Αναζητώντας μια άλλη κοινωνία: Για τη στρατηγική και την τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [του Πάνου Δαμέλου]

 

Οι παρακάτω σκέψεις ξεκίνησαν ως δύο ξεχωριστά κείμενα, ωστόσο στην πορεία αποφάσισα να τα βάλω μαζί γιατί το ένα χωρίς το άλλο δίνει μάλλον λειψή εικόνα γι’αυτό που προσπαθώ να πω. Δύο άμεσα καθήκοντα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ λοιπόν, το πρώτο για το στρατηγικό στόχο, το δεύτερο για την τακτική συμμαχία σε πολιτικό επίπεδο, δύο καθήκοντα τα οποία πρέπει να φροντίσουμε άμεσα, εξίσου, παράλληλα και εντατικά.

 

Α. Για την αποποινικοποίηση του κόκκινου (και την άνθηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού οράματος)

 

 

Ι. Έμπρακτη ρήξη με το παλιό

 

Μπορεί συχνά η κριτική που γίνεται στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να είναι άδικη και μονόπλευρη (ως γνωστόν, η ιστορία γράφεται από τους νικητές), ωστόσο ισχύει ότι αυτά υπήρξαν από πολλές απόψεις ολοκληρωτικά και καταπιεστικά – αντικατέστησαν την καταπίεση της αστικής τάξης με την καταπίεση της κομματικής γραφειοκρατίας. Ο δρόμος που έχει επιλέξει το ΚΚΕ, να υπερασπίζεται αυτά τα καθεστώτα μέχρι να περάσουν στη λήθη της ιστορίας και να πείσει τον κόσμο ότι έτσι είναι ο κομμουνισμός και η ιδανική κοινωνία, είναι και λάθος αλλά και αναποτελεσματικός. Είναι μάλλον απίθανο να πείσει σε μαζικό επίπεδο, αλλά ακόμα κι αν το καταφέρει, ένα νέο καθεστώς τέτοιου τύπου είναι καταδικασμένο να ακολουθήσει την ίδια εκφυλιστική πορεία, πορεία που μόνο προς την αταξική κοινωνία δεν ήταν τελικά, και που τραυμάτισε το κομμουνιστικό όραμα στη συνείδηση των ευρύτερων μαζών. Οι ρεφορμιστικές τάσεις είναι κυρίαρχες εντός της αριστεράς και ένας από τους λόγους είναι ότι υπάρχει φόβος για το καθεστώς που θα προκύψει από μία επαναστατική διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού. Δεν είναι άστοχο λοιπόν να πούμε ότι πρέπει να αναζητήσουμε μία τακτική «αποποινικοποίησης του κόκκινου».

 

Στον κόσμο που οραματίζεται μια άλλη κοινωνία, και ειδικά στη νεολαία, δεν είναι παράλογο το ότι είναι συχνά πολύ πιο ελκυστικές πλέον οι απόψεις του αναρχισμού, που με τις αντι-ιεραρχικές του δομές (ή μάλλον την έλλειψη μαζικών δομών) δεν προκαλεί τους ίδιους φόβους. Ωστόσο, το πρόβλημα με τον αναρχισμό είναι ότι δεν διαθέτει πειστικό πολιτικό σχέδιο για τη μετάβαση στην αταξική κοινωνία. Η θεωρία ότι μπορούμε, χωρίς κατάληψη της εξουσίας, να δημιουργούμε «νησίδες ελευθερίας» στον καπιταλισμό οι οποίες σιγά σιγά θα κυριαρχήσουν, διαψεύδεται συνεχώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πρόσφατες επιθέσεις στις καταλήψεις, όπως η «Βίλα Αμαλίας», που απέδειξαν ότι όσο αφήνεις στο αστικό μπλοκ το μονοπώλιο της εξουσίας, θα μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για να διαλύσει τις αντι-δομές σου σε μια νύχτα.

 

Είναι λοιπόν ανάγκη να διατυπώσουμε μία τρίτη αφήγηση για την επαναστατική μετάβαση στην κομμουνιστική/αταξική κοινωνία. Που δεν θα αρνείται την ανάγκη κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη, αλλά θα εμπνέει και εμπιστοσύνη ότι δεν θα καταλήξει σε μία αυταρχική γραφειοκρατία που θα ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή της. Γι’αυτόν τον σκοπό, χρειαζόμαστε ένα βαθιά δημοκρατικό φορέα, μία αντικαπιταλιστική-κομμουνιστική οργάνωση της πραγματικής δημοκρατίας. Που θα βάζει ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, όχι μόνο με την εκφυλισμένη, σταλινική του εκδοχή που υιοθετεί και το ΚΚΕ, που είναι μόνο συγκεντρωτική και καθόλου δημοκρατική, αλλά και χωρίς να επικαλείται τον «ορθό» δημοκρατικό συγκεντρωτισμό – ο «συγκεντρωτισμός» τρομάζει και παραπέμπει στον αυταρχισμό, και ίσως όχι άδικα. Άλλες εποχές, άλλα εργαλεία, άλλα συνθήματα. Ας κρατήσουμε τα καλά στοιχεία από τους τρόπους οργάνωσης του παρελθόντος και, με βάση τις στο μεταξύ εμπειρίες αλλά και την αλλαγή στο μορφωτικό επίπεδο του προλεταριάτου, ας χτίσουμε τις καινούργιες δομές που θα είναι θελκτικές για ενεργό συμμετοχή και θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη ότι όντως θα οδηγήσουν σε κάτι διαφορετικό.

 

Το στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε είναι η ενότητα στη δράση. Από εκεί και πέρα, πρέπει σήμερα να αντιπαραθέσουμε στην «αντι-ανθρώπινη» εικόνα του συγκεντρωτικού κόμματος, με τα εκατοντάδες μέλη που παπαγαλίζουν την ίδια γραμμή, έναν πλουραλιστικό, υγιή πολιτικό χώρο, με χαρακτηριστικά κοινωνίας, δηλαδή με διαφορετικές απόψεις που μπορεί να βγαίνουν και προς τα έξω. Το να εξασφαλίσουμε στη μειοψηφία τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφία, σημαίνει ότι πρέπει ο πολιτικός διάλογος να μην περιορίζεται στο εσωτερικό της οργάνωσης, ώστε να δοκιμάζεται και η άποψη της μειοψηφίας στο επίπεδο του ευρύτερου κινήματος και της κοινωνίας - και έτσι να φαίνεται και η όποια δυναμική της. Αυτό μπορεί να δημιουργεί επιφυλάξεις σε πρώτο επίπεδο, δείχνοντας μια οργάνωση-«βαβέλ», και μπορεί όντως να κάνει σε περιπτώσεις βραχυπρόθεσμα ζημιά, όταν θα βγαίνουν αντιφατικές απόψεις προς τα έξω, όμως μεσοπρόθεσμα θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του κινήματος η εικόνα ενός δημοκρατικού, πλουραλιστικού και πολυτασικού κόμματος, όπου θα εμπλέκεται η αντιπροσωπευτική με την άμεση δημοκρατία, με διαφάνεια και άμεση ανακλητότητα σε όλα τα επίπεδα, όπου οι «αντιφρονούντες» δεν διώκονται, γιατί θα φανεί ότι είναι ειλικρινής η πρόθεσή μας αλλά και η δυνατότητα για έναν κομμουνισμό με ελευθερία. Το νέο όραμα, δηλαδή, που χρειάζεται η κοινωνία σήμερα για να εμπνευστεί και να στρατευθεί ολόψυχα σε έναν σκοπό μετεξέλιξης και αυτοϋπέρβασής της. Είναι ανθρώπινη, φυσιολογική και εν τέλει κατανοητή η στάση ενός μέλους κόμματος που λέει ότι «κοίτα, προσωπικά δε συμφωνώ απόλυτα με το συγκεκριμένο, η δική μου άποψη είναι αυτή αλλά είμαι στη μειοψηφία και είναι δημοκρατικό και υγιές το ότι έχουμε αποφασίσει να κάνουμε αυτό και το κάνουμε μαζί». Αυτό πρέπει να αντιτάξουμε στην τρομακτική εικόνα του μέλους που έχει ισοπεδώσει πλήρως την προσωπικότητά του για χάρη του κόμματος και υπερασπίζεται με λύσσα θέσεις με τις οποίες μπορεί στην πραγματικότητα να μη συμφωνεί. Πώς να εμπιστευτείς και να συμπορευτείς με κάποιον που άλλα σου λέει και άλλα πιστεύει;

 

Επίσης είναι ζήτημα μέγιστης σημασίας το πώς εκπαιδεύει τα μέλη του ένα κομμουνιστικό κόμμα: όταν η «πρωτοπορία» μαθαίνει να λειτουργεί σε κλειστές ιεραρχικές δομές, με την πίστη ότι «η ηγεσία ξέρει τι κάνει», έτσι θα είναι και η κοινωνία που θα χτίσει. Αν επιδιώκεις μία κοινωνία πραγματικά χειραφετημένη, πρέπει να μαθαίνουν από τώρα όλοι όσοι είναι στρατευμένοι σε αυτόν τον σκοπό να αμφισβητούν, να συναποφασίζουν, να παράγουν πολιτική και αυτά να τα κάνουν δύναμη σύνθεσης και κοινού αγώνα για την ανατροπή. Για να φτάσουμε σε ένα νέο «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», πρέπει να οργανωθούμε με βάση το «όλη η εξουσία στις τοπικές/κλαδικές συνελεύσεις».

 

Είναι λοιπόν αναγκαία η ρητή ρήξη με τις παραδοσιακές μεθόδους του κομμουνιστικού ρεύματος. Η διατύπωση «αντικαπιταλιστική/κομμουνιστική οργάνωση της πραγματικής/άμεσης δημοκρατίας» κάνει κατανοητή με απλά λόγια τη διαφοροποίηση με μονολιθικά κόμματα τύπου ΚΚΕ, τόσο ως προς την πρακτική όσο και ως προς τον στόχο: το νέο όραμα που πρέπει να προπαγανδιστεί συστηματικά με μία διατύπωση όπως «σοσιαλισμός-κομμουνισμός με ελευθερία», «σοσιαλισμός-κομμουνισμός της πραγματικής/άμεσης δημοκρατίας» ή «εργατική δημοκρατία», ξεφεύγοντας όμως από τη συνθηματολογία και αρχίζοντας να σκιαγραφούμε αυτό το άλλο σύστημα που θέλουμε, κάνοντας κατανοητές τις διαφορές του και από την αστική δημοκρατία, αλλά και από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Ειδικά την εργατική δημοκρατία μπορούμε να την αντιπαραβάλουμε εύστοχα με την αστική δημοκρατία: κόντρα στο πολίτευμα που προστατεύει τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών, θέλουμε το πολίτευμα που θα προστατεύει τα συμφέροντα των εργαζομένων.

 

ΙΙ. Ρεφορμιστική αριστερά και Αριστερά της ανατροπής

 

Εξίσου σημαντική είναι η ξεκάθαρη διαφοροποίηση σε σχέση (και κόντρα) με τα ρεφορμιστικά σχέδια της αριστεράς, που σήμερα στην Ελλάδα εκφράζει κατά κύριο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να γίνει κατανοητό από τον κόσμο ότι εκφράζουμε ένα θεμελιωδώς διαφορετικό πολιτικό σχέδιο. Ότι ο «ειρηνικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό» έχει δοκιμαστεί και προϋποθέτει τόσο τη συναίνεση ιμπεριαλιστικών κέντρων, όσο και μέρους της αστικής τάξης. Άρα, ότι είναι ένα εξ αρχής αποτυχημένο σχέδιο, ότι τελικά ούτε ειρηνικός θα είναι ο δρόμος, ούτε τον σοσιαλισμό θα φέρει, καθώς δεν θα συγκρουστεί πραγματικά με το κεφάλαιο και δεν θα ανατρέψει τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Αυτό γίνεται όλο και πιο εμφανές από την πραγματικότητα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να πλέκει το εγκώμιο του Καραμανλή, να συναντιέται με τον Μπόμπολα, τον Θέμο κλπ, να ξεπουλά τους καθηγητές, ενώ αρνείται οποιαδήποτε σύγκρουση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι έχει στόχο μια κυβέρνηση ταξικής συνεργασίας – δηλαδή να συμφιλιώσει τον λύκο με τα πρόβατα. Είναι αναγκαία η κριτική μας σε αυτόν τον χώρο ώστε να καταρρεύσουν οι όποιες αυταπάτες υπάρχουν και να μπορέσει να ανοίξει ο δρόμος για επαναστατικές τομές, που προϋποθέτουν συγκρούσεις με όσα δεν αγγίζει ο ρεφορμισμός, δηλαδή το χρέος, την πολιτική και οικονομική σχέση μας με ΕΕ-ευρώ, τις ιδιωτικές τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις κοκ. Να γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ρεφορμιστικής και επαναστατικής αριστεράς, μεταξύ ενσωμάτωσης και ανατροπής.

 

ΙΙΙ. Τα σημερινά προτάγματά μας είναι λάθος!

 

Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα που έχουμε προτείνει είναι σωστό, απαντά στο τι πρέπει να γίνει άμεσα και πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό. Όμως είναι λάθος όταν χρησιμοποιείται σαν το βασικό ή και το μοναδικό πολιτικό πρόταγμά μας, που θέλουμε να συσπειρώσει και να εμπνεύσει την κοινωνία! Ας θυμηθούμε τον Λένιν, που συσπείρωσε τον κόσμο όχι τόσο με το πρόταγμα του κομμουνισμού γενικά (αντίστοιχα στην περίπτωσή μας της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής»), ή με το τι πρέπει να γίνει στη νομισματική πολιτική πχ, αλλά κυρίως με αιτήματα όπως να σταματήσει ο πόλεμος ή το ψωμί για όλους – πράγματα που αγγίζουν την καθημερινότητα. Αντίστοιχα σήμερα, που οι πολίτες βλέπουν όλες τις, έστω αποσπασματικές, κοινωνικές παροχές που είχαν ως τώρα να ιδιωτικοποιούνται και να θεωρούνται πολυτέλεια, η επαναστατική αριστερά πρέπει να έχει σαν πρόταγμα τα δημόσια και δωρεάν αγαθά. Μιλάμε για την παιδεία, την υγεία και τα φάρμακα, το ρεύμα, το νερό, την τροφή, τη θέρμανση, τις συγκοινωνίες. Μιλάμε για την εξαφάνιση της ανεργίας, το δικαίωμα όλων στην εργασία αλλά και στον ελεύθερο χρόνο. Κρατώντας παράλληλα αποστάσεις από τον κομματικά ελεγχόμενο κρατικό τομέα, αντιπαραθέτοντας τον κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, το δημόσιο αντί του κρατικού. Τώρα που είναι φανερό ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι καθόλου δεδομένα στον καπιταλισμό, αυτά πρέπει να έχουμε ως προτάγματα. Όχι ως υπεράσπιση των ως τώρα κεκτημένων, αλλά ως αντεπίθεση για να τα πάρουμε, αυτή τη φορά, όλα για όλους. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να στρατευτεί στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία, όταν πειστεί ότι μπορεί να έχει αξιοπρεπή ζωή, ότι είναι δικαίωμά του όλα αυτά που τώρα του στερούν ή του υπερχρεώνουν, όταν αρχίσει να γίνεται χειροπιαστό το όραμα της άλλης κοινωνίας. Στη συνέχεια απαντάς στο πώς θα γίνουν αυτά - με το μεταβατικό πρόγραμμα που θα ανοίξει τον δρόμο για την πραγματική δημοκρατία των εργαζομένων. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι κανείς δεν θα κάνει επανάσταση για «εθνικοποίηση τραπεζών» ή για «έξοδο από το ευρώ», ακριβώς γιατί αυτά δεν αγγίζουν άμεσα αλλά έμμεσα την καθημερινότητά του. Αυτά είναι κατά κάποιον τρόπο τεχνικά ζητήματα, απαντούν δηλαδή στο πώς θα πετύχεις αυτό που θέλεις και όχι στο τι κοινωνία θέλεις. Το σημείο-κλειδί δηλαδή στη δυσκολία που έχουμε στο να επικοινωνήσουμε μαζικά με τον κόσμο δεν είναι το ότι βάζουμε στην πρώτη γραμμή όλα τα σημεία και όχι μόνο ένα, πχ το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ, όπως λένε κάποιοι σύντροφοι. Το ζητούμενο είναι να θέσουμε διαφορετικά προτάγματα, να περιγράψουμε πρωτίστως τι θέλουμε και δευτερευόντως πώς θα το πετύχουμε. Όπως οι μπολσεβίκοι έθεσαν το όραμα της ειρήνης και κέρδισαν, έτσι κι εμείς πρέπει σήμερα να θέσουμε το όραμα μιας άλλης κοινωνίας, χωρίς αγωνία για τα απαραίτητα, χωρίς ανεργία, αλλά και παράλληλα χωρίς να το συνδυάζουμε με την υπακοή σε μία καταπιεστική κομματική γραφειοκρατία που θα ελέγχει τα πάντα. Μόνο έτσι μπορεί να ανθίσει μαζικά στην κοινωνία ένα νέο κομμουνιστικό όραμα και η πραγματική διάθεση για τις επαναστάσεις της νέας εποχής - και το βάρος για τη διάδοση και την προπαγάνδιση ενός τέτοιου οράματος πέφτει σήμερα αντικειμενικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 

Β. Μέτωπο Ανατροπής τώρα!

 

Όλα αυτά όμως δε σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να ταυτίσουμε την τακτική με τη στρατηγική, μιλώντας για ένα μέλλον που θα έρθει όταν γίνουν όλοι αντικαπιταλιστές και υιοθετήσουν τα οράματά μας! Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από μία παραλλαγή αυτού που κάνει το ΚΚΕ. Αντίθετα, πρέπει να επιδιώκουμε κάθε δυνατό ρήγμα στο σήμερα, που θα δώσει αυτοπεποίθηση στο εργατικό κίνημα και που μέσα από αυτή τη διαδικασία θα αποκτά όλο και βαθύτερη συνείδηση – ειδικά τώρα, που φαίνεται όλο και περισσότερο ο σοσιαλδημοκρατικός και ηττοπαθής χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που πρέπει να κάνουμε λοιπόν σήμερα, είναι ένα ανοιχτό κάλεσμα για τη συγκρότηση της συμμαχίας που θα επιδιώξει και σε πολιτικό επίπεδο την εφαρμογή της απάντησής μας για το σήμερα, του μεταβατικού δηλαδή προγράμματος. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα μπορεί -και πρέπει- να πει τα εξής:

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παίρνει την πρωτοβουλία και καλεί όλες τις δυνάμεις που κινούνται σε αριστερή και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, να συγκροτήσουμε άμεσα το Μέτωπο Ανατροπής που θα διεκδικήσει αποφασιστικά την επίτευξη των στόχων του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος, δηλαδή την ακύρωση των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την έξοδο από ευρώ και ΕΕ και την εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση, με κοινωνικό και εργατικό έλεγχο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διεκδικήσουμε μία ζωή αξιοβίωτη, για να σωθεί ο λαός από την επίθεση του κεφαλαίου και να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή αυτού του σάπιου και άδικου συστήματος. Θα είναι ένας δρόμος δύσκολος, όμως ο μόνος με προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Ξέρουμε ότι, στις συνθήκες ταξικού πολέμου που ζούμε, αυτός ο δρόμος δεν μπορεί να ανοίξει μόνο δια της ανάθεσης, απλά με μία «αριστερή κυβέρνηση». Κομβικό σημείο θα είναι η οργάνωση του ίδιου του λαϊκού και εργατικού κινήματος σε αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση του ίδιου του κινήματος και όχι του αστικού κοινοβουλίου. Ωστόσο δεν αρνούμαστε κανένα δρόμο, καμία διαφορετική προσέγγιση· στον πόλεμο που έχουν κηρύξει το κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα στον κόσμο της εργασίας, δε χωρά καμία υποχώρηση, καμία αμφιταλάντευση. Διεκδικούμε την εξουσία σε όλα τα επίπεδα για την επίτευξη των στόχων που θα φέρουν την ανατροπή. Για να νικήσει ο λαός!

 

Μία διατύπωση σε αυτό το πνεύμα ανοίγει τον δρόμο για τη συνεργασία με δυνάμεις με τις οποίες μπορεί να μη συμφωνούμε απολύτως στον τρόπο επίτευξης του προγράμματος, όμως σήμερα, δεδομένων και των συσχετισμών, είναι απαραίτητο να βαδίσουμε μαζί. Δίνει ελπίδα, γιατί δείχνει διάθεση να υπερβούμε τις «μοναδικές μας αλήθειες» προκειμένου να εφαρμοστεί το μεταβατικό πρόγραμμα, μπροστά στην κοινωνική καταστροφή του δρόμου των μνημονίων. Εξασφαλίζει την ηγεμονία της επαναστατικής αριστεράς σε αυτή τη συμμαχία, καθώς θα γίνει με δική της πρωτοβουλία και αυτή θα αποτελέσει τον κορμό της. Συνθέτει και υπερβαίνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν και εντός ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο θέμα της αριστερής κυβέρνησης, καθώς ιεραρχεί σωστά τα ζητήματα της συνολικής πολιτικής εξουσίας αλλά και δεν αποκλείει μία τέτοια εξέλιξη.

 

Ούτως ή άλλως, τα ιστορικά γεγονότα που ξετυλίγονται μπροστά μας είναι πρωτότυπα: δεν μπορούμε ούτε να τα προβλέψουμε, ούτε να τα προκαθορίσουμε, ούτε να αποκλείσουμε κανένα ενδεχόμενο – αντίθετα, πρέπει να προετοιμαζόμαστε αλλά και να προετοιμάζουμε για τα πάντα, την κάθε δυνατή εξέλιξη που μπορεί να φέρει τον κόσμο της εργασίας σε καλύτερη θέση στη μάχη που μαίνεται. Τώρα, για το αν θα συμμετέχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μία τέτοια κυβέρνηση, αν κάποια στιγμή προκύψει τέτοιο ενδεχόμενο: αυτό είναι ένα ερώτημα για τότε, που θα απαντηθεί κάνοντας τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, με τις εμπειρίες που θα έχουμε αποκομίσει στο μεταξύ. Τώρα όμως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτα. Άλλωστε, και οι μπολσεβίκοι όταν προέκυψε η ευκαιρία για επανάσταση, ήξεραν ότι το μαρξιστικώς ορθό θα ήταν η επανάσταση να γίνει σε καπιταλιστικά ανεπτυγμένη χώρα, όμως άρπαξαν την ευκαιρία. Έτσι και αν αργότερα υπάρξει ευκαιρία για ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση που θα επιχειρήσει να επιβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα, θα είναι λάθος να την αρνηθούμε – το αν θα συμμετέχουμε σε αυτήν ή θα στηρίξουμε κριτικά, είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί τότε. Εφόσον όμως συμμετέχουμε στις εκλογές, το μόνο λογικό είναι να διεκδικούμε και σε αυτό το επίπεδο την εφαρμογή όσων λέμε, μαζί με όσες δυνάμεις συμφωνούν – αλλιώς αφήνουμε το πεδίο στους πρόθυμους, που θέλουν να κάνουν «αριστερή κυβέρνηση» σε συνεργασία με τον ΣΕΒ...

 

Οι κίνδυνοι από μία τέτοια εξέλιξη είναι γνωστοί, αλλά εξαρτώνται και από το τι θα έχουμε κάνει εμείς στο μεταξύ. Η συμμαχία με ευρύτερες αριστερές δυνάμεις και ο πιθανός σχηματισμός μίας κυβέρνησης του μεταβατικού προγράμματος ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει πίσω στην ενσωμάτωση και όχι στην αντικαπιταλιστική ανατροπή, μόνο αν εμείς δεν έχουμε φροντίσει να προωθήσουμε δομές δυαδικής εξουσίας και να έχουμε πείσει για αυτή την ανάγκη, όσο θα ξετυλίγεται αυτή η δυναμική. Και εδώ συνδέεται η τακτική του Μετώπου Ανατροπής με τη διάδοση των ιδεών για την Εργατική Δημοκρατία: Αν δεν έχουμε κινηθεί και στα δύο επίπεδα, τότε αυτή η συμμαχία δε θα φανεί σαν τίποτα άλλο παρά ένας ΣΥΡΙΖΑ με πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Αυτό μπορεί να ευνοήσει τελικά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς, αν δεν είναι σαφές ότι τασσόμαστε σε ένα θεμελιωδώς διαφορετικό πολιτικό σχέδιο, τότε ίσως φανεί πιο λογικό κάποιος να προσπαθήσει να φέρει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πιο αριστερά. Ακόμα πιο σοβαρός είναι ο κίνδυνος να φανούμε σαν «μία από τα ίδια», σαν κάποιοι ακόμα «σωτήρες» που λένε πως έχουν κι αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι, το «σωστό» σχέδιο σωτηρίας, και να μπούμε στο κάδρο της γενικότερης πολιτικής απαξίωσης.

 

 

 

Μπορεί πολλά από τα παραπάνω να μην ακούγονται πρώτη φορά, όμως τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να προχωρήσουμε αποφασιστικά και με εξωστρέφεια πάνω σε αυτούς τους άξονες. Υπάρχει ξανά κόσμος που ψάχνει να ακούσει καινούργια πράγματα, που έχει ανάγκη να ανακαλύψει ξανά την ελπίδα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τώρα είχε προβληματισμούς και στα δύο αυτά επίπεδα, αλλά αμφιταλαντευόταν και τελικά δεν έριξε όλες της τις δυνάμεις ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι δεν είναι αντιπαραθετικά! Πρόκειται περί του στρατηγικού στόχου και της τακτικής στο σήμερα, είναι ζητήματα αλληλένδετα και πρέπει άμεσα να ριχτούμε ολόψυχα και να εμβαθύνουμε και στα δύο παράλληλα για να ανοίξει ο δρόμος για μια σύγχρονη επαναστατική προοπτική. Είναι στο χέρι μας να πείσουμε ότι μπορεί να υπάρξει κι άλλος δρόμος, ότι όλοι μαζί θα τον ανοίξουμε και θα τον περπατήσουμε. Για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης, για μια άλλη κοινωνία, για τον πραγματικό κομμουνισμό και την ελευθερία!

 

 

Πάνος Δαμέλος, ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Κορινθίας