Απαιτούνται τολμηρές υπερβάσεις [των Νίκου Γουρλά, Γιάννη Καραχάλιου, Πέτρου Παπακωνσταντίνου, Δημήτρη Τσίτκανου]

Νίκος Γουρλάς  -                Γιάννης Καραχάλιος  -        Πέτρος Παπακωνσταντίνου     -     Δημήτρης    Τσίτκανος.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βαδίζει προς τη 2η συνδιάσκεψή της σε μια κρίσιμη συγκυρία, επιδείνωσης των κοινωνικών συσχετισμών και των πολιτικών προοπτικών. Στο χρόνο που μεσολάβησε από τις περσινές, διπλές εκλογές, το μεγάλο, λαϊκό ρεύμα που πυροδότησαν η κρίση και τα Μνημόνια και που είχε φτάσει, κάποιες στιγμές, στο χείλος πραγματικής εξέγερσης, υποχώρησε σε βαθμό που να βρίσκεται επί θύραις ο κίνδυνος να εμπεδωθεί στις λαϊκές συνειδήσεις μια ιστορική ήττα της εργασίας και της Αριστεράς.

 Δύο πρόσφατες εξελίξεις- ορόσημο μιλούν από μόνες τους: Η πλήρης κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων- έτσι που το μόνο «εγγυημένο» δικαίωμα να είναι ο μεικτός μισθός των 586 ευρώ-, μια ιστορική οπισθοδρόμηση, που πέρασε χωρίς καμία αξιόλογη αντίσταση. Και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στα δημόσια σχολεία χωρίς ουσιαστικές απώλειες για την κυβέρνηση, ύστερα από το προκλητικό ξεπούλημα της απεργίας των εκπαιδευτικών από το σύνολο των ηγεσιών των κοινοβουλευτικών κομμάτων- από την κάθε μία με το δικό της τρόπο και στο δικό της χρόνο.

Σ’ αυτό το φόντο, προχωράει με κινηματογραφική ταχύτητα η επιχείρηση δραματικής μείωσης του κόστους εργασίας, μεταφοράς του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στα ίδια τα λαϊκά στρώματα και εκφυλισμού της εργατικής τάξης σε ασπόνδυλη, ανοργάνωτη μάζα, χωρίς δίκτυα ενότητας και αλληλεγγύης. Στο βαθμό που θα εμπεδώνεται αυτή η «νέα τάξη πραγμάτων», θα σταθεροποιείται το αστικό μπλοκ και η τρικομματική κυβέρνηση που σήμερα διαχειρίζεται τις τύχες του υπό την άμεση καθοδήγηση των Ράιχενμπαχ και Φούχτελ. Το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που μισάνοιξε στις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς η τρομερή κρίση των τελευταίων χρόνων, κινδυνεύει να κλείσει.

Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων δεν είναι μοιραία και αναπότρεπτη. Κάτω από την άσφαλτο της απόγνωσης, κυλάει μια θάλασσα λαϊκής οργής, που ζητάει απεγνωσμένα διέξοδο προς το φως. Η καπιταλιστική οικονομία, στην Ελλάδα, στην ευρωζώνη και στον κόσμο, απέχει πολύ από το να έχει σταθεροποιηθεί και το κοινωνικό τοπίο είναι ακόμη πιο δύσκολο να ελεγχθεί πλήρως αφού και στην καλύτερη, για το κεφάλαιο, των περιπτώσεων δεν θα προκύψει παρά μια άκρως ασταθής «ανάκαμψη» με διατήρηση της μαζικής ανεργίας και ανέχειας. Η άτακτη υποχώρηση των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ στην πίεση του κεφαλαίου, όσο κι αν ανταμείβεται από την αστική τάξη, θα πληρώνεται με την πολιτική ή και εκλογική τους συρρίκνωση και από ολοένα και βαθύτερα ρήγματα στο εσωτερικό τους. Οι ψίθυροι του σήμερα θα γίνουν οι κραυγές του αύριο: Ξυπνήστε, αλλάξτε πορεία, μην καταδικάζετε τον κόσμο και τα κινήματα να πηγαίνουν σαν πρόβατα επί σφαγή- ή αδειάστε μας τη γωνιά!

Παρά την πρωτοπόρα συμβολή της στους λαϊκούς αγώνες και στην επεξεργασία της λογικής του μεταβατικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της κρίσης- κάτι που είχε γενικότερη επίδραση στο χώρο της Αριστεράς- η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διαθέτει σήμερα την κρίσιμη μάζα για να αλλάξει από μόνη της τη φορά των πραγμάτων, στο κίνημα και την Αριστερά. Μπορεί, ωστόσο, να παίξει ρόλο καταλύτη, γαλβανίζοντας πρωτοπόρες δυνάμεις κοινωνικών και πολιτικών αγωνιστών, με αντίκτυπο και στα μεγάλα, αριστερά κόμματα, τα οποία εκφράζουν- με ρεφορμιστικό τρόπο- τον βασικό όγκο του κόσμου της εργασίας. Να δημιουργήσει σχέσεις αλληλεγγύης και να επιδράσει θετικά σε τμήματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ που κινούνται προς ριζοσπαστικές κατευθύνσεις και χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των οποίων όχι μόνο η ανατροπή των Μνημονίων και της κυβέρνησης, αλλά και αυτή η συγκρότηση σχετικά μαζικού, επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης θα παραμείνει μάταιος πόθος.

Αυτή την  πολιτική  στόχευση  εξυπηρετεί η λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου, την οποία προτείνουμε. Ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει κεντρική πολιτική συμμαχία με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ- ούτε καν εκλογική συμμαχία- κάτι για το οποίο προφανέστατα δεν υπάρχουν στοιχειώδεις στρατηγικοί, προγραμματικοί και πολιτικοί όροι. Αλλά και δεν περιορίζεται σε αποσπασματικές κινηματικές πρωτοβουλίες, κατά βάση οικονομικών διεκδικήσεων «από τα κάτω», σε επί μέρους χώρους, σε μια εποχή όπου και η πιο μικρή διεκδίκηση φέρνει το κίνημα αντιμέτωπο με το σύνολο των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος, θέτοντας επί τάπητος το θέμα της κυβέρνησης και της εξουσίας.

Ενιαίο μέτωπο, στη σημερινή συγκυρία εξαιρετικής συμπύκνωσης του πολιτικού χρόνου σημαίνει, κατά τη γνώμη μας, πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα την ανάληψη μεγάλων αγωνιστικών, λαϊκών πρωτοβουλιών με κεντρική πολιτική στήριξη- από το σύνολο του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ στο βαθμό που μπορούν να «συρθούν» σε μια τέτοια κατεύθυνση ή  από μεγάλα κομμάτια τους, με αντίκρισμα στο μαζικό κίνημα, σε διαφορετική περίπτωση. Οι μορφές αυτών των πρωτοβουλιών- συλλαλητήρια, εκστρατείες ανυπακοής και μη πληρωμής χαρατσιών, απεργίες κ.α.- θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο σοβαρής συζήτησης, ανάλογα με την πορεία των εξελίξεων. Άμεσα, πιστεύουμε ότι πρέπει να αναληφθεί πρωτοβουλία για μια πρώτη «αντεπίθεση» του κινήματος, που θα προετοιμαστεί συστηματικά το καλοκαίρι και θα εκδηλωθεί το Σεπτέμβριο, με αιχμή τον συντονισμό των τριών επιστρατευμένων «μέχρι νεωτέρας» κλάδων- ΜΕΤΡΟ, ναυτεργάτες, εκπαιδευτικοί-αλλά και τους εργαζόμενους στην ενέργεια και τους Δήμους, που θα βρεθούν πολύ σύντομα στο μάτι του κυκλώνα.

Σημαντική συμβολή μπορεί  να  έχουν ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων( με  μαζικοποίηση και ενίσχυση της δράσης του) καθώς και η δυναμική παρουσία μιας Ανεξάρτητης Ταξικής  Εργατικής Κίνησης για ολόπλευρο  επανεξοπλισμό  των μαχόμενων εργατικών δυνάμεων.

Παράλληλα, απαιτείται  επειγόντως κατά τη γνώμη μας  μια τολμηρή πολιτική παρέμβαση, μια υπέρβαση της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το σχηματισμό ενός ευρύτερου πόλου της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς. Οι δυνάμεις με τις οποίες μπορούμε να συναντηθούμε άμεσα είναι το «Σχέδιο Β», ο «Εργατικός Αγώνας», η Κομμουνιστική Ανασύνταξη και ανεξάρτητοι αριστεροί αγωνιστές, οι οποίοι  διαφοροποιούνται από το δρόμο που ακολουθούν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Παρά τις υπαρκτές διαφορές με αυτές τις δυνάμεις σε θέματα φυσιογνωμίας και στρατηγικής, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει στα μάτια πρωτοπόρων αριστερών αγωνιστών τους μοναχικούς δρόμους δυνάμεων που συμφωνούν σε όλα τα επίμαχα ζητήματα της τόσο κρίσιμης συγκυρίας, από τα Μνημόνια μέχρι το ευρώ και την Ε.Ε  και έχουν κοινό ορίζοντα τον σοσιαλισμό, ως κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Μάλιστα, θα βρισκόμαστε σε αρκετά καλύτερη κατάσταση, ως αντικαπιταλιστική Αριστερά, αν μια τέτοια μετωπική συνεργασία είχε γίνει πραγματικότητα- όπως υπήρχαν δυνατότητες, τουλάχιστον με τις δυνάμεις του «Σχεδίου Β»- πριν τις διπλές εκλογές του 2012.

 

Ασφαλώς, υπάρχει ζήτημα όρων και προϋποθέσεων για μια τέτοια συνεργασία- αρκεί αυτό το ζήτημα να μην τίθεται προσχηματικά, για να τορπιλιστεί η ίδια η δυνατότητα της συνεργασίας ή προτάσσοντας, κάποτε με αγενή τρόπο, ζητήματα που αφορούν τη μία ή την άλλη πολιτική προσωπικότητα. Τα υπαρκτά ζητήματα πρέπει να τεθούν με συντροφικό, ειλικρινή τρόπο ακριβώς για να ξεπεραστούν με αμοιβαίες υπερβάσεις, στο έδαφος του κοινωνικά αναγκαίου και του πολιτικά δυνατού. Για παράδειγμα, ο νέος πόλος δεν θα πρέπει να καταγραφεί  ως «μονοθεματικό» αντι- ευρώ κόμμα (ή, ακόμη χειρότερα, ως «κόμμα της δραχμής»), αλλά να προβάλει μια συνολική, αριστερή, αντικαπιταλιστική απάντηση στο σύνολο των κοινωνικών, δημοκρατικών και εθνικών ζητημάτων που απασχολούν τα εργαζόμενα στρώματα. Δεν πρέπει επίσης να καταγραφεί ως αντι- ΣΥΡΙΖΑ ή αντι- ΚΚΕ, αντι- Τσίπρας ή αντι- Κουτσούμπας, αλλά ως η Αριστερά του αγώνα και της νίκης που χρειάζονται οι εργαζόμενοι και ονειρεύονται πολλοί αγωνιστές. Τελευταίο στη σειρά, αλλά όχι στη σημασία, δεν πρέπει να εμφανιστεί ως «ένα κόμμα σαν τα άλλα», αστερισμός προσωπικοτήτων και παραγόντων, αλλά ως συμπαράταξη κοινωνικών αγωνιστών, αγκυρωμένη σε βασικούς κλάδους και χώρους, με ιδιαίτερα ισχυρή τη συμμετοχή νέων ανθρώπων όχι μόνο στην αφισοκόλληση, αλλά και στην κεντρική πολιτική και επικοινωνιακή της παρουσία.