Ιστορικές ευκαιρίες και ιστορικές ευθύνες [του Παναγιώτη Σωτήρη]
- Πέμ, 09/05/2013 - 20:39
- 0 Comments
Ιστορικές ευκαιρίες και ιστορικές ευθύνες
Παναγιώτης Σωτήρης,
ΤΕ Εξαρχείων
Εάν κανείς προσέξει τα καθεστωτικά μέσα αλλά και τις κυβερνητικές ανακοινώσεις θα δει ότι αρχίζει και αναδύεται η ακόλουθη αφήγηση: Με την ολοκλήρωση της αναχρηματοδότησης των τραπεζών, την επίτευξη των ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, τις περικοπές που έχουν ήδη αποφασιστεί και την παράταση των χαρατσιών τα δημοσιονομικά μπαίνουν σε μία τάξη. Ο ερχομός των επενδύσεων είτε για ληστρικές εξαγορές κρατικών επιχειρήσεων είτε για δημιουργία περιβαλλοντικά καταστροφικών ζωνών τύπου Σκουριών θα εξασφαλίσει μια αύξηση της ιδιωτικής επιχειρηματικής δαπάνης που μαζί με τη μείωση του κόστους εργασίας και τη συνακόλουθη αύξηση των εξαγωγών, αλλά και τη διαφαινόμενη μικρή άνοδο στον τουρισμό θα οδηγήσει μια πρώτη δειλή αναπτυξιακή δυναμική που θα επιτρέψει σε συνδυασμό με μέτρα όπως τα πεντάμηνα με μισθούς κάτω των 400 ευρώ να σταθεροποιηθεί η απασχόληση, παράλληλα με την μεγαλύτερη εξάρτηση των ευεργετούμενων ανέργων από την κρατική ελεημοσύνη. Στο διεθνές επίπεδο, η ολοκλήρωση του γερμανικού προεκλογικού κύκλου το φθινόπωρο θα επιτρέψει μια μικρή χαλάρωση τη αυστηρότητας των μέτρων και μικρές ανάσες που θα ενισχύσουν τις δυναμικές μιας ήπιας ανάκαμψης. Την ίδια στιγμή, η ίδια η καθημερινότητα της ανεργίας, της ανασφάλειας και του καθημερινού αγώνα για επιβίωση θα διαλύει τις συλλογικές πρακτικές θα ενισχύει συντηρητικά αντανακλαστικά και την απόσπαση συναίνεσης στο όνομα μιας πολιτικής «νόμου και τάξης», ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που τα πλήρως διαπλεκόμενα ΜΜΕ θα αναπαράγουν πρόθυμα την κυβερνητική ατζέντα. Άλλωστε, η προσπάθεια να ξεμπερδεύουν με κάθε ανάμνηση από τη μεταπολιτευτική δυναμική του λαϊκού κινήματος έχει την πλήρη αποδοχή των βασικών μερίδων του κεφαλαίου που μπορεί να γκρινιάζουν για την ύφεση αλλά δεν έχουν κανένα λόγο να αρνηθούν μια τόσο συντριπτική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης. Επιπλέον, η σημερινή γεωμετρία του πολιτικού σκηνικού, η κατοχύρωση των κυβερνήσεων συνεργασίας και η μεταδημοκρατική και μεταηγεμονική στροφή του πολιτικού συστήματος, σημαίνουν ότι αυτό που απαιτείται είναι η ΝΔ να μπορεί σε οποιαδήποτε εκλογική μάχη να μπορεί να είναι πρώτο κόμμα. Και αυτό δεν σημαίνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Σε κάποιες περιπτώσεις αρκεί να ενισχύει τη δυσπιστία πολλών ως προ το εάν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Φυσικά, αυτή η αφήγηση έχει διάφορα κενά. Δεν υπολογίζει ότι η ίδια η ύφεση μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει στον εκτροχιασμό των δημοσιονομικών μεγεθών (άλλωστε και το περιβόητο «πρωτογενές πλεόνασμα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «μαγική εικόνα» μιας παρατεταμένης «στάσης πληρωμών» του δημοσίου), ότι το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα στο τραπεζικό σύστημα, ότι η παρατεταμένη ύφεση από ένα σημείο και μετά έχει αποτελέσματα αυτοτροφοδότησης (αρνητικό σπιράλ), ότι η καταβαράθρωση των κοινωνικών συνθηκών και ιδίως η τρομαχτική ανεργία των νέων ενέχει τον κίνδυνο ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να πούμε ότι εφόσον αυτή η αφήγηση μπορεί να αποδειχτεί αβάσιμη, τότε τα πράγματα εξακολουθούν να οδηγούν νομοτελειακά προς την προοπτική μιας νέας ακόμη μεγαλύτερης αριστερής στροφής στις επόμενες εκλογές που θα φέρουν το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό δείχνει να επενδύει. Θεωρεί δεδομένο ότι με τρόπο γραμμικό η επιδείνωση της κοινωνικής κρίσης θα συνεχίσει να ενισχύει την απήχηση σε πληττόμενα στρώματα και επομένως μπορεί να επικεντρώσει την προσοχή της στον καθησυχασμό του επιχειρηματικού κόσμου, στην οικοδόμηση σχέσεων με τα ΜΜΕ, στην αναζήτηση διαύλων επικοινωνίας με το Ευρωπαϊκό κέντρο και στη επικοινωνιακή διαχείριση της γραμμής «όχι στη λιτότητα – ναι στο ευρώ».
Μόνο που αυτή η γραμμή παραβλέπει ότι ο πολιτικός χρόνος δεν παγώνει ποτέ. Δεν έχουμε μείνει στο στιγμιότυπο του Μάη – Ιούνη του 2012, όταν είχαμε μια οριακή εκδοχή πολιτικής κρίσης, όταν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ολοκλήρωσε εκλογικά την ακολουθία του εξεγερσιακού κύκλου που ξεκίνησε από το Μάη του 2010 και μετά, όταν όντως μεγάλο μέρος της κοινωνίας είχε εμπιστοσύνη ότι καταδικάζοντας τις δυνάμεις του δικομματισμού και στηρίζοντας το κομμάτι εκείνο της Αριστεράς που μίλησε για εξουσία, θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η απουσία μεγάλων κινηματικών εκρήξεων όλο το προηγούμενο διάστημα, παρά την διατήρηση σημαντικών αγώνων και αντιστάσεων, δεν είναι κάτι τυχαίο, ούτε και η παράδοξη εικόνα που αποτυπώνεται ακόμη και σε δημοσκοπήσεις, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει ταυτόχρονα την αποδοκιμασία των κυρίαρχων πολιτικών αλλά και την απουσία αισιοδοξίας ότι υπάρχει εναλλακτική λύση.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι έχουμε βγει από την πολιτική κρίση; Κάθε άλλο, η πολιτική κρίση, με την έννοια της αδυναμίας να εξασφαλιστεί κάποιου είδους συναίνεση ακόμη και από στρώματα που αποτέλεσαν τμήμα του κοινωνικού μπλοκ του εκσυγχρονισμού τα προηγούμενα χρόνια αλλά και με την έννοια της δομικής αστάθειας εξαιτίας της όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων εξακολουθεί να παραμένει ενεργή. Όμως, η παράταση της μνημονιακής καταστροφής, η αποκαρδίωση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, η απώλεια της αυτοπεποίθησης ότι μπορούν τα πράγματα να είναι διαφορετικά, η απουσία μιας πειστικής εναλλακτικής αφήγησης που να καταδεικνύει σε επίπεδο «κοινού νου» ότι υπάρχει άλλος δρόμος, όλα αυτά αποτρέπουν τον πλήρη μετασχηματισμό της πολιτικής κρίσης σε ανοιχτή κρίση ηγεμονίας και άρα έστω και με όρους αρνητικούς σταθεροποιούν σχετικά το πολιτικό σύστημα.
Ακόμη χειρότερα, σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει όλο και περισσότερο να αντιμετωπίζει τη φαινομενική σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης ως πλήρη νομιμοποίηση για μια τακτική καλύτερης προετοιμασίας για ομαλή κοινοβουλευτική εναλλαγή «όταν έρθει η ώρα». Και εάν κανείς σκέφτεται ότι στην εξουσία θα βρεθεί όχι ως εκπρόσωπος ενός κινήματος αλλά καλύπτοντας το ρόλο της κοινοβουλευτικής εναλλαγής, τότε είναι αναμενόμενο να διαλέξει ανοιχτά το ρόλο της εν δυνάμει σοσιαλδημοκρατίας.
Την παράμετρο αυτή δείχνει να λαμβάνει υπόψη της και η ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι προφανές ότι η ηττοπαθής και σεχταριστική γραμμή δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα αλλά ενός συγκεκριμένου πολιτικού υπολογισμού. Εφόσον, ο πολιτικός συσχετισμός δύναμης σταθεροποιείται, έπεται ότι δεν υπάρχει κάποια ανάγκη άμεσης αναμέτρησης με το ερώτημα μιας επαναστατικής τακτικής, αλλά πολύ περισσότερο η πολιτική και οργανωτική προετοιμασία για τον επόμενο γύρο, διαδικασία που περνάει και μέσα από την αλλαγή συσχετισμού μέσα στην Αριστερά. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα τέτοιο αντανακλαστικό παρατηρείται σε κάποιες περιπτώσεις και στην συζήτηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κύρια με τη μορφή τοποθετήσεων ότι ζητήματα όπως ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς δεν αποτελούν ερώτημα που μας πιέζει να τοποθετηθούμε, εφόσον υποτίθεται ότι δεν είμαστε σε μια φάση όπου γύρω από αυτά θα κριθούν ευρύτεροι συσχετισμοί δύναμης.
Όμως, εάν σπεύσουμε να θεωρήσουμε δεδομένη τη σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης δεν θα έχουμε κάνει μόνο ένα σημαντικό λάθος ως προς την εκτίμηση του συσχετισμού δύναμης, καθώς θα έχουμε υποτιμήσει το βάθος της πολιτικής κρίσης, αλλά και θα έχουμε παραβλέψει τη σημασία που έχει στη διαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης η ίδια η δική μας πολιτική παρέμβαση.
Να το πούμε πολύ απλά σήμερα η πολιτική, κινηματική και προγραμματική ανεπάρκεια της Αριστεράς δεν αφορά τον «υποκειμενικό παράγοντα» μόνο, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε αντίστοιχοι των δυναμικών και των δυνατοτήτων της περιόδου. Αφορά, πολύ περισσότερο, τη διαμόρφωση του αντικειμενικού συσχετισμού δύναμης, ενισχύει το σχέδιο των αστικών δυνάμεων, συνεισφέρει σε αυτή την εικόνα σταθεροποίησης, τροφοδοτεί και δεν αντιπαλεύει τη αποκαρδίωση των λαϊκών μαζών και την αποδιάρθρωση συλλογικών πρακτικών.
Προφανώς και εδώ φέρει πολύ μεγάλη ευθύνη η γραμμή που έχει επιλέξει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Η καταναγκαστική εμμονή στο ευρώ και τη επαναδιαπραγμάτευση με την Τρόικα στην πραγματικότητα απλώς ενισχύει τη βασική πλευρά του κυρίαρχου ιδεολογικού εκβιασμού, ο οποίος πατάει πάνω στη λογική ότι κανείς δεν προτείνει άλλο δρόμο έξω από τον «ευρωπαϊκό δρόμο». Την ίδια στιγμή, η λογική του «ώριμου φρούτου» της εξουσίας, η επικέντρωση απλώς στην εικόνα μιας επάρκειας ως προς τη διακυβέρνηση και η συστηματική απροθυμία ως προς τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού κινήματος και όχι απλώς μιας διακυβευόμενης εκλογικής δυναμικής, όλα αυτά αντικειμενικά ενισχύουν τη σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συσχετισμού δύναμης.
Εάν τα πράγματα έχουν έτσι ποια μπορεί να είναι μια διαφορετική κατεύθυνση, τουλάχιστον για τις δυνάμεις που αναφέρονται στη δυνατότητα μιας ρήξης με το ευρώ, την ΕΕ και τον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό»; Σίγουρα αυτή δεν μπορεί να είναι μια κίνηση ανάλογη με αυτή του ΚΚΕ, με την έννοια μιας προσπάθειας πολιτικής ανασυγκρότησης που θα κοιτάζει περισσότερο προς τους εσωτερικούς συσχετισμούς παρά στον πραγματικό κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό.
Αυτό που χρειάζεται είναι η προσπάθεια αναμέτρησης με τους πραγματικούς κόμβους που θα κρίνουν τον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό μέσα στο επόμενο διάστημα.
Αυτό ξεκινά πρώτα και κύρια από το ερώτημα του προγράμματος, όχι με την έννοια συνθημάτων, πολιτικής αισθητικής και συμβολικών οριοθετήσεων αλλά με αυτή της συλλογικής παραγωγής, επεξεργασίας και εκλαΐκευσης ενός άλλου δρόμου για την ελληνική κοινωνία, με αφετηρία, αλλά όχι και κατάληξη, τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις και την αναδιανομή εισοδήματος. Μια τέτοια προσπάθεια δεν είναι ούτε βυζαντινισμός ούτε περιττή πολυτέλεια. Από το εάν και σε ποια κλίμακα ευρύτερα κομμάτια του πληθυσμού θα πιστέψουν ότι μπορούμε να επιβιώσουμε και να έχουμε ποιότητα ζωής έξω από το ευρώ και χωρίς δανειακές ροές, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και το κατά πόσο θα μπορέσουν να αποκτήσουν ελπίδα και αυτοπεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Όμως, μια τέτοια συλλογική επεξεργασία ενός άλλου δρόμου προϋποθέτει ότι παίρνουμε και θέση σε μια σειρά από κρίσιμα στρατηγική ιδεολογικά ζητήματα που διαπερνούν ως πραγματικές διαχωριστικές γραμμές την ελληνική Αριστερά. Σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ότι σήμερα η άρνηση της ρήξης με την ΕΕ και το ευρώ δεν είναι διεθνισμός, αλλά πλήρης υποταγή στην πιο επιθετική εκδοχή καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Ότι κατανοούμε ότι η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία μπορούν να ανασημασιοδοτηθούν ταξικά και να ορίσουν τη δυνατότητα ενός εν δυνάμει «ιστορικού μπλοκ» των υποτελών τάξεων να διεκδικήσουν να σφραγίσουν την πορεία του τόπου. Ότι κατανοούμε ότι σήμερα το κλειδί δεν είναι η εγκεφαλική επεξεργασία μιας μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας αλλά η επιμονή στο εφικτό και τα αναγκαίο μιας διαδικασίας μετασχηματισμού που μπορεί να ξεκινήσει τώρα με αφετηρία το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα.
Όμως, θα ήταν λάθος να πούμε ότι σήμερα όλα παίζονται απλώς και μόνο στο είδος του πολιτικού και προγραμματικού λόγου που εκφέρεται. Αυτό θα αντιστοιχούσε σε μια ιδιαίτερα σχηματική και απλουστευτική θεώρηση του τρόπου που ξεδιπλώνεται η πολιτική διαπάλη. Η αυτοπεποίθηση στην κοινωνία που καταγράφηκε την περίοδο 2011-2012 δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης σε κάποιο πολιτικό λόγο. Πολύ περισσότερο ήταν το αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου παλλαϊκού ξεσηκωμού στον οποίο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μπλέχτηκαν ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Χωρίς τους κινηματικούς σεισμούς της περιόδου 2011-2012 δεν θα είχαμε τους πολιτικούς σεισμούς των εκλογών του 2012. Η ανάπτυξη του κινήματος δεν αποτελεί απλώς την προετοιμασία για τις πολιτικές ανατροπές. Διαμορφώνει την υλική συνθήκη της αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος. Όσο ισχύει ότι η ανατροπή δεν μπορεί απλώς να είναι το αποτέλεσμα μιας πετυχημένης ή μαζικής γενικής απεργίας, είναι προφανές ότι χωρίς μιας άλλης κλίμακας συλλογικότητα, αγωνιστικότητα, ανυπακοή μέσα στην κοινωνία η οργή θα γίνεται εξατομικευμένη απελπισία και δεν θα μετατρέπεται σε συλλογική εμπιστοσύνη στη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής. Αυτό, όμως, απαιτεί και να στοχαστούμε το θέμα του κινήματος όχι απλώς ως κάλεσμα για περισσότερους αγώνες αλλά ως συλλογική επεξεργασία μιας τακτικής παρατεταμένου λαϊκού πολέμου που να επενδύει όχι τόσο στις άμεσες νίκες, αλλά στη φθορά του αντιπάλου και στην ενίσχυση της συλλογικότητας των εργαζομένων. Απαιτεί να δούμε παραμέτρους όπως η αλληλεγγύη όχι ως κάποια «κινηματική φιλανθρωπία» αλλά ως απόδειξη στα μάτια ευρύτερων κοινωνικών κομματιών ότι μπορεί να υπάρξει επιβίωση με βάση τις δικές μας δυνάμεις.
Μόνο σε αυτή τη βάση μπορούμε να δούμε την αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας. Είναι σαφές ότι το ερώτημα της εξουσίας προκύπτει τόσο ως αποτέλεσμα του βάθους της πολιτικής κρίσης, όσο και ως επίγνωση ότι στη σημερινή συνθήκη δεν έχει νόημα να σκεφτόμαστε με παραδοσιακούς όρους εκβιασμού των αστικών κυβερνήσεων από το κίνημα. Ο φραγμός σε μια διαδικασία που δεν είναι απλώς λιτότητα αλλά μια βίαιη προσπάθεια αλλαγής υποδείγματος δεν μπορεί παρά να μπει με βάση μια τομή στο πολιτικό επίπεδο, μια διαδικασία πολιτικής ανατροπής. Όμως, αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να ειδωθεί ως μια ομαλή κοινοβουλευτική διαδικασία ακόμη και εάν περιλαμβάνει και την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών, αλλά ως μια διαδικασία ρήξεων σε όλα τα επίπεδα. Απαιτεί να συνδυαστεί με την κλιμάκωση των συγκρούσεων και με την κάθε τρόπο αποσταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης, προϋποθέτει το πλήρες ξεδίπλωμα όλων των μορφών που θα όριζαν μια «παράλληλη κοινωνία» του αγώνα, της αντίστασης και της αλληλεγγύης, πρέπει να κάνει σαφές ότι θα αμφισβητήσει τα όρια της ισχύουσας «νομιμότητας». Επομένως, το ερώτημα της κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας δεν μπορεί παρά να είναι τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Όχι με την έννοια μιας εγκεφαλικής αναπαραγωγής έτοιμων σχημάτων για την «εργατική εξουσία» ή τον «επαναστατικό δρόμο» αλλά με την αναμέτρηση με την ανοιχτή πρόκληση του αναγκαίου συνδυασμού ανάμεσα στον «πόλεμο θέσεων» και τον «πόλεμο κινήσεων» σε μια διαδικασία που θα είναι εκ των πραγμάτων ένας τεράστιος πολιτικός και κοινωνικός πειραματισμός.
Όμως, το κρίσιμο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι σήμερα πολύ απλά δεν υπάρχει η Αριστερά που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις. Αντίθετα, η σημερινή Αριστερά κινδυνεύει, με τη στάση, τις επιλογές της, την τακτική της, να κάνει τη σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Με αυτή την έννοια οι ατέρμονες συζητήσεις για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσε στη μία ή την άλλη διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ να ενισχυθούν αριστερότερες θέσεις μικρή σημασία έχει. Όχι γιατί δεν υπάρχουν υπαρκτές αριστερές και ριζοσπαστικές αναζητήσεις και τοποθετήσεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε μόνο γιατί η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας εκ των πραγμάτων ενισχύει τη θέση της ηγετικής ομάδας και της γραμμής της, αλλά γιατί η ίδια η διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ απέχει από το να μπορεί να αποτελέσει τη μορφή εκείνη ενός κινηματικού πολιτικού και κοινωνικού μετώπου που θα λειτουργούσε ως μηχανισμός συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν συγκροτεί ένα κίνημα, δεν αναδύεται ως συμπύκνωση ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών και αναζητήσεων τις οποίες να μετασχηματίζει σε πολιτική στρατηγική που με τη σειρά της να τροφοδοτεί ανώτερες μορφές πολιτικής διεκδίκησης. Λειτουργεί, πολύ περισσότερο, ως ένας σχετικά μαζικός πολιτικός χώρος συσπείρωσης ενός δυναμικού που τις περισσότερες φορές κουβαλάει τα όρια και τις αντιφάσεις προηγούμενων μορφών πολιτικοποίησης (είτε ρεφορμιστικής είτε αντικαπιταλιστικής) και ο οποίος συναντήθηκε με μια πολύ μεγαλύτερη εκλογική απήχηση. Εξ ου και η αδυναμία οικοδόμησης μεγάλων κινημάτων, η αφωνία ως προς την προγραμματική επεξεργασία πέραν της προβολής αιτημάτων αναδιανομής εισοδήματος, η υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία, η μεταφορά των αποφάσεων σε μια ηγετική ομάδα «επαγγελματιών της πολιτικής» κατά τα πρότυπα των αστικών κομμάτων.
Άρα λοιπόν η απόπειρα συσπείρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα και σε κατεύθυνση αναμέτρησης με το ερώτημα της εξουσίας με όρους ενός εν δυνάμει «ιστορικού μπλοκ» των υποτελών τάξεων, δεν μπορεί παρά να γίνει σε τομή και ρήξη με τους υπάρχοντες σχηματισμούς της Αριστεράς.
Ένας ευρύτερος πολιτικός χώρος που περιλαμβάνει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΜΑΑ, άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που αποδέχονται μια τέτοια κατεύθυνση, κόσμος μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ που δεν «χωρά» στην κεντρική γραμμή, κόσμος που αποστασιοποιήθηκε από τη ραγδαία μετάλλαξη του ΕΠΑΜ, κόσμος του κινήματος που ουσιωδώς είναι πολιτικά ακάλυπτος, σήμερα κινείται στην ίδια κατεύθυνση, εμπνέεται από ανάλογες προγραμματικές αφετηρίες, δουλεύει μαζί μέσα στο κίνημα, αποτελεί εν δυνάμει την αφετηρία του αναγκαίου Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου (όπως και την αφετηρία του αναγκαίου μαζικού πεδίου για να αποκτήσει νόημα και μια σύγχρονη γραμμή επανίδρυσης της κομμουνιστικής αναφοράς).
Δεν χρειαζόμαστε, όμως, απλώς μια διαφορετική γεωμετρία μετώπου, αλλά μια διαφορετική ποιότητα κοινωνικού και πολιτικού μετώπου. Δεν αρκεί απλώς η προσπάθεια «εκπροσώπησης» κοινωνικών δυναμικών όπως δοκιμάζουν να κάνουν σήμερα όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, προφανώς με διαφορετικές γραμμές και άνισα αποτελέσματα. Δεν μπορεί να υπάρξει μετασχηματισμός όσο στην πραγματικότητας οι μορφές σκέψεις, η κουλτούρα συζήτησης και πρακτικής, το στελεχιακό δυναμικό – σε όλες τις εκφάνσεις της σημερινής «υπαρκτής Αριστεράς» ανακυκλώνει όλες τις αντιφάσεις της Αριστεράς της ήττας και του στριμώγματος στη γωνία. Χρειαζόμαστε μια νέα διαλεκτική που να συνταιριάζει ισότιμα και αναγκαστικά αντιφατικά την ιστορικότητα, το βάθος και την επικαιρότητα της αντικαπιταλιστικής και σε τελική ανάλυση κομμουνιστικής αναφοράς με όλο τον πλούτο των εμπειριών, των πρακτικών, των μορφών οργάνωσης, των πειραμάτων (αυτοδιαχείρισης, δημοκρατίας, αλληλεγγύης) που έφερε το κίνημα. Που να παράγει γνώση, πρόγραμμα, προτάσεις, συλλογική ευφυΐα. Με νέες οργανωτικές πρακτικές, με αναβαθμισμένη κουλτούρα διαλόγου, με νέα κομματικότητα, μακριά από τη λογική του ψηφοφόρου, του αφισοκολλητή, του οπαδού. Ένα μέτωπο ταυτόχρονα ενωτικό και διάχυτο, συγκροτημένο και «δικτυακό», πειθαρχημένο και ανυπάκουο. Ικανό να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία, αλλά και να οικοδομήσει τους θεσμούς «αντι-εξουσίας», ξεκινώντας από την οικοδόμηση σήμερα της «παράλληλης κοινωνίας» του αγώνα, της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης.
Επαρκεί σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να καλύψει αυτή την ανάγκη για το πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο που θα αποτελέσει την ραχοκοκαλιά μιας νικηφόρας διαδικασίας ανατροπής; Με το χέρι στην καρδιά πρέπει να πούμε ότι δεν το καλύπτει. Όχι γιατί δεν έχει τις ορθές πολιτικές και ιδεολογικές οριοθετήσεις ή γιατί δεν μπορεί να προβάλλει το αναγκαίο σήμερα μεταβατικό πρόγραμμα (που προφανώς και δεν πρέπει να ταυτίζεται με ένα πλήρως αναπτυγμένο πρόγραμμα επαναστατικού μετασχηματισμού). Αλλά γιατί γι’ αυτό το μέτωπο απαιτείται η συνάντηση ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που υπερβαίνουν τα όρια και την ιστορικότητα της επαναστατικής Αριστεράς, που αναγκαστικά πρέπει να περιλαμβάνουν και άλλες δυναμικές, άλλες εμπειρίες, άλλες μαζικές αναφορές. Αυτές οι δυνάμεις αφορούν και αγωνιστές και αγωνίστριες του κινήματος, ανθρώπους δηλ. που πολιτικοποιήθηκαν και ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσα στους αγώνες της τελευταίας περιόδου, αλλά και άλλα πολιτικά ρεύματα που προέρχονται είτε από τάσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς είτε από τμήματα του αντιμνημονιακού χώρου. Με αυτές τις δυνάμεις μας ενώνει η διεκδίκηση ενός «άλλου δρόμου» σε ρήξη με τις πολιτικές της ΕΕ και του κεφαλαίου. Αυτές οι δυνάμεις δεν προέρχονται από την επαναστατική Αριστερά, αλλά κουβαλάνε σημαντικές εμπειρίες απεύθυνσης σε λαϊκά ακροατήρια, τριβής με λαϊκά στρώματα, πολιτικής και κινηματικής οικοδόμησης.
Να το πούμε πολύ απλά: σε αυτή τη διαδικασία κανείς δεν περισσεύει! Δεν μπορεί να υπάρξει αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο χωρίς την αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αναφορά, τη μεγάλη δικτύωση στη νεολαία, το εργατικό κίνημα, τα τοπικά κινήματα που έχει πανελλαδικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χρειάζεται το άνοιγμα που έχει το Μέτωπο Αλληλεγγύης – Σχέδιο Β΄ και ο Αλ. Αλαβάνος σε άλλα ακροατήρια. Μπορούμε να πάρουμε πολλά από τους ανθρώπους που την επαύριον των πλατειών δοκίμασαν να οικοδομήσουν αντιμνημονιακό κίνημα. Χρειαζόμαστε την εμπειρία, την ιστορικότητα και τις ταξικές αναφορές του κόσμου που αποδεσμεύεται από το ΚΚΕ. Τίποτα δεν περισσεύει, αλλά και όλοι μας πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη της υπέρβασης, της επίγνωσης, της ικανότητας να αλλάζουμε πρώτα από όλα εμείς οι ίδιες και οι ίδιοι.
Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι ο μόνος τρόπος να δούμε αυτή τη διεργασία είναι ως συνάντηση διαφορετικών ρευμάτων, εμπειριών και ιστοριών. Προφανώς και αυτό σημαίνει μια μετωπική ενότητα περισσότερο αντιφατική, όπου η ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής οπτικής θα κρίνεται μέσα στις πολιτικές και κοινωνικές μάχες, αλλά ταυτόχρονα θα είναι μια ενότητα πολύ πιο ελπιδοφόρα με άλλης κλίμακας δυνατότητες μαζικής απεύθυνσης και εκπροσώπησης κοινωνικών κομματιών. Με αυτή την έννοια είναι το λιγότερο κοντόθωρο να αναζητούμε αντι-επιχειρήματα σε αυτή τη μετωπική λογική στο ότι το «Σχέδιο Β’», δεν είναι πλήρως αντικαπιταλιστικό ή στο ότι άνθρωποι που προέρχονται από το ΚΚΕ επιμένουν σε ένα «αντιμονοπωλιακό» λεξιλόγιο ή στο ότι άλλες τάσεις θεωρούν ότι είναι αναγκαία και η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Εάν θέλουμε πραγματικά να ξεφύγουμε από την «ασφάλεια του μικρόκοσμου» και να κινηθούμε με τη λογική της αναγκαίας συσπείρωσης όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αντικειμενικά είναι με τη μεριά του αναγκαίου «άλλου δρόμου», τότε πρέπει να θεωρήσουμε καλοδεχούμενες όσο και αναμενόμενες αυτές τις αντιφάσεις. Σε τελική ανάλυση, είναι η ώρα η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κάνει επιτέλους μετωπική πολιτική και να σταματήσει να αναβάλει καταναγκαστικά την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών στο όνομα των δυσκολιών που θα συναντήσουμε, γιατί αυτό μας έχει κοστίσει: μας κόστισε όταν το φθινόπωρο του 2010 δεν βγήκαμε με επιθετική πρόταση συνάντησης όλων των αριστερών ρευμάτων που αναφέρονταν στο μεταβατικό πρόγραμμα, μας κόστισε όταν μετά τη Συνδιάσκεψη το 2011 δεν βγήκαμε επιθετικά με μετωπικές προτάσεις, μας κόστισε πριν και μετά τις εκλογές του 2012. Η καλύτερη απάντηση είναι εμείς τολμηρά να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε το πεδίο της συζήτησης, βάζοντας ενωτικά και συντροφικά τις αναγκαίες οριοθετήσεις και αποφεύγοντας την προσχηματική αναβολή της αναμέτρησης με την πρόκληση της μετωπικής πολιτικής, με την πρόκληση του να κάνουμε πολιτική με το βλέμμα στραμμένο στις μεγάλες κοινωνικές δυναμικές και όχι στους μικρούς εσωκομματικούς συσχετισμούς. Εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε ήδη πάρει την πρωτοβουλία να κάνει αυτή τη μετωπική πρόταση, έστω και τους τελευταίους μήνες και θα είχαμε εμείς σφραγίσει με τις δικές μας αναφορές αυτή τη συζήτηση, συμβάλλοντας σε μια πιο διαλεκτική συνάντηση και συμπόρευση με άλλες πρωτοβουλίες, αλλά και θα πηγαίναμε σε μια Συνδιάσκεψη που, θεωρώντας δεδομένη τη μετωπική πολιτική, θα μπορούσε να ασχοληθεί περισσότερο με άλλα κρίσιμα ερωτήματα: την προγραμματική επεξεργασία, την αναμέτρηση με τις δυσκολίες αλλά και τις δυνατότητες στο λαϊκό κίνημα, τη χάραξη μιας μάχιμης γραμμής για τη διεκδίκηση της κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις.
Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αναμετρηθούμε με την ευθύνη που μας αναλογεί. Ας γυρίσουμε την πλάτη σε εκείνη την κουλτούρα συζήτησης μέσα στην επαναστατική Αριστερά που θέλει την επιλογή επιχειρημάτων να καθορίζεται όχι με βάση τις απαιτήσεις της συγκυρίας αλλά τους εσωτερικούς συσχετισμούς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μόνο να ωφεληθεί έχει από μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση για το πρόγραμμα, για το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας, για τις δυσκολίες στο κίνημα, για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, αλλά και μια τολμηρή αναμέτρηση με το ερώτημα της μετωπικής πολιτικής. Ακριβώς για να μπορέσει να συμβάλει στη στρατηγική και την τακτική του Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου αλλά και στην αναμέτρηση με το πώς θα αποφύγουμε όντως τη σταθεροποίηση του συσχετισμού δύναμης. Αντίθετα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει να ωφεληθεί από μια συζήτηση για το εάν και κατά πόσο κάποιος έχει δικαίωμα να καταθέτει δημόσιες προτάσεις, από μια πολεμική που θα ταυτίζει με το ρεφορμισμό όποιον θέτει το ερώτημα της αριστερής κυβέρνησης, που θα αντιμετωπίζει την επαναστατική στρατηγική ως έτοιμη ρετσέτα και όχι ως ανοιχτή πρόκληση, που θα αναζητά επιχειρήματα ως προς το γιατί δεν πρέπει να συνεργαστούμε με άλλες δυνάμεις ακόμη και όταν αυτές μετατοπίζονται προς τα αριστερά.
Το βλέμμα μας δεν πρέπει να είναι στραμμένο στη στενόκαρδη αριθμητική των συσχετισμών στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε πρέπει να προσανατολίζεται απλώς και μόνο στο να είμαστε σε θέση να κάνουμε αποτελεσματική κριτική στο ρεφορμισμό για τις ανεπάρκειές του, αλλά στο εάν και κατά πόσο θα συμβάλλουμε στο να μην πάει χαμένη η πολύμορφη και πρωτόγνωρη κατάθεση ελπίδας που έκαναν όλο το προηγούμενο διάστημα χιλιάδες άνθρωποι, κατά πόσο πραγματικά θα μπορέσουν τα πράγματα να αλλάξουν και με τη δική μας συμβολή και δεν περάσει η προσπάθεια από παράδειγμα αγώνα να γίνουμε παράδειγμα ταπείνωσης και συντριβής μιας κοινωνίας.
Σε τελική ανάλυση ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση μπροστά στη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφορά την αναμέτρηση με τον ίδιο τον εαυτό μας. Η αναμέτρηση με την πολιτική της μεγάλης κλίμακας, με την πολιτική που αφορά την καρδιά του συσχετισμού δύναμης, που σκέφτεται με όρους πραγματικά μαζικού κινήματος και ιστορικών στοιχημάτων δεν είναι εύκολη και συνεπάγεται μεγάλο ξεβόλεμα. Όμως, είναι ο μόνος δρόμος για αναμετρηθούμε με ιστορικές ευκαιρίες και ιστορικές ευθύνες.
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια