• Πέμ, 21/06/2012 - 20:14
Ανακοίνωση της ΟΚΔΕ Σπάρτακος - Για τα αποτελέσματα των εκλογών της 17ης Ιουνίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΤΗΣ 17ης ΙΟΥΝΙΟΥ

 

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου αποτελεί μια πύρρειο νίκη των καθεστωτικών δυνάμεων που εγγυώνται την εφαρμογή του «μνημονίου» και των πολιτικών του «εσωτερικού αποπληθωρισμού». Μετά τα διαλυτικά για το πολιτικό σύστημα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μάη, σημαίνει συνέχιση «χωρίς διάλειμμα», την αμέσως επόμενη περίοδο, της πολιτικής που οδηγεί στη βαρβαρότητα.

 

Το αποτέλεσμα της κάλπης αποτύπωσε μια πρωτοφανή πόλωση με ανάγλυφα ταξικά, ιδεολογικά, γεωγραφικά και ηλικιακά χαρακτηριστικά. Από τη μία, η μάζα των εργαζομένων και ανέργων, των νέων και των γυναικών, κύρια των αστικών κέντρων, έπαιρνε το ρίσκο μιας ψήφου που οι καθεστωτικοί αντίπαλοί της παρουσίαζαν σαν «αποσταθεροποιητική για το σύστημα»· από την άλλη, μια μάζα μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, κύρια της υπαίθρου, οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, από φόβο και ανασφάλεια, συσπειρώθηκαν ξανά γύρω από τις κατέχουσες και προνομιούχες μειοψηφίες που έχουν επενδύσει πολιτικά στη διατήρηση του μνημονίου και στο ευρωπαϊκό ορίζοντα του ελληνικού καπιταλισμού.

 

Αυτή η πόλωση, παρότι ο πολιτικός συσχετισμός που καταγράφηκε στις εκλογές της 6ης Μαΐου ανάμεσα στα «στρατόπεδα» Αριστεράς / Δεξιάς παρέμεινε γενικά στάσιμος, επέφερε μια σαρωτική ανακατανομή στο εσωτερικό των κοινωνικοπολιτικών στρατοπέδων υπέρ των πιο ηγεμονικών πόλων τους που διεκδικούσαν επί ίσοις όροις την κυβερνητική εξουσία.

 

Η παραδοσιακή αριστερή ψήφος και η αριστερόστροφη αντιμνημονιακή διαμαρτυρία της 6ης Μάη απορροφήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ που διεκδίκησε με πραγματικούς όρους την εκλογή μιας «κυβέρνησης της αριστεράς» για πρώτη φορά στα μετεμφυλιακά δεδομένα. Το ΚΚΕ δεν έπεισε το λαό «να διορθώσει την ψήφο» και στο διμέτωπο αγώνα του ενάντια στις δυνάμεις του κεφαλαίου και το ΣΥΡΙΖΑ. Eπίσης, το ΚΚΕ με τη στάση του (σεχταρισμός, περιχαράκωση, διάσπαση σωματείων) τα τελευταία 2.5 χρόνια απογοήτευσε ένα κομμάτι εργαζομένων που στο τέλος στράφηκε εκλογικά στο ΣΥΡΙΖΑ.

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς να ακολουθήσει τη σεκταριστική γραμμή του ΚΚΕ δεν έπεισε, και δεν είχε την αυτοπεποίθηση να το κάνει, ότι το πρόγραμμα της ήταν αναγκαίο να υποστηριχθεί εκλογικά ως αντίβαρο στη δεξιά διολίσθηση του «κυβερνητικού» ΣΥΡΙΖΑ από μερίδα ψηφοφόρων που ήρθαν κοντά της την προηγούμενη περίοδο. Επιπλέον το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτηριζόταν από θολότητα όσον αφορά το θέμα της εξουσίας, αδυνατώντας να παρουσιάσει μια ορατή και εφικτή εναλλακτική λύση για τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα. ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιορίστηκαν στις στενά οργανωμένες δυνάμεις τους. Οι ψηφοφόροι τους επέλεξαν τη χρήσιμη ψήφο που θα έφερνε μια κυβέρνηση της αριστεράς στην εξουσία και θα έδινε άμεση ανακούφιση, ένα διάλειμμα από την ακατάπαυστη επίθεση του συστήματος.

 

Η ΝΔ αφομοίωσε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του φαινομένου του «Φιλελεύθερου Κέντρου» των εκλογών της 6ης Μάη ενώ επαναπατρίστηκε σ’ αυτή μέρος των ψηφοφόρων που είχαν «φύγει» στη «ριζοσπαστική» και άκρα δεξιά (Ανεξάρτητοι Έλληνες και ΛΑΟΣ).

Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και η Δημοκρατική Αριστερά διατήρησαν τις δυνάμεις που κατέγραψαν στις εκλογές του Μαΐου και ορίζουν εν δυνάμει ένα συστημικό πολιτικό χώρο στα δεξιά του πεδίου που αφήνει πίσω της η συντριβή της σοσιαλδημοκρατίας όπως τη γνωρίζαμε.

 

Την ώρα που 5 κόμματα της Δεξιάς που συμμετείχαν στις εκλογές του Μάη, και στις εκλογές του Ιουνίου απορροφήθηκαν, καταποντίστηκαν ή συμπιέστηκαν σοβαρά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή συντηρεί τις δυνάμεις της.

 

Τα πιο καθυστερημένα και λούμπεν στοιχεία των λαϊκών στρωμάτων, που χτυπιούνται από την κρίση, επιβράβευσαν τη γραμμή της «σκληρής πυγμής» παρά τον καθεστωτικό αποτροπιασμό για το επεισόδιο με τον Κασιδιάρη στον «Αντέννα». Η υιοθέτηση από το Σαμαρά της πιο ακραίας, ακόμη και για δεδομένα της Νέας Δημοκρατίας, ρατσιστικής και αντιμεταναστευτικής ρητορείας, αλλά και πιο πριν από αυτό το ΠΑΣΟΚ με πρωταγωνιστές τους Λοβέρδο και Χρυσοχοΐδη (πογκρόμ, οροθετικές) όχι μόνο δεν ανέκοψαν τη δυναμική της Χρυσής Αυγής αλλά αντίθετα τη νομιμοποίησαν και την ενίσχυσαν .

 

Οι φασίστες παρουσιάζονται σαν μια «αντισυστημική δύναμη» που «θα καθαρίσει τον τόπο από τους πολιτικούς» αλλά είναι ήδη έτοιμοι και ετοιμοπόλεμοι να παίξουν το ρόλο της εφεδρείας του συστήματος κατά της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Η «ηθική αγανάκτηση» όταν εκφέρεται από τους εκπροσώπους του καθεστωτικού πολιτικού προσωπικού και των ΜΜΕ επιβεβαιώνει στα μάτια μικροαστικών και λούμπεν μερίδων της κοινωνίας τον υποτιθέμενα αντισυστημικό χαρακτήρα της φασιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής.

 

Η έμπρακτη ανικανότητα της αριστεράς να υπερασπιστεί τους μετανάστες καθώς και ο περιορισμός της επίσημης αριστεράς μόνο στο αίτημα για κατάργηση του Δουβλίνου ΙΙ ως μια «πρόχειρη λύση» ευνόησε τους φασίστες. 

 

Ο φραγμός στην άνοδο του φασισμού εξαρτάται από την ικανότητα του εργατικού κινήματος, της αριστεράς και του αντεξουσιαστικού / αναρχικού χώρου να απαντήσει πολιτικά και οργανωτικά στο δρόμο, την πλατεία, τη γειτονιά και το σχολείο, να δείξουν στην πράξη στους υποψήφιους οπαδούς του φασισμού ποιος έχει πραγματικά τη «δύναμη» και ταυτόχρονα ποιος έχει τη θέληση για να ανατρέψει το σύστημα.

 

Η νέα συμμαχική κυβέρνηση έχει σαφώς εύθραυστο, ετερογενή και ασταθή χαρακτήρα. Συγκεντρώνει το μισό ακριβώς της ψήφου που ονομαστικά διέθεταν τα κόμματα που στήριξαν την κυβέρνηση Παπαδήμου. Έχει απέναντί της έναν ορατό αντίπαλο του μνημονίου που διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία, που σε καμία περίπτωση δεν είχε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Διαθέτει όμως μια ορισμένη νωπή «λαϊκή εντολή». Θα μπορεί για ένα διάστημα να επικαλείται ότι οι «έλληνες επέλεξαν την παραμονή στην Ευρωζώνη» και αποδέχονται τους κανόνες του παιχνιδιού που ορίζονται από τους πιστωτές και τις τράπεζες. Ο Σαμαράς δεν κυβερνάει μόνος του αλλά έχει δείξει σαφώς ότι θέλει να καταστείλει το κίνημα αντίστασης, να στηριχτεί στην αστυνομία, να παίξει μέχρις εσχάτων το χαρτί του ρατσισμού και της «ασφάλειας». Η ακροδεξιά, ρατσιστική και κατασταλτική στροφή της ΝΔ ευνοεί όχι μόνο πολιτικά αλλά και επιχειρησιακά τη δράση των φασιστών, που έχει ήδη κλιμακωθεί και που τώρα, ακόμη πιο απροκάλυπτα, θα έχει συμπληρωματικό ρόλο προς τις δυνάμεις καταστολής.

Παρολ' αυτά ακόμα και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της νέας κυβέρνησης είναι ναρκοθετημένες. Η χαλάρωση των χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των δεσμεύσεων που απορρέουν από τη νέα δανειακή σύμβαση, στην οποία ευελπιστούν, δεν είναι καθόλου βέβαιη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μετριάσει τη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας τουλάχιστο για τα δύο χρόνια, τα οποία αποτελούν κατά Σαμαρά το χρονικό ορίζοντά της. Δεν αρκούν «αναπτυξιακά ψίχουλα» για να μειωθεί η ανεργία, η καθίζηση των μισθών, η ανθρωπιστική κρίση.

 

Την ίδια ώρα, η καταστροφική κρίση στην ευρωζώνη μαίνεται και βρίσκεται στη χειρότερη μέχρι τώρα φάση της περιορίζοντας δραματικά τη δυνατότητα ελιγμών των αστικών τάξεων της «ευρωπαϊκής περιφέρειας» ενώ οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας παραμένουν δυσοίωνες.

 

Επιπλέον, η νέα συμμαχική κυβέρνηση σηματοδοτεί απεναντίας την εξάντληση όλων των εφεδρειών ανάμεσα στις «υπεύθυνες φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις του τόπου». Είναι ένα τρομακτικό ενδεχόμενο ακόμα για το «κυβερνητικό» ΠΑΣΟΚ, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να πετάξει από πάνω από τη ΔΗΜΑΡ (η οποία φιγούραρε, υποτίθεται, ως εταίρος μιας «κυβέρνησης της αριστεράς»), το αριστερό, μετριοπαθές προσωπείο της τσακίζοντας εν τη γενέσει της τη δυνατότητα αναγέννησης μιας τυπικής σοσιαλφιλεύθερης «σοσιαλδημοκρατίας».  Η υιοθέτηση της φόρμουλας της «επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου» απέναντι στην εκλογική άνοδο του αντιμνημονιακού τόξου στις εκλογές της 6ης Μάη είναι ένα βαρίδι στα πόδια της νέας κυβέρνησης το οποίο δεν μπορεί να σηκώσει και γρήγορα θα κόψει την αλυσίδα του όχι όμως χωρίς συνέπειες ειδικά πάνω σε στρώματα της μικροαστικής «λαϊκής βάσης» της Δεξιάς αλλά και κάποιες μερίδες προνομιούχων που εκφράζονται από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και ωστόσο πιέζονται από την αδήριτη εφαρμογή του μνημονίου.

 

Ωστόσο, η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αντίπαλο δέος της νέας μνημονιακής κυβέρνησης, αντιπροσωπεύει ελπίδες και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Το πολιτικό κόστος από τη διαχείριση του μνημονίου 2 προσμετράται με μια νέα κλίμακα όταν στον προθάλαμο της εξουσίας βρίσκεται ένα άφθαρτο κόμμα της αριστεράς. Ωστόσο η πολιτική της «διγλωσσίας» του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα στο Μάη και τον Ιούνη, με διαφορετικούς αποδέκτες, από τη μία του ριζοσπαστικοποιημένου αριστερού πυρήνα του και από την άλλη όχι μόνο τα αμφιταλαντευόμενα μεσαία στρώματα αλλά και την αστική τάξη, την ΕΕ και τις αγορές, τον χαρακτήρισε όλη την προεκλογική περίοδο μ’ αποτέλεσμα την τελευταία εβδομάδα πριν τις εκλογές της 17ης Ιουνίου να έχει συνθηκολογήσει μπροστά στην επίθεση των αστικών δυνάμεων, να αρνείται τις «μονομερείς ενέργειες» και να υιοθετεί μια απολογητική στάση.

Αυτή η διολίσθηση συνεχίζεται ακόμη εντονότερη μετά τις εκλογές, ιδιαίτερα από τις πρώτες δηλώσεις του Τσίπρα για άσκηση μιας  «υπεύθυνης αξιωματικής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο».

 

Μ’ ένα ΣΥΡΙΖΑ που έχει ήδη εγκαταλείψει ριζοσπαστικές προτάσεις για το χρέος, έχει αποδεχτεί ντε φάκτο τα τετελεσμένα του «μνημονίου 1», έχει θολώσει τα νερά για όλες τις θέσεις του (τι σημαίνει πραγματικά ένα «νέο εθνικό αναπτυξιακό πρόγραμμα» με συμφωνία των πιστωτών και μια «κοινά αποδεκτή ευρωπαϊκή λύση» στο ζήτημα του χρέους;), έχει παραιτηθεί από την υπεράσπιση των μεταναστών και τη μάχη κατά των φασιστών, η προοπτική πολιτικής διεξόδου για το κίνημα μπορεί να εξελιχθεί σε διαρκή γραμμή άμυνας, εξουδετέρωσης του ριζοσπαστισμού και παθητικής αναμονής.

 

Αν μάλιστα αυτές οι εξελίξεις, συνοδευτούν από το κλασικό ρεφορμιστικό αντανακλαστικό ότι «φοβίσαμε τον κόσμο με το ριζοσπαστισμό μας», που θα πατήσει και πάνω σε μια ορισμένη απογοήτευση εκείνων που στράφηκαν στην αριστερά, η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μετατραπεί σε σιγαστήρα τον πιο ριζοσπαστικών διαθέσεων των αγωνιζομένων, σε ρεφορμιστική φυλακή της κοινωνικής διαμαρτυρίας, σε παθητική αποδοχή της σφαγής του μνημονίου 2 εν αναμονή μιας εκλογικής νίκης της Αριστεράς, οπότε το ασθενοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει να παραλάβει τους νεκρούς της μάχης.

 

Από αυτή την άποψη, το κακό εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσιάζεται ακόμα χειρότερο: οι πολιτικές προοπτικές μιας στρατηγικής ανατρεπτικής με αγώνες και οργάνωσης της καταπιεζόμενης πλειοψηφίας, στην οποία παρά τις αδυναμίες της, σταθερά τάχτηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα συναντήσουν νέα εμπόδια. Παρολαυτά, ο πολιτικός σεισμός της 6ης Μαΐου ήταν αποτέλεσμα ο ίδιος των μεγάλων κοινωνικών αγώνων κατά της επίθεσης των καπιταλιστών και, ειδικά, ένας διαθλασμένος αντίχτυπος, της έκρηξης της 12ης Φεβρουαρίου.

 

Θα είναι η ταξική πάλη, η αυτενέργεια των εργαζομένων μαζών, το δικό της προχώρημα που θα κρίνουν αν η κυβέρνηση του μαύρου μετώπου θα μπορέσει να επιβάλλει την βάρβαρη πολιτική και αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την πολυτέλεια να περιοριστεί στη διαφαινόμενη γραμμή της «κυβερνητικής εξουσίας που θα πέσει σαν ώριμο φρούτο στα χέρια του», την υποταγή των λαϊκών κινητοποιήσεων στην προοπτική της κυβερνητικής λύσης εντός του συστήματος, την πραγμάτωση του στόχου της σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ με το σχέδιο της ηγεσίας του μετεξέλιξης αυτού του σχηματισμού σε μια «νέα μεγάλη αριστερή δημοκρατική παράταξη».

 

Χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα είναι υπεύθυνη απέναντι στα άμεσα, μακροπρόθεσμα και ιστορικά συμφέροντα των καταπιεζομένων και όχι απέναντι στους πολιτικούς και υπερεθνικούς θεσμούς του κράτους και του κεφαλαίου.

 

Χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα σηκώνει το γάντι στην επίθεση του κεφαλαίου σ’ όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό, που δεν θα στέλνει «διπλά μηνύματα», που θα λέει την αλήθεια στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες και θα στηρίζεται στην αγωνιστική εμπειρία και την αυτο-οργάνωσή τους γιατί μόνο έτσι μπορούν να γίνουν πλειοψηφικές οι ανατρεπτικές, αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές ιδέες.

 

Για αυτό και εμείς με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ την επόμενη περίοδο θα βρεθούμε στην πρώτη γραμμή των αγώνων ενάντια στα μνημόνια, τις μαύρες κυβερνήσεις του κεφαλαίου, την Τρόικα, τους τραπεζίτες, τους δανειστές, στην πρώτη γραμμή των αγώνων κατά της κυβέρνησης Σαμαρά, για την ανατροπή όλων των μνημονίων, όλων των εφαρμοστικών νόμων και μέτρων που απορρέουν απ’ αυτά, για να στηθούν στα πόδια τους ξανά και να μαζικοποιηθούν εργατικές επιτροπές και λαϊκές συνελεύσεις, για μια πλατιά, κεντρική και τοπική, ενιαιομετωπική αντιφασιστική δράση όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος που θα φράξει το δρόμο και θα τσακίσει τις δολοφονικές συμμορίες των νεοναζί. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλία για ενωτική δράση ενάντια στο φίδι που έχει βγει προ πολλού από το αυγό. Είναι η ώρα για την οικοδόμηση ενός μαζικού, ενωτικού μετώπου ενάντια στον φασισμό και την τρομοκρατία του.

 

Ως ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, αλλά και μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνεχίζουμε να  παλεύουμε με στόχο ένα μαζικό, αυτοοργανωμένο εργατικό κίνημα που θα ανατρέψει όχι μόνο τα μνημόνια και τις κυβερνήσεις τους, με απεργίες διαρκείας, εργατικό έλεγχο, αλλά και που θα μπορεί να διεκδικήσει τη δική του κυβέρνηση ταξικού πολέμου, στηριγμένη στις μορφές αυτοοργάνωσης των καταπιεζομένων και  που θα αμφισβητήσει όχι μόνο την πολιτική εξουσία των αστικών κομμάτων αλλά και την ίδια την κοινωνική εξουσία του κεφαλαίου.

 

ΟΚΔΕ Σπάρτακος