Για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα είναι απαραίτητη…[του Παναγιώτη Μαυροειδή]
- Δευ, 27/05/2013 - 13:13
- 0 Comments
Ας μιλήσουμε λοιπόν για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά και ότι θέλουμε να ‘’αντιπροσωπεύσουμε’’. Τις προοπτικές, τις αδυναμίες, τα διλλήματα που αντιμετωπίζει μπροστά και στη δεύτερη Συνδιάσκεψη.
Αλλά μήπως πρέπει να γυρίσουμε λίγο πίσω;
Πως μας πρόκυψε η ‘’ΑΝΤΑΡΣΥΑ των πολλών’’;
Εκείνο το 2% στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις Περιφερειακές εκλογές του 2010, για αρκετούς ήρθε από το πουθενά…
Αλλά δεν ήταν έτσι. Ούτε αρκεί να πει κανείς ότι ήταν αποτέλεσμα υποκειμενικών επιλογών οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς για μια ενωτική μετωπική πολιτική παρουσία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν ένα βαθύτερο αίτημα και ταυτόχρονα ερώτημα.
Είχε πίσω της ένα εξεγερτικό Δεκέμβρη του 2008, μια πρόδρομη εξέγερση στην πίσω αυλή της επερχόμενης καπιταλιστικής κρίσης.
Είχε πίσω της την νεολαιίστικη φοιτητική έκρηξη του 2006.
Είχε εκκολαφθεί στις σκληρές και συγκυριακά αναποτελεσματικές αλλεπάλληλες εργατικές μάχες στους εκπαιδευτικούς, στους ΟΤΑ και αλλού.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άνθισε μέσα σε κλίμα ‘’τύπου Κερατέας’’, αλλά όχι μόνο στην Κερατέα. Παντού όπου έπρεπε να σπάσει το μονοπώλιο της βίας και της δύναμης των ισχυρών, οι αγωνιζόμενοι είχαν ανάγκη, έπρεπε να σπρώξουν μπροστά και να δοκιμάσουν την αξία των ‘’αδιάλλακτων’’.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκκολάφθηκε μέσα σε άγριες συγκρούσεις στα εξεταστικά του 1998, πολύ μακριά και πολύ πίσω από τη χρονιά της ίδρυσής της (2009). Μέσα στο περιβάλλον του πρόδρομου συνθήματος κάποιων τάσεων (κυρίως του ΝΑΡ), που έθετε μια άλλη διάσταση τόσο στην εκτίμηση του αντιπάλου, όσο και στα καθήκοντά μας: ’’κάτω η χούντα των εκσυγχρονιστών’’, που στη συνέχεια έγινε ‘’κάτω η χούντα κυβέρνησης, ΕΕ και κεφαλαίου’’. Πόσοι και πόσο δεν γκρίνιαζαν τότε για αυτή την εκτίμηση και στοχοθεσία… Όπως και για την ανάγκη ενός νέου ανατρεπτικού εργατικού κινήματος…
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γεννήθηκε μέσα σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον αναζήτησης μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής κομουνιστικής προοπτικής και άρνησης περιορισμού στις συμπληγάδες της αντι-νεοφιλελεύθερης φλυαρίας και της απολογητικής για τον υπαρκτό ‘’σοσιαλισμό που (δεν) γνωρίσαμε’’.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίστηκε με συγκεκριμένο πολιτικό τρόπο και στίγμα στο πολιτικό σκηνικό ως διακριτό (αν και όχι μαζικό) ρεύμα, σύγκαιρα με την εκδήλωση της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης και στο πλαίσιο αναζήτησης για την απάντηση σε αυτήν. Κανείς δεν πρέπει να το ξεχνάει αυτό…
Κάτι πολύ σημαντικό: Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπήκε στο τραπέζι της συζήτησης, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα όχι μόνο δε λείπουν οι φορείς της αριστεράς, αλλά ίσα ίσα υπάρχει ένα ισχυρό ΚΚΕ και ένας ΣΥΡΙΖΑ σχετικά αριστερότερα από την λοιπή ευρωπαϊκή αριστερά.
Ας το συγκεφαλαιώσουμε: Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίστηκε ως συγκεκριμένη ανάγκη και με πολύ προσδιορισμένη ‘’αξία χρήσης’’: Ως δύναμη ανάπτυξης, προβολής και πάλης μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής, με ριζοσπαστικό, επαναστατικό, κατά βάση εξωκοινοβουλευτικό τρόπο.
Να το έχουμε συναίσθηση: Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί έκφραση μιας συγκεκριμένης αναγκαιότητας, η οποία μας υπερβαίνει όλους (οργανώσεις, ρεύματα, αγωνιστές), αλλά και ταυτόχρονα μας ‘’δεσμεύει’’. Δεν είναι πουκάμισο αδειανό, δεν είναι σημαία ευκαιρίας.
Και ευρύτερο και ισχυρότερο αντικαπιταλιστικό μέτωπο
Είμαστε σήμερα μπροστά σε ευθύνες και σε ερωτήματα για μεγάλα βήματα. Υποχρεούμαστε να αναπτύξουμε αυτό το εγχείρημα, με επίγνωση πως για να έχει ‘’αξία χρήσης’’, πρέπει ακριβώς να βελτιώσει αποφασιστικά εκείνα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν διακριτό και αναγκαίο ρεύμα.
Ένας σύντροφος πρόσφατα θύμισε κάποια λεγόμενα του θρυλικού βιετναμέζου στρατηγού Γκιάπ, σχετικά με τον ιμπεριαλιστικό στρατό κατοχής που είχε να αντιμετωπίσει:
‘’Ο στρατός τους απλώνεται για να μας περικυκλώσει. Χάνουν όμως έτσι σε δυνατότητα συγκέντρωσης πυρών και διάσπασης της γραμμής μας.
Ο στρατός τους συσπειρώνεται για να μας επιτεθεί. Χάνουν όμως έτσι έδαφος’.’
Απλή σοφή σκέψη για κάθε μεγάλη αναμέτρηση, όπως και η σημερινή ταξική πολιτική αναμέτρηση.
Χρειαζόμαστε ΚΑΙ ένα μεγαλύτερο διευρυμένο αντικαπιταλιστικό πόλο ΚΑΙ ένα ισχυρότερο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα με αναβαθμισμένη μαχητική ικανότητα που θα συνεπαίρνει τις πιο πρωτοπόρες πολιτικά και κινηματικά δυνάμεις.
Ή και τα δύο ή τίποτα. Αλίμονο αν αρχίσουμε αυθαίρετες και ασυλλόγιστες επιλογές στον αέρα.
Θα συγκεντρώσουμε λοιπόν την προσοχή μας σε θέματα που σχετίζονται με τη διπλή αυτή αναγκαιότητα και έχουν ανοίξει στη συζήτηση, τιμώντας και όλες τις διαφορετικές απόψεις που έχουν παρουσιαστεί.
Αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα: Εντός, εκτός και εναντίον τίνος;
Είναι ζήτημα κλειδί η διαμόρφωση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Πως το εννοούμε όμως; Και πως το αναπτύσσουμε;
Το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι μια παράθεση πέντε ή εφτά σημείων, πολύ περισσότερο αν αυτά κατανοούνται σαν ‘’αιτήματα’’ ή μόνο σαν ‘’κριτήρια’’. Αντίθετα, πρέπει να διαπνέεται από μια συνεκτική λογική, από ενότητα αναγκών, σκοπών και μέσων.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα διαμορφώνεται με ‘’συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης’’. Καταρχήν, για την ανάδειξη των βασικών πλευρών και πυλώνων της κανιβαλικής επιδρομής του συστήματος. Έπειτα, για τον εντοπισμό των ισχυρών σημείων για μια προωθημένη συνάντηση της λαϊκής δυσαρέσκειας με αντικαπιταλιστικούς στόχους, αλλά και για την ανίχνευση των αδύνατων σημείων, πιθανών ρωγμών και αντιθέσεων στο στρατόπεδο του αντιπάλου, του αστικού κόσμου. Η εργατική πολιτική είναι αποτελεσματική και πραγματικά απελευθερωτική για ολόκληρη την κοινωνία, στο βαθμό που καταφέρνει να αντιμετωπίζει με διαλεκτικό τρόπο πρωτίστως το ζήτημα της συγκρότησης της εργαζόμενης πλειονότητας σε δρων κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο ανατροπής.
Το πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου δεν είναι ένα πρόγραμμα για μια στατική ‘’μεταβατική’’ φάση ή πολύ περισσότερο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα μετέωρο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Είναι ο δρόμος του αγώνα, που συγκρούεται με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, προκαλεί αγωνιστική μαζική κίνηση και ανεβάζει τις συνειδήσεις, ενώνει την πρωτοπορία με τις αφυπνιζόμενες δυνάμεις του λαϊκού κινήματος, μετασχηματίζει τις επιμέρους αναμετρήσεις σε συνολικό πολιτικό ρεύμα.
Η υλοποίηση στοιχείων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος δεν είναι υπόθεση μιας αστικής ή ‘’αριστερής’’ κυβέρνησης μέσα στο σύστημα. Δεν διαμορφώνεται με αυτό το σκοπό, ακόμη και αν προκύψουν κυβερνήσεις που θα διακηρύσσουν ή/και θα δεχτούν την εφαρμογή μέρους αυτού του προγράμματος.
Αποτελεί όμως οδηγό και άξονα πάνω στον οποίο αναπτύσσεται και πολιτικοποιείται ο λαϊκός αγώνας χωρίς όρια με στόχο την απόσπαση καταχτήσεων εδώ και τώρα, από οποιαδήποτε κυβέρνηση και τους εργοδότες. Επιδιώκοντας να οδηγούνται παράλληλα τα πράγματα ‘’στα άκρα’’, δηλαδή στην ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Για να κάνουμε τη συζήτηση εποικοδομητική, ας δούμε τις αποκλίνουσες προσεγγίσεις στο ζήτημα του προγράμματος, από τις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής αριστεράς.
Στην εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόγραμμα, κατανοείται ως άθροισμα στόχων, που βαφτίζονται ρεαλιστικοί και δυνάμενοι να υλοποιηθούν εντός του συστήματος, με απλή προϋπόθεση την αριστερή διακυβέρνηση και στήριξη στο μαζικό κίνημα. Στην τυπική εκδοχή αυτής της προσέγγισης, οι αλλαγές προωθούνται σταδιακά και εξελικτικά, χωρίς επανάσταση, ενώ στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή αριστερών τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετείται η λογική του υποχρεωτικού βήματος της αριστερής διακυβέρνησης στη βάση των πιο ‘’κατανοητών’’ και ‘’άμεσων’’ στόχων, που θα αποτελέσουν το εφαλτήριο για βαθύτερους ή/και για επαναστατικούς μετασχηματισμούς. Κοινός παρονομαστής είναι η αέναη προσπάθεια προσαρμογής των στόχων στο όριο της ‘’μέσης συνείδησης’’, η καταδίκη της επαναστατικής στρατηγικής ως άκαιρης, η συσκότιση των πραγματικών δεδομένων της ταξικής πάλης, η υποτίμηση σε τελευταία ανάλυση της ίδιας της αστικής τάξης και του κράτους της.
Στην εκδοχή του ΚΚΕ, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα κηρύσσεται αχρείαστο, μιας και η υλοποίησή του προϋποθέτει την λαϊκή εξουσία, θεωρώντας ότι η προβολή του δημιουργεί ‘’αυταπάτες λύσεων μέσα στον καπιταλισμό’’. Στην θέση του, προβάλλονται μόνο άμεσοι στόχοι αντίστασης, σε συνδυασμό με προπαγάνδιση της ανάγκης για λαϊκή εξουσία και για το ‘’σοσιαλισμό που γνωρίσαμε’’. Με τον τρόπο αυτό, το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο στην άμεση πολιτική πάλη αντικαθίσταται από επιμέρους στόχους, η επαναστατική στρατηγική μετατρέπεται σε επαγγελία και διαρκή προεκλογική καμπάνια και η επανάσταση ως καθοριστική τομή είναι απούσα. Στην καλύτερη εκδοχή αυτής της συλλογιστικής, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα θα μπορούσε να είναι το πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών, που θα εφαρμοστεί μετά την επανάσταση και προβάλλεται ντροπαλά, για να αποδεικνύεται ότι η επανάσταση θα είναι ωφέλιμη. Στην ουσία όμως διευκρινίζεται παντού και πάντα, αριστερά και δεξιά, ότι το πρόγραμμα αυτό δεν είναι για τώρα, αλλά για αύριο, αλλιώς ‘’σπέρνονται αυταπάτες’’.
Οι απόψεις αυτές ενσωματώνουν ορθές πλευρές, αλλά είναι συνολικά, λαθεμένες.
Το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, ή πιο σωστά η προβολή του και η πάλη για αυτό είναι δρόμος, αλλά και όρος για τον μετασχηματισμό της εργατικής τάξης σε υποκείμενο της επανάστασης. Το ίδιο το πρόγραμμα και ειδικά σε χώρες με την ‘’ωριμότητα’’ και την κοινωνική πολιτική δομή των καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης, μόνο εν μέρει, οριακά και με αστάθεια, μπορεί να εφαρμοστεί, με την πραγματοποίηση επιμέρους κατακτήσεων. Είναι το έδαφος όμως για την οργάνωση του κόσμου, τον ταξικό αγώνα, τις κοινωνικές συμμαχίες, την πολιτική ωρίμανση, που είναι απαραίτητα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την επανάσταση. Δεν είναι ένα γενικόλογο επαναστατικό πρόγραμμα, χωρίς διακριτότητα, ούτε ένα τεχνητά ‘’ελάχιστο πρόγραμμα’’, αλλά έχει τα στοιχεία της αναγκαιότητας, της κατανοητότητας από τα εργατικά στρώματα, της αίσθησης εφικτότητας, χωρίς να φορτώνεται ανά πάσα στιγμή με τις πολιτικές προϋποθέσεις και τα δικά μας τελικά συμπεράσματα.
Ας το πούμε αλλιώς: το πρόγραμμα, πρέπει να επικοινωνεί με την ‘’άγνοια κινδύνου’’ που είναι λογικό να έχει μη πολιτικοποιημένος κόσμος, αλλά να μην είναι ψεύτικο (‘’μην ανησυχείτε, μπορεί να υλοποιηθεί, χωρίς κόπο ή επανάσταση)
Μα ποιος θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα; Ξανά για το θέμα της κυβέρνησης
Είναι γνωστό ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου ταυτίζει την έννοια της εξουσίας με την κυβέρνηση. Αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο, ούτε αθώο. Προκύπτει μεθοδικά από την ιδεολογική πλύση εγκεφάλου της κυρίαρχης οικονομικά και πολιτικά αστικής τάξης, έτσι ώστε η προσοχή των εργαζομένων να εστιάζεται στην διεκδίκηση κάποιας θέσης και ρόλου στον περίβολο της εξουσίας της και όχι στην διεκδίκηση της εξουσίας. Δυστυχώς η κοινοβουλευτική αριστερά- και όχι μόνο- αναπαράγει αυτό το μύθο.
Η ιστορική πραγματικότητα λέει βεβαίως άλλα πράγματα: Καμία ουσιαστική κοινωνική ή πολιτική μεταβολή και πολύ περισσότερο καμία επανάσταση στον κόσμο, δεν ήταν αποτέλεσμα αλλαγής κυβέρνησης, ούτε ‘’μισακής’’ και επ’ άπειρον δυαδικής εξουσίας. Ήταν αποτέλεσμα αλλαγής της φύσης της εξουσίας, η οποία δεν άλλαξε και ποτέ βαθμιαία.
Θα αρκούσε ίσως μόνο η υπενθύμιση του συνθήματος της μπολσεβίκικης επανάστασης ‘’όλη η εξουσία στα σοβιέτ!’’
Η σύγκρουση για το ζήτημα της εξουσίας, αν υπάρχει επαναστατική πολιτική για να την υπηρετήσει, θα αναδείξει φυσικά την ανάγκη της στάσης και απέναντι σε κυβερνήσεις (διαφόρων τύπων), που θα προκύπτουν. Το να ξεκινήσει όμως κανείς από αυτό, μιας και υπάρχει ως ‘’ενδεχόμενο’’, αποτελεί πραγματικά αντιστροφή των αναγκαίων ιεραρχήσεων και της βασικής στόχευσης. Θα λέγαμε ότι είναι και προϊόν πίεσης. Αυτό είναι λογικό και εύλογο, αλλά ας μην κάνουμε την αδυναμία αρετή.
Μήπως όμως η κατάχτηση της κυβερνητικής εξουσίας θα μπορούσε να ήταν η αρχή;
Στην πολιτική, γενικά, δεν αποκλείεται ποτέ τίποτα, αλλά πρακτικά, επειδή ζούμε σε δοσμένη εποχή και σε δοσμένο χώρο, καλό είναι να μη ξεχνάμε πράγματα όπως:
Πρώτο: Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία σταματάει έξω από την οικονομική-παραγωγική σφαίρα, ειδικά στις σύγχρονες συνθήκες καθολικής ισχύος των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων και ‘’ιδιωτικοποίησης’’ του κράτους από το κεφάλαιο.
Δεύτερο: Στην ίδια την πολιτική σφαίρα, το πραγματικό βαθύ αστικό κράτος (στρατός, σώματα καταστολής, δικαστική εξουσία κλπ), είναι στην ουσία έξω από τον έλεγχο του νομιμοποιημένου δημοκρατικά ελεγχόμενου από την Βουλή τομέα.
Τρίτο: Υπάρχουν ισχυρότατοι μη κρατικοί τομείς της αστικής πολιτικής εξουσίας όπως τα ΜΜΕ, η εκκλησία, οι εργοδοτικές οργανώσεις, το φασιστικό παρακράτος.
Τέταρτο: Ο διεθνής πυλώνας της αστικής εξουσίας είναι περισσότερο από ποτέ υπερ-αναπτυγμένος. Στην περίπτωση μας μιλάμε για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και όχι μόνο.
Ίσως θα έπρεπε κανείς να θυμηθεί την πείρα της γειτονικής μας Ιταλίας, μετά την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος που βασιζόταν στην Χριστιανοδημοκρατία και τους Σοσιαλιστές του Κράξι: Πολλά χρόνια με εφήμερες κυβερνήσεις της πλάκας, αλλά η καπιταλιστική οικονομία να βαίνει ανοδικά, πραγματοποιώντας βαθιές αντεργατικές τομές και αναδιαρθρώσεις. Στο δε πολιτικό τομέα, η περίοδος αυτής της ‘’κυβερνητικής αστάθειας-πολιτικής σταθερότητας’’, χώνεψε παράλληλα την πλήρη αστικοποίηση του ιστορικού ΙΚΚ και την διάλυση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, αλλά και πολλών αριστερών τάσεων της, μέσω της συμμετοχής στις κυβερνήσεις της κεντρο-αριστεράς.
Η πρόταξη του στόχου της κυβέρνησης παραβλέπει τα προηγούμενα και τελικά υποτιμάει την αστική τάξη και αυτό είναι το ιστορικό πρόβλημα της αριστεράς στην Ελλάδα: Διεκδικούσε πάντα κυβέρνηση, ουδέποτε έθεσε ζήτημα εξουσίας ακόμη και όταν αυτή κυλούσε στους δρόμους,, με πιο τραγική την περίπτωση του ‘44 όταν η αριστερά συμμετείχε στην κυβέρνηση τη στιγμή που η πραγματική εξουσία την έσφαζε.
Τα παραπάνω καθόλου δεν σημαίνουν ότι το ζήτημα της κυβέρνησης θα πρέπει να θεωρείται από την επαναστατική αριστερά, ως ένα ταμπού που δεν μπορεί να αγγιχτεί. Αντίθετα, το αναδεικνύουμε στη σωστή του διάσταση, στο βαθμό που το εντάσσουμε αφενός στην προοπτικής μιας άλλης εξουσίας και αφετέρου όταν το συνδέουμε με τον σκληρό αγώνα για τη διαμόρφωση εκείνων των όρων στην ταξική πάλη που θα έδιναν τη δυνατότητα για την ανάδειξη προσωρινών έστω μορφών λαϊκής διακυβέρνησης με άλλη δυναμική.
Για να μη συζητάμε μόνο για το Δεκέμβρη του ‘44 ή το ‘65 ή το ‘73, όπου η κριτική φαίνεται να είναι εύκολη και να μην αγγίζει κανένα άμεσα, καλό είναι να θυμηθούμε ότι την προηγούμενη τριετία, στο φόντο της λαϊκής αφύπνισης ενάντια στη μνημονιακή επέλαση, ο κόσμος βρέθηκε ούτε μία ούτε δύο φορές στα πρόθυρα της μαχητικής εξέγερσης, αλλά δυστυχώς ζήτημα και σύνθημα εξέγερσης και προσωρινής ‘’κυβέρνησης της εξέγερσης’’ δεν τέθηκε. Και εδώ οι ευθύνες δεν αφορούν μόνο την κοινοβουλευτική αριστερά. Ακόμη χειρότερα, ενώ τόση συζήτηση γίνεται περί κυβέρνησης, κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ψηλαφίσει αυτή την υπαρκτή πείρα
Αυτό βέβαια, μαζί με την θορυβώδη έλλειψη αυτοκριτικής, προδίδει και μια άλλη επικίνδυνη ταύτιση πέραν της ταύτισης κυβέρνησης και εξουσίας: Είναι η ταύτιση κυβέρνησης και αστικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Και αν αυτό για τη ρεφορμιστική έκπληξη δεν αποτελεί έκπληξη, για την επαναστατική αριστερά, στο βαθμό που κάνει το ίδιο λάθος, είναι σοβαρότατο πρόβλημα και θέτει ζήτημα φυσιογνωμίας.
Για τη συζήτηση μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Πέρυσι τέτοια περίοδο, μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, η συζήτηση μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν σε σημαντικό βαθμό πιεσμένη-αν και πάντα μειοψηφικά- στην κατεύθυνση της πιθανής στήριξης σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ‘’κινηματικής συμπολίτευσης’’ σε αυτήν και άλλες παραλλαγές.
Αντανακλούσε μια πραγματικότητα αλλά φανέρωνε και την έλλειψη πολιτικής εμπειρίας και λαθεμένη πολιτική εκτίμηση για το ΣΥΡΙΖΑ βλέποντάς τον ως μια ‘’δύναμη σε ταλάντευση’’. Παραβλέποντας δηλαδή τα ταξικά και πολιτικά όρια του, ως μιας δύναμης που αδυνατεί να κινηθεί εκτός των ορίων της ΕΕ και της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας.
Η συζήτηση αυτή, έχει σήμερα σε σημαντικό βαθμό υποχωρήσει (με την πολύτιμη βοήθεια και του ΣΥΡΙΖΑ και των ερωτοτροπιών με Σόιμπλε, Ομπάμα, και ΣΕΒ), όχι χωρίς απώλειες για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή αρνητικές πολιτικές μετατοπίσεις (πχ Πρωτοβουλία των 1000, με συμμετοχή και τμήματος της ΑΡΑΝ)
Αναπτύσσεται ωστόσο μια νέα συλλογιστική, συχνά από αγωνία να καλυφθεί ένα πραγματικό κενό στην ελλιπή διαπραγμάτευση από μεριάς ΑΝΤΑΡΣΥΑ του θέματος κυβέρνησης και εξουσίας και ως κακότεχνη άμυνα απέναντι στην κυβερνητική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Με κίνδυνο απλοποίησης και χωρίς διάθεση απαξίωσης, η άποψη αυτή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Πρώτο: Αναζητείται ένα υποσύνολο (ή και η πλήρης υποκατάσταση) του αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε αυτό να φαίνεται σαφώς ‘’ρεαλιστικό’’ και να μπορεί να υλοποιηθεί εδώ και τώρα, με κάπως κουραστικές διαβεβαιώσεις ότι αυτό δεν προϋποθέτει επανάσταση. Αυτό το ‘’υποπρόγραμμα’’ έχει διάφορες παραλλαγές. Κοινός παρονομαστής όμως είναι η αποσύνδεση των στόχων από την ανατρεπτική αντικαπιταλιστική πολιτική λογική που τα συνέχει, η απόσπασή τους από τους δρόμους και τα μέσα επιβολής τους, η μετατροπή τους σε απλά ‘’σημεία’’ προς διαπραγμάτευση και κατά βάση στον κοινοβουλευτικό εκλογικό στίβο.
Δεύτερο: Εφόσον το πρόγραμμα αυτό τυγχάνει άμεσης εφαρμογής και δεν έχει ως προϋπόθεση κάποια επαναστατική αντικαπιταλιστική μεταβολή, προτείνεται ο στόχος μιας κυβέρνησης που θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα. Εδώ πραγματικά υπάρχει ορυμαγδός κυβερνητικών προτάσεων, που εμφανίζονται να έχουν ως μοναδική προϋπόθεση ρεαλιστικής εφαρμογής τους απλά την ….τόλμη της προβολής τους. Αν πούμε στο λαό είμαστε έτοιμοι και θέλουμε να σε κυβερνήσουμε, αυτός θα πετάξει και το φόβο και τη σκούφια του. Σα να μη λείπουν άλλα πράγματα που αφορούν την υλικότητα την ταξικών συσχετισμών, το επίπεδο και τη μαχητικότητα των αγώνων, την ύπαρξη επαναστατικών πολιτικών πρωτοποριών με πρόγραμμα και σχέδιο. Και όλα αυτά την ώρα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μαχητικά ούτε μία πολιτική επιστράτευση. Εκεί αμέσως η συζήτηση αλλάζει…
Τρίτο: Για να έχει ρεαλιστικότητα η πρόταση της κυβέρνησης, συμπληρώνεται από την προβολή και μάλιστα με επείγοντα τρόπο της ανάγκης για ένα πολιτικό μέτωπο (αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο ή άλλες ονοματοδοσίες, αλλά πάντως όχι αντικαπιταλιστικό), διαφορετικό από αυτό που θέτουν οι Θέσεις για τη Συνδιάσκεψη, ακριβώς πάνω στη βάση ενός ‘’πιο εφικτού’’ προγράμματος και μιας άμεσης ‘’κυβερνητικής λύσης’’. Σε ότι αφορά τη συνεργασία με το ΣΧΕΔΙΟ Β του Αλαβάνου, προσπερνιέται έντεχνα το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ήδη απευθύνει πρόταση μετωπικής πολιτικής συμπόρευσης, με συγκεκριμένη πρόταση για το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Δύσκολο να μην είναι γνωστό αυτό. Υπάρχει διαφωνία με το περιεχόμενο αυτό, το οποίο σημειωτέον είναι ομόφωνα διαμορφωμένο; Γιατί γίνεται τόση φασαρία αν δεν έχουν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις για την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Μήπως ήταν πιο λογικό όχι να ρωτούν δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά όλες μαζί να υπερασπίζουν την κοινή συλλογική πρόταση και να ζητούν συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση από το ΣΧΕΔΙΟ Β; Θεωρείται άραγε τόσο αυτονόητο ότι πρέπει να προτάσσονται κριτικές και πολεμικές μεταξύ των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την ίδια στιγμή που μάλλον θεωρείται αμαρτία να γίνεται οποιαδήποτε αξιολόγηση και κριτική των προγραμματικών στοιχείων του νεότευκτου σχηματισμού του ΣΧΕΔΙΟΥ Β; Είναι πραγματικά απορίας άξιον πως η εύκολη απόδοση ‘’κακών προθέσεων’’ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (από δυνάμεις της!) για έλλειψη ενωτικής πολιτικής, κατά ένα περίεργο τρόπο συνοδεύεται από την θεώρησης ως ενωτικής πολιτικής την ανάληψη χωριστικών πολιτικών πρωτοβουλιών μαζί με άλλες δυνάμεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που διασπούν τον κόσμο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Σε ότι αφορά την ουσία της και για τους λόγους που εκτέθηκαν προηγούμενα, η συλλογιστική αυτή, παρά τις καλές της προθέσεις, δεν συμβάλλει σε ένα προχώρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Από πολιτική άποψη, είναι πισωγύρισμα σε αυταπάτες που μόνο σύγχυση προκαλούν.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά το ζήτημα της μετωπικής πολιτικής συμπόρευσης, ωθεί σε πολώσεις, που τελικά βάζουν εμπόδια σε μια δημοκρατικά καταληγμένη συμπόρευση αρχών και προοπτικής με άλλα ρεύματα.
Η συστράτευση ευρύτερων δυνάμεων τόσο στο επίπεδο αυτών που διαφοροποιούνται ριζοσπαστικά στη βάση των εργαζομένων, όσο και σε επίπεδο οργανωμένων πολιτικών ρευμάτων και δυνάμεων, θα προχωρήσει διότι αποτελεί αναγκαιότητα. Η βάση που θέτει για αυτό η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί την ουσιαστική εγγύηση και δέσμευση για αυτό. Η υπεράσπισή της και η συγκεκριμενοποίησή της με ένα σύνολο πρωτοβουλιών, θα αποτελέσει λυδία λίθο με την οποία θα κριθούν όλοι, εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Σε ότι αφορά την στόχευση της κάλυψης ενός ‘’κενού’’ απέναντι στην κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η πρόταση αυτή αποδεικνύεται όχι μόνο αναποτελεσματική αλλά και δούρειος ίππος, ανεξάρτητα από προθέσεις, ειδικά σε μια προοπτική εκλογικών αναμετρήσεων όπου θα τίθενται κυβερνητικά διλλήματα.
Αν έχεις αποδεχτεί τη λογική πως κριτήριο για τη ‘’σοβαρότητα’’ ενός προγράμματος είναι η εφαρμοσιμότητά του εντός του συστήματος ή εντός και επι τα αυτά του συστήματος σε μια φαντασιακή διαδικασία ‘’διαρθρωτικών αλλαγών’’, μάλλον είναι δύσκολο να αντισταθείς στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ‘’τέλος πάντων και τι θα πείραζε τώρα αν αφαιρούσατε και μερικά ακόμη σημεία, για να συμφωνήσουμε;’’ Πέντε πάνω, πέντε κάτω…
Αν ο δρόμος της σωτηρίας μας εδώ και τώρα περνάει μέσα από μια κυβέρνηση, μήπως είναι λίγο εξωπραγματικό να πειστεί κανείς ότι είναι περισσότερο βάσιμη μια κυβέρνηση…ΑΝΤΑΡΣΥΑ από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;
Είμαστε σίγουροι ότι η γόνιμη συζήτηση μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα τροποποιήσει αυτές τις απόψεις, διότι διαφορετικά οι φορείς τους θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αν επιμείνουν σε αυτό το δρόμο, δημιουργώντας παράλληλα προβλήματα στο εγχείρημά μας.
Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μαχών
Και μόνο ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί μπροστά στη Συνδιάσκεψη, αποδεικνύει πως όσοι φαντάζονται ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μετατραπεί σε 13η συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ ή αριστερό κακέκτυπο του ΚΚΕ, πλανώνται άσχημα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συσπειρώνει ένα σημαντικό αντικαπιταλιστικό δυναμικό, κομμουνιστικής αναζήτησης και αναφοράς με έντονη παρουσία της νεολαίας και αυξανόμενη επιρροή σε εργατικά στρώματα.
Να έχουμε συναίσθηση ωστόσο πως είμαστε πολύ μα πολύ αδύνατοι για να αντιπροσωπεύσουμε την αναγκαιότητα που μας γέννησε.
Χωρίς καμία υποτίμηση στις πολιτικές πλευρές των οργανωτικών ζητημάτων, μάλλον τα μεγάλα ελλείμματα είναι πολιτικά και ιδεολογικά.
Είναι ελλείμματα εργατικής ταξικής σύνδεσης, οικοδόμησης σε εργατικούς κλάδους και ανάπτυξης λογικής μαχόμενου εργατικού κινήματος.
Είναι ελλείμματα προσανατολισμού στην ταξική πάλη, στις μικρές και μεγάλες λαϊκές διεκδικήσεις.
Είναι πολιτικά προβλήματα αμφισημίας και ασάφειας, που συχνά εμφανίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ περίπου ως συμπληρωματική και διορθωτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο στο συνδικαλιστικό κοινωνικό πεδίο (π.χ. επιμονή στην πρόταση για κοινές παρατάξεις με ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και μετά από αυτά που έγιναν στην αναστολή της απεργίας των καθηγητών!), όσο και στο συνολικό πολιτικό.
Στον οργανωτικό τομέα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κινδυνεύει από τις ‘’οργανώσεις που καπελώνουν’’, ούτε από τους ‘’ανένταχτους που παραγοντίζουν’’. Αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά δυστυχώς είναι προνόμιο πολλών, οριζοντίως και καθέτως.
Κινδυνεύει όμως ισχυρά από τον μικροαστισμό, τον εγωισμό, τη στενή μίζερη οπτική των μικρο-συσχετισμών και των μικρο-εξουσιών, των παράλληλων μονολόγων, τα άχαρα παζαρέματα έξω από τη λογική της ουσιαστικής αντιπαράθεσης και σύνθεσης, τα ασυλλόγιστα ξεχωριστά ‘’πολιτικά σχέδια’’, που υποβαθμίζουν τη συλλογική ανάπτυξη, τον άκρατο πολιτικό τακτικισμό.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα νέο μέτωπο με αναπόφευκτα προβλήματα. Ιστορικά δεν υπήρξε κανένα πλατύ επαναστατικό μέτωπο, χωρίς να έχει πυρήνα ένα ισχυρό πολιτικά και ιδεολογικά κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Ένας σύντροφος έλεγε πρόσφατα σχετικά: ‘’Ναι το ΚΚΕ έφτιαξε το ΕΑΜ, αλλά και το ΕΑΜ έφτιαξε και γιγάντωσε το ΚΚΕ’’. Ας έχουμε στο νου μας αυτή τη διπλή ανάγκη.
Ένα είναι το βασικό και αδιαπραγμάτευτο κριτήριο για την ορθή αντιμετώπιση των προβλημάτων μας: Να υπερασπίσουμε, να προβάλλουμε τη φλόγα του ανιδιοτελούς ταξικού αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και την κοινωνική απελευθέρωση, της επαναστατικής στράτευσης, της αδιαπραγμάτευτης συντροφικής αλληλεγγύης, κόντρα σε όλη την φαυλότητα του αστικού κοινοβουλευτισμού, της πολιτικής ως αυτοσκοπό, του σχολαστικισμού, της συνήθειας.
Έρχονται μάχες μπροστά μας απίστευτης έντασης και κοινωνικής και πολιτικής αγριότητας. Συσσωρεύεται εύφλεκτο υλικό. Η προετοιμασία μας πρέπει να είναι ανάλογη. Η ιστορία προχωράει με άλματα και όχι με πρόχειρες τακτοποιήσεις. Θα ζήσουμε είτε τη συντριβή από μια αντεπανάσταση που είναι με ορμή σε εξέλιξη, είτε την είσοδο σε επαναστατικά γεγονότα. Αν με αυταπάτες και νεροπίστολα βρεθούμε σε αυτή την τιτάνια μάχη, θα μας ταιριάζει ο στίχος του τραγουδιού: «Ούτε "αχ" δε θα πω
αφού έδωσα μπέσα».
Είμαστε απαραίτητοι, μόνο ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μαχών και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής ανατροπής για τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα.
Παναγιώτης Μαυροειδής, ΤΕ Ανατολικής Αττικής
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια