Αντλώντας δύμανη απ’ τις ιστορικές μας ευθύνες, να προχωρήσουμε ως την ολική νίκη [των Μαρία Πισίνα, Γιώργου Πισίνα]

Τους τελευταίους μήνες, το εργατικό κίνημα(ΕΚ) και η αριστερά έχουν μπει σε μια κατάσταση αναμονής των εξελίξεων, αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στον αντίπαλο. Κι ο αντίπαλος δεν μένει με τα χέρια σταυρωμένα. Προχωρά όλο και πιο βαθιά στην ολοκλήρωση του σχεδίου της καπιταλιστικής υπέρβασης της κρίσης, ενώ παράλληλα στο σκάκι της ταξικής πάλης κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Ακόμη η αστική τάξη βάζει μπροστά όλο και περισσότερο τα πιο σκληρά της όπλα: φασίστες, κοινωνικός αυτοματισμός, επιστρατεύσεις κλπ. Ωστόσο αυτή η βουβή περίοδος – από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος και της αριστεράς – δεν είναι μια περίοδος άτακτης οπισθοχώρησης. Αντίθετα, είναι μια περίοδος δοκιμασιών, μεγάλων ερωτημάτων και προετοιμασίας της επανεμφάνισής μας στο προσκήνιο. Σ΄ αυτή τη συγκυρία, πολλές φορές, σε μια προσπάθεια ενέσεων αισιοδοξίας, βάζουμε τον πήχη εκεί που μας βολεύει, ώστε να τον πηδήξουμε εύκολα. Όμως, η σκληρή αλήθεια είναι ότι τον πήχη δεν τον βάζει η αριστερά εκεί που θέλει, αλλά τον βάζει η ιστορία εκεί που πρέπει.

 

Όσο στρατευμένος κι αν είναι κανείς στην υπόθεση της ταξικής πάλης και του κομμουνισμού, αυτός ο πήχης, που  βάζει η ιστορία, του φαντάζει βουνό. Όμως δεν πρέπει να αποκαρδιωνόμαστε, αφού οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που πάντοτε συγκρούονταν με γίγαντες, και σήμερα αυτό που χρειαζόμαστε είναι ο κατάλληλος χάρτης που θα μας οδηγήσει στην κορυφή του βουνού.

 

Κι έτσι η αριστερά προχωρά σε αλλεπάλληλα συνέδρια και συνδιασκέψεις, προσπαθώντας να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής και να διαμορφώσει την προγραμματική χάρτα για την υπέρβαση της κρίσης. Σε αυτή τη συζήτηση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως πρωτοπόρα αντικαπιταλιστική δύναμη, ήρθε η ώρα να αποτιμήσει τη στάση της και το σχεδιασμό που υλοποίησε όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και να προχωρήσει στις απαραίτητες τομές και να διαμορφώσει τη στρατηγική της για την αντικαπιταλιστική υπέρβαση της κρίσης.

 

ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΛΗΣ (ΑΠΠ)

 

Αρχικά λοιπόν, ο λόγος για το Αντικαπιταλιστικό Πρόγραμμα Πάλης. Και αυτό όχι ως εγκεφαλικό πόνημα των δυνάμεών μας αλλά ως εκείνο το αναγκαίο πρόγραμμα που πρέπει να επιβάλει ο ίδιος ο λαός για την επιβίωσή του. Για εμάς, υπάρχουν δύο σοβαρά ζητήματα σε σχέση με το ΑΠΠ: σε πρώτο επίπεδο το έλλειμμα στο πως το αντιλαμβανόμαστε και άρα το παλεύουμε, και σε δεύτερο επίπεδο η αναγκαιότητα της εμβάθυνσης του.

 

Σε πρώτο επίπεδο λοιπόν το ΑΠΠ συγκροτείται από δύο στοιχεία: πρώτον από το στοιχείο της κατεύθυνσης που πρέπει να βάζει το πρόγραμμα για να οικοδομήσουμε την κοινωνία που θέλουμε και δεύτερον από το στοιχείο της επιβίωσης του λαού. Ας σημειωθεί ότι αυτά τα δύο στοιχεία είναι διαλεκτικά συνδεδεμένα, διότι το ζήτημα της επιβίωσης του λαού είναι κενό γράμμα χωρίς την αντικαπιταλιστική ανατροπή και αντίστροφα. Όταν δηλαδή, στον καπιταλισμό που αναδιαρθρώνεται, διαμορφώνεται μια κοινωνία όπου ο λαός θα ζει στα πρόθυρα της εξαθλίωσης, εμείς πρέπει να χτίζουμε μια κοινωνία εργατικής δημοκρατίας η οποία θα συγκρούεται ενιαία με το καπιταλιστικό οικοδόμημα. Και δεν αρκεί να χτίζουμε απλά σοσιαλιστικές νησίδες που δεν ενοποιούνται από τη μία και, από την άλλη δεν συγκρούονται με τον ταξικό εχθρό, κερδίζοντας έδαφος στην ταξική πάλη.

 

Το ζήτημα της κατεύθυνσης στο ΑΠΠ εμφανίζεται πρώτον στην συνολική λογική του προγράμματος για το ότι αυτό επιβάλλεται μέσω της ταξικής πάλης όπου στην κάθε επιμέρους νίκη η εργατική τάξη κερδίζει έδαφος έναντι της αστικής και παράλληλα οργανώνεται σε ανώτερο επίπεδο, διαμορφώνοντας έτσι σταδιακά δομές δυαδικής εξουσίας. Δεύτερον το ζήτημα της κατεύθυνσης μπαίνει και επειδή στη διαδικασία της ταξικής πάλης, πέρα από την όλο και καλύτερη οργανωτική συγκρότηση του εργατικού κινήματος, λόγω από τη μία πλευρά της πολιτικής αναβάθμισης του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής του στράτευσης και, από την άλλη λόγω της υπαρκτής ανάγκης για επιβίωση, η εργατική τάξη συγκρούεται με τον πυρήνα της αστικής κυριαρχίας καταλαμβάνοντας μέσα παραγωγής και συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της επαναστατικής ανατροπής. Αυτό το στοιχείο της κατεύθυνσης που πρέπει να μπαίνει από το ΑΠΠ, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνευτεί ως μια κατάσταση ειρηνικής συνύπαρξης με τον καπιταλισμό, στο βαθμό που έρχεται σε άμεση ρήξη με το αστικό κράτος. Το ζήτημα της κατεύθυνσης του ΑΠΠ, δεν μπορεί να υπάρξει, ωστόσο, χωρίς ολοκληρωμένη και ενιαία αντίληψη από πλευράς του μετώπου για το ζήτημα του εργατικού κινήματος.

 

Από την άλλη πλευρά όσον αφορά το ζήτημα της επιβίωσης του λαού, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να αντιληφθεί αρχικά ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης είναι απαραίτητο στο σήμερα για την λαϊκή επιβίωση, και μονόδρομος για την εργατική τάξη. Δηλαδή για παράδειγμα η διαγραφή του χρέους είναι απαραίτητο μέτρο για την επιβίωση του λαού. Όμως το πρόγραμμα είναι μια ολότητα (όλον) που μπορεί να εφαρμοστεί σταδιακά, δηλαδή κομμάτι κομμάτι από σημείο σε σημείο στη διαδικασία της ταξικής πάλης, αλλά πρέπει να εφαρμοστεί στο σύνολο του για να είναι επιτυχημένο. Δεύτερον, το στοιχείο της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης αποτελεί κομμάτι του προγράμματος που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την ολότητα του. Διότι η αντικαπιταλιστική φύση του προγράμματος είναι αυτή που διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί προς όφελος του λαού και όχι από αστική σκοπιά. Και αυτό έχει σημασία διότι η διαγραφή του χρέους για παράδειγμα ή οι εθνικοποιήσεις ή η έξοδος από την ΕΕ μπορούν να εφαρμοστούν και από αστική σκοπιά.

 

Με την παραπάνω λογική πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα μέλη της να αντιλαμβάνονται και να παλεύουν το ΑΠΠ διότι μόνο με αυτή τη λογική μπορεί πραγματικά να επιβιώσει ο λαός, μέσω μιας διαδικασίας συγκρούσεων με το κεφάλαιο για να διεκδικήσει τον πλούτο που του υφαρπάζουν και τη ζωή που επιθυμεί. Επιπρόσθετα όμως, είναι αναγκαίο και να εμβαθύνουμε το ΑΠΠ με βάση την παραπάνω λογική, καθώς υπάρχουν σοβαρά ζητήματα τα οποία δεν απαντάει. Έτσι για παράδειγμα πρέπει να δούμε σοβαρά πως απαντάμε στο ζήτημα της εξουσίας ή σε πιο επιμέρους ζητήματα τακτικής. Για να γίνει όμως αυτό είναι απαραίτητο από τη διαδικασία της συνδιάσκεψης να προχωρήσουμε σε ουσιαστική πολιτική αναβάθμιση και ενοποίηση ώστε να προχωρήσουμε και στην εμβάθυνση του ΑΠΠ. Πρέπει όμως παράλληλα να κάνουμε τομή και στην οργανωτική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (κλαδικές και ειδικές επιτροπές, τοπικές συνελεύσεις), ώστε η εμβάθυνση του ΑΠΠ να γίνει μέσα από μια γόνιμη διαδικασία του συλλογικού διανοητή σε αλληλεπίδραση με τον κόσμο του κινήματος και όχι σε γραφεία κεκλεισμένων των θυρών.

 

ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ

 

Η λογική με την οποία αντιλαμβανόμαστε το πρόγραμμά μας είναι εκείνη η οποία δίνει την ταυτότητα στο μέτωπο και τη στοχοθεσία του. Αν λοιπόν έχουμε χαρτογραφήσει τους στόχους και το χαρακτήρα του μετώπου είναι αναγκαίο στο σήμερα να προχωρήσουμε σε ουσιαστικές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Ωστόσο οι πολιτικές συμμαχίες δεν είναι αυτοσκοπός αλλά γίνονται με τη λογική της μετατόπισης πολιτικών δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και με βάση το κατά πόσο αυτές είναι χρήσιμες για το λαϊκά στρώματα. Έτσι δεν μπορεί το μέτωπο να πηγαίνει πίσω στα πολιτικά του κεκτημένα , πολύ περισσότερο όταν αντιλαμβάνεται το πρόγραμμα ως ολότητα και όχι ως μεμονωμένα στοιχεία από τα οποία μπορεί να περικόψει μερικά. Αντίθετα το μέτωπο πρέπει να επιδιώκει τη μετατόπιση άλλων δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση διαμορφώνοντας επιμέρους συμμαχίες αναγκαίες για το κίνημα (ΚΕΔΕ, Πρωτοβουλία κατά της ΕΕ και του Ευρώ), μέσα από τις οποίες είναι δυνατή και η μετατόπιση πολιτικών δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Αυτή πρέπει να είναι η πολιτική συμμαχιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η συγκρότηση δηλαδή επιμέρους συμμαχιών αναγκαίων για το κίνημα, και όχι η δημιουργία ενός ευρύτερου πολιτικού μετώπου γύρω από το ίδιο το μέτωπο.

 

Παράλληλα με την πολιτική συμμαχιών πρέπει να υπάρχει η πολιτική διεύρυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία θα πρέπει να προκύπτει μέσα από τις διεργασίες του κινήματος και τις επιμέρους συμμαχίες. Σε αυτή τη λογική, είναι σημαντικό να επιδιώξουμε την διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τόσο με ανένταχτους αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όσο και με πολιτικές δυνάμεις οι οποίες υιοθετούν την πολιτική αντίληψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτή τη διεργασία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι απλά δεν μπορεί να πηγαίνει πίσω από τα πολιτικά της κεκτημένα, αλλά αντίθετα μέσα από τη διαδικασία διεύρυνσης πρέπει να επιδιώκει την όλο και ανώτερη πολιτική της αναβάθμιση.

 

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

 

Στη συγκυρία που ζούμε, όπου το αντίπαλο στρατόπεδο μοιάζει να είναι πιο συγκροτημένο από ποτέ ενώ παράλληλα εξαπολύει τα πιο σκληρά του όπλα, το εργατικό κίνημα αδυνατεί να ορθώσει ανάστημα και να δημιουργήσει ανεπανόρθωτους τριγμούς στην αστική πολιτική. Λόγω των μαχών που αδυνατούν να κερδίσουν διαμορφώνεται μια γενικευμένη ηττοπάθεια στο εργατικό κίνημα, ενισχύοντας τις τάσεις υποταγής, και συχνά εμφανίζεται μια λογική ατομικού δρόμου στον αγώνα της επιβίωσης. Όμως πολλές μάχες μπορεί να μην νικάνε, αλλά ποτέ δεν πάνε χαμένες. Πάντοτε οι μάχες, είτε νικηφόρες είτε όχι, αποτελούν παρακαταθήκη για το εργατικό κίνημα. Με αυτή τη λογική επιδιώκουμε μέσα από τις διαρκείς μάχες και συγκρούσεις να αποδυναμώνεται ο αντίπαλος ενώ παράλληλα να οργανώνεται και να αποκτά εμπειρία το εργατικό κίνημα με στόχο να φτάσει στο συσχετισμό εκείνο που θα του επιτρέψει την τελική προέλαση των εργατικών δυνάμεων.

 

Στο σήμερα λοιπόν δεν μπορούμε να κάνουμε μικροπολιτικές συζητήσεις για συμμαχίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις – οι οποίες σε τελική ανάλυση δεν μας φέρνουν σε καλύτερες θέσεις μάχης, αλλά αντίθετα μας πάνε πίσω στο ζήτημα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής – όταν με δική μας τεράστια ευθύνη το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να ορθοποδήσει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα των αγώνα των επιστρατευμένων εκπαιδευτικών, έναν αγώνα που τελικά δεν δόθηκε ποτέ.

 

Αυτό το οποίο πρέπει να κάνουμε στο σήμερα είναι να ανασυγκροτήσουμε το εργατικό κίνημα, έτσι ώστε μετά από κάθε μάχη που θα δίνει να βρίσκεται με καλύτερους συσχετισμούς απέναντι στην αστική τάξη και να οργανώνεται σε ανώτερο επίπεδο. Ο αναγκαίος στόχος για το εργατικό κίνημα σήμερα είναι να φτάσει σε επίπεδο συγκρότησης οργάνων λαϊκής επιβολής, ώστε να μπορέσει να επιβάλει το πρόγραμμά του.

 

Πως όμως το εργατικό κίνημα μπορεί στο σήμερα να κάνει βήματα σε αυτή την κατεύθυνση; Για εμάς αποτελεί αναγκαία συνθήκη η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής λογικής μέσα στο εργατικό κίνημα, αλλά και η ανάπτυξη των αναγκαίων χαρακτηριστικών που θα του επιτρέψουν να ανεξαρτητοποιηθεί και να έρθει σε πλήρη σύγκρουση με αστική ηγεμονία σε όλα τα επίπεδα. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι, για εμάς, ο ανεξάρτητος συνδικαλισμός ο οποίος επιτρέπει στο ΕΚ να έρθει σε πλήρη σύγκρουση με το αστικό κράτος, καθώς αν είναι εξαρτημένος τότε οι σχέσεις του με το κράτος πάντα θα αποτελούν τροχοπέδη.  Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό δεν μπορεί να είναι άλλο από την εργατοδημοκρατική συγκρότηση των σωματείων και των οργάνων τους, η οποία αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στη γραφειοκρατικοποίηση αλλά και απαραίτητη συνθήκη για την μετέπειτα συγκρότηση οργάνων λαϊκής επιβολής. Αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να γίνεται ο συνδικαλισμός από τους εργαζόμενους για τους εργαζόμενους και, για να γίνει «η εργατική τάξη από τάξη καθ’ εαυτήν, σε τάξη για τον εαυτό της».

 

Σε αυτή την κατεύθυνση είναι, για μας, αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κάνει σοβαρά βήματα στις θέσεις της για την οργάνωση του εργατικού κινήματος, με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά και για την συγκρότησή του σε κλαδικό, τοπικό και πανελλαδικό επίπεδο, κόντρα στον υποταγμένο συνδικαλισμό της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Σημαντικό κομμάτι της συγκρότησης του εργατικού κινήματος αποτελεί το ζήτημα των ανέργων και το πώς αυτό το κομμάτι της τάξης θα μπορέσει να αποτελέσει οργανικό σώμα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Σε αυτό το επίπεδο υπάρχει πολύ σοβαρό έλλειμμα, ειδικά σήμερα που η ανεργία πλησιάζει το 30% και, στους νέους είναι υπερδιπλάσια.

 

Σε ότι αφορά την ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον εργατικό συνδικαλισμό, είναι για μας προωθητική και αναγκαία ,στο σήμερα, η συγκρότηση ενιαίου πανελλαδικού συνδικαλιστικού φορέα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς συνολικά. Αυτό μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην ενοποίηση των επιμέρους κλαδικών αγώνων, αλλά και στην παρέμβαση των ταξικών δυνάμεων από καλύτερες θέσεις, καθώς θα δώσει τη δυνατότητα στους επιμέρους αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να σχεδιάζουν κοινό βηματισμό των δυνάμεών μας για το ΕΚ. Σε δεύτερο επίπεδο μία τέτοια κίνηση θα μπορεί ευκολότερα να έρθει σε επαφή με εργαζόμενους και σωματεία στα οποία δεν έχουμε παρουσία.

 

Σε αυτήν την συγκυρία με την αναβαθμισμένη προέλαση της αστικής επίθεσης, και τα νέα εργαλεία τα οποία επιστρατεύει, υπάρχει αντίστοιχα και αναβαθμισμένη ευθύνη των συνδικαλιστών των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στο να μπορούν να οργανώνουν τους αγώνες που θα έρθουν στο επόμενο διάστημα έτσι ώστε να μπορούν να νικήσουν. Στην εποχή των προληπτικών επιτάξεων, των εφόδων της αστυνομίας στις απεργίες (χαλυβουργία, ΜΕΒΓΑΛ), αλλά και πιθανών εφόδων παρακρατικών μηχανισμών είναι σημαντικό να οργανώνουμε τους αγώνες τόσο συγκροτημένα ώστε να έχουν τους καλύτερους όρους για να είναι νικηφόροι. Όταν ο καπιταλισμός επιστρέφει στο 1900, που οι απεργίες ήταν παράνομες και ο συνδικαλισμός ιδιώνυμο έγκλημα, αντίστοιχα πρέπει και το ΕΚ να επιστρέψει στους μεθόδους προστασίας των αγώνων του που χρησιμοποιούσε τότε (απεργιακές επιτροπές, σοβαρές περιφρουρήσεις απέναντι σε απεργοσπάστες και ροπαλοφόρους του κράτους ή του παρακράτους). Όπως τότε οι απεργίες ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως οι εργάτες τον Μάη στο Σικάγο ήταν πρόθυμοι να τραβήξουν στα όρια της συγκρούσεις, έτσι και σήμερα, γνωρίζοντας που θα μπορούσε να φτάσει μια απεργία όπως αυτή των εκπαιδευτικών, πρέπει να ήμαστε προετοιμασμένοι για όλα.

 

Στην εποχή που τον πήχη τον βάζει η ιστορία εκεί που πρέπει και όχι εμείς εκεί που μας βολεύει, πρέπει να αντιληφθούμε τις πραγματικές ευθύνες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και ιδιαίτερα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. ως ηγεμονικής δύναμης σε αυτήν. Είμαστε, όμως, αισιόδοξοι ότι η διαδικασία της 2ης Συνδιάσκεψης, αλλά και η μετέπειτα συζήτηση και πολιτική δράση μας θα μας οδηγήσουν στο να αξιοποιήσουμε ουσιαστικά την ιστορική ευκαιρία που ανοίγεται για την υπόθεση του κομμουνισμού.

 

Μαρία Πισίνα, Τ.Ε. Αμαρουσίου, φοιτήτρια Φιλοσοφικής
Γιώργος Πισίνας, Τ.Ε. Αμαρουσίου, φοιτητής ΑΣΟΕΕ­­­