• Πέμ, 12/06/2014 - 22:41
Αριστερή Συσπείρωση: αποτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων

Το αποτέλεσμα των εκλογών όπως τελικά διαμορφώθηκε εμφανίζει πολλά αντιφατικά στοιχεία. Η εκτίμηση είναι ότι παρά τις αρκετές θετικές πλευρές του αποτελέσματος και ενώ καταγράφεται μια σαφής αμφισβήτηση της πολιτικής του κεφαλαίου, σε αυτή τη καμπή της ταξικής πάλης αυτή η αμφισβήτηση δε μεταφράζεται στο σχηματισμό ευρέων πολιτικών και κοινωνικών μπλοκ έτοιμων να αμφισβητήσουν έμπρακτα την ηγεμονία της αστικής τάξης και του σχεδίου της.

Στο επίπεδο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού:

1. Το κυβερνητικό μπλοκ, καταγράφει μία σαφή ήττα, με σημαντική πτώση των ποσοστών τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ. Παρόλα αυτά ως πολιτικό σχέδιο εξακολουθεί να καταγραφεί μία σημαντική δυναμική, εντελώς αναντίστοιχη της κοινωνικής δυσαρέσκειας και του τρόπου με τον οποίο αυτή εκφράζεται σε επίπεδο καθημερινότητας. Το εκλογικό αποτέλεσμα δημιουργεί προβλήματα στον συνασπισμό εξουσίας ως προς την ένταση της συνέχειας των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν δημιουργεί την αποσταθεροποίηση που θα λειτουργούσε ανασταλτικά ως προς την ολοκλήρωση των βραχυπρόθεσμων μέτρων (π.χ. ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις). Παράλληλα η ανάδειξη μορφωμάτων όπως το ΠΟΤΑΜΙ αλλά και η εκλογική άνοδος του ΛΑΟΣ δημιουργούν «μαξιλαράκια ασφαλείας» για το πολιτικό σύστημα και εκ των πραγμάτων πιέζουν προς τα δεξιά, όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το σύνολο του επίσημου πολιτικού σκηνικού. Η εκλογική (αλλά και ουσιαστικά πολιτική) διάλυση της ΔΗΜΑΡ, αποτέλεσμα της συμμετοχής της στη συγκυβέρνηση, λειτουργεί επίσης σταθεροποιητικά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, για το κυβερνητικό κέντρο σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Η διάσωση του ΠΑΣΟΚ, μέσω του μορφώματος της ΕΛΙΑΣ, επιβεβαιώνει την ισχύ της πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό και τα παράγωγα που αυτή επιφέρει, και αποτελεί στην παρούσα φάση μία επιτυχία του κεφαλαίου και των κέντρων εξουσίας. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, κρίνοντας τις εκλογές ως σημείο συμπύκνωσης και αποτύπωσης πολιτικών σχεδίων, τα συμπεράσματα είναι αντιφατικά αλλά με κυρίαρχο ένα αρνητικό πρόσημο στον βαθμό που παρατηρείται μια σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού (με την έννοια της εδραίωσης του ΣΥΡΙΖΑ ως κυρίαρχη και μοναδική εναλλακτική επιλογή και του παράλληλου καναλιζαρίσματος της κοινωνικής δυσαρέσκειας προς αυτόν) και δεν καταγράφεται ήττα του κυρίαρχου πολιτικού σχεδίου της αστικής τάξης (παραμονή στην Ε.Ε. και το Ευρώ). Αποτυπώθηκε, μεν, μία φθορά του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας και των πολιτικών εκπροσώπων του, αλλά όχι τέτοιας έντασης ή δυναμικής που να σηματοδοτεί μία αποσταθεροποίηση του ή πολύ περισσότερο την στροφή του λαϊκού παράγοντα προς πολιτικά σχέδια επικίνδυνα για την ηγεμονία του κεφαλαίου στο εσωτερικό της Ελλάδας (παρότι παρόλα αυτά φαίνεται να εδραιώνεται μία κοινωνική δυναμική αμφισβήτησης όψεων αυτής της ηγεμονίας η οποία όμως ούτε ομοιογενής είναι, ούτε έχει ως δεσπόζουσα την ανατρεπτική προοπτική).

Συνολικά, φαίνεται να διασφαλίζεται από πλευράς κεφαλαίου, η μη αμφισβήτηση των στρατηγικών όψεων του σχεδίου που ξεδιπλώνεται τα τελευταία χρόνια (πρόσδεση του ελληνικού κεφαλαίου στο ευρώ, διαχείριση του χρέους, σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο εργασιακών, ιδιωτικοποιήσεις), τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, έστω και αν θα υπάρξουν διαφορετικές τακτικές διαχείρισης σε επιμέρους ζητήματα (π.χ. ανεργία).

2. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μία νίκη, ειδικά στις ευρωεκλογές, που μπορεί πάντως να χαρακτηριστεί οριακή πολιτικά, ειδικά αν συνδυαστεί με τα αποτελέσματα σε επίπεδο αυτοδιοίκησης. Η διαφορά των 4 μονάδων στις ευρωεκλογές και η νίκη στην περιφέρεια Αττικής, αδιαμφισβήτητα αμβλύνουν τα αρνητικά αποτελέσματα που καταγράφηκαν στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών (υπό το πρίσμα ενός κόμματος που διεκδικεί την διαχείριση της πολιτικής εξουσίας) αλλά η αδυναμία να ξεπεράσει τα εκλογικά όρια που κατέγραψε το 2012 σε συνδυασμό με το γεγονός πως τα αποτελέσματα του ανά δήμο και περιφέρεια είναι πολύ καλύτερα στις ευρωεκλογές απ' ότι στις περιφερειακές και στις δημοτικές (γεγονός πρωτοφανές για αριστερό μόρφωμα), αναδεικνύουν την δυσκολία περαιτέρω διείσδυσης σε κοινωνικά στρώματα και την μειωμένη γείωση του. Είναι σαφές πως αποτελεί πλέον την κυρίαρχη εναλλακτική στο επίπεδο της κεντρικής κρατικής διαχείρισης, αλλά, δεδομένου της όλο και πιο έντονης μεταστροφής της πολιτικής του κατεύθυνσης προς το κυρίαρχο πολιτικό σχεδιασμό, αδυνατεί να αποτελέσει τον πόλο μιας ευρύτερης συμμαχίας πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων υπό μία διακριτή πολιτική στρατηγική.

3. Η σταδιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τον πολιτικό του λόγο και τις θέσεις του (με κυρίαρχη την διαμόρφωση ενός πολιτικού σχεδίου που εφάπτεται στρατηγικά με το υπάρχον) φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίζει σημαντικά ποσοστά του εκλογικού σώματος που μέχρι πρότινος αναφέρονταν στις δυνάμεις της κεντροαριστεράς (28% από το ΠΑΣΟΚ, 37% από την ΔΗΜΑΡ). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που θα ασκηθούν λόγω του ρόλου μορφωμάτων όπως το ΠΟΤΑΜΙ, θεωρούμε πως θα επιτείνει την δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα, ειδικά όσο δεν αναπτύσσονται κινήματα που θα μπορούσαν να αναπτύξουν αντίρροπες δυνάμεις. Ως εκ τούτου, πάρα την όποια συμβολική σημασία έχει, η ανάδειξη ενός αριστερού κόμματος σε νικητή των εκλογών, δεν πιστεύουμε πως η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ από μόνη της διαμορφώνει μία άλλη πραγματικότητα για την αριστερά.

4. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να αποτυπώνει ένα δυναμικό ρεύμα σε μεσοαστικά στρώματα (40% στους μισθωτούς Δ.Τ., 30% στου μισθωτούς ιδιωτικού τομέα και τους ελεύθερους επαγγελματίες) κυρίαρχα στις μεγάλες πόλεις (27% και πρώτο κόμμα στις αστικές περιοχές). Η παγίωση παρόλα αυτά της δυναμικής αυτής, εκεί που παραδοσιακά διατηρούσε δυνάμεις το ΠΑΣΟΚ, θα αποτελέσει διακύβευμα το επόμενο διάστημα, ενώ θα δεχθεί και ισχυρές πιέσεις από την Χ.Α. (που στην συγκεκριμένη περίπτωση εκπληρώνει το ρόλο του αναχώματος ως προς την διεισδυτικότητα της αριστεράς). Παράλληλα αποτυπώνει ισχυρό ρεύμα στις ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες των ανέργων (περίπου 32%) και της νεολαίας (περίπου 44% σε μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές). Διατηρεί σημαντική δυναμική σε περιαστικές αγροτικές περιοχές με υψηλό οικονομικό επίπεδο (Στ. Ελλάδα – Λειβαδιά, τμήματα της Θεσσαλίας, αντικαθιστώντας το ΠΑΣΟΚ σε διείσδυση, ενώ παρουσιάζει αυξητική δυναμική σε αγροτικές περιοχές με έντονη παρουσία εργατικής δύναμης μεσοαστικών στρωμάτων και μεταποίησης και παράλληλη υποχώρηση αγροτικών στρωμάτων (π.χ. Ημαθία, Πιερία). Αντίθετα καταγράφει συντριπτικά αρνητικά ποσοστά σε τμήματα της Β. Ελλάδας (π.χ. Σέρρες) όπου υπάρχει σαφής ιστορική ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς.

5. Τα αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής, αδιαμφισβήτητα πρέπει να μας απασχολήσουν με ιδιαίτερη προσοχή. Αποτυπώνει ένα συγκεκριμένο ρεύμα, με χαρακτηριστικά και επιδιώξεις αρκετά κοινά με την άνοδο ακροδεξιάς στην υπόλοιπη Ευρώπη. Από τη μία πλευρά η στήριξη της από μερίδες κεφαλαίου, τόσο παρασκηνιακά (χρηματοδοτήσεις από εφοπλιστικούς κύκλους) όσο και σε εκλογικό επίπεδο ( 32% περίπου στους επιχειρηματίες / εργοδότες) αποτυπώνει πιθανά τον ιδιαίτερο τρόπο που βλέπει την έξοδο του από την κρίση ένα κομμάτι του κεφαλαίου σε παραλληλία και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την διάθεση αυταρχικότερης διαχείρισης και ενσωμάτωσης της εργατικής δύναμης.

Από την άλλη τα υψηλά ποσοστά της Χ.Α. σε μεσωστρώματα (περίπου 22%) αποτυπώνουν τον ιδιότυπο τρόπο σύναψης κοινωνικών συμμαχιών μέσω του φασιστικού βραχίονα. Κατέστη σαφές πως παρότι το νεοναζιστικό φασιστικό μόρφωμα της Χ.Α. αποτελεί κυρίαρχη αστική στρατηγική διαμέσου της σταδιακής ενσωμάτωσης όψεων του (υπόθεση Μπαλτάκου) και οριοθέτησης κάποιων άλλων, εξακολουθεί να παραμένει μη ελέγξιμη η δυναμική της και επικίνδυνη.

Είναι ξεκάθαρη και η αξιοποίηση της εγκληματικής οργάνωσης για να οριοθετήσει της διεισδυτικότητα της αριστεράς ιδιαίτερα στην Αττική καθώς και η σίγουρη χρησιμοποίηση της το επόμενο διάστημα ως μηχανισμός εντός και εκτός θεσμικού πλαισίου. Οι αυταπάτες που έθρεφαν μερίδες ακόμα και της αριστεράς για περιορισμό της Χ.Α. μέσω των νομικών και δικαστικών καναλιών του συστήματος, αποδείχθηκαν εντελώς λαθεμένες και αντικειμενικά αποπροσανατολιστικές ως προς την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου. Κυρίαρχο ερώτημα για εμάς το επόμενο διάστημα είναι τόσο η κατανόηση της διεισδυτικότητας της Χ.Α. σε στρώματα που παραδοσιακά τοποθετούνταν με άλλο πολιτικό πρόσημο (νεολαία, άνεργοι, μερίδες εργατικών στρωμάτων) όσο και οι ανάγκες που προκύπτουν για το αντιφασιστικό κίνημα και για την αριστερά για την αντιμετώπισή της.

6. Με ιδιαίτερο τρόπο θα πρέπει να αναγνώσουμε και τα αποτελέσματα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και την επικράτηση ενός εθνοτικού μειονοτικού κόμματος. Αποτυπώνει στοιχεία μιας κοινωνικής διάλυσης καθώς και την άρνηση εθνοτικών φυλετικών στρωμάτων να συνταχθούν πίσω από οποιοδήποτε κεντρικό πολιτικό σχέδιο με εθνικό πρόσημο. Καταγράφεται μία δυναμική παρέμβαση του τουρκικού κεφαλαίου στην περιοχή, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτός έχει (μουσουλμανικός φονταμενταλισμός με οικονομικά στοιχεία) έναντι του ελληνικού κεφαλαίου, που περισσότερο έχει να κάνει με μία αναδιάταξη των ενδοκεφαλαιακών συσχετισμών στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, παρά με μία ευθεία αντιπαράθεση τουρκικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα στην περιοχή αποτελούν μία βραδυφλεγή βόμβα και ένα υπόβαθρο αποσταθεροποίησης της περιοχής που χρήζουν πιο προσεκτικής ανάλυσης.

7. Σε ότι αφορά την αποτίμηση της μάχης που έδωσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτή πρέπει έχει δύο σκέλη. Από τη μία πλευρά, την ιδιαίτερα ενθαρρυντική καταγραφή του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών σε πληθώρα δήμων και περιφερειών, και από την άλλη την σημαντική αλλά όχι αντίστοιχη αποτύπωση του πολιτικού στίγματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κάλπη των ευρωεκλογών. Ο χώρος της επαναστατικής αριστεράς (μαζί με δυνάμεις που οριακά κινούνται στα πέριξ αυτού) κατάφερε να έχει μία ιστορική αποτύπωση, με άνω των 70.000 ψήφους, και με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αναδεικνύεται αδιαμφισβήτητα ως ηγεμονική δύναμη. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν πρέπει να παραγνωρίζεται καθώς αποτελεί επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός ιδεολογικού ρεύματος στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, που σε συνθήκες ασφυκτικών πιέσεων σε όλα τα επίπεδα, δεν είναι καθόλου αυτονόητη η ύπαρξη του. Επίσης ως θετικό θα πρέπει να καταγραφεί και το γεγονός πως με μία πρώτη ματιά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνει να καταγράφει σε εργατικές περιοχές, ποσοστά ανώτερα της κεντρικής της καταγραφής (άνω του 1%). Παρόλα αυτά, και επειδή οι εκλογές αποτελούν ένα πεδίο αποτύπωσης πολιτικών προγραμμάτων και κεντρικών στρατηγικών, το συνολικό πρόσημο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να καταγραφεί ως θετικό, καθώς το μεταβατικό πρόγραμμα (που είναι κατάκτηση και βάση του πολιτικού σχεδίου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δεν έδειξε να έχει την διείσδυση στην κοινωνία που θα ήταν απαραίτητη με βάση τις ανάγκες της συγκυρίας. Στα αρνητικά του αποτελέσματος είναι ότι η καταγραφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την φέρνει πίσω ακόμη και από μορφώματα χωρίς σαφή (ή πολύ περισσότερο, χωρίς καθόλου) πολιτική ταυτότητα, κάτι που σε συνδυασμό με το γεγονός πως μεγάλο ποσοστό των κοινωνικών στρωμάτων επέλεξε να στηρίξει κατεβάσματα που γνώριζε εκ των προτέρων πως δεν θα έχουν κεντρική πολιτική εκπροσώπηση αλλά δεν στράφηκε απαραίτητα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι στοιχεία που πρέπει να μας προβληματίσουν στο επίπεδο της καθημερινής παρέμβασης.

Θεωρούμε πως σε σημαντικό βαθμό αυτό οφείλεται στην αδυναμία περαιτέρω επεξεργασίας και εξειδίκευσης του μεταβατικού προγράμματος παρά την περί του αντιθέτου συλλογική απόφαση της συνδιάσκεψης. Παράλληλα, λογικές που αντιμετώπισαν τις μάχες των εκλογών, σχεδόν σαν διαδικασίες κινήματος, προκρίνοντας μία ενιαιωμετοπική δράση (παραγνωρίζοντας το γεγονός πως τα κινήματα δεν μπορούν να βρουν σε ευθεία αντιστοιχία την έκφραση τους μέσα από την εκλογική διαδικασία ιστορικά, αλλά και το ότι οι εκλογές αυτές καθαυτές επάγουν πολύ διαφορετικά ποιοτικά πολιτικά αποτελέσματα και μετατοπίσεις απ' ότι οι συλλογικές κινηματικές διαδικασίες) τελικά το μόνο που κατάφεραν είναι αφενός να ενισχύσουν τα αφόρητα ατομικά εκλογικά «διλλήματα» ενός δυναμικού, και αφετέρου να οριοθετήσουν την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ένα ρεύμα απλής διαφοροποίησης σε μία εσωτερική μάχη της αριστεράς. Τέλος, αρνητικό ρόλο έπαιξε, αν και δευτερευόντως, ο περιορισμένος χρόνος που τελικά αφιέρωσε συλλογικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με ελάχιστες εξαιρέσεις σε τοπικό επίπεδο) στην προετοιμασία για την μάχη της διπλής εκλογικής αναμέτρησης, καθώς η πολιτική συζήτηση μονοπωλήθηκε ετεροβαρώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από το ζήτημα της μετωπικής συμπόρευσης (το οποίο σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε, αλλά δεν μπορούμε να ξεχνάμε πως αποτελεί ένα μέρος της συνολικής στρατηγικής και όχι το σημείο καθολικής συμπύκνωσης της). Το αμέσως επόμενο διάστημα, είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ανοίξει τον εσωτερικό της διάλογο, με ειλικρινή, συντροφικό και δημοκρατικό τρόπο, και με άνοιγμα των ερωτημάτων και στις διαδικασίες βάσης, με κυρίαρχα τα στρατηγικά ερωτήματα που εκ των πραγμάτων τίθενται. Σε αυτή τη προσπάθεια θα συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

8. Συμπερασματικά, αν και δεδομένα είχε χαθεί η κοινωνική πλειοψηφία για τις δυνάμεις της συγκυβέρνησης, αυτό αφενός δεν αποτυπώθηκε με αντίστοιχα εμφατικό τρόπο στην διαδικασία των εκλογών, και αφετέρου σημαντικές μερίδες κοινωνικών στρωμάτων (ιδιαίτερα των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, μερίδες του αγροτικού πληθυσμού, συνταξιούχοι) φαίνεται να αναγνωρίζουν το εαυτό τους στο υφιστάμενο πολιτικό σχέδιο και να διατηρούν δεσμούς εκπροσώπησης με τους παραδοσιακού εκφραστές της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα, τέτοιους που να συντηρούν, τουλάχιστον μεσοβραχυπρόθεσμα, την απαραίτητη σταθεροποίηση, και να διαμορφώνουν τους όρους της ομαλής κυβερνητικής (και όχι πολιτικής) εναλλαγής.

Αριστερή Συσπείρωση