών στη βάση ενός συνολικού μεταβατικού προγράμματος, που ξεκινάει από τις σημερινές αγωνιστικές εμπειρίες και καταλήγει στο ζήτημα της εξουσίας, και όχι απλώς “πλευρών” του, πράγμα που παραβιάζει την ίδια τη μεταβατική μεθοδολογία. Δεν θεωρούμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει το αλάθητο, ούτε δικαιούται να αντιμετωπίζει με αλαζονεία τα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος. Αν όμως πρέπει να επηρεαστεί και να ωριμάσει, θα πρέπει να το κάνει προκειμένου να γίνει πιο επαναστατική, όχι πιο “ρεαλιστική”. Πιο ανατρεπτική στο πρόγραμμα και στην πράξη, όχι πιο καλά τοποθετημένη στις ενδο-αριστερές διαπραγματεύσεις.

Ο πρώτος στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να είναι να συσπειρώσει όλη την επαναστατική και αντικαπιταλιστική αριστερά που βρίσκεται εκτός των δύο ρεφορμιστικών κομμάτων, του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ (αυτή δηλαδή που αναφέρεται στις τελευταίες φράσεις της παραγράφου 38). Παρότι μικρές, αυτές οι οργανώσεις και δυνάμεις είναι πολύ πιο υπαρκτές στο κίνημα από ό,τι κάποιες προσωπικότητες της αριστεράς. Ξεκινώντας από έναν τέτοιο πόλο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να προσεγγίσει μεμονωμένους αγωνιστές και αγωνίστριες ή οργανωμένες ομάδες που έρχονται σε ρήξη με το ρεφορμισμό, στη βάση όμως μιας συνολικής προγραμματικής συζήτησης και μιας πραγματικής σύγκλισης. Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος θα προτείνει τη συνολική αντικατάσταση της παραγράφου με ένα διαφορετικό προσανατολισμό διεύρυνσης και συμμαχιών.

 

Τι είναι το Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής;

 

Το Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής θα μπορούσε από συνθήκες να είναι μια πολύ σοβαρή πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το κίνημα. Υπάρχει όμως μια ασάφεια ως προς το πώς γίνεται αντιληπτό: ως πολιτικό μέτωπο ή ως αγωνιστικό μέτωπο στη δράση; Στην πρώτη περίπτωση θα επιστρέφαμε σε μια αντιμονοπωλιακή και αντι-ΕΕ συμμαχία, σαν αυτή που αναφέρθηκε προηγουμένως. Στη δεύτερη θα είχαμε να κάνουμε με μια πρόταση Ενιαίου Μετώπου των εργαζομένων και των καταπιεσμένων ενάντια στον κοινό εχθρό. Στην πρώτη επιδιώκεται μια προγραμματική συγχώνευση, στη δεύτερη ένας συντονισμός με κοινούς στόχους, στο πλαίσιο του οποίου κάθε δύναμη διατηρεί την πολιτική της αυτοτέλεια και το δικαίωμα της ανοιχτής κριτικής στις άλλες.

Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος συμφωνεί καθαρά με τη δεύτερη. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διατηρώντας την πολιτική και οργανωτική της ανεξαρτησία, μπορεί και πρέπει να προτείνει στα αριστερά κόμματα, τις οργανώσεις και τα σωματεία μια συμφωνημένη κοινή δράση σε συγκεκριμένους άξονες, όπως:

  • μαζικές καμπάνιες και συντονισμός για τις απεργίες, απεργιακές επιτροπές και επιτροπές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας
  • πλατιές λαϊκές συνελεύσεις σε όλες τις γειτονιές και συντονισμός μεταξύ τους, όργανα εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης όπου αυτό είναι δυνατό
  • αντιφασιστικές συνελεύσεις παντού
  • κοινή μάχη ενάντια στην εργοδοτική και κυβερνητική συνδικαλιστική γραφειοκρατία

Ένα τέτοιο Ενιαίο Μέτωπο θα χρειαζόταν έναν κεντρικό στόχο για να ενοποιηθεί, και αυτό το ρόλο θα μπορούσε να τον παίξει η γενική πολιτική απεργία διαρκείας. Τα πέντε σημεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσαν να είναι μια σοβαρή πολιτική πρόταση προς ένα τέτοιο μέτωπο, όμως αυτό που προηγείται είναι η κοινή δράση και όχι τα κοινά πολιτικά προγράμματα, που άλλωστε δεν μπορούν να επιτευχθούν.

 

Τα άλλα μέτωπα και πρωτοβουλίες

 

Στις θέσεις 52 και 53 προτείνεται η σύσφιξη των σχέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τρεις επιμέρους πρωτοβουλίες, την ΚΕΕΡΦΑ, την ΚΕΔΔΕ και την Πρωτοβουλία ενάντια στο ευρώ και την ΕΕ. Για διαφορετικούς κατά περίπτωση λόγους, υπάρχουν αντιρρήσεις για τη φυσιογνωμία αυτών των πρωτοβουλιών:

  • Η ΚΕΕΡΦΑ είναι σίγουρα η πιο σοβαρή κινηματικά από τις τρεις πρωτοβουλίες, έχοντας να επιδείξει αξιόλογη αγωνιστική δράση και σημαντικές πρωτοβουλίες, όπως έγινε πρόσφατα και στη Μανωλάδα. Ασχολείται συστηματικά με προβλήματα που άλλα τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποτιμούν. Παρόλα αυτά, δεν αποτελεί μια πραγματικά ανοιχτή πρωτοβουλία, καθώς έχει μια συγκεκριμένη πολιτική αναφορά, και επιπλέον εμφανίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά στα οποία έγινε κριτική προηγουμένως (υποτίμηση άλλων αντιφασιστικών δυνάμεων, άρνηση του καθήκοντος για περιφρούρηση και αυτοάμυνα). Δεν είναι, άλλωστε, η μόνη αντιφασιστική και αντιρατσιστική εμπειρία που υπάρχει εντός ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
  • Η ΚΕΔΔΕ είναι αμφίβολο το τι δουλειά έχει να επιδείξει μέχρι στιγμής και το κατά πόσο αντιστοιχεί σε κάτι πραγματικό. Επιπλέον, η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι αναμφίβολα ένα πολύ σοβαρό καθήκον, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για ένα πλατύ αντιφασιστικό κίνημα, με μια ορισμένη αυτονομία, όπως φαίνεται ότι επιδιώκει η πρωτοβουλία.
  • Η Πρωτοβουλία ενάντια στο ευρώ και την ΕΕ, ανεξαρτήτως των προθέσεων καθενός από τους συντελεστές της, ευθύνεται για τις τάσεις συρρίκνωσης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος σε αντι-ΕΕ.

Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι καμία από αυτές τις πρωτοβουλίες ή επιτροπές δεν συγκροτήθηκε μέσα από συλλογικές διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν γίνεται επομένως η σχέση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως σύνολο μαζί τους να αποφασίζεται αβασάνιστα χωρίς μια αναλυτική κουβέντα για την κατεύθυνση πάνω στην οποία συγκροτείται η καθεμία από αυτές, τη δράση που προτείνουν και τους στόχους που εξυπηρετούν.

 

Η κεφαλή του μεταβατικού προγράμματος

 

Η πρόταση για ένα Ενιαίο Μέτωπο, που θα οργανώσει σήμερα του αγώνες και θα οικοδομήσει και συντονίσει τα όργανα της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων, δημιουργώντας έτσι και τους πυρήνες μιας δυνητικής δυαδικής εξουσίας, είναι μια έμπρακτη απάντηση στη μονότονη επανάληψη της λύσης μέσω μιας “αριστερής κυβέρνησης” ή “κυβέρνησης με κέντρο την αριστερά”. Παρόλα αυτά, σε ιδιαίτερες συνθήκες, όπως ασφαλώς ήταν και οι εκλογές, η επαναστατική αριστερά πρέπει να είναι σε θέση να τοποθετηθεί και στο κυβερνητικό ζήτημα. Για ένα πραγματικό μεταβατικό πρόγραμμα, δεν αρκεί μόνο μια λίστα αντικαπιταλιστικών αιτημάτων, χρειάζεται να πει κανείς και ποιος μπορεί να τα κάνει όλα αυτά, ειδάλλως τα αιτήματα μένουν ξεκρέμαστα. Το κρίσιμο εδώ είναι το ποια τάξη, για αυτό και αποκτά σημασία το σύνθημα για μια κυβέρνηση των ίδιων των εργαζομένων, βασισμένη σε ένα μέτωπο εργατικών οργανώσεων και υπόλογη στις δομές αυτοδιεύθυνσης της εργατικής τάξης. Η ανάδειξη του ταξικού πυρήνα που βρίσκεται πίσω από την πασιφανή κρίση του “πολιτικού συστήματος”, που δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς αριστερός για να τη δει, ήταν ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία της αριστεράς τα τελευταία χρόνια.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναδεικνύει ότι το θεμελιώδες ζήτημα είναι ταξικό, και αυτό είναι κρίσιμο. Ωστόσο, πρακτικά παρέκαμψε το κυβερνητικό ερώτημα και δε στάθηκε δυνατό να αντιπροτείνει μια κυβέρνηση των ίδιων των εργαζομένων, από τη μία επειδή δεχόταν πιέσεις από τα δεξιά στην κατεύθυνση των κυβερνήσεων της αριστεράς, από την άλλη επειδή θεωρούσε ότι η εργατική εξουσία γενικά είναι επαρκής απάντηση. Είναι γεγονός ότι η εργατική εξουσία μπορεί να προκύψει με διάφορους τρόπους και ότι είναι κάτι πολύ πιο ευρύ από μια κυβέρνηση εργαζομένων, επειδή συγκρούεται άμεσα με το ίδιο το αστικό κράτος και τις δομές του. Όμως, όταν τίθεται το ερώτημα της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι κανείς έτοιμος να προτείνει μια ορατή οδό προς την εργατική εξουσία. Ακόμα και αν σήμερα αυτό δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα, κάποια στιγμή θα ξαναγίνει.

 

Εθνική ενότητα και λαϊκή κυριαρχία

 

Η πρόσφατη εμπειρία απέδειξε για άλλη μια φορά τη δυναμική που έχουν τα ιδεολογήματα της εθνικής ενότητας όταν η αστική τάξη θέλει να επιβάλει το πρόγραμμά της. Τα μνημόνια, οι περικοπές, η επιστράτευση των απεργών, όλα έγιναν για το “εθνικό συμφέρον”. Για ένα τέτοιο εθνικό ζήτημα, που υποτίθεται ότι πρέπει να μπαίνει πάνω από τις “εσωτερικές” διαφορές μεταξύ εργαζομένων και αφεντικών, ο Τσίπρας έκλεισε την επαίσχυντη συμφωνία ταξικής συνεργασίας με τον Καμμένο και απηύθυνε τις πολιτισμένες εκκλήσεις του στο ΣΕΒ. Η δυναμική του ιδεολογήματος της εθνικής ενότητας βασίζεται στην απάτη ότι το εθνικό αστικό κράτος είναι μια κοινή υπόθεση, μια κληρονομιά που ανήκει σε όλους, και άρα όλοι μαζί θα πρέπει να βρουν λύση στα προβλήματά του. Όμως το κράτος παραμένει όπλο στα χέρια του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία και το εθνικό συμφέρον είναι το δικό του συμφέρον. Η επαναστατική αριστερά θα πρέπει να αρνηθεί οποιαδήποτε συμμαχία με την ελληνική αστική τάξη, ακόμα και τις πληττόμενες μερίδες της, στο όνομα της “πατρίδας”. Αν και η καταπάτηση των στοιχειωδών δημοκρατικών και εργατικών δικαιωμάτων εντείνεται συνεχώς, ωστόσο δεν μπορούμε να νοσταλγούμε μια υποτιθέμενη χαμένη λαϊκή κυριαρχία. Το αστικό κράτος μας ήταν πάντα ξένο και εχθρικό, για αυτό η έννοια της “ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας” που υπάρχει στο κείμενο των Θέσεων είναι άνευ αντικειμένου.

 

Το γυναικείο ζήτημα

 

Η πρόοδος που είχε επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σχετικά με το φεμινισμό έχει εξαλειφθεί εντελώς από το κείμενο Θέσεων, που δεν αναφέρεται παρά μόνο οραματικά στην υπέρβαση “κάθε διάκρισης και ιεραρχίας”. Το ζήτημα δεν είναι να γαρνίρουμε τελευταία στιγμή τα κείμενά μας με λίγες οραματικές φράσεις για το φεμινισμό, αλλά να εντάξουμε οργανικά αυτό το θεμελιώδες καθήκον για την ανθρώπινη απελευθέρωση στο συνολικό μας πρόγραμμα. Να υπογραμμίσουμε, σε πείσμα όσων υποστηρίζουν ότι στην εποχή των μνημονίων ο φεμινισμός είναι πολυτέλεια, ότι η πάλη για τη γυναικεία απελευθέρωση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, ακριβώς τώρα που όλες οι αντιθέσεις εντός του καπιταλισμού παροξύνονται λόγω της κρίσης. Αλλά και να κάνουμε τον απολογισμό συγκεκριμένων αγωνιστικών εμπειριών, όπως ήταν η κινητοποίηση ενάντια στη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, στην οποία άλλωστε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπαιξε θετικό ρόλο.

 

Ιμπεριαλισμός και διεθνισμός

 

Στο κείμενο Θέσεων σωστά υπογραμμίζονται και καταγγέλλονται οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι και ο νέος γύρος ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών επεμβάσεων. Σωστά επίσης καταγγέλλεται ο αντιδραστικός γεωστρατηγικός άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Όμως, εμφανίζεται η τάση όλες οι εξελίξεις στην παγκόσμια σκακιέρα να εκλαμβάνονται μονοσήμαντα ως προϊόν των ιμπεριαλιστικών γεωπολιτικών σχεδιασμών, όπως συμβαίνει συχνά σε μεγάλα τμήματα της αριστεράς. Υποβαθμίζεται έτσι η τεράστια σημασία των εγχώριων ταξικών αντιθέσεων και αγώνων. Η τάση αυτή αποκαλύπτεται φέτος στην περίπτωση της Συρίας, για την οποία αναφέρεται μόνο η ιμπεριαλιστική μεθόδευση για επέμβαση, αλλά καθόλου η λαϊκή εξέγερση ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς του Άσαντ και ο εμφύλιος πόλεμος. Δεν είναι τυχαίο ότι η Συρία δεν συμπεριλαμβάνεται στην Αραβική Άνοιξη στη συνέχεια του κειμένου. Είναι σαν όλα να πήγαιναν καλά στη Συρία, μέχρι τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστές άρχισαν να απεργάζονται επιθετικά σχέδια. Έτσι, όμως, αφήνεται έκθετος ένας αιματηρός και σκληρός απελευθερωτικός αγώνας στη Συρία. Τα παράπονα των Σύριων μεταναστών στην Ελλάδα για την αδιαφορία της αριστεράς είναι δίκαια. Δεν είναι δυνατόν τα καθήκοντα του επαναστατικού διεθνισμού, της άνευ όρων αλληλεγγύης σε κάθε δίκαιο αγώνα των καταπιεσμένων, να διαγράφονται απλώς και μόνο επειδή τα συμφέροντα μιας μερίδας ιμπεριαλιστών ενδεχομένως ευνοούνται από μια αλλαγή καθεστώτος (πράγμα που στην περίπτωση της Συρίας δεν είναι καθόλου καθαρό άλλωστε). Είναι η ίδια λογική με την οποία, πχ, η ρεφορμιστική αριστερά τάχθηκε κατά του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ινδίας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, απλώς και μόνο γιατί αποδυνάμωνε το “σύμμαχο” ιμπεριαλιστή, τη Μεγάλη Βρετανία.

Γενικότερα, η διεθνιστική προβληματική πρακτικά απουσιάζει, αν εξαιρέσει κανείς την ανεκδοτολογικού τύπου αποστροφή ότι ο πραγματικός διεθνισμός είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ. Όμως, ο διεθνισμός είναι ακριβώς ένα πρακτικό καθήκον, που περιλαμβάνει όχι μόνο την αλληλεγγύη, αλλά συγκεκριμένα διεθνιστικά αιτήματα, διεθνή συντονισμό και πολιτικές σχέσεις με εργατικές οργανώσεις σε άλλες χώρες.

Ένας ουσιαστικός διάλογος και μια πραγματική πολιτική διαδικασία στη συνδιάσκεψη επιβάλουν να σταθούμε περισσότερο στις διαφορές, παρά στις συμφωνίες με το κείμενο, που είναι λίγο-πολύ δεδομένες και δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνονται. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε στο σχέδιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στη σημασία της ενωτικής μετωπικής συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς σε αυτοτελή πολιτική και οργανωτική βάση. Η ΟΚΔΕ Σπάρτακος πιστεύει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πολλά να προσφέρει στην υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης και στην ταξική πάλη στην Ελλάδα. Για αυτό επιδιώκει την πολιτική, οργανωτική και προγραμματική της αναβάθμιση. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εκληφθεί η κριτική και οι τροποποιήσεις που θα προτείνει ή θα υποστηρίξει.