• Δευ, 16/12/2019 - 16:32
ΜΕΤΑΒΑΣΗ : Απόφαση της Πανελλαδικής Συνέλευσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ
Απόφαση της Πανελλαδικής Συνέλευσης

- ΕΝΩΤΙΚΟ ΜΑΖΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ

- ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΓΙΑ ΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΛΑΟΥ

- ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

- ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ

Συντρόφισσες και σύντροφοι, συναγωνίστριες και συναγωνιστές

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ, μετά από συλλογική συζήτηση και αυτοκριτική επανεξέταση της παρέμβασής της, αποφάσισε την αποχώρηση από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Τα μέλη της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ συνέβαλαν και συμμετείχαν από την αρχή του μετωπικού εγχειρήματος για μια «ΑΝΤΑΡΣΥΑ της ελπίδας και των μελών της», είτε ως ανένταχτοι/ες, είτε ως ΕΠΠΔ, είτε ως μέλη άλλων οργανώσεων.
Έδωσαν μάχες για μια ενωτική αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική πολιτική του μετώπου, για να μετατραπεί σε μαζική πολιτική δύναμη, σε όπλο ενός ταξικού και μαχητικού μαζικού κινήματος και σε συλλογικό νου μιας ανατρεπτικής Αριστεράς.
Δυστυχώς, μέσα από μια πορεία αντιφάσεων και παλινωδιών, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχασε την αρχική δυναμική της.
Αγκιστρώθηκε σε μια πολιτική και φυσιογνωμία που δεν απέδωσε, δεν θα αποδώσει και που δεν μπορεί να αλλάξει «από μέσα».
Κρατώντας τις θετικές παρακαταθήκες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απαιτείται, πλέον, μια αποφασιστική υπέρβαση για μια ριζική ανασυγκρότηση στη στρατηγική και την πολιτική της αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς με καρδιά τη συσπείρωση δυνάμεων για μια νέα κομμουνιστική εναλλακτική. Που θα συμβάλει σε ένα ενωτικό κίνημα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας για να αναχαιτισθεί και να ανατραπεί η διαρκής επίθεση του κεφαλαίου, που υλοποιείται σήμερα από την κυβέρνηση της ΝΔ με την ουσιαστική σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις διαφοροποιήσεις του. Για να επιβληθούν ουσιαστικές κατακτήσεις για τον κόσμο της εργασίας με ατμομηχανή μια σύγχρονη μετωπική πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Για να ανοίξει ξανά ο δρόμος προς μια ενεργή παρέμβαση του εργατικού και αριστερού κινήματος σε ανατρεπτική και επαναστατική κατεύθυνση.

Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα

Το κλείσιμο του ταραγμένου κύκλου της προηγούμενης δεκαετίας σφραγίστηκε και επίσημα με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου.
Στη θέση του αυτοδύναμου κυβερνήτη, με μεγάλη αποχή, αλλά και με μειοψηφικό το πραγματικό ποσοστό του (της τάξης του 28%), μετά από χρόνια κατακερματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, βρέθηκε η ΝΔ
Ο εναπομείνας - μετά και την αποχώρηση 6000 μελών το 2015 - με σχετικά μικρές εκλογικές απώλειες αλλά και καθοριστικές πολιτικές μεταλλάξεις και μετατοπίσεις σοσιαλδημοκρατικού τύπου, ΣΥΡΙΖΑ, αναδείχτηκε δεύτερος πυλώνας εντός του νέου αστικού διπολισμού.
Μια κατάσταση με νέα χαρακτηριστικά διαμορφώνεται στην πολιτική ζωή της χώρας.
Η σοσιαλφιλελεύθερη, διαχειριστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθείται από την ακραία νεοφιλελεύθερη και συντηρητική πολιτική Νέας Δημοκρατίας.
Οι πρώτοι μήνες θητείας της νέας κυβέρνησης έδωσαν ήδη τα δείγματα γραφής που είναι ξεκάθαρα:
• Συνεχίζεται, και μάλιστα οξυμένα, μέσω της κυβερνητικής πολιτικής η επιθετικότητα του κεφαλαίου απέναντι στα δικαιώματα των εργαζομένων. Με όχημα τη ΔΕΗ η κυβέρνηση γενικεύει για όλες της ΔΕΚΟ το μοντέλο των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της έμπρακτης δραστικής νόθευσης της μονιμότητας. Μοντέλο που ακολουθείται ήδη από το πρώτο μνημόνιο με τη μη πρόσληψη μονίμων εκπαιδευτικών και τη γενίκευση του καθεστώτος των αναπληρωτών (30000!!! προσλάμβαναν οι κυβερνήσεις ΝΔ, ΑΝΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ).Συνεχίζει το κρεσέντο των ιδιωτικοποιήσεων με πρώτο το πιο δυναμικό κομμάτι της ΔΕΗ, τη ΔΕΠΑ, δηλαδή τον δυναμικό τομέα, μετά και τα διαπιστωμένα κοιτάσματα νότια της Κρήτης, του φυσικού αερίου. Επιτίθεται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με το νέο πολυνομοσχέδιο
• Εντείνεται η πολιτική υποβάθμισης του περιβάλλοντος με την εκποίηση του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου της χώρας προς όφελος κάθε είδους «επενδύσεων» (Ελληνικό, Σκουριές, κ.α.)
• Εντείνεται ο αυταρχισμός και η επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, με την κατάργηση του κατεκτημένου με αγώνες πανεπιστημιακού ασύλου, τις εκτεταμένες επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους στα Εξάρχεια, τη συνολικότερη αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος, την αυξημένη καταστολή, τις ποινικές διώξεις και συλλήψεις αγωνιστών που συχνά καταργούν στην πράξη κατοχυρωμένες από το Αστικό Σύνταγμα αρχές και δικαιώματα.
• Ανανεώνει, επεκτείνει και εκσυγχρονίζει, με την τελευταία συμφωνία την πρόσδεση της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς του ΝΑΤΟ και του Ευρωατλαντικού άξονα που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
• Συνεχίζει την εμπλοκή της χώρας στα επικίνδυνα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και οξύνοντας τον κίνδυνο συγκρούσεων και πολέμου, κατάσταση που έτσι κι αλλιώς ευνοήθηκε στο έπακρο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
• Εξυφαίνει μια συνολική ιδεολογική επίθεση σε μια σειρά ζητημάτων, από το μεταναστευτικό-προσφυγικό και την παιδεία, ειδικά την ιστορία . Επιτίθεται πολιτικά και ιδεολογικά ιδιαίτερα στην αριστερά.
• Εντείνονται ο εθνικισμός. Εμφανίζεται μια οπισθοδρομική κυβερνητική ρητορική που δηλητηριάζει την κοινωνία.

Ωστόσο, τίποτα απ’ όλα αυτά δε φαίνεται να προδιαγράφει μια νέα, ακλόνητη κοινωνική και κατ’ επέκταση πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα ή διεθνώς.

Η όξυνση των ανταγωνισμών για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και τον έλεγχο χωρών, περιοχών και δρόμων εμπορίου, η ένταση της πολιτικής αστάθειας σε μεγάλες χώρες της Ε.Ε. (Βρετανία-Brexit, Ιταλία, Ισπανία) και οι εξελίξεις στη Λατινική Αμερική με το αμερικανοκινούμενο πραξικόπημα στη Βολιβία και τα εξεγερσιακού χαρακτήρα γεγονότα στη Χιλή, αλλά και η εμφάνιση του περιβαλλοντικού ζητήματος και της κλιματικής αλλαγής με νέο τρόπο στο προσκήνιο (Αμαζόνιος, Σιβηρία, κ.α.) δείχνουν ότι τόσο ο ίδιος ο καπιταλισμός όσο και το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται μπροστά σε βαθιές και δυσεπίλυτες συγκρούσεις και αντιθέσεις που ολοένα και οξύνονται. Την ίδια στιγμή, το κεφάλαιο έδωσε μια πρόσκαιρη, αναιμική, σαθρή και κυρίως αντιδραστική διέξοδο στην κρίση του από αστική σκοπιά τσακίζοντας τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μέσω σκληρών, νεοφιλελεύθερων μέτρων. Ωστόσο η ίδια η σαθρότητα και αναιμικότητα της καπιταλιστικής μεγέθυνσης εμπεριέχει την αβεβαιότητα και τα σημάδια μιας νέας και βαθύτερης κρίσης και ύφεσης.

Ένας καινούριος κύκλος ανοίγει και όπως φαίνεται έχουμε να αναμετρηθούμε με παλιούς και νέους κινδύνους που συνοδεύονται πάντα από προϋπάρχουσες αλλά και νέες δυνατότητες.

Η ανάγκη εναλλακτικής και η αδυναμία της μαχόμενης Αριστεράς

Τα ερωτήματα που τίθενται ξανά και ξανά από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, της νεολαίας και του λαού είναι σαφή και απαιτητικά:
Υπάρχει εναλλακτική απέναντι σε αυτή την καταστροφική πορεία που κλιμακώθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης κι ποια μπορεί να είναι αυτή; Ποιος μπορεί να δώσει απαντήσεις;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην τελευταία εκλογική μάχη, έπαιξε το χαρτί της μόνης εναλλακτικής απέναντι στη Νέα Δημοκρατία και μιας ενδεχόμενης, προοδευτικής αντιπολίτευσης. Παρά την εκλογική συγκέντρωση δυνάμεων που από ένα κομμάτι των ψηφοφόρων ήρθε ως αντίδραση απέναντι στην επερχόμενη επίθεση της ΝΔ, αλλά και ως αποτέλεσμα της ποιοτικής καθήλωσης της υπάρχουσας μαχόμενης Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Η ραγδαία πορεία μετασχηματισμού του και διαμόρφωσής του σε ένα νέο, σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα της «κεντροαριστεράς» δείχνει ξεκάθαρα το συμβιβασμό του με τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού και του ευρωμνημονιακού δρόμου. Ωστόσο πρέπει να υπολογίζεται ιδιαίτερα το γεγονός της στήριξης του από εργατολαϊκές μάζες και να μην παραγνωρίζονται επίσης οι όποιες προοδευτικές φωνές έχουν εγκλωβιστεί στο εσωτερικό του.
Κατά τη σκληρή τετραετία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το διασυρμό κάθε έννοιας της Αριστεράς, οι δυνάμεις που διατυπώνουν ένα πιο ριζοσπαστικό, προοδευτικό ή και κομμουνιστικό λόγο συνέχισαν να δίνουν μάχες. Και ενώ οι περισσότερες είχαν καταστήσει σαφή το διαχωρισμό τους πολιτικά ή/και οργανωτικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν φάνηκαν ικανές να ενισχυθούν από την στροφή του τελευταίου και να αποτελέσουν την «άλλη εναλλακτική» αλλά αντίθετα υπέστησαν σοβαρή ήττα.
Τα αποτελέσματα των τριπλών εκλογών αλλά και των βουλευτικών που ακολούθησαν ήταν ενδεικτικά:
το ΚΚΕ δεν αντέστρεψε την πτωτική τάση των τελευταίων χρόνων. Η ΛΑΕ καταποντίστηκε στο 1/5 των δυνάμεών της. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστη σοβαρή εκλογική ήττα. Σε αυτές τις συνθήκες έχασε το 50% των ψήφων της οπισθοχωρώντας στο επίπεδο ψήφων που κατέγραψε στην πρώτη της εκλογική μάχη το 2009.
Αυτή η ήττα των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής και μαχόμενης Αριστεράς έδειξε ότι, από διαφορετική σκοπιά η καθεμία, βάδιζαν σε λάθος πολιτική κατεύθυνση. Τα ηττηφόρα όρια στην πολιτική τους είχαν ήδη φανεί από την αδυναμία τους να αναδιοργανώσουν ενωτικά και να αναπτύξουν νικηφόρα το εργατικό και λαϊκό κίνημα ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του εθνικισμού.
Ήταν – και είναι – εμφανής η ανάγκη μιας γρήγορης αναπροσαρμογής περιεχομένου, συνθημάτων και μορφών και για τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου. Ώστε και μέσα στην εκλογική μάχη να αναταχθεί η ήττα, να αποκρουστεί η πολιτική και εκλογική πίεση που θα ασκούσαν οι αστικές δυνάμεις. Για να καταψηφιστούν οι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και η Ακροδεξιά, να στηριχθεί το ηθικό και η μαχητικότητα των αγωνιστών, για να αντιμετωπιστεί από καλύτερες θέσεις η εξελισσόμενη επίθεση.
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ, κατανοώντας τις δυσκολίες του χρόνου, πρότεινε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς και σε όλη την ανυπότακτη και μαχόμενη Αριστερά, ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο για τη δημιουργία ενός ενωτικού ψηφοδελτίου με όσες δυνάμεις και αγωνιστές συμφωνούσαν σε αυτό. Το πλαίσιο αυτό, ακόμη και αν δεν κατορθωνόταν πλήρως να υλοποιηθεί, θα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες και προϋποθέσεις για μια ενωτική εργατική, λαϊκή και αριστερή αντιπολίτευση μετά τις εκλογές.
Το ΚΚΕ δεν μπήκε καν στη συζήτηση. Περιορίστηκε σε μια διεύρυνση προσώπων από το χώρο της Αριστεράς καθ ότι – κατ’ αυτό – όλοι οι άλλοι διέπονται από οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις.
Η πλειοψηφία της ΛΑΕ, αντί να αλλάξει βαθιά τη λαθεμένη πολιτική της, έκανε μια πρόταση εκλογικής συνεργασίας με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ίδια στιγμή, συζητούσε για συνεργασία με την Πλεύση Ελευθερίας και άλλα θολά ρεύματα. Άλλες δυνάμεις προτίμησαν την κομματοκεντρική εκλογική καταγραφή τους.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε - και υπό όρους - θα μπορούσε να ηγηθεί αυτής της ευρύτερης εκλογικής συνεργασίας. Αλλά καθηλώθηκε στα «προϋπάρχοντα».

ΑΝΤΑΡΣΥΑ: η αξεπέραστη κρίση μιας μακρόχρονης πορείας αντιφάσεων και αδυναμιών

Η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε αυτή τη μάχη, όχι μόνο «δεν έλαβε το μήνυμα» των ευρωκελογών και αρνήθηκε να αλλάξει πολιτική τακτική, αλλά αφού «καθάρισε» με τις προτάσεις μας χαρακτηρίζοντας τις «καιροσκοπικές», με τις επιλογές της οδηγήθηκε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου με βαθιά διασπασμένες τις δυνάμεις της και με ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση. Οι επιλογές αυτές όχι μόνο δεν ανέστρεψαν την καθοδική πορεία αλλά αντίθετα οδήγησαν σε μια νέα, ακόμη πιο οδυνηρή ήττα και σε βαθιά κρίση του μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην αρχή της συγκρότησής της και μέχρι την περίοδο του 2015, έπαιξε προωθητικό, σχετικά, ρόλο στο επίπεδο της πολιτικής σφαίρας και του μαζικού κινήματος, παρά τις αντιφάσεις και τα όποια λάθη της. Τότε, την τριετία 2010 - 2012, όπου οι ταξικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες ενάντια στην ευρωμνημονιακή επίθεση στην Ελλάδα βρίσκονταν στο απόγειό τους, κατεπείγουσα αντικειμενική ανάγκη ήταν η συγκρότηση ενός συγκεκριμένου προγράμματος στόχων απέναντι στην κρίση και την άγρια αστική επίθεση και ταυτόχρονα, η δημιουργία του αντίστοιχου κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Απέναντι σε αυτή την ανάγκη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρόταξε τον στόχο της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης» με το αντίστοιχο πρόγραμμα και μέτωπο. Η πολιτική αυτή βοήθησε το λαϊκό κίνημα και παράλληλα κατάφερε να βγάλει την επαναστατική Αριστερά από τη γωνία των προηγούμενων δεκαετιών, γεγονός που αποτυπώθηκε και τις περιφερειακές εκλογές του 2010.
Ωστόσο οι συνθήκες άλλαζαν, τα προγράμματα και οι πολιτικές έπρεπε να αναπροσαρμόζονται. Κάτι που δεν έγινε, με αποτέλεσμα τα όρια και οι αντιφάσεις των αριστερών προγραμμάτων και πολιτικών και ειδικότερα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να μην αργήσουν να φανούν. Το καμπανάκι είχε χτυπήσει νωρίς, κυρίως με την αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης στο πλατύ, ημιαυθόρμητο «κίνημα των πλατειών». Σε αυτό όφειλε να δράσει από κοινού όλη η μαχόμενη Αριστερά, με κοινό προγραμματικό περιεχόμενο και πρόταση πολιτικής συμμαχίας τακτικού χαρακτήρα. Εκεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο απέναντι στη δεξιά, φιλοαστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, αμφισβητώντας την ηγεμονία του ΚΚΕ από τα αριστερά.
Αντ’ αυτού, οι προγραμματικές αντιφάσεις και η υποβάθμιση της μετωπικής πολιτικής και της σημασίας της κοινοβουλευτικής παρέμβασης από πλευράς της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν βοήθησαν στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που υπήρχαν. Σε συνδυασμό με την λανθασμένη επιλογή τμήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ κ.α.) να προσχωρήσει στο μέτωπο της ΛΑΕ υπό ρεφορμιστική ηγεμονία, οδήγησε στην διάσπαση του μετώπου και την αρχή μιας διαφορετικής πορείας.
Το δίλημμα «θετική πορεία υπέρβασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή αδιέξοδος αυτοεγκλωβισμός σε μια εκλογική σύμπραξη μικρών αυτοαναφορικών οργανώσεων» απαντήθηκε με την επιλογή του δεύτερου δρόμου, γεγονός που σφραγίστηκε και επίσημα με την απόφαση της 4η Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην 4η Συνδιάσκεψη η πλειοψηφία των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κύρια ευθύνη του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, συνέχισαν στην ίδια, λανθασμένη αντίληψη για την περίοδο και την τακτική.
Οι βασικές αιτίες για όλες τις παραπάνω σοβαρές αδυναμίες πρέπει να αναζητηθούν και στην επικράτηση μιας περιχαρακωμένης και διαστρεβλωτικής, μικροκομματικής αντιπαράθεσης αντί μιας ψύχραιμης, ουσιαστικής, γόνιμης και συνθετικής συζήτησης, πάνω σε κατασκευασμένες απόψεις (ΛΑΕ και αντι-ΛΑΕ, συμπόρευση και αντι-συμπόρευση, υπερασπιστές και μη υπερασπιστές της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής φυσιογνωμίας, ΓΣΕΕ και αντι-ΓΣΕΕ κ.α.) Πρέπει να αναζητηθούν επίσης στην κυριαρχία της λογικής της επιβολής των πλειοψηφιών επί των μειοψηφιών, στην όξυνση της λογικής της «κομματικής καταγραφής» και όχι της σύνθεσης, γεγονότα που οδήγησαν και στην εμφάνιση εκφυλιστικών φαινομένων (π.χ. Πάτρα, Αθήνα).
Έτσι, η συζήτηση γύρω από τα φλέγοντα άμεσα ζητήματα της πολιτικής κατάστασης και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετατράπηκε σε άγονη εσωοργανωτική αντιπαράθεση και στείρα επιθετικότητα κατά των διαφορετικών απόψεων στο εσωτερικό του μετώπου, καθιστώντας τελικά το ίδιο, «θύμα» των ψευτοδιλημμάτων.
Η υποχώρηση του ενωτικού πολιτισμού αλλά κυρίως η έλλειψη συνεκτικής, προωθητικής και θετικής πολιτικής πρότασης για την επόμενη μέρα του μετώπου, του κινήματος και της κομμουνιστικής προοπτικής άφησαν τελικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έρμαιο των αντιφάσεων και των αδυναμιών της.
Έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
- Απέτυχε να ανταποκριθεί προγραμματικά και πολιτικά στις νέες συνθήκες που άνοιξε η καπιταλιστική κρίση, η μνημονιακή επίθεση, η ήττα του «Όχι» και η προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό αστικό στρατόπεδο. Η πλειοψηφική συμμαχία ΝΑΡ – ΣΕΚ και άλλων, παρά τις προειδοποιήσεις μας, από το Σεπτέμβρη του 2015, συνέχισε να πορεύεται με τα ίδια συνθήματα, με τα ίδια προγραμματικά, πολιτικά και οργανωτικά όπλα.

- Απέτυχε να εκπονήσει μια σύγχρονη μετωπική πολιτική, κλείστηκε στον εαυτό της και αποκόπηκε από τις ανάγκες των εργαζόμενων, απέτυχε να ενώσει δυνάμεις ενάντια στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ( στον βαθμό που της αναλογούσε ), αφήνοντας χώρο στην Δεξιά, την Ακροδεξιά, τον ανερχόμενο νεοσυντηρητισμό και εθνικισμό.

- Δεν εκτίμησε σωστά το νεοσυντηρητικό – εθνικιστικό ρεύμα, με την αδυναμία διάκρισής του από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως έκανε το ΝΑΡ ή με την υπόκλιση σε αυτόν, στο όνομα της αναγκαίας αντιφασιστικής πάλης, όπως έκανε το ΣΕΚ.

- Απέναντι στην απότομη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του πολεμικού κινδύνου, αντί να συνδέσει βαθύτερα τον αντικαπιταλισμό με το σύγχρονο αντιιμπεριαλισμό, μείωνε τις αντιιμπεριαλιστικές αιχμές της, αρνήθηκε να συμβάλει σε μια μαζική αντιπολεμική κίνηση, κάτω από έναν αφηρημένο διεθνισμό.

- Από εγχείρημα προς ένα δημοκρατικό «μέτωπο των μελών», με την προσχώρηση του ΝΑΡ στην αντίληψη των ΣΕΚ, ΑΡΙΣ και άλλων, για τις οργανωτικές αρχές, μετατράπηκε σε ένα «μέτωπο πλατφορμών» και ανελέητου ανταγωνισμού για την εσωοργανωτική κυριαρχία, που όξυνε στο έπακρο τις προηγούμενες αντιθέσεις (εργατικό κίνημα, «Ανταρσύα» - ΝΑΡ και «Ανταρσία» - ΣΕΚ σε Δήμο Αθήνας, Πάτρας, μέχρι και ξυλοδαρμοί κ.α.)

Η ουσία της κατάστασης

Οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες του εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εμφανίστηκαν τώρα ούτε προέκυψαν εν κενώ. Είναι γνωστό εξάλλου πως, όταν υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, αυτές εκδηλώνονται με οξύτερο τρόπο στις καμπές της ταξικής πάλης στο πλαίσιο των πρωτόγνωρων καταστάσεων για όλους μας, όπως αυτές που βιώσαμε από το ξέσπασμα της κρίσης.
Ήδη από την 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η κατάσταση ήταν ενδεικτική για τη μετέπειτα πορεία.
Η ταύτιση στην ουσία τακτικής - στρατηγικής, η λανθασμένη αντίληψη γύρω από το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα της τακτικής, οι μεγάλες αντιφάσεις και αδιέξοδα γύρω από τη μετωπική πολιτική, η άρνηση μετατροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε «ενιαίο μετωπικό φορέα» και η υποχώρηση στο οργανωτικό επίπεδο με την υιοθέτηση ξεχωριστών ψηφοδελτίων, αποτέλεσαν βασικά λάθη που επικύρωσε η 4η Συνδιάσκεψη και που έστρωσαν το έδαφος για την μετέπειτα φθίνουσα πορεία του μετώπου.
Με αποτέλεσμα δέκα χρόνια από τη ίδρυση της να μη μπορεί να βρει κοινό βηματισμό στο εργατικό κίνημα, στον πυρήνα δηλαδή της αναγκαιότητας ύπαρξης της. Να διασπάται σε βασικές πόλεις στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Να μαραζώνουν πολιτικά οι τοπικές και ειδικά, οι λιγοστές κλαδικές επιτροπές, καθώς περιορίστηκαν στο να εκτελούν αποκλειστικά αποφάσεις «του κέντρου».
Η πλειοψηφούσα αντίληψη εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία διαπερνούσε και διαπερνά οριζόντια και σε διαφορετικό βαθμό όλες τις οργανώσεις της, αδυνατεί να κάνει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στην ταχτική, τη στρατηγική και στον τρόπο σύνδεσής τους. Υποκρύπτει την αντίληψη πως δεν υπάρχει η δυνατότητα σημαντικών κατακτήσεων με «προλεταριακό τρόπο» στο σήμερα, μετατρέποντας τους στόχους της τακτικής αποκλειστικά σε στόχους ζύμωσης και προπαγάνδας, μέσω της οποίας, υποτίθεται, θα φτάσουμε στη συνολική ρήξη. Παρακάμπτει δηλαδή την αναγκαιότητα της επιβολής ρήξεων, νικών, ανατροπών και κλονισμού του καπιταλισμού. Απομάκρυνε εν τέλει την αναγκαιότητα της εξουσίας και κυβέρνησης του οργανωμένου λαού ως αποτέλεσμα της εργατικής και λαϊκής επανάστασης.
Κι όλα αυτά στο όνομα μιας ειλικρινούς και τίμιας επαναστατικής επαγγελίας.
Γι’ αυτό προωθούσε και προωθεί ένα «ακίνητο» πρόγραμμα δέκα χρόνια τώρα (διαγραφή του χρέους, έξοδο από ευρώ ΕΕ, κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών με εργατικό έλεγχο) ως τακτικούς στόχους που ανάγονταν όμως αποκλειστικά στην επαναστατική προοπτική χωρίς να υπάρχουν οι υλικές - πολιτικές προϋποθέσεις (υποκείμενο, μέσα, συνθήκες).
Μια τέτοια αντιμετώπιση των αιτημάτων της τακτικής από την πλειοψηφούσα αντίληψη εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ άφηνε ένα πολιτικό κενό που μετάτρεπε αντικειμενικά το πρόγραμμα της τακτικής -στη συνείδηση των πλατιών μαζών που έχουν μάθει να αναθέτουν και να κυβερνιούνται- σε άμεσο κυβερνητικό πρόγραμμα και παρέπεμπε αντικειμενικά και χωρίς να το θέλει στην αναζήτηση μιας κυβέρνησης που θα το εφαρμόσει «εδώ και τώρα». Γιατί ένα τέτοιο πρόγραμμα, στο σύνολό του, υλοποιείται μόνο από μια εργατολαϊκή επανάσταση. Αν αυτό δεν τονίζεται και αν ταυτόχρονα αυτό συνοδεύεται από μια ανομολόγητη αντίληψη πως δεν μπορούμε να έχουμε ουσιαστικές νίκες στο σκληρό σήμερα –εδώ και η συγγένεια με τα αδιέξοδα του ΚΚΕ- τότε το μόνο που απομένει είναι η ενίσχυση, παρά την έντονη και ειλικρινή λεκτική καταδίκη τους, των ρεφορμιστικών διαχειριστικών λογικών τύπου ΣΥΡΙΖΑ, που πρότασσαν μια άμεση και μάλιστα συνολική (ψευδο)κυβερνητική λύση. Η ηγεμονεύουσα μάλιστα άποψη, στην ουσία, ταυτίζει το σημερινό αναγκαίο εργατολαϊκό αντικαπιταλιστικό μέτωπο με το μελλοντικά αναγκαίο επαναστατικό μέτωπο, όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν.
Από δω πηγάζει και το πρόβλημα των πολιτικών συμμαχιών.

Αφού, κατά τη λογική της πλειοψηφίας, το μέτωπο είναι επί της ουσίας διαρκώς επαναστατικό, πώς να συμμαχήσεις με μη επαναστατικές δυνάμεις; Γι’ αυτό και αρνείται σήμερα ακόμα και τις επιμέρους πολιτικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα, με μαχόμενες αριστερές ρεφορμιστικές δυνάμεις που κινούνται στα όρια του συστήματος. Το ίδιο συμβαίνει, με άλλο τρόπο και ένταση, στο συνδικαλιστικό επίπεδο. Θέτει μάλιστα το ζήτημα της συνεργασίας με άλλες αριστερές δυνάμεις με όρους εσωκομματικής πειθαρχίας και ενότητας και μάλιστα πολύ αυστηρότερους απ’ αυτούς που ισχύουν στο εσωτερικό της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό μοιάζει, αλλά δεν είναι επαναστατικό γιατί στερεί τη δυνατότητα συγκέντρωσης δυνάμεων για την απόκρουση της επίθεσης του ευρωαμερικάνικου μεταμνημονιακού αστικού μπλοκ με επικεφαλής τόσο την προηγουμένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και τη σημερινή της ΝΔ .
Οι πιο πάνω αντιλήψεις άλλαζαν το περιεχόμενο και το χαρακτήρα του μετώπου, αντιμετωπίζοντας εχθρικά κάθε διαφωνία με αυτή την άποψη και ανακαλύπτοντας διαρκώς εσωτερικούς εχθρούς. Οδήγησαν και σε σοβαρή υποχώρηση της δημοκρατίας εντός του μετώπου, με τελευταίο αποκορύφωμα την επιλογή της ηγεσίας του ΝΑΡ να ανοίξει σκόπιμα, λίγες ημέρες πριν την κατάθεση των ψηφοδελτίων, μια συκοφαντική και αντισυντροφική επίθεση κατά της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ, αλλά και του ΣΕΚ και της ΑΡΙΣ. Εξαπολύοντας ανυπόστατες κατηγορίες για «πραξικόπημα» από μια «ετερόκλητη συμμαχία», που σκοπό είχε δήθεν «να διασπάσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ» και «να προχωρήσει σε συμμαχία με τη ΛΑΕ». Μόνο και μόνο γιατί η πλειοψηφία των 11 μελών της 21μελούς Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής πήρε την αυτονόητη απόφαση να καλέσει όλη τη μαχόμενη Αριστερά «χωρίς αποκλεισμούς» σε σύσκεψη – συζήτηση για τις εκλογές και να ανταποκριθεί σε πρόσκληση για συνάντηση με τη Γραμματεία της ΛΑΕ. Η επίθεση αυτή κορυφώθηκε με χυδαιότητες στο διαδίκτυο ακόμη και από μέλη της Π.Ε. του ΝΑΡ που καλύφθηκαν από την ηγεσία του. Και πέρασε στη βάση με συνεδριάσεις «φαστ τρακ» και χαρακτηριστικά «λαϊκών δικαστηρίων», ενώ οργανώθηκε μια ισχνή «πλειοψηφία» του ΠΣΟ με «παραιτήσεις» απόντων και «διορισμούς», λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίαση. Σε αυτόν τον κατήφορο ακολούθησαν η «Πρωτοβουλία» – ΟΚΔΕ και το ΕΚΚΕ, ενώ συντάχθηκαν και ορισμένοι/ες «φίλοι/ες του ΝΑΡ». Αυτό που έμεινε, είναι ένα καίριο χτύπημα και ένα βαθύ τραύμα στην ψυχική, αγωνιστική και πολιτική ενότητα του μετώπου, λίγες ημέρες πριν την κρίσιμη εκλογική μάχη, μετατρέποντάς το σε εκλογική «φανέλα».
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η ΜΕΤΑΒΑΣΗ αποφάσισε να μην συμμετέχει με υποψηφίους στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, καλώντας ωστόσο ανοιχτά, κριτικά και αυτοκριτικά στην ψήφιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προκειμένου να κρατηθούν οι πολύτιμες παρακαταθήκες της, η κομμουνιστική αναζήτηση, η μετωπική λογική (παρά την υποχώρηση), ο έστω και αδύναμος προσανατολισμός στη σύγχρονη εργατική τάξη και ο συντροφικός πολιτισμός, παρά τα βαριά πλήγματα που έχει δεχτεί.
Αυτή η πορεία δεν μπορεί να αλλάξει στην αργοπορημένα εξαγγελθείσα 5η Συνδιάσκεψη, με την καθαρά ανταγωνιστική συμμαχία του ΝΑΡ με το ΣΕΚ, μια συμμαχία που ηγεμόνευσε εδώ και χρόνια στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ένα περιεχόμενο που καθήλωσε και οδήγησε σε κρίση το μέτωπο και που όλα δείχνουν ότι δεν αλλάζει στην ουσία του.

Οι νέοι δρόμοι υπέρβασης της σημερινής κατάστασης και η ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Ως ΜΕΤΑΒΑΣΗ συγκροτηθήκαμε σε ένα δεδομένο χρονικό σημείο, εντός μιας περιόδου ευρύτερης απογοήτευσης και ανασυνθέσεων στο «χώρο» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και γενικότερα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Με κρίσιμη τη συμβολή ανένταχτων συντρόφων/ισσών και της ΕΠΠΔ (Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου), η ΜΕΤΑΒΑΣΗ συγκροτήθηκε από μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διακηρύττοντας τη βαθιά μας πεποίθηση ότι το πιο ελπιδοφόρο εγχείρημα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οφείλει να δώσει τη θέση του σε μια νέα προσπάθεια.
Η «ψυχή» της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ βρισκόταν στην αναγνώριση της ήττας και των ορίων των υπαρχόντων σχηματισμών της Αριστεράς (ήδη από το 2015) και στην ανάγκη υπέρβασης αυτής της κατάστασης μέσα από θαρραλέο αναστοχασμό και πειραματισμό. Βασική μας πεποίθηση, ήταν πως το πολιτικό αδιέξοδο οδηγεί σε πλαστές συμμαχίες και αποφάσεις χωρίς πολιτικό σχέδιο που δε μπορούν να κρύψουν την πραγματική εικόνα παράλυσης και ντε φάκτο διαίρεσης του μετώπου.
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ανέλαβε το πολιτικό καθήκον να προτείνει μια αλλαγή πορείας για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τόσο με την κατάθεση ενός συνολικού κειμένου θέσεων στην 4η Συνδιάσκεψη όσο και με συγκεκριμένες προτάσεις για την τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε επίπεδο κινήματος και εκλογών.
Παρά τις όποιες προτάσεις της τελικά δεν κατάφερε να ανταποκριθεί με επάρκεια στις απαιτήσεις και τα καθήκοντα της πραγματικότητας και της ταξικής πάλης. Δυστυχώς, ούτε η ίδια η ΜΕΤΑΒΑΣΗ κατάφερε να ξεφύγει από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και την καθήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παρά του ότι οι πολιτικές τοποθετήσεις της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ αναδείκνυαν μια συνολική λογική για την ανάγκη υπέρβασης της σημερινής κατάστασης στην Αριστερά. Αυτό, όχι γιατί θεωρήσαμε πως κατέχουμε κάποιο είδος απόλυτης αλήθειας αλλά γιατί έχουμε ως βασική πεποίθηση πως όλες οι εκδοχές προγραμμάτων της Αριστεράς απέτυχαν να αντιρροπήσουν την πορεία ήττας του κινήματος έπειτα από το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο, στάθηκαν αδύναμες και ανεπαρκείς για να ξανασηκώσουν το γάντι των αγώνων της προηγούμενης περιόδου και να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. .
Ως ΜΕΤΑΒΑΣΗ, με συνέπεια και αρχές προτείναμε σε όλη την προηγούμενη περίοδο την ανάγκη μετωπικής πολιτικής με απεύθυνση σε όλη τη μαχόμενη Αριστερά με ένα πρόγραμμα ικανό να απαντά στο ζήτημα της ουσιαστικής βελτίωσης της ζωής της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας, με βαθιά πίστη ότι οι αγώνες στο σήμερα μπορούν να νικήσουν χωρίς να απαιτείται η επανάσταση αλλά για να προωθηθεί. Στηριζόμασταν πάνω στις αλλαγές που συντελούνται σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Ως ΜΕΤΑΒΑΣΗ υποστηρίξαμε ότι ο πολιτικός στόχος της τακτικής για την «αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, των κυβερνήσεών του, της ΕΕ και του ΔΝΤ με επιδίωξη την επανάσταση», θα επιβληθεί από ένα μεγάλο, ενιαίο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο ανατροπής. Αυτό το εργατολαικό αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό και σύγχρονο δημοκρατικό μέτωπο θα μετασχηματίσει το κίνημα και, σε συνθήκες επαναστατικής κατάσταση και, παραπέρα, κρίσης, θα μετατραπεί κοινωνικά και πολιτικά σε επαναστατικό μέτωπο και σε φορέα εξουσίας και κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήσαμε ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα της σχέσης τακτικής - στρατηγικής και όχι με αόριστες επικλήσεις του «κινήματος», της «επανάστασης» και της «εργατικής εξουσίας». Επικλήσεις που από τη μια, κανέναν δεν έπειθαν και δεν πείθουν και από την άλλη, αδικούν τις πολύτιμες αυτές έννοιες στερώντας τους το ουσιαστικό περιεχόμενο.
Υποστηρίξαμε πως επειδή το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο ανατροπής δεν είναι εφικτό με τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης έπρεπε να το «προετοιμάσουμε», γι αυτό προτείναμε μια διακριτή πολιτική σε τρία ξεχωριστά επίπεδα της ταξικής πάλης:
Πρώτο στις πρωτοπορίες, στις δυνάμεις με αναφορά στην κομμουνιστική προοπτική, με την πρόταση για τη συγκρότηση ενός πόλου τους. Δεύτερο στην πολιτική, με προσωρινές πολιτικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα με μαχόμενες ρεφορμιστικές δυνάμεις σε κρίσιμες πολιτικές μάχες της συγκυρίας. Τρίτο στο κίνημα, με το αγωνιστικό κίνημα ρήξης και ανατροπής, για την πιο πλατιά δηλαδή ενότητα στην πάλη για την επιβίωση και τα δικαιώματα του λαού. Και με απαράβατο όρο για όλα τα παραπάνω την οργανωτική πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλεια των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εντός αυτής, την ενίσχυση των κομμουνιστικών δυνάμεων ως καταλύτη των εξελίξεων.
Την ίδια κατεύθυνση υπηρετήσαμε και μπροστά στις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις Μαΐου και Ιουλίου, μακριά από τις λογικές τόσο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, όσο και του μέγιστου κοινού διαιρέτη, δηλαδή του ρεφορμισμού και του σεχταρισμού.
Δυστυχώς τα αποτελέσματα των εκλογών επιβεβαίωσαν με τον πιο θλιβερό τρόπο τις βασικές μας εκτιμήσεις.
Όλα αυτά έδειξαν πως ο νέος, αντιδραστικότερος συσχετισμός και οι πολιτικές των υφιστάμενων πολιτικών εγχειρημάτων είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα (με διαφορετικές διαβαθμίσεις) όλων των εκφάνσεων της Αριστεράς και εκλογικά.
Αντί αυτό το αποτέλεσμα να κρούσει των κώδωνα του κινδύνου για όλη την Αριστερά και να τροφοδοτήσει την έναρξης μιας πορείας ριζικού μετασχηματισμού, ενεργοποίησε τα χειρότερα αντανακλαστικά των κομματικών-γραφειοκρατικών μηχανισμών. Ένας νέος γύρος αυτοεπιβεβαιώσεων, αλληλοεξοντώσεων και συκοφαντιών ξεκίνησε ακριβώς λόγω της απροθυμίας πραγματικών αλλαγών και αμφισβητήσεων.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται παγιδευμένη σε αυτό το αδιέξοδο πλέγμα σεχταρισμού – οπορτουνισμού.
Οχυρώνεται μάλιστα περαιτέρω σε ένα γενικόλογο αντικαπιταλιστικό λόγο αδυνατώντας να συνομιλήσει και συσπειρώσει ένα ευρύτερο δυναμικό ανθρώπων και συλλογικοτήτων που αναζητούσαν προς τα Αριστερά, ενώ απέκτησε ένα ολοένα και πιο αποκρουστικό πρόσωπο επένδυσης στον ενδοαριστερό εμφύλιο και στην εσωτερική μάχη για τον «αυθεντικό» εκφραστή της. Πιστοποιώντας έτσι ότι η σημερινή ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκλεισε πια τον 10χρονο κύκλο της, αδυνατώντας να ηγηθεί της πορείας για τις αναγκαίες υπερβάσεις που απαιτεί η περίοδος.
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ, από την ίδρυση της, είχε αναγνωρίσει και επισημάνει αυτές τις παθογένειες και σε μεγάλο βαθμό διαβλέψει την ήττα που θα συντελούταν. Χωρίς να υπονομεύει ή να επενδύει στην ήττα για αυτοεπιβεβαίωση.
Η συνολική κατάσταση της Αριστεράς, στο σύνολό της, δυσκολεύει εξαιρετικά την αναδιοργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος ενώ κάνουν το έργο της μαζικής και νικηφόρας αντίστασης στην επίθεση της ΝΔ και του νέου δικομματισμού, να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ωστόσο, αυτός είναι ο δρόμος που απαιτείται να ακολουθήσει η ασυμβίβαστη Αριστερά.
Στον αντίποδα αυτής της λογικής και αναγνωρίζοντας τις δύσκολες απαιτήσεις της περιόδου, είναι ανάγκη να προχωρήσουμε σε βαθιά και μαχόμενη αυτοκριτική επανεξέταση της τακτικής, των μετώπων και των συνθημάτων, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, κρατώντας κάθε πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά με διάθεση υπέρβασης και σε ρήξη πλέον με ό,τι καθήλωσε τη δυνατότητα για μια ανατρεπτική πολιτική.
Ουσιαστικά απαιτείται μια μεγάλη προσπάθεια δημιουργικής υπέρβασης της σημερινής κατάστασης στη μαχόμενη Αριστερά στο θεωρητικό – στρατηγικό, στο πολιτικό και στο κινηματικό επίπεδο. Απαιτείται η σχεδιασμένη και έμπρακτη κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων για μια ενωτική και μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την ταξική αναδιοργάνωση του εργατικού, λαϊκού και νεανικού κινήματος και μια αποτελεσματική συμμαχία της ανυπότακτης Αριστεράς. Με πολιτική συμφωνία γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την αντιιμπεριαλιστική εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το προσφυγικό ζήτημα (που για τη χώρα μας που μετατρέπεται σε αποθήκη ψυχών αποκτά άλλη διάσταση), το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.
Ταυτόχρονα και παράλληλα, για την αναγκαία ανατρεπτική αριστερή συμμαχία, κρίσιμο ζήτημα είναι η συμβολή στην αυτοτελή συγκρότηση και παρουσία μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής και εναλλακτικής, για την βαθύτερη, πειστική εκπόνηση ενός γενικού σχεδίου για την ανάγκη και τη δυνατότητα μιας κομμουνιστικής επανάστασης, με εθνική αφετηρία, διεθνή πορεία και παγκόσμια κατάληξη, που θα αντικαταστήσει την παλιά, σαπισμένη και βάρβαρη καπιταλιστική κοινωνία με την καινούρια.
Παρά τη δύσκολη και ζοφερή κατάσταση όμως, διακρίνονται χαραμάδες ελπίδας. Τόσο στο εσωτερικό των υφιστάμενων σχηματισμών της Αριστεράς όσο και στο ανένταχτο δυναμικό αρχίζει να δημιουργείται ένα αντίρροπο ρεύμα που έχει κατανοήσει πως η σημερινή κατάσταση δε μπορεί να συνεχίσει όπως ήταν. Αρχίζει να συνειδητοποιεί πως αν δε συντελεστούν οι αναγκαίες υπερβάσεις που θα στρώνουν το έδαφος για τις νέες συγκροτήσεις των πολιτικών υποκειμένων σε στρατηγικό και τακτικό επίπεδο, η πορεία της Αριστεράς θα είναι μη αναστρέψιμη.
Αυτήν την κατεύθυνση πολιτικής και θεωρητικοστρατηγικής αναζήτησης υπηρετεί η προσπάθεια του Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων (ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, ΑΡΑΝ, ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ΣΥΛΛΟΓΟΣ Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ, ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ) που ήδη μετρά βήματα στη συγκρότησή του, δείχνοντας ότι αποτελεί μια πραγματικά ελπιδοφόρα προσπάθεια.
Σε αυτή την κατεύθυνση υπέρβασης αποφασίζουμε να συμβάλλουμε μαζικά, δημιουργικά και πλειοψηφικά ο καθένας μας ως ξεχωριστές πολιτικές προσωπικότητες και όχι ως μέλη της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ, αφού θεωρούμε ότι κλείνει ο κύκλος της με την αποχώρηση από τις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η επιλογή μας αυτή όχι μόνο δεν έχει χαρακτηριστικά αποστράτευσης, αλλά αντίθετα στοχεύει στο να συνεχίζουμε την συμβολή μας σε κάθε κινηματική προσπάθεια, μέσα από δημοτικές και περιφερειακές κινήσεις, εργατικά σωματεία και φοιτητικούς συλλόγους, τον ΠΑΚΣ, στις μετωπικές προσπάθειες και στην αναγκαία στρατηγική κομμουνιστική αναζήτηση μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Συντονισμού.
Κρατώντας τις πολυτιμότερες εμπειρίες και παρακαταθήκες του εγχειρήματος, θα συνεχίσουμε από κοινού στους αγώνες που έρχονται, με βαθιά πεποίθηση ότι συλλογικά μπορούμε να κερδίσουμε.
Για την υπηρέτηση έμπρακτα και με αρχές και πρόγραμμα μιας πολιτικής συγκέντρωσης δυνάμεων με όλες τις μαχόμενες πολιτικές δυνάμεις – και με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ .
Με τις συντρόφισσες και συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τις οργανώσεις και συλλογικότητές της θα βρεθούμε ενωτικά μέσα στους αγώνες, στις ταξικές αριστερές συσπειρώσεις και στα καινούρια μετωπικά εγχειρήματα, με άλλους, πιο δημιουργικούς και συντροφικούς όρους εργατικού πολιτισμού, που θα οικοδομήσουν τις προϋποθέσεις για μια νέα σύνθεση σε ανώτερο, πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο. «Για τη συνάντηση - όπως λέγαμε και στις θέσεις μας - με το μεγάλο, διάσπαρτο εργατικό και νεολαιίστικο δυναμικό των μαχόμενων δυνάμεων, μέσα στους κοινωνικούς και πολιτικούς, εγχώριους και διεθνείς κλονισμούς που είναι μπροστά μας».

Αθήνα, Δεκέμβρης 2019