• Τετ, 22/05/2013 - 08:05
ΑΡ.Α.Σ. : Για τις «Θέσεις» της Β΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Κριτική και Προτάσεις για αναγκαίες τροποποιήσεις

Μάιος 2013

 

Oι «Θέσεις» της Β΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ανεπαρκείς ως προς την κάλυψη των προγραμματικών-πολιτικών αναγκών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία και μάλλον αντανακλούν μια ισορροπία αντιφατικών τοποθετήσεων που ενυπάρχουν μεταξύ των βασικών πολιτικών ρευμάτων στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά εμβάθυνση και «προχώρημα» των στόχων και των χαραγμένων από την Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη γραμμών.

 

 Βασικά σημεία κριτικής:

~ 1 ~

 Το γενικό πνεύμα του κειμένου των «Θέσεων» εκφράζει α) μία αισιόδοξη εκτίμηση για τον συσχετισμό δυνάμεων στην ελληνική κοινωνία και διεθνώς και μία υποτίμηση της ανάλυσης των συγκεκριμένων εξελίξεων που έχουν συντελεστεί τα έξι χρόνια από την έναρξη της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και τα τρία χρόνια μνημονιακής πολιτικής β) υπερτονίζει το θετικό γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «δεν μετατράπηκε ούτε σε 13η συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε σε ένα μικρό ΚΚΕ» (προτελευταία «θέση» 66), αλλά δεν καταβάλλει προσπάθεια ουσιαστικής ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, αποσαφήνισης της πολιτικής της τακτικής στο σήμερα και, πολύ περισσότερο, αποτίμησης και απολογισμού της υλοποίησης των στόχων που τέθηκαν από την Α΄ Συνδιάσκεψη.

 Στο κείμενο των θέσεων εμφανίζεται με επιτακτικό τρόπο η ανάγκη τεκμηρίωσης και οχύρωσης της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής-κομμουνιστικής αναφοράς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με υιοθέτηση πολιτικών θέσεων εις βάρος των στοιχείων ανάλυσης της παρούσας συγκυρίας. Οι «Θέσεις» χαρακτηρίζονται από την πρόθεση εμβάθυνσης - «σκλήρυνσης» των σημείων της πολιτικής «συμφωνίας» γύρω από την αντικαπιταλιστική-επαναστατική αναφορά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ..

 ~ 2 ~

 Οι Θέσεις ως αποτέλεσμα ακριβώς ενός ασταθούς συμβιβασμού δεν περιέχουν σαφή τοποθέτηση για το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των τάξεων και των κοινωνικό πολιτικών εκπροσώπων τους. Παρόλο που η παράγραφος υπό στοιχεία Δ.2 φέρει τον τίτλο «η γενική εκτίμηση για τους συσχετισμούς και τη δυναμική τους», το περιεχόμενό της είναι αντιφατικό, ασαφές, χωρίς να συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα. Η «γενική μας εκτίμηση για το συσχετισμό δύναμης» δεν μπορεί να είναι ότι «η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια συνθήκη παρατεταμένης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης». Η διαπίστωση αυτή είναι ακριβώς τούτο: μια απλή διαπίστωση. Δεν είναι εκτίμηση για το συσχετισμό δύναμης των ταξικών μπλοκ. Ούτε η εκτίμηση (θέση 35) της «δυνατότητας για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική να συνδεθεί με μαζικούς όρους με μαχόμενα κομμάτια του κινήματος…» κ.ο.κ. είναι περιγραφή του συσχετισμού δύναμης (στην Ελλάδα συγκεκριμένα). Είναι μια εύλογη εκτίμηση της ύπαρξης μιας από τις πιθανές εξελίξεις της ταξικής πάλης (και του συσχετισμού), η οποία όμως προϋποθέτει πλήθος αστάθμητων (από το κείμενο των «Θέσεων» και γενικώς) παραγόντων. Δεν αρκεί να γίνεται μόνο μια εκτίμηση για την θέση του εργατικού κινήματος, και μια περιγραφή των επιμέρους κινητοποιήσεων, για να αποτυπωθεί ο συσχετισμός δύναμης και οι ταξικές στρατηγικές που απορρέουν από αυτόν. Σε ορισμένα σημεία, αλλά και σαν γενικό πνεύμα, οι θέσεις πάσχουν από μία τάση υποκατάστασης της πραγματικότητας με βολονταρισμό επιχειρώντας να συσχετίσουν διαφορετικές κοινωνικές διεργασίες και γεγονότα με τάσεις επαναστατικής ανατροπής και σοσιαλιστικής χειραφέτησης. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στις κοινωνικές εξεγέρσεις των αραβικών κρατών αλλά και σε άλλα γεγονότα όπως το Occupy Wall Street. Δεν μπορεί ένα εξεγερτικό γεγονός που αντιστοιχεί σε μια κοινωνική σύγκρουση, σε έναν δοσμένο χρόνο και τόπο, το 2012-2013 (ιστορικά πρωτότυπη ασφαλώς) και μάλιστα με ηγεμονική τη θέση θρησκευτικών στοιχειών μέσα σε αυτά, να συγχέεται με επαναστατικό/σοσιαλιστικό γεγονός που ενέχει τον ενεργό ρόλο και τη δυναμική των κομμουνιστών σε αυτό. Άλλο πράγμα η προσδοκία μας να κινηθεί η ταξική πάλη (ιστορικά πρωτότυπα ασφαλώς) στην Αίγυπτο προς τα εκεί που θέλουμε στο φόντο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της ρευστότητας της αστικής ηγεμονίας, και άλλο να διανθίζουμε την «γενική εκτίμηση για το συσχετισμό δύναμης» με άστοχους παραλληλισμούς και με ευχές.

 Αντίστοιχη έλλειψη παρατηρείται και στην περιγραφή του μηχανισμού της κρίσης. Στο κείμενο των θέσεων, αναφέρεται ρητά ότι πρόκειται για μία κρίση υπερσυσσώρευσης που οφείλεται στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους. Επ’ αυτού πρέπει να γίνουν δύο επισημάνσεις α) Η εκδήλωση της κρίσης και η επέκτασή της σε παγκόσμιο επίπεδο σχετίζεται με την ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και την αλληλοσύνδεση και την αλληλοεξάρτηση των χωρών του αναπτυγμένου – αλλά και του αναπτυσσόμενου – καπιταλισμού. Ωστόσο τα χαρακτηριστικά της κρίσης, αλλά και οι θεμελιώδης αιτίες, δεν είναι ομοιογενείς σε όλες τις χώρες. Υπήρχαν χώρες όπως η Ελλάδα – όπως και άλλες στην Δ.Ευρώπη- που υπήρχαν στοιχεία σοβούσας κρίσης υπερσυσσώρευσης και πριν την εκδήλωση της κρίσης – υπό την έννοια της σταδιακής μείωσης του ποσοστού κέρδους- Όμως στις βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες, ΗΠΑ, Βρετανία, πυρήνας της Ε.Ε. γύρω από την Γερμανία κ.α. η κρίση δεν αποτέλεσε μία κλασσική κρίση υπερσυσσώρευσης. Αντίθετα από τα μέσα της δεκαετίας του 80 σε ορισμένες από τις βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες ανακόπηκε η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που χαρακτήρισε το διάστημα από τα τέλη της δεκαετίας του 60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80 και εν μέρει αποκαταστάθηκαν οι ρυθμοί κερδοφορίας ως αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων οικονομικών και κοινωνικών αναδιαρθρώσεων σε επίπεδο παραγωγής αλλά και πολιτικό ιδεολογικών μεταβολών του συσχετισμού δύναμης εις όφελος του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό το καθοριστικό στοιχείο της κρίσης είναι ότι αυτή καθορίστηκε από τις ειδικές αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης που κυριάρχησε τα τελευταία 30 χρόνια. Στον πυρήνα της είναι κρίση των ειδικών αντιφάσεων του νεοφιλελευθερισμού και των στρατηγικών απορυθμίσεων που κυριάρχησαν σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά και γενικότερα του καπιταλιστικού συστήματος. Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού είναι απόρροια της ιδιαίτερης καπιταλιστικής δυναμικής που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του. Η στρατηγική της απόσπασης των υψηλότερων δυνατών εισοδημάτων για τις ανώτερες τάξεις αποτέλεσε και αποτελεί τον κινητήριο στόχο του νεοφιλελευθερισμού. Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, η κρίση της συγκεκριμένης διάρθρωσης της χρηματιστικής ηγεμονίας, είναι αποτέλεσμα των επιπτώσεων αυτού του πλέγματος εξελίξεων, όπου οι κυρίαρχες τάξεις αναίρεσαν όλους τους φραγμούς στην καπιταλιστική και χρηματιστική επέκταση με σκοπό την απόσπαση κερδών και την αύξηση των εισοδημάτων τους, μέχρι που απώλεσαν τον έλεγχο αυτής της διαδικασίας. Τα βαθύτερα αίτια της δεν μπορούν να αποδοθούν σε ένα μόνο παράγοντα, και ιδιαίτερα σε παράγοντες όπως το ανεπαρκές επίπεδο κερδών, ή η μειωμένη ζήτηση λόγω της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των μισθωτών. Υπάρχει μία πολλαπλότητα παραγόντων που συγχωνεύθηκε κατά την εκδήλωση της κρίσης. Σε τελική ανάλυση ο καθοριστικός παράγοντας σχετίζεται με τους ίδιους τους στόχους και τις μεθόδους της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και τις αντιφάσεις που εγκυμονούσαν, αλλά και την εγγενή τάση του καπιταλισμού για άναρχη ανάπτυξη. Β) Ακόμα όμως και η εκτίμηση ότι γενεσιουργό αιτία της διεθνούς κρίσης αποτελεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και ότι αποτελεί κρίση υπερσυσσώρευσης δεν μπορεί να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κρίση είναι συνεχής από το 1973 μέχρι σήμερα, ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται στη φάση του επιθανάτιου ρόγχου και για να επιβιώσει πρέπει να προχωρήσει σε μια εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίων –ακόμα και με πολεμικές επιχειρήσεις. Τέτοιες αντιλήψεις υπάρχουν υπόρρητα ή και ρητά διατυπωμένες στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι αντιλήψεις αυτές υποβαθμίζουν τις σημαντικές κοινωνικές μεταλλαγές-μεταλλαγές και στον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων- που επέφερε η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού για τριάντα σχεδόν χρόνια. Υπάρχουν άλλες δυνάμεις που ενώ τα προηγούμενα χρόνια επεσήμαιναν σωστά όψεις αυτών των μεταλλαγών (όπως π.χ. ότι με το νεοφιλελευθερισμό πολλοί τομείς της κοινωνικής ζωής παραδίδονται βορά στο κεφάλαιο και ότι τομείς της διανοητικής εργασίας μετατρέπονται σε παραγωγικούς τομείς) σήμερα υπό το βάρος της κρίσης ούτε καν αναμετριούνται με τα κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα των προηγούμενων αναλύσεών τους (το αντίστοιχα ισχύει με την –ορθή- ανάλυση για τον αναβαθμισμένο ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης ως υποτελή μεν πλην όμως με ιμπεριαλιστικές λειτουργίες στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης).

 Εν τέλει οι Θέσεις επικαθορίζονται από μια ανάλυση για τη σημερινή φάση του καπιταλισμού, που αναπαράγει σε σημαντικό βαθμό το σχήμα της διαρκούς κρίσης υπερσυσσώρευσης τα τελευταία 40 χρόνια και της αδυναμίας υπέρβασης της κρίσης του καπιταλισμού χωρίς μεγάλα εξωγενή σοκ, όπως καταστροφικές κρίσεις και πολεμικές συρράξεις και η οποία έχει ως αποτέλεσμα μια διαρκή εκτίμηση περί κοινωνικής ρευστότητας που, χωρίς διαμεσολαβήσεις, μεταφράζεται σε πολιτική κρίση του συστήματος. Ανάλογα στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύονται στο εσωτερικό των Θέσεων ενδοκαπιταλιστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οι οποίες τουλάχιστον προς το παρόν ούτε εκδηλώνονται με τον τρόπο που περιγράφονται ούτε καθορίζουν την περίοδο. Χαρακτηριστικός είναι ο τονισμός του ρόλου του «νομισματικού πολέμου» με αφορμή την αύξηση της νομισματικής επέκτασης στην Ιαπωνία από την οποία αντλούνται υπόρρητα ένα σύνολο συμπερασμάτων (για ορισμένους δε ότι επίκειται κάποια στιγμή στο μέλλον και θερμή σύρραξη). Όμως η νομισματική επέκταση είναι κάτι το οποίο σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες του ιαπωνικού καπιταλισμού, και δεν έχει οδηγήσει στο σύντομο χρονικό διάστημα ούτε σε κάποιο νομισματικό πόλεμο (από αυτή την πλευρά είναι χαρακτηριστική η ανατίμηση του Ευρώ) ενώ υπάρχουν διάφορα ενδεχόμενα στα οποία μπορεί να οδηγήσει αυτή στρατηγική. 1) στην χρησιμοποίηση της επιπλέον ρευστότητας για την αύξηση του δανεισμού και της εσωτερικής κατανάλωσης στην Ιαπωνία κάτι που προς το παρόν δεν συμβαίνει 2) στην διάθεση της υπερβάλλουσας ρευστότητας για την αγορά ομολόγων ξένων κρατών και στην μείωση των επιτοκίων των ομολόγων αυτών των κρατών κάτι που μέχρι σήμερα ως προς το δεύτερο σκέλος αφορά περιορισμένο αριθμό κρατών 3) την υποτίμηση του γεν έναντι άλλων νομισμάτων κάτι που έχει αρνητική και ανταγωνιστική εξωτερική επίδραση κάτι που συμβαίνει μέχρι σήμερα σε μικρό βαθμό 4) την αξιοποίηση της επιπλέον ρευστότητας για την αγορά μετοχών ιαπωνικών μετοχών κάτι που δεν έχει άμεση εξωτερική επίδραση 5) την ώθηση μίας αύξησης της μεταβλητότητας των ροών κεφαλαίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών με αρνητικές συνέπειες για τους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.

 Προς το παρόν όμως η έντονη νομισματική επέκταση της Ιαπωνίας έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των τιμών των εμπορευμάτων, την ανατίμηση του ευρώ και την μείωση των επιτοκίων στα ομόλογα των περιφερειακών χωρών και γενικότερα οι επιδράσεις της είναι ουδέτερες.

 Είναι σαφές ότι δεν είναι απαραίτητο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμφωνήσει σε μια και μοναδική ανάγνωση για το χαρακτήρα της κρίσης: είναι επαρκής η εκτίμηση που διατυπώθηκε και στην Α’ Συνδιάσκεψη ότι η κρίση είναι δομική, ότι η αστική τάξη δεν έχει καταλήξει σε μια συγκεκριμένη στρατηγική για το ξεπέρασμά της και ότι όλες οι μερίδες της συνασπίζονται για να περάσουν τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, ακόμα και αν αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη και παράγει σοβαρότατους κλυδωνισμούς στους όρους ηγεμονίας της.

 Είναι όμως αναγκαίο να μην ξεπερνάμε με ευχολόγια και αοριστολογίες τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ της αστικής τάξης και των δυνάμεων της εργασίας. Θεωρούμε συνεπώς ότι α) στη θέση 3 πρέπει να προστεθούν τα εξής: Η επιβολή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μείωση του κοινωνικού μεριδίου για τους εργαζόμενους, άνοιγμα νέων τομέων στην καπιταλιστική κερδοφορία, βάθεμα του καταμερισμού της εργασίας με μετατροπή τμημάτων διανοητικής εργασίας σε παραγωγική. Η κερδοφορία του κεφαλαίου αυξήθηκε σε ποσοστό σε σχέση με τη δεκαετία του 70 και εκτινάχθηκε ως απόλυτη μάζα κερδών, η κοινωνική κατίσχυση των πιο επιθετικών μερίδων του κεφαλαίου (χρηματοπιστωτικά funds, golden boys) παγιώθηκε έναντι των υπολοίπων. Η άρση των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων αύξησε τους ρυθμούς κύκλησης και διαμόρφωσε τους θεσμούς της έντασης της διεθνοποίησης του κεφαλαίου που παγίωσαν την εξουσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (οίκοι αξιολόγησης, ΠΟΕ, ΔΝΤ, σκληρά νομίσματα, όπως το ευρώ κλπ). Η επιδότηση της ζήτησης έγινε μέσω των δανείων προσδένοντας ακόμα περισσότερο πλατιά λαϊκά στρώματα στο άρμα των τραπεζών και κρατώντας χαμηλούς τους ρυθμούς συσσώρευσης. Η κατεύθυνση αυτή έφτασε όμως στα όρια της παρασύροντας σε κρίση όλο αυτό το μοντέλο συσσώρευσης όταν έγινε σαφές ότι δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν οι προσδοκίες για ακόμα μεγαλύτερα μελλοντικά κέρδη.

 Αντίστοιχα β) στη θέση 33 πρέπει να προστεθούν τα εξής: Η ένταση της κρίσης, αλλά και η αδιέξοδη πολιτική των μνημονίων οδηγούν την υποβάθμιση του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά και των υπολοίπων χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η κυπριακή αστική τάξη που αναγκάσθηκε να δεχθεί την αποδιάρθρωση του σημαντικότερου τομέα της οικονομίας της. Η υποβάθμιση αυτή πραγματοποιείται με αντάλλαγμα την παραμονή των χωρών αυτών στην ΟΝΕ. Παρά το γεγονός ότι η υποβάθμιση αυτή συνοδεύεται και με την αποδιάρθρωση κοινωνικών συμμαχιών που στήριζαν τον συνασπισμό εξουσίας (όπως κυρίως με τα μικροαστικά στρώματα που δεν διέθεταν συσσωρευμένο πλούτο σε σκληρό νόμισμα) δεν αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει τριγμούς στην αστική κυριαρχία και στο πολιτικό της προσωπικό. Παρά το ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα αναπτύχθηκε μια σειρά εξαιρετικά μεγάλων και ελπιδοφόρων αγώνων, μετά τις εκλογές του Ιουνίου και κυρίως μετά την εμπέδωση των υψηλότατων ποσοστών ανεργίας ένα μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων, της νεολαίας, των καταστρεφόμενων μικροαστικών στρωμάτων έχει προσανατολίσει την οργή του όχι στη δύναμη των αγώνων αλλά σε μάχη και αγωνία για την επιβίωση. Σε αυτό έχουν συμβάλλει τόσο αντικειμενικοί παράγοντες, όπως η εφαρμογή βασικών όψεων της μνημονιακής πολιτικής, όσο και υποκειμενικοί παράγοντες (από τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες του Συριζα και την αυτιστική πολιτική του ΚΚΕ μέχρι την αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να αποτελέσει την ατμομηχανή του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής).

 ~ 3 ~

 Παρά τη διακηρυγμένη κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής ήδη από την Α’ Συνδιάσκεψη, υπάρχουν στο εσωτερικό της διαρκείς αντιθέσεις και ανταγωνιστικές πολιτικές στρατηγικές, με αποτέλεσμα την αδράνεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αδυναμία λήψης οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας, καθώς και την αδυναμία αποκρυστάλλωσης, στο πλαίσιο των θέσεων για τη Β’ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μίας καθαρής πολιτικής στρατηγικής.

 Η πολιτική κατεύθυνση που αποκρυσταλλώνεται στο πλαίσιο των θέσεων σε σχέση με τις πολιτικές συμμαχίες και τη στρατηγική του κοινωνικοπολιτικού μετώπου έχει ασαφές πολιτικό περιεχόμενο και αφήνει περιθώρια πολλαπλών ερμηνειών, ενισχύοντας έτσι την αρχική μας εκτίμηση ότι τείνει να ισορροπήσει ανάμεσα στις πολιτικές αντιθέσεις των διάφορων φορέων, παρά να διατυπωθεί συγκεκριμένα.

 Από τη μία πλευρά υπερτονίζει ως στοιχείο ταυτότητας της μετωπικής συμπόρευσης τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος. Ένα πολιτικό μέτωπο όμως οφείλει να αναδείξει ότι μπορούν να συμπορευθούν πολύ ευρύτερες δυνάμεις με στοιχειώδη συμφωνία στο επίπεδο του μεταβατικού προγράμματος, που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η κυριαρχία ενός τέτοιου ακριβώς μεταβατικού προγράμματος οδηγεί εν τέλει στην αντικαπιταλιστική ρήξη (π.χ. γιατί πιστεύουν ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να στηριχθεί και από υποτελείς μερίδες της αστικής τάξης -π.χ. αντιμονοπωλιακές). Το μεταβατικό πρόγραμμα που επεξεργάστηκε και υιοθέτησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθορίζεται από τα αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά του, ακριβώς επειδή επί της ουσίας για την υλοποίησή του προϋποθέτει ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αλλά και με το σύνολο των μερίδων της αστικής τάξης. Για την ελληνική αστική τάξη η παραμονή στην ευρωζώνη βιώνεται ως μονόδρομος. Δεν υπάρχουν σήμερα μερίδες του κεφαλαίου που να στήριζαν πολιτικά την έξοδο από την ευρωζώνη για να αποσυμπιεσθεί η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό και να αποκτηθούν συγκριτικά πλεονεκτήματα για εξαγωγές, καθώς οι μερίδες αυτές δεν έχουν την οικονομική ισχύ να εισαχθούν στον διεθνή καταμερισμό εργασίας χωρίς τους όρους που επιβάλλει η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και η παγκοσμιοποίηση με τα όπλα που διαθέτει (ΔΝΤ, ΠΟΕ κλπ) και έχουν προσδεθεί αποφασιστικά στο άρμα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Άλλωστε στο σημερινό πλαίσιο εξειδίκευσης και ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και μείωσης της παραγωγικής βάσης μετά την κρίση τα τμήματα αυτά του κεφαλαίου που θα είχαν έστω και μόνο οικονομικό συμφέρον από ένα τέτοιο προσανατολισμό είναι μικρότερα από ότι γενικά θεωρείται. Αυτό αποτυπώνεται στην εξέλιξη και το είδος των ελληνικών εξαγωγών και το ειδικό τους βάρος στην ελληνική οικονομία. Ενώ ακόμα και για τομείς όπως ο τουρισμός που θα μπορούσαν να ευνοηθούν από μία υποτίμηση του νομίσματος πρέπει να ληφθούν υπ όψη πολλοί παράγοντες που επιδρούν στην στρατηγική ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου στον τομέα, η αστάθεια από την ενδεχόμενη πολιτική και οικονομική αναταραχή από την έξοδο από το ευρώ, ο ρόλος του real estate (με την μορφή δημιουργίας τουριστικών κατοικιών κ.λπ.). Το σημαντικότερο από όλα είναι όμως ότι πέρα από την οικονομική αδυναμία μερίδων του κεφαλαίου σε σχέση με την στρατηγική της εξόδου, μία τέτοια στρατηγική δεν συγκροτεί σήμερα την αστική τάξη ή έστω μερίδες της σε ηγεμονικό συνασπισμό με αποτελέσματα στο εσωτερικό του κράτους κάτι που είναι πολύ πιο ουσιώδες από τα επιμέρους συμφέροντα των μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών ή και μερίδων της αστικής τάξης.

 Το πρόγραμμα διεξόδου για την κρίση που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ονοματίζει «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» δεν είναι αντικαπιταλιστικό επειδή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (που εξ ορισμού έχει αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα – το λέει και το όνομά της) το βαφτίζει «αντικαπιταλιστικό». Είναι όμως αντικαπιταλιστικό γιατί στις συνθήκες της παρατεταμένης και πολυεπίπεδης κρίσης, της πολιτικής ρευστότητας και των προβληματικών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, αναδεικνύεται ως ο μόνος δρόμος, όχι απλώς για μια φιλεργατική διέξοδο από την κρίση, ούτε καν για την σοσιαλιστική προοπτική, αλλά πρωταρχικά για την οικοδόμηση πλατειών λαϊκών κινητοποιήσεων μέσω των οποίων μπορούμε να μιλάμε και να διεκδικούμε την ηγεμονία της κομμουνιστικής προοπτικής.

 Στο ίδιο πλαίσιο, το κείμενο των «Θέσεων» δεν εξετάζει, παρά μόνο διακηρυκτικά, μία κατεύθυνση άσκησης πιέσεων και παραγωγής μετατοπίσεων σε άλλα πολιτικά ρεύματα στο εσωτερικό της ρεφορμιστικής αριστεράς, κάποια εκ των οποίων ήδη κάνουν συστηματική πολιτική κριτική σε αριστερή κατεύθυνση, τόσο για το ζήτημα της εξόδου από την ΟΝΕ και της ρήξης με την Ε.Ε., όσο και για την πολιτική συμμαχιών, τα οποία μπορούν εν δυνάμει να διευρύνονται ή και να διαχωρίζονται. Δεν εξετάζει ούτε και τη μεσοπρόθεσμη προοπτική άρθρωσης ευρύτερων συμμαχιών στο πλαίσιο του μεταβατικού προγράμματος. Αντιθέτως, αναφέρεται σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται ως προϋπόθεση τον αντικαπιταλιστικό/επαναστατικό χαρακτήρα της όποιας μετωπικής πρωτοβουλίας και τη διακηρυγμένη αναφορά αυτής στην αντικαπιταλιστική ανατροπή και υπάγει τη μετωπική κατεύθυνση στην αντίληψη της συγκρότησης της «μετωπικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς», η οποία είναι προφανές ότι δεν μπορεί να είναι ελκτική σε καμία πολιτική δύναμη πλην των συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 Το ζήτημα λοιπόν, για εμάς, είναι ακριβώς αυτό. Είναι αντιδιαλεκτικό, ιδεαλιστικό και θνησιγενές ως τακτική, η προϋπόθεση της μετωπικής συμπόρευσης να τοποθετείται στο επίπεδο της προγραμματικής συμφωνίας στην επαναστατική ανατροπή. Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που ορθά διεκδικεί τον τίτλο της επαναστατικής αριστεράς, είναι ζήτημα διαπάλης, ορθότερα, ηγεμόνευσης της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής οπτικής της πάνω στις άλλες, τις λιγότερο αντικαπιταλιστικές, αποκλίνουσες ή μη πλήρως συνειδητοποιημένες οπτικές των άλλων δυνάμεων που βρίσκονται μέσα στο νοητό χώρο που αναφέρεται στη λογική του μεταβατικού προγράμματος.

 Στην πραγματικότητα η πρόταση συγκρότησης ενός πολιτικού μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος δεν υπάγεται πρώτα και κύρια στη διαδικασία ανασύνθεσης του αντικαπιταλιστικού πόλου, αλλά στη διαδικασία συγκρότησης των αναγκαίων πολιτικών όρων για την δημιουργία του κοινωνικοπολιτικού μετώπου ρήξης και ανατροπής.

 Η πρόταση μετωπικής συμπόρευσης ανήκει οργανικά στο κεφάλαιο Η των θέσεων και όχι στο κεφάλαιο Θ. Διαφορετικά θα τίθεται πάντα το δίλημμα αν θέλουμε έναν αντικαπιταλιστικό πόλο που δεν είναι αρκούντως αντικαπιταλιστικός ή αν θέλουμε ένα ευρύτερο μέτωπο το οποίο όμως θα συγκροτείται γύρω από τον εαυτό μας. Αυτό που πρέπει να θέλουμε είναι αφενός μεν να ενισχύεται και να διευρύνεται (και ακόμα περισσότερο να ανασυντίθεται και κοινωνικά) ο αντικαπιταλιστικός πόλος διατηρώντας αυτούσια τα αντικαπιταλιστικά του χαρακτηριστικά και να συμβάλλει στην δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που θα διεκδικήσει να καταστήσει σημαία των κοινωνικών αγώνων το μεταβατικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση. Σ’ αυτό το δεύτερο στόχο έρχεται να συμβάλλει η πρόταση μετωπικής συμπόρευσης και αν από τη διαδικασία αυτή προκύψουν ευρύτερες ανασυνθέσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα είναι ευτύχημα. Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση η ανάγκη ανάπτυξης του ευρύτερου μετώπου θα διατηρεί αμείωτη την αξία του.

 Οι αντιρρήσεις που διατυπώνονται απέναντι σε αυτή τη λογική υποκρύπτουν είτε μια υποτίμηση της σημασίας του μεταβατικού προγράμματος (κυρίως απ’ όσους υποβαθμίζουν την σημασία της πάλης ενάντια στην ευρωζώνη ως βασικού μηχανισμού σταθερότητας και κυριαρχίας, αλλά και ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας) είτε ακόμα χειρότερα έναν μικρομεγαλισμό: το κόμμα μας συμμετέχει ήδη σε ένα μέτωπο, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ-πώς θα συμμετέχει αυτό το μέτωπο και σε ένα άλλο μέτωπο;

 Ένα μέτωπο είναι αρκετό, αρκεί φυσικά να είναι επαρκώς αντικαπιταλιστικό. Η λογική αυτή, που βασίζεται φυσικά στην αυταπάτη ότι οι επιμέρους συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν την (ταξική, ιδεολογική και πολιτική) επάρκεια να αποτελούν επαναστατικά κόμματα, φλερτάρει με την διάχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια ευρύτερη μετωπική αντικαπιταλιστική συμπόρευση. Στην αυτοαναφορικότητά τους (που αποτελεί τη βάση για πολλές πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αδυνατούν να κατανοήσουν την σημασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως διαδικασία ανασύνθεσης του αντικαπιταλιστικού πόλου και μπορούν ακόμα και να οδηγήσουν στην πλήρη υποβάθμισή της.

 Εμείς θεωρούμε ότι αυτή η λογική που απηχούν οι «Θέσεις» δεν επαρκεί και δεν μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Θεωρούμε ότι αυτή η κατεύθυνση απέχει ριζικά από τη στρατηγική της συγκρότησης του αριστερού κοινωνικοπολιτικού μετώπου και η υιοθέτησή της από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να επάγει καταστροφικά αποτελέσματα για το λαϊκό κίνημα, την αριστερά, αλλά και την ίδια την αντικαπιταλιστική αριστερά. Ίσως και ο εφιάλτης της μετατροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα «μικρό ΚΚΕ» να μην απέχει και πολύ από τη λογική αυτή. Και αυτό σίγουρα παράγει διαλυτικά αποτελέσματα

 Πρέπει τέλος οι Θέσεις να πάρουν ξεκάθαρη θέση όχι πάνω στο εύκολο θέμα της «αριστερής κυβέρνησης» τύπου ΣΥΡΙΖΑ για το οποίο έχουμε τοποθετηθεί ήδη από την Α συνδιάσκεψη και επαναλαμβάνουμε στη θέση 47, αλλά για το κρίσιμο ζήτημα του εάν το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής θα διεκδικήσει και την κυβερνητική εξουσία και με ποιους όρους για να επιβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα

 Γι’αυτό πιστεύουμε ότι οι Θέσεις 60-63 πρέπει να τροποποιηθούν ως εξής:

 60. Αναγκαία σήμερα προϋπόθεση για την συγκρότηση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής είναι η οικοδόμηση ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Εκτίμησή μας είναι ότι σήμερα πλαταίνουν οι δυνάμεις που μπορούν να στρατευτούν σε αυτήν την μάχη. Όχι μόνο κοινωνικά λόγω της τεράστιας επίθεσης του αντίπαλου, αλλά και πολιτικά. Ανάμεσα σε χιλιάδες αγωνιστές αναπτύσσονται πολύ σοβαρές διεργασίες και προβληματισμοί για το με ποια πολιτική, ποιο κίνημα, ποιο μέτωπο μπορούμε να νικήσουμε. Τέτοιες δυνάμεις είναι πρώτα απ' όλα οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες των κινημάτων, ο μαχόμενος κόσμος της Αριστεράς, οι «φυσικές πρωτοπορίες» που γεννιούνται μέσα στους ταξικούς αγώνες και νιώθουν όλο και πιο πολύ την απόσταση ανάμεσα στις ανάγκες του αγώνα και την πολιτική και κινηματική ανεπάρκεια των ηγεσιών της ρεφορμιστικής αριστεράς. Αγωνιστές από την βάση της αριστεράς, δυνάμεις που προσανατολίζονται στη ρήξη με την πολιτική του κεφαλαίου και της ΕΕ, με ταξική παρέμβαση στο εργατικό κίνημα, δυνάμεις με κομμουνιστική αναφορά. Δυνάμεις που θέτουν αποφασιστικά το ζήτημα της πάλης κατά του ευρώ και της ΕΕ, όπως το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής. Οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Ρεύματα αριστερής αναζήτησης που βγαίνουν από τα διάφορα μορφώματα του αντιμνημονιακού αγώνα. Ρεύματα και πολιτικές τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που κάνουν κριτική από τα αριστερά στην πολιτική στρατηγική της ηγετικής ομάδας του και την υπό κάθε όρους αποδοχή του ευρώ και της ευρωζώνης, ρεύματα και πολιτικές αντιλήψεις που προέρχονται ή υπάρχουν στο ΚΚΕ και αναζητούν έναν άλλο δρόμο για την συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου Με αυτές τις δυνάμεις μάς ενώνει η έμφαση στην κλιμάκωση των αγώνων, η αναζήτηση ενός σύγχρονου μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, η επιμονή στην αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ, η αντιμετώπιση του ερωτήματος της εξουσίας με όρους ανατροπής και όχι διαχείρισης. 

 61. Ξέρουμε ότι υπάρχουν διαφορές στις προγραμματικές επεξεργασίες, στις ιδεολογικές αναφορές και διαδρομές. Πιστεύουμε όμως βαθιά ότι σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ευθύνη να συμβάλλει σε ενωτικές πρωτοβουλίες, γιατί αυτό έχει ανάγκη το κίνημα, ο λαός, η ίδια η Αριστερά. Σε αυτή την κατεύθυνση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πάρει πολιτική πρωτοβουλία για να συζητήσει και να συντονιστεί με αυτές τις δυνάμεις, με στόχο τη διαμόρφωση του αναγκαίου σήμερα αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Με δημόσια πρόταση και ανοιχτή συζήτηση. Θέλουμε αυτή η διαδικασία να είναι υπόθεση όχι μόνο οργανωμένων δυνάμεων, αλλά και ανένταχτων αγωνιστών, να συζητηθεί πλατιά σε κάθε επίπεδο και να μην είναι υπόθεση μόνο κορυφής. Θέλουμε πριν και μετά τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συζητήσουμε με δυνάμεις και αγωνιστές και η ίδια η συνδιάσκεψή μας να είναι συμβολή σε αυτή την κατεύθυνση. 

 62. Πολιτική βάση μιας τέτοιας μετωπικής συμπόρευσης είναι το αναγκαίο κι απαραίτητο σήμερα μεταβατικό πρόγραμμα. Η μονομερής κατάργηση των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων. Η άρνηση πληρωμής – διαγραφή του χρέους. Το διώξιμο της τρόικας και κάθε κηδεμόνα. Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση. Ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος στην παραγωγή και σε όλη την κοινωνία. Η πάλη για πραγματική δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία του εργαζόμενου λαού και η απελευθέρωση από τα δεσμά του σύγχρονου απολυταρχισμού του κεφαλαίου. Η υπεράσπιση της ζωής των εργαζομένων στην πάλη για την επιβίωση και η βελτίωση της θέσης τους ενάντια στη δικτατορία των μνημονίων, του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Η ανατροπή της κυβέρνησης και της πολιτικής της, και κάθε κυβέρνησης με αντιλαϊκή πολιτική. Αναγκαία είναι για μας ακόμη η γραμμή της αγωνιστικής κλιμάκωσης, η αντισυνδιαχειριστική λογική, η επιμονή στην ανάγκη για επαναστατικές αλλαγές και για τη διεκδίκηση μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. 

 Μια τέτοια πρωτοβουλία μετωπικής συμπόρευσης δεν αναιρεί την αυτοτέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε την υποκαθιστά ως μέτωπο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς, όπως και όλων των άλλων συλλογικοτήτων που θα συμπορευτούν πολιτικά. Αντίθετα, εντάσσεται στη συνολική κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να αποτελέσει η ανατρεπτική Αριστερά, πυρήνα του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, να πρεσβεύει την κοινή δράση στο κίνημα και την ταξική ανασυγκρότησή του. Να σφυρηλατείται και μέσα από κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες αλλά πρώτα απ’ όλα μέσα στην αναγκαία συστράτευση στα ίδια τα μέτωπα των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, στην πάλη για την κλιμάκωση των αγώνων, των απεργιών, των καταλήψεων και των μπλόκων, στην αντιφασιστική πάλη, στην πάλη για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της εποχής μας, στη δουλειά στις γειτονιές και τους δήμους.

 Στη δε θέση 46 να προστεθεί: Το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής θα θέσει ζήτημα ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας με βάση το πρόγραμμά του, με στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι διαχείρισης, γνωρίζοντας βέβαια ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο αυτό το πρόγραμμα και αυτή η στρατηγική πρέπει να αποτελέσει σημαία των εργατικών και λαϊκών αγώνων και να στηριχτεί στη δύναμη του οργανωμένου αγωνιζόμενου λαού και των οργάνων της δικής του εξουσίας.

 ~ 4 ~

 Μείζον προβληματικό στοιχείο του κειμένου των «Θέσεων» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η απουσία απολογισμού και αποτίμησης της δράσης της. Ίδια λογική βερμπαλισμού αποτυπώνεται και σε όσες θέσεις επιχειρούν να αποτιμήσουν τη συμβολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις κινητοποιήσεις, ενώ ταυτόχρονα η ακροτελεύτια θέση 67, όπου δηλώνει ότι θα περιγράψει τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εξαντλείται σε λίγα μπούλετς, χωρίς καμιά ουσιαστική προσπάθεια ερμηνείας των ελλείψεων και των προβληματικών αυτών και χωρίς καμιά διατύπωση σχεδίου υπέρβασής τους. Θα ήταν επιβεβλημένο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει σε μια εξέταση των προβληματικών της στοιχείων, στην πολιτική γραμμή, στη λειτουργία, στην υλοποίηση των στόχων της Α΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, στη στρατολόγηση των μελών. Θα ήταν επιβεβλημένο η Κ.Σ.Ε., να εισηγηθεί ένα σχέδιο ανάσχεσης των αδυναμιών, ξεπεράσματος των προβλημάτων, εκτιμήσεων για τη διαδικασία αυτή, οπωσδήποτε, δε, να μην αρκείται σε λίγα μπούλετς ως προς την αυτοκριτική.

 Θεωρούμε ότι η επιλογή αυτή είναι επιλογή συσκότισης των αδυναμιών προκειμένου η συζήτηση της Συνδιάσκεψης να μην επεξεργαστεί αυτά τα ερωτήματα. Κάτι τέτοιο θα εξέτρεπε την πορεία των πραγμάτων από μια συζήτηση γύρω από την «εμβάθυνση» του πολιτικού προγράμματος, την «αναβάθμιση» του αντικαπιταλιστικού στίγματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της «ενίσχυσης» αυτοτέλειας (πρβλ. απομόνωσης) του αντικαπιταλιστικού χώρου. Η απουσία επαρκών στοιχείων αυτοκριτικής από το κείμενο των «Θέσεων» μια τέτοια λογική εξυπηρετεί. Ιδίως στο βαθμό που, ταυτόχρονα, το ζήτημα των συμμαχιών και του αριστερού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου, όπως προαναφέραμε, αφήνεται αόριστο, επιδεκτικό πολλαπλών ερμηνειών και μάλλον τείνει να στραφεί ακόμη περισσότερο στην απομόνωση. Άλλωστε, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μόνο μίλησε για το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Στην ιστορικά πρωτότυπη κοινωνικοπολιτική διεργασία των «πλατειών», παρόλα τα – αναπόφευκτα – προβληματικά χαρακτηριστικά της, η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ασχολείτο με την Α΄ Συνδιάσκεψη και η μόνη συνεδρίασή της που αφιερώθηκε σε μια εκτίμηση του κινήματος και σε ένα σχεδιασμό παρέμβασης πράγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο, όταν το κίνημα είχε τελειώσει!

 Στη θέση 67 που περιγράφονται οι αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προστεθεί σαν επιπλέον σημείο :

 Προβληματικό ήταν η μη κοινή εκλογική συνεργασία με το Μέτωπο Αλληλεγγύης και ανατροπής στις Βουλευτικές εκλογές του 2012. Πρώτον η επιλογή αυτή ερχόταν σε αντίθεση με την απόφαση της 1ης Πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πολιτική συμπόρευση όλων των δυνάμεων που αποδέχονται και υιοθετούν μεταβατικό πρόγραμμα, που πρώτη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρότεινε, ως απαραίτητη και μόνη προϋπόθεση για λαϊκή διέξοδο από την κρίση. Δεύτερον, αποτελεί κακό προηγούμενο το γεγονός ότι για μια τέτοια κομβικής σημασίας απόφαση δεν δόθηκε ο λόγος στην βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ,με άμεση σύγκλιση των τοπικών επιτροπών ώστε όλα τα μέλη να τοποθετήσουν πάνω στο ζήτημα της εκλογικής συνεργασίας , αλλά παρά ταύτα επιλέχτηκε να παρθεί απόφαση μέσα από την ΚΣΕ.

 ~ 5 ~

 Προβλήματα υπάρχουν και στην κατεύθυνση που χαράζουν οι Θέσεις για το εργατικό κίνημα. Η αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συγκροτήσει γραμματεία εργατικού, παρά τις σχετικές αποφάσεις ήδη από την 1η συνεδρίαση του ΠΣΟ, οι προσπάθειες δημιουργίας και λειτουργίας «πολλαπλών» συντονιστικών –σε αντιπαράθεση με το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων- (για να μη μιλήσουμε για τις χωριστές συγκεντρώσεις και πορείες στη ΔΕΘ) είναι ενδεικτικές των αντιπαραθέσεων που ταλανίζουν την παρέμβασή μας στον εργατικό χώρο. Στην πραγματικότητα η κρίση της γραφειοκρατίας και η αδυναμία της να παρέχει στοιχειώδη έστω πολιτική και νομική προστασία σε οποιονδήποτε αγώνα (ακόμα και στους ελεγχόμενους από αυτή) θέτει πολύ πιο ψηλά τον πήχυ για τις ταξικές δυνάμεις. Η λογική των καθαρών –κόκκινων συνδικάτων και των ακόμα πιο καθαρών –κατακόκκινων συντονιστικών αδυνατεί πλήρως να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που βάζει η συγκυρία. Οφείλει συνεπώς να συγκροτηθεί ανά κλάδους και συνολικά ένα και μόνο συντονιστικό στο οποίο να συγκεντρωθεί το σύνολο των ταξικών δυνάμεων (και σίγουρα το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς) που θα πρέπει να αναμετρηθεί με τα καθήκοντα της ταξικής ανασυγκρότησης, από τη δημιουργία σωματείων στους χώρους όπου δεν υπάρχουν και την νομική στήριξη των αγωνιστικών κινητοποιήσεων ενάντια στις επιστρατεύσεις μέχρι του να αναλάβει υπό την αιγίδα του τη διοργάνωση των συγκεντρώσεων, καθώς η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ούτε αυτό θα είναι σύντομα σε θέση να διοργανώσει. Ενας τέτοιος συντονισμός θα συμβάλλει στην ανατροπή των συσχετισμών και μέσα στα μεγάλα συνδικάτα και τις ομοσπονδίες. Στον σεχταρισμο του ΚΚΕ και την κατεύθυνση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αποστασιοποιηθεί από το Συντονισμό και να φτιάξει κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις προκειμένου να αντικαταστήσει την πασοκική γραφειοκρατία με μια νεα, οφείλουμε να αντιτάξουμε την ενότητα των ταξικών δυνάμεων και την ταξική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος.

 Προτείνουμε η τρίτη παράγραφος της Θέσης 52 να τροποποιηθεί ως εξής: Τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα από τη συμμετοχή τους στον Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων, τη Συνάντηση Εργατικής Αντίστασης, τα συντονιστικά των νοσοκομείων, των Δήμων, των συγκοινωνιών, του Δημοσίου κλπ. έχουν παίξει ρόλο για να υπάρχουν ήδη κάποια θετικά παραδείγματα. Πρέπει όμως να ξεπεράσουμε τους κατακερματισμούς, συντονίζοντας όλες αυτές τις προσπάθειες για να χτιστεί σε κάθε κλάδο το συντονιστικό των ίδιων των εργαζομένων. Στην κατεύθυνση ενός μεγάλου και μαζικού συντονισμού με συνδικαλιστές και αγωνιστές της βάσης, πρωτοβάθμια σωματεία και αγωνιστικές ομοσπονδίες, που θα αποτελέσει ένα πραγματικό αγωνιστικό σημείο αναφοράς μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Με συσπείρωση όλων των δυνάμεων του ταξικού αντιγραφειοκρατικού συνδικαλισμού σε ένα αναγκαίο διακριτό ρεύμα μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα.

 ~ 6 ~

 Η εμβάθυνση του κρατικού αυταρχισμού ως κοινωνική στρατηγική σταθεροποίησης και ανασυγκρότησης του συνασπισμού εξουσίας και ως έσχατο καταφύγιο στη συγκυρία συγκροτείται στο υπόβαθρο μιας σειράς κοινωνικών σχέσεων και αντιπαραθέσεων και αντανακλά επιπλέον την προσπάθεια επιβεβαίωσης και εμπέδωσης ενός κοινωνικού συσχετισμού σε μια περίοδο πόλωσης. Η επίκληση της τάξης, της ασφάλειας και του νόμου αποτελεί κεντρική παράμετρο σταθεροποίησης του συνασπισμού εξουσίας. Όσο όμως κι αν στοχεύει να λειτουργήσει περιοριστικά για τη δραστική παρέμβαση στης αριστεράς, δε μπορεί να αποτελέσει θετικό πλειοψηφικό πρόταγμα για τις λαϊκές μάζες. Ταυτόχρονα αναπαράγει δυνατότητες αλλά και εκφράσεις αντιστυστημικής κίνησης, αμφισβήτησης και πολιτικής ανυπακοής.

 Ωστόσο, ενώ η συγκυριακή αστική κυριαρχία με τη μορφή της καταστολής είναι αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση των υπαρχόντων σχέσεων εξουσίας, δεν αποτελεί από μόνη της ικανή συνθήκη για την σταθεροποίηση μεσοπρόθεσμα του συνασπισμού εξουσίας. Η αστική στρατηγική πραγματοποιείται με την διάχυση και εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και μέσα από τους αναγκαίους μηχανισμούς απόσπασης συναίνεσης και οικοδόμησης ταξικών συμμαχιών και εξαρτήσεων.

 Επομένως, η θέση ότι «προσπαθούν να εγκαταστήσουν μια ιδιόμορφη εκδοχή κράτους έκτακτης ανάγκης» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έκτακτη ανάγκη θα υπήρχε αν υποτεθεί ότι η ταξική πάλη, ο υπαρκτός αγώνας των εργαζόμενων, η ισχύς της αριστεράς και οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις (όχι απλώς η πόλωση) επέσπευδαν ακριβώς τον έκτακτο χαρακτήρα της κρατικής επιβολής. Η έκφραση «έκτακτης ανάγκης» υποδηλώνει συγκεκριμένες μορφές κρατικής οργάνωσης που τουλάχιστον ξεπερνούν τον κύριο μηχανισμό συναίνεσης – τις εκλογές. Μόνο ως λεκτική υπερβολή για λόγους γλαφυρότητας μπορεί να έχει θέση στην ανάλυση της συγκυρίας. Διαφορετικά υποδηλώνει μια ανάλυση περί πνέοντος τα λοίσθια καπιταλισμού στην Ελλάδα, ο οποίος μεταχειρίζεται τα έσχατα μέσα του ενάντια στην ορμή του κινήματος (ή το φόβο της ορμής του). Τέτοια ορμή όμως δεν εκτιμάται από τις «Θέσεις» ότι υφίσταται.

 Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι θα πρέπει να απαλειφθεί η συγκεκριμένη περικοπή από τη θέση 21.

 Επίσης, η θέση της «Θέσης» 22 ότι «το μόνο που καταφέρνει η κυβέρνηση με την πολιτική αυτή είναι να γεμίζει οργή και όχι φόβο τον κόσμο που αντιστέκεται», αναπαράγει το στοιχείο που επισημάνθηκε και παραπάνω, ότι, δηλαδή, ως προς την εκτίμηση της κατάστασης του κινήματος και, κυρίως, του συσχετισμού δυνάμεων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταφεύγει σε ευχές και σε στρουθοκαμηλισμό. Ναι μεν τα παραδείγματα που περιγράφονται παρακάτω στη «Θέση» 22 αποτιμούνται ορθά, όμως με κανέναν τρόπο δεν οδηγούν στο συμπέρασμα που διατυπώνεται ως αρχική θέση, ότι η πολιτική της κυβέρνησης γεμίζει οργή και όχι φόβο τον κόσμο. Αν δεχτούμε μια τέτοια εκτίμηση, τότε εύκολα μπορούμε να φτάσουμε σε μια πολιτική γραμμή που θα προβάλει μια ριζοσπαστική γραμμή αγώνα, όπου μπορούμε να την επιβάλουμε, η οποία θα αποτελέσει «τη σπίθα που ανάψει τη φωτιά στον κάμπο» αυτής της οργής. Ούτε όμως στην Α΄ Συνδιάσκεψη διατυπώθηκε τέτοια γραμμή, ούτε στο διάστημα από τότε υλοποιήθηκε κάτι τέτοιο, ούτε και στις θέσεις της Β΄ Συνδιάσκεψης εκτιμάται. Είναι άλλο πράγμα να ενισχύει μια πολιτική πρωτοπορία το ηθικό και το φρόνημα των αγωνιζόμενων μιλώντας για «οργή και όχι φόβο» και άλλο να υιοθετεί την ενίσχυση του φρονήματος ως θέση, αντικαθιστώντας μια εκτίμηση περισσότερο σχετική με την πραγματικότητα. Οπωσδήποτε υπάρχει οργή. Επειδή όμως υπάρχει οργή δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και φόβος, ή κυρίως φόβος. Ο συνασπισμός της εξουσίας των αστικών δυνάμεων συγκεκριμένα στην Ελλάδα του 2013 έχει πετύχει σημαντικές νίκες στο ιδεολογικό επίπεδο, τέτοιες που να διαμορφώνουν το συσχετισμό δύναμης καίρια υπέρ του κεφαλαίου. Ανάμεσα σε αυτές είναι και ο φόβος των κυριαρχούμενων στρωμάτων. Και μόνο η τρομοκρατική επίδραση που είχε η φιλολογία περί καταστροφής σε περίπτωση εξόδου από την ευρωζώνη προεκλογικά αρκεί ως παράδειγμα ενός φόβου που καθόρισε μια μεγάλη πολιτική μάχη (και για τη ΝΔ και για το ΣΥΡΙΖΑ). Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χάνει έναν καίριο στόχο της, να ανασχέσει το φόβο στις διάφορες μορφές του (οικονομικό, ιδεολογικό, φόβο για την κρατική βία, ακόμα και ψυχολογικό φόβο κ.ο.κ.), αν πρώτα δεν αναγνωρίζει ότι αυτός υπάρχει και ενδεχομένως επικρατεί, παράλληλα και ταυτόχρονα σε διαλεκτική ενότητα με την οργή.

 Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι η σχετική «θέση» (υπ΄αρ.22) είναι εκτός πραγματικότητας και θα πρέπει να αντικατασταθεί στις αρχικές της λέξεις με την εξής διατύπωση:

 Η κυβέρνηση μπορεί να τρομοκρατεί και να σπέρνει απόγνωση και φόβο στον κόσμο που παλεύει για την επιβίωσή του, όμως ταυτόχρονα τον γεμίζει και με οργή και τον στρέφει αναπόδραστα στην αλληλεγγύη και τη στήριξη εκείνων που κάθε φορά βρίσκονται στο στόχαστρο. Το απέδειξε….κ.λπ..

 ~ 7 ~

 Κρίσιμη έλλειψη από τις «Θέσεις» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που όμως δεν οφείλεται σε λάθος, είναι η αοριστία και θολότητα της πρότασης για τον αντιφασιστικό αγώνα. Για ακόμη μία φορά, στο βωμό των λεπτών πολιτικών/οργανωτικών ισορροπιών εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θυσιάστηκε η πολιτική γραμμή και αφέθηκε στην πρωτοβουλία κάθε πρόθυμου να υποκαταστήσει, όπως καθένας το διαλέγει, τα ιστορικά καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκτός αν αρκεί απλώς να αναφέρονται οι μάχες και τα μέτωπα και μια γενικόλογη έκκληση ότι πρέπει να αγωνιστούμε. Ή εκτός αν αρκεί ως «θέση» η συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την ΚΕΕΡΦΑ (θέση 52).

 Θεωρούμε, συνεπώς, ότι το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της θέσης 52 («Η μαζική κινητοποίηση … εργατικού κινήματος και νεολαίας») θα πρέπει να αντικατασταθούν ως εξής:

 Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου παλεύει για τη δημιουργία αντιφασιστικών-αντιαυταρχικών πρωτοβουλιών σε κάθε γειτονιά και χώρο με χαρακτηριστικά κοινωνικο/πολιτικής συσπείρωσης από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς, από φορείς, συνδικάτα, συλλόγους. Πρωτοβουλιών που θα αντιπαλεύουν τον φασισμό σε όλα τα επίπεδα, από το ιδεολογικό-πολιτικό-αναδεικνύοντας τον συστημικό του χαρακτήρα, μέχρι το επίπεδο του δρόμου. Πρωτοβουλιών που θα αναδεικνύουν ότι η αλληλεγγύη και η αυτοοργάνωση μέσα από τις λαϊκές συνελεύσεις και τα εργατικά σωματεία αποτελούν την μόνη απάντηση στο ρατσισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό

 ~ 8 ~

 Είναι σαφές ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την Α’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη μέχρι σήμερα, δεν κατόρθωσε να υπερβεί τις πολλαπλές αδυναμίες πολιτικής λειτουργίας. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η υποβάθμιση της λειτουργίας των τοπικών επιτροπών, η αδυναμία – απροθυμία συγκρότησης κλαδικών επιτροπών παρά τη ρητή κατεύθυνση που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της Α’ Συνδιάσκεψης, η μη σύγκληση του ΠΣΟ παρά μόνο την περίοδο των εκλογών και η λήψη του συνόλου των πολιτικών αποφάσεων από την ΚΣΕ, χωρίς καμία εμπλοκή της βάσης και μάλιστα πολλές φορές με όρους ασταθούς ισορροπίας μεταξύ αντιπαρατιθέμενων πολιτικών κατευθύνσεων και όχι πραγματικής σύνθεσης και εμβάθυνσης της πολιτικής συμφωνίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 Είναι σαφές ότι τα πολιτικά προβλήματα και οι δυσλειτουργίες κυρίαρχα σχετίζονται με τις αποκλίνουσες πολιτικές κατευθύνσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Από την άλλη πλευρά όμως, με δεδομένες τις αποκλίσεις και τη διακριτότητα αυτή, για να μπορέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποτελέσει ένα ανοικτό και δημοκρατικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο πρέπει να διαθέτει και εκείνο το οργανωτικό πλαίσιο που θα της επιτρέπει να λειτουργεί δημοκρατικά αλλά και να αναπτύσσεται και διευρύνεται και με άλλες οργανώσεις και αγωνιστές. Έτσι, ενόψει της Β’ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης πρέπει να αποτυπωθούν οι αναγκαίες μεταβολές στο οργανωτικό πλαίσιο ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα εκπροσώπησης όλων των οργανώσεων αυτοτελώς, αλλά και των ανένταχτων αγωνιστών και να αποκλείονται οι δυνατότητες χειρισμών και μεθοδεύσεων αποκλεισμών και μάχης μηχανισμών, όπως αυτές αποτυπώθηκαν και στην Α’ Συνδιάσκεψη.

 Θα πρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί ενώ υπάρχουν αποφάσεις για καταμερισμό αρμοδιοτήτων στα μέλη των οργάνων, για έκδοση κοινού εντύπου, για σύσταση γραμματειών εργατικού, νεολαίας, αγροτικού κλπ τίποτα από αυτά δεν έχει προχωρήσει. Η πραγματικότητα είναι ότι η πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων βολεύονται με τη λογική των συσχετισμών και των ασταθών ισορροπιών και δεν αποτολμούν το βάθεμα του κοινού εγχειρήματος. Αυτό δεν σημαίνει μετατροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κοινό κομματικό φορέα, που προϋποθέτει πολύ βαθύτερες ανασυνθέσεις, τόσο σε επίπεδο ταξικής διάρθρωσης, όσο και ιδεολογικοπολιτικές συμφωνίες, σημαίνει όμως αναγνώριση ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί το πρόπλασμα ενός αντικαπιταλιστικού πόλου στο οποίο οσμώνονται ρεύματα, δημιουργούνται οι κοινωνικές προϋποθέσεις για ρίζωμα σε μεγαλύτερα κομμάτια της τάξης, δοκιμάζονται πολιτικές γραμμές και κατευθύνσεις. Υπό αυτή την έννοια οι οργανώσεις καλά κάνουν και υπάρχουν και αν δεν υπήρχαν δεν θα υπήρχε και ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Από την άλλη όμως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να δουλεύει με τη γραμμή κάθε μέλος μια ψήφος και όχι ως διαπαραταξιακή δομή, όπου τα μέλη των οργανώσεων εκπροσωπούνται από ένα κεντρικό εκπρόσωπο-διαπραγματευτή, όπου οι οργανώσεις δεσμεύουν εκ των προτέρων τα μέλη τους με μια γραμμή που δεν την πιστεύουν και την αναπαράγουν ως κομμένες κεφαλές και που εν τέλει δεν αποφασίζεται τίποτε αν δεν είναι προϊόν συμβιβασμού και δεν δοκιμάζεται καμία πολιτική κατεύθυνση. Η γραμμή κόμμα (η κάθε επιμέρους οργάνωση)-μέτωπο (η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) παράγει και εδώ τα κωμικοτραγικά της αποτελέσματα.

 Αποτελεί αρνητική εξέλιξη το γεγονός ότι δύο εβδομάδες πριν τη διεξαγωγή της Β’ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης δεν υπάρχει συμφωνία για το σχέδιο του οργανωτικού πλαισίου στην Κ.Σ.Ε. και δεν έχει ακόμα καθορισθεί ο τρόπος εκλογής των αντιπροσώπων για τη Β’ Συνδιάσκεψη. Παρότι αποτέλεσε κοινή εκτίμηση όλων ότι στο πλαίσιο της Α’ Συνδιάσκεψης υπήρξαν σοβαρές λαθροχειρίες που τραυμάτισαν την πολιτική ενότητα και την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, εκτίμηση η οποία αποτυπώθηκε και στην απόφαση του ΠΣΟ που συγκλήθηκε στις 22-1-2012, αμέσως μετά την Α’ Συνδιάσκεψη, το οποίο αποφάσισε ομόφωνα την διεύρυνση της ΚΣΕ με συμβουλευτική ψήφο των επιλαχόντων υποψηφίων σε αυτήν και επισήμανε την αναγκαιότητα «διερεύνησης μέτρων που θα εξασφαλίσουν την μεγαλύτερη δυνατή και πιο αναλογική αντιπροσώπευση των υποψηφίων στα όργανα, στην πορεία προς την επόμενη Συνδιάσκεψη», μία σειρά συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποδέχεται την αναγκαιότητα αλλαγών στο οργανωτικό πλαίσιο και ιδιαίτερα στο μέτρο εκλογής ενόψει της Β’ Συνδιάσκεψης. Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι εάν δε μεταβληθεί άμεσα η πολιτική στάση αυτή και εάν δεν υπάρξει πολιτική συμφωνία στο πλαίσιο της ΚΣΕ το αμέσως επόμενο διάστημα για τη διασφάλιση της δημοκρατικής και αναλογικότερης αντιπροσώπευσης, τίθεται σε σοβαρή αμφιβολία η δημοκρατική διεξαγωγή της διαδικασίας της Συνδιάσκεψης, γεγονός που θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην περαιτέρω συγκρότηση, λειτουργία και αποτελεσματικότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για το λόγο αυτό έχουμε ήδη καταθέσει στην Κ.Σ.Ε. σειρά τροποποιήσεων του οργανωτικού πλαισίου, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν υπόψη της βάσης του εγχειρήματος. Συγκεκριμένα:

  1. 1.Οι κλαδικές επιτροπές αποτελούν ισότιμη δομή με τις τοπικές επιτροπές και εκλέγουν αντιπροσώπους για την πανελλαδική συνδιάσκεψη. Μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούν να εγγράφονται σε μια τοπική ή σε μια κλαδική επιτροπή ή και στις δυο, αλλά θα επιλέγουν να εκλέγουν ή να εκλέγονται μόνο σε μια από τις δυο. Ειδικότερα, για τη 2η συνδιάσκεψη θα πρέπει να εκπροσωπηθούν οι κλαδικές επιτροπές, οι οποίες λειτουργούν και παρεμβαίνουν τουλάχιστον κατά το τελευταίο εξάμηνο (π.χ. δημοσίου, εκπαιδευτικών κλπ).
  2. 2.Τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα για να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και πρέπει να αποφευχθεί το πολιτικό πρόβλημα το οποίο δημιουργήθηκε κατά την Α Συνδιάσκεψη δηλαδή, η εγγραφή και η συμμετοχή μελών κατά τη διαδικασία εκλογών η οποία βασίστηκε σε κοινωνικές σχέσεις με μέλη οργανώσεων που συμμετέχουν και έκτοτε δεν είχαν καμία συμμετοχή. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις συνελεύσεις των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετέχει μέχρι το 30% των εγγεγραμμένων μελών της Α Συνδιάσκεψης, ενώ εκτιμάται ότι ένα 30% μετά την εγγραφή του και τη συμμετοχή στις διαδικασίες εκλογών της Α Συνδιάσκεψης δεν είχε καμία συμμετοχή ούτε στις διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά ούτε και του κοινωνικού κινήματος. Έτσι, τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει α) να είναι ταμειακώς εντάξει β) να συμμετέχουν σε ένα ελάχιστο αριθμό διαδικασιών τοπικών ή κλαδικών συνελεύσεων ώστε να μπορούν να εκλέγουν και να εκλέγονται. Πρέπει επίσης να αποφευχθεί το φαινόμενο συμμετοχής ή εγγραφής μελών σε περιοχές εκτός των περιοχών κατοικίας ή εργασίας για λόγους διαμόρφωσης συσχετισμών. Σε αυτό το επίπεδο, αποτελεί αρνητική εξέλιξη το γεγονός ότι η Κ.Σ.Ε. στη συνεδρίαση της 11-4-2013, στην οποία έδωσε γενικές κατευθύνσεις για την πορεία προς τη Συνδιάσκεψη δεν έθεσε σχεδόν κανένα κριτήριο για την ιδιότητα του μέλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και το γεγονός ότι έχουν ήδη υπάρξει περιπτώσεις εγγραφής μελών που δεν έχουν καμία συμμετοχή σε καμία διαδικασία ή κατοικούν και εργαζονται σε διαφορετικές περιοχές από αυτές στις οποίες εγγράφονται. Αυτές οι περιπτώσεις θα πρέπει να επανεξεταστούν από τις τοπικές επιτροπές αλλά και από την ίδια την ΚΣΕ.
  3. 3.Οσον αφορά στις αποφάσεις των οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (από την ΚΣΕ έως τη συνέλευση της επιτροπής), θα πρέπει να λαμβάνονται με διευρυμένη πλειοψηφία 2/3. Φυσικά για να μπορεί να λαμβάνεται απόφαση με διευρυμένη πλειοψηφία πρέπει να προβλεφθεί και μέτρο για την απαρτία (π.χ. 50% επί των ταμειακώς εντάξει μελών).
  4. 4.Στις εκλογές των οργάνων και των δομών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυρίως στα ανώτερα όργανα - την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη την ΚΣΕ και το ΚΣΟ - θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη ποσοστώσεων των αντιπροσώπων των οργανώσεων και των ανένταχτων σε ποσοστό 10% για κάθε μία κατηγορία. Οι μεν ανένταχτοι θα καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις από τους εκλεγέντες σε κάθε επιτροπή, εφ όσον δεν έχει καταληφθεί το 10% μέσα από την κανονική ψηφοφορία. Το 10% των εκπροσώπων των οργανώσεων, που θα είναι ισότιμο θα προσδιορίζεται αριθμητικά μετά από την εκλογή όλων των αντιπροσώπων.
  5. 5.Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη να εκλέγει το Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο και από αυτό να εκλέγεται η Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή. Έτσι, η ΚΣΕ θα λογοδοτεί καθ’όλη τη διάρκεια της θητείας της ενώπιον ενός διευρυμένου οργάνου, κάτι το οποίο θα αναβαθμίσει τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του ΠΣΟ, το οποίο ουσιαστικά δεν λειτούργησε κατά το μεσοδιάστημα των 2 συνδιασκέψεων.
  6. 6.Για τη συμμετοχή των μελών στις Συντονιστικές Επιτροπές των Τοπικών ή Κλαδικών Επιτροπών θα πρέπει να επιδιώκεται να μετέχουν κυκλικά όλα τα μέλη τους, και συνεπώς θα πρέπει να τεθεί όριο ανανέωσης της θητείας σε κάθε όργανο.
  7. 7.Οι περιφερειακές συνδιασκέψεις και περιφερειακά συντονιστικά θα πρέπει να συγκροτούνται αναλογικά με ό,τι ισχύει και για τα υπόλοιπα όργανα και στη βάση των γεωγραφικών περιφερειακών κριτηρίων λειτουργίας και γεωγραφικής δομής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Καλλικρατικά στο περιφερειακό επίπεδο), και όχι κατά βούληση. Επίσης μέχρι και την Β Συνδιάσκεψη δεν πρέπει να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στη διάρθρωση των υφιστάμενων τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (διαχωρισμοί, συγχωνεύσεις κ.λ.π.).
  8. 8.Ως προς τον τρόπο και τη διαδικασία εκλογής των οργάνων και των αντιπροσώπων προς τη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, θεωρούμε ότι θα πρέπει να γίνει με αναλογικότερο τρόπο από ότι ισχύει αυτή τη στιγμή. χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στα πλαίσια αυτά προτείνουμε τη δυνατότητα κάθε μέλους να επιλέγει το 1/6 των προς εκλογή μελών κάθε οργάνου. Έτσι, θα αποφευχθεί σε κάποιο βαθμό η καταστρατήγηση της απλής αναλογικής, όπου μία συμπαγής οργανωτικά σχετική πλειοψηφία θα μπορεί να καταλαμβάνει την πλειοψηφία, όπως με το σημερινό μέτρο επιλογής που είναι το 1/4.

 Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να εφαρμοσθεί ένας διαφορετικός τρόπος εκλογής, μέσω της κατάθεσης διακριτών ψηφοδελτίων – πολιτικών πλατφορμών, απόψεων και αναλογική εκλογή αυτών, με το δικαίωμα επιλογής υποψηφίων να είναι το 40 % του συνόλου των αντιπροσώπων.

 

 

 

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ