- Τρί, 26/06/2018 - 08:16
ΟΚΔΕ-Σπάρτακος : Ναι στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού. Όχι στην ελληνική εθνικιστική επιβολή
Ναι στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού Όχι στην ελληνική εθνικιστική επιβολή Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ με την οποία η κυβέρνηση επαίρεται ότι «έλυσε» το μακεδονικό είναι μια πρωτοφανής στα χρονικά συμφωνία αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας μιας χώρας κατ’επιταγή μιας ισχυρότερης. Η Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΔΜ) υποχρεώνεται να καταθέσει διαπιστευτήρια (αλλαγή ονόματος, αλλαγές στα βιβλία ιστορίας, αλλαγή στον προσδιορισμό των πολιτών της), με αντάλλαγμα την άρση του βέτο της Ελλάδας για την είσοδό της σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Η συμφωνία δεν αφορά μια, έστω και ετεροβαρή, αμοιβαία υποχώρηση. Είναι μια κατάφωρη εμπέδωση της κυριαρχίας ενός πιο ισχυρού καπιταλιστικού κράτους (με 20πλάσιο ΑΕΠ και μέλους των κλαμπ των ισχυρών) σε ένα πιο αδύναμο. Με αυτή την έννοια, αν παίρνουμε στα σοβαρά τον σεβασμό στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και την εναντίωσή μας στην «δική μας» κυβέρνηση και αστική τάξη, είναι μια αντιδραστική συμφωνία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προχωράει στη συμφωνία παίζοντας έναν ταυτόχρονο διπλό ρόλο. Από τη μία, συνεχίζει με πιστότητα την «εθνική γραμμή» για το μακεδονικό, ανακυκλώνοντας μια εξαιρετικά επιθετική εθνικιστική ρητορεία. Οι δηλώσεις του Μαξίμου ότι «παίρνουμε πίσω τη Μακεδονία μας» και ότι η συμφωνία «βάζει τέλος στον αλυτρωτισμό που ενείχε η ονομασία “Δημοκρατία της Μακεδονίας”» είναι χαρακτηριστικές. Πηγαίνει μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, τονίζοντας ότι η αλλαγή του συντάγματος δεν περιλαμβανόταν στην «εθνική γραμμή» και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στα χρονικά. Οι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης, του Τσίπρα περιλαμβανομένου, περί μη ύπαρξης μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Από την άλλη, αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει με πιστότητα, σοβαρότητα, αξιοπιστία και ψυχρό ρεαλισμό τα συμφέροντα της αστικής τάξης, όπως κάνει με συνέπεια σε κάθε τομέα τα τρία τελευταία χρόνια. Το ελληνικό κεφάλαιο χρειαζόταν μια συμφωνία που θα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη συνέχεια της διείσδυσής του στη ΔΜ, όπου αποτελεί κορυφαίο επενδυτή, ιδίως σε μια περίοδο κρίσης κατά την οποία έχει πληγεί και αυτό. Οι δηλώσεις Μίχαλου είναι ενδεικτικές για το πώς οι ελληνικές επιχειρήσεις επωφελούνται από αυτού του είδους τη διευθέτηση. Μακριά λοιπόν από τις «υπερβολές» των «Μακεδονομάχων» της δεξιάς αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση (αν εξαιρέσουμε την ακροδεξιά πτέρυγα των ΑΝΕΛ) παρουσιάζεται ως ο υπεύθυνος υπερασπιστής των εθνικών, δηλαδή των αστικών, συμφερόντων. Στην πορεία της αυτή βρίσκει πιστό σύμμαχο την κυβέρνηση Ζάεφ, ο οποίος, στα πλαίσια του αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας του, εμφανίζεται πρόθυμος να έρθει σε ρήξη με τις ιαχές της προηγούμενης κυβέρνησης Γκρούεφσκι και να κάνει τεράστιες, ουσιώδεις παραχωρήσεις, σε θέματα που μέχρι πρότινος ήταν ταμπού, προκειμένου να ενταχθεί στους υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Με τη συμφωνία, η Ελλάδα (δηλαδή η ελληνική αστική τάξη) αποσπά δια του εκβιασμού πολύ σοβαρές κατακτήσεις εις βάρος της πιο αδύναμης οικονομικά γειτονικής χώρας. Εκτός του ότι την υποχρεώνει να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα, την υποχρεώνει να σβήσει από το σύνταγμα τις αναφορές στους εθνικά Μακεδόνες εκτός της χώρας, δηλαδή κλείνει οριστικά το ζήτημα της αναγνώρισης της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Μιας μειονότητας που καταπιέστηκε και κυνηγήθηκε επί δεκαετίες από το ελληνικό κράτος σβήνει επίσημα από την ιστορία. Η συμφωνία ανοίγει ακόμα διάπλατα την πόρτα της περαιτέρω διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στη γείτονα, μέσα από τις δεσμεύσεις για «οικονομική συνεργασία» και ενθάρρυνση των επενδύσεων από τη μια χώρα στην άλλη. Μέχρι και λόγο στην Ελλάδα δίνει για το πώς θα λέγονται τα αγάλματα και τι θα διδάσκεται στα σχολικά εγχειρίδια της. Τα τελευταία παρουσιάζονται σαν αμοιβαίες δυνατότητες, αλλά μέχρι και ο πιο αφελής καταλαβαίνει ποια χώρα είναι η ισχυρή μεταξύ των δύο, και επομένως ποια θα επενδύσει και θα ασκήσει πολιτιστική επιτροπεία στην άλλη. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχουν κάθε λόγο να χαίρονται. Η επέκταση στα Βαλκάνια προχωράει απρόσκοπτα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τις αντίπαλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα). Αυτό συνιστά μια επικίνδυνη εξέλιξη τόσο για την ευρύτερη περιοχή, καθώς επεκτείνεται η πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και η μηχανή λιτότητας και ρατσισμού της ΕΕ, όσο και για τη ΔΜ, καθώς το μόνο που θα σημάνει είναι ενίσχυση του μιλιταρισμού, αύξηση των πολεμικών δαπανών και προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Στεκόμαστε δίπλα στην αριστερά στη ΔΜ που παλεύει ενάντια στην ένταξη αυτή από ταξική και διεθνιστική σκοπιά, σε πολύ αντίξοες πολιτικές συνθήκες. Η αντίθεση στην προοπτική της ΕΕ και του ΝΑΤΟ είναι υπόθεση του αγώνα της εργατικής τάξης της ΔΜ, και όχι του αντιδραστικού εθνικιστικού ελληνικού βέτο. Ωστόσο, η εμμονή μόνο σε αυτή την πλευρά της συμφωνίας συσκοτίζει την πραγματικότητα. Το Μακεδονικό δεν δημιουργήθηκε ούτε «ανακινείται» από τους ευρωατλαντικούς μηχανισμούς. Οι ΗΠΑ και οι περισσότερες χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ έχουν αναγνωρίσει από την αρχή την ΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, ενώ οι ΗΠΑ διατηρούν και μια τεράστια βάση στο έδαφός της. Το θέμα της ονομασίας υπάρχει μόνο λόγω της ελληνικής άρνησης. Η Ελλάδα λοιπόν δεν είναι καθόλου ριγμένη, αλλά στην περιοχή των Βαλκανίων είναι αυτή που κρατά τα κλειδιά. Η άποψη ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ απειλεί την ακεραιότητα της Ελλάδας δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα. Αντίθετα, το ότι η ΔΜ υποχρεώνεται στην ταπείνωση αυτή, γίνεται μόνο για χάρη και εξαιτίας της Ελλάδας. Η ελληνική πλευρά δεν έχει κανέναν λόγο να μην χαίρεται για την επέκταση των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών στους οποίους η ίδια ανήκει οργανικά. Πάντως, όση οργή και να προκαλεί ο ενθουσιασμός του ΣΥΡΙΖΑ για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ας μην παραμυθιάζεται κανείς ότι το βασικό μέλημα της κυβέρνησης ήταν η ενσωμάτωση της ΔΜ. Το βασικό μέλημα, διά στόματος Κοτζιά, ήταν η επίλυση του ονοματολογικού και η εξασφάλιση ότι ο ελληνικός καπιταλισμός θα έχει τον πρώτο λόγο στη γειτονική χώρα. Ο κυνισμός του υπουργού εξωτερικών όταν δηλώνει ότι η συμφωνία αποτρέπει το σχέδιο να γίνει η «πΓΔΜ παροικία της Τουρκίας» είναι χαρακτηριστικός για το πώς εντάσσεται η «επίλυση» του μακεδονικού ζητήματος στον ανταγωνισμό του ελληνικού καπιταλισμού με τον άλλο περιφερειακό ιμπεριαλισμό στην περιοχή, τον τουρκικό καπιταλισμό. Το εθνικιστικό σχέδιο του Κοτζιά είναι να ξεμπερδεύει με τα άλλα ζητήματα (Μακεδονικό, κατάργηση εμπόλεμου με Αλβανία και από κοινού ανακήρυξη ΑΟΖ), δημιουργώντας συμμάχους και ισχυροποιώντας τη θέση του ελληνικού κράτους στην περιοχή, για να επικεντρωθεί στην αντιπαράθεση με την Τουρκία και την προοπτική της ανακήρυξης ΑΟΖ στο Αιγαίο. Η σταδιακή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 μίλια αποτελεί σημαντικότατη επιδίωξη του ελληνικού καπιταλισμού εις βάρος του τουρκικού και μπορεί να πυροδοτήσει νέα πολεμικά σενάρια στην περιοχή. Είναι αναγκαίο να πούμε πως δεν είναι σε καμία περίπτωση απόλυτο και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του ελληνικού ή όποιου κράτους να επεκτείνει σε αυτή την απόσταση τη δικαιοδοσία του για εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ασκεί πίεση στις γειτονικές χώρες για να δημιουργήσει νέα πεδία κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο (καθώς η χρήση της ΑΟΖ θα γίνει από τους επιχειρηματικούς ομίλους που αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων). Οι εργαζόμενοι όμως και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου δεν έχουν κανένα συμφέρον από την εκμετάλλευση των ΑΟΖ από τα αφεντικά τους. Η επίσημη αντιπολίτευση στο εσωτερικό της χώρας είναι σαφές ότι γίνεται από τα δεξιά. Αφήνοντας απ’έξω τους ναζί της ΧΑ που προσπαθούν να κερδίσουν χώρο, τα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ), σε ένα ρεσιτάλ υποκρισίας, πλειοδοτούν, όπως ήταν αναμενόμενο, σε εθνικιστική ρητορεία και πατριωτικές κορώνες. Η ΝΔ του Μητσοτάκη εγκατέλειψε την «εθνική γραμμή» του Καραμανλή για χάρη μιας παλιάς κοπής «λαϊκής» ακροδεξιάς υστερίας, στον παροξυσμό της αντιπαράθεσής της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα αστικά ΜΜΕ είναι διχασμένα ανάμεσα στην αναγνώριση της νίκης την οποία συνιστά η συμφωνία για την ελληνική αστική τάξη και στις εθνικιστικές καταγγελίες της συμφωνίας από την πλευρά του παραδοσιακού κόμματος της ελληνικής αστικής τάξης, της ΝΔ. Ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από μια κούρσα ανταγωνισμού για το ποιος είναι πιο απηνής ενάντια στον μιαρό μακεδονικό λαό. Δυστυχώς στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αριστερή αντιπολίτευση, κοινοβουλευτική (ΚΚΕ) και, εν μέρει, εξωκοινοβουλευτική (ΛΑΕ). Είναι σαφές λοιπόν ότι αν η Βουλή απορρίψει τη συμφωνία, ενδεχόμενο όχι απίθανο κρίνοντας από τη σύγχυση των δηλώσεων των μελών των ΑΝΕΛ, αυτό θα γίνει από τα δεξιά, και δεν έχουμε κανένα λόγο να χαιρόμαστε. Τα επιχειρήματα της εθνικιστικής αντιπολίτευσης είναι γελοία. Καταγγέλλει ως ενδοτισμό την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας, η οποία ωστόσο έχει γίνει επίσημα εδώ και δεκαετίες, πολύ απλά γιατί κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη αυτής της γλώσσας (παρότι στη συμφωνία, με περισσή γελοιότητα, η κυβέρνηση υποχρεώνει τη Δημοκρατία της Μακεδονίας να ορκιστεί ότι η μακεδονική γλώσσα δεν έχει σχέση με τα αρχαία ελληνικά). Καταγγέλλει ως παραχώρηση στον αλυτρωτισμό την αναγνώριση της ιθαγένειας «Μακεδόνας – πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας», τη στιγμή που η συμφωνία υποχρεώνει τη γειτονική χώρα να αποκηρύξει τη μειονότητα των Μακεδόνων εντός του εδάφους της Ελλάδας, αλλάζοντας την εισαγωγή του συντάγματός της. Η ΝΔ και οι εθνικιστές συνοδοιπόροι της δεν μπορούν να χωνέψουν το γεγονός ότι την πολιτική της την υλοποίησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμφωνία θα πρέπει να ανατραπεί από το διεθνιστικό κίνημα της αλληλεγγύης, όχι από την εθνικιστική αντιπολίτευση εντός και εκτός του κοινοβουλίου. Η στάση μας βρίσκεται στον αντίποδα όσων διαμαρτύρονται γιατί η συμφωνία «πουλάει τη Μακεδονία». Είμαστε οι πιο αποφασισμένοι πολέμιοι του εθνικιστικού στρατοπέδου που βγήκε στο δρόμο και στα ΜΜΕ από τον Φλεβάρη μέχρι σήμερα. Ακριβώς για αυτό, ωστόσο, έχουμε και έναν παραπάνω λόγο να μην θεωρούμε θετικό βήμα τη συμφωνία. Ούτε το γεγονός ότι η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση είναι πιο αντιδραστική, ούτε ο αποτροπιασμός για τα εθνικιστικά συλλαλητήρια δεν καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ προοδευτικό πόλο ή τη συμφωνία έστω εν μέρει αντίβαρο στον εθνικισμό. Η ρητορική της κυβέρνησης και η υιοθέτηση της «εθνικής γραμμής» του Καραμανλή και του ελληνικού κεφαλαίου συντήρησε τον εθνικιστικό λόγο, που στις ακραίες εκδοχές του στρέφεται σήμερα ενάντια και στην ίδια. Σύμμαχοί μας στον αγώνα ενάντια στον εθνικισμό είναι οι αγωνιστές και αγωνίστριες που κατέβηκαν στην συγκέντρωση ενάντια στο εθνικιστικό συλλαλητήριο της Αθήνας στις 4 Φλεβάρη, όσοι και όσες κατήγγειλαν τα συλλαλητήρια, περιφρούρησαν χώρους του κινήματος και υπερασπίστηκαν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού της μακεδονικής εθνότητας. Σύμμαχοί μας είναι οι σύντροφοι και συντρόφισσες από την άλλη πλευρά των συνόρων. Δεν είναι μια κυβέρνηση που επιβάλει τον τσαμπουκά του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κάνει λάθος ανάγνωση της συμφωνίας, η οποία προέρχεται από τη λάθος ανάγνωση γενικά του μακεδονικού και μπορεί να καταχωρηθεί σε δύο βασικές κατηγορίες. Από τη μία, όσοι υποστηρίζουν τη συμφωνία στο όνομα της αντίθεσης με τον ακραίο εθνικισμό της δεξιάς αντιπολίτευσης και του «ρεαλισμού». Το λάθος εδώ είναι η υποτίμηση του πόσο άνιση και άδικη είναι η συμφωνία, όπως και η ανάλυση ότι η είσοδος της ΔΜ σε ΕΕ και ΝΑΤΟ συνιστά σπάσιμο της οικονομικής και πολιτικής απομόνωσής της και μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στους εκατέρωθεν εθνικισμούς και να προωθήσει τη συνεργασία των λαών. Από την άλλη, και αυτοί είναι περισσότεροι, όσοι βλέπουν το πρόβλημα μόνο στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, σχετικοποιώντας την αντιδραστική φύση του «ονοματολογικού». Αυτοί περιορίζονται μόνο στο να καταγγέλλουν τους κινδύνους που εγκυμονεί η επέκταση των υπερεθνικών οργανισμών στην περιοχή, κίνδυνοι που περίπου κατευθύνονται ενάντια στη χώρα μας (πυροδότηση ανταγωνισμών, «αλλαγή συνόρων»). Πολύ συχνά αυτό συνδυάζεται με την έντονη «ευαισθησία» για το σεβασμό της ιστορίας και της εθνικής πραγματικότητας της ιστορικής περιοχής της Μακεδονίας, όπως και τον υπερτονισμό του εθνικισμού, αν όχι αλυτρωτισμού, που υποτιθέμενα επιστρατεύει η ΔΜ. Τα παραπάνω είναι το πιο αποτελεσματικό άλλοθι για τον κυρίαρχο ρόλο νονού και εκβιαστή που παίζει το ελληνικό κράτος. Ειδικότερα, φάνηκε ότι η δήθεν μάχιμη γραμμή για «σύνθετη ονομασία για κάθε χρήση με γεωγραφικό προσδιορισμό» που ήταν η γραμμή αυτού του τμήματος της αντικαπιταλιστικής ή μη αριστεράς για πολλά χρόνια, μπόρεσε κάλλιστα να εφαρμοστεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας χώρο για αντιπολίτευση μόνο ενάντια στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Για μας δεν υπάρχει κανένα έδαφος για καμία συμφωνία, γιατί κάθε συμφωνία θα παραβίαζε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού μιας ασθενέστερης χώρας. Δεν αναγνωρίζουμε στο ελληνικό κράτος το δικαίωμα να έχει λόγο, και να τον επιβάλλει, για το όνομα καμίας άλλης χώρας. Δεν γινόμαστε συνεργοί στους εκβιασμούς και τις ταπεινώσεις του γειτονικού λαού. Για μας, ο μόνος δρόμος είναι η μονομερής αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα και η παραίτηση από οποιαδήποτε αξίωση για το πώς θα λέγονται οι πολίτες της, τα δημόσια κτίρια ή οι δρόμοι της. Και μαζί με αυτό, η αναγνώριση της εθνικά μακεδονικής μειονότητας και των δικαιωμάτων της, για να σταματήσει το διαχρονικό έγκλημα εις βάρος της. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την ήττα των σχεδιασμών της «δικής μας» αστικής τάξης, που παίζει ξεκάθαρα τον αντιδραστικό ρόλο στη διαμάχη. Είναι όμως και ο μόνος δρόμος για την ήττα των εθνικισμών και στις δύο πλευρές των συνόρων, μια αναγκαία προϋπόθεση για να τείνουμε χείρα αλληλεγγύης και διεθνιστικής συνεργασίας με την εργατική τάξη και το λαό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, απέναντι στους κοινούς μας εχθρούς και υπέρ των κοινών μας ταξικών συμφερόντων. Ένας λαός που δεν αναγνωρίζει την ελευθερία του άλλου είναι καταδικασμένος και ο ίδιος στη σκλαβιά.
ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, Ιούνης 2018 Categories: |