• Τρί, 02/04/2013 - 13:06
Ο Σαμαράς και η οικονομία: Στην κόψη του ξυραφιού [του Πάνου Γκαργκάνα]

Ο Πάνος Γκαργκάνας γράφει για τις προοπτικές της συγκυβέρνησης μπροστά στην κρίση και την εργατική αντίσταση

Το 2013 ξεκίνησε σαν μια χρονιά κατά γενική ομολογία κρίσιμη για τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Παίζεται ξανά η προοπτική του ελληνικού χρέους, παίζεται η τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά, παίζεται η εναλλακτική που μπορεί να διαμορφωθεί στα αριστερά. Κανένας, ούτε ο πιο ακραίος υποστηρικτής των Μνημόνιων, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτά είναι ζητήματα ανοιχτά. Το επιβεβαίωσε έμμεσα ο ίδιος ο Σαμαράς με το περιβόητο εκείνο «Αν βγάλουμε τον Ιούνιο, από τον Σεπτέμβριο τα πράγματα θα είναι καλύτερα». Από τι, λοιπόν, εξαρτάται η έκβαση; Η Αριστερά χρειάζεται απαντήσεις πάνω σε όλα αυτά τα θέματα για να μην περιμένει το αποτέλεσμα με σταυρωμένα χέρια, λες και θα είναι δρομολογημένο σε κάποιες αντικειμενικές ράγες.

Το πρώτο ζήτημα αφορά στις οικονομικές εξελίξεις. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από την ομολογία του ΔΝΤ περί λάθους στις εκτιμήσεις για τον «πολλαπλασιαστή» που συνδέει τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες με την ύφεση στην ευρύτερη οικονομία αποκάλυψε έμμεσα πόσο αβάσιμες είναι οι προβλέψεις και του τρίτου Μνημόνιου για την Ελλάδα.

Ο βασικός οικονομολόγος του ΔΝΤ Μπλανσάρ παρουσίασε ήδη από πέρσι μια μελέτη που εκτιμούσε ότι κάθε ποσοστιαία μονάδα περικοπών προκαλεί μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ από όσο είχε προβλεφθεί αρχικά, τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στην ελληνική περίπτωση. Ήταν μια επιβεβαίωση για τις φωνές εκείνες από μαρξιστές ή κεϊνσιανούς οικονομολόγους που προειδοποιούσαν από την αρχή ότι τα μνημονιακά προγράμματα θα αποτύχουν ως προς τους ίδιους τους τούς στόχους, δηλαδή τη μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Βέβαια η ομολογία του ΔΝΤ και η επιβεβαίωση της αστοχίας ήρθε εκ των υστέρων, αφού είχαν περάσει δυο χρόνια με τις πιο άγριες περικοπές, με την πιο βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση στην ελληνική ιστορία και με μια αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με το λεγόμενο PSI, που άφησαν το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι το βρήκαν.

Παρόλα αυτά, και το τρίτο Μνημόνιο υπογράφηκε από την ελληνική κυβέρνηση και την Τρόικα με την ίδια συνταγή όπως και τα προηγούμενα δυο. Οι επίσημες δικαιολογίες γι’ αυτό ποικίλουν. Η Κομισιόν της ΕΕ αμφισβητεί τις μελέτες του ΔΝΤ για τον «πολλαπλασιαστή» γενικότερα αλλά και ειδικά για την Ελλάδα. Η δική της ερμηνεία είναι ότι τα προηγούμενα Μνημόνια ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν λόγω της πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα. Παραμένει άγνωστο το πού στηρίζουν τις ελπίδες τους ότι αυτός ο παράγοντας έπαψε να ισχύει σήμερα. Αλλά περί αυτού θα έχουμε να πούμε περισσότερα παρακάτω.

Από την πλευρά της κυβέρνησης Σαμαρά, η αισιοδοξία ότι αυτή τη φορά η μνημονιακή συνταγή θα δουλέψει στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην άλλη όχθη: «το κλίμα στην Ευρώπη άλλαξε, έχει φύγει η αβεβαιότητα για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ». Πέρσι κυριαρχούσε η ανησυχία για το λεγόμενο Grexit, η οποία τρόμαζε τους επενδυτές, τώρα η επιβίωση του ευρώ δεν αμφισβητείται και η θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη είναι εξασφαλισμένη με την επίσημα εκφρασμένη θέληση και της Μέρκελ και του Ολάντ. Άρα αυτή τη φορά οι περικοπές φέρνουν εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, προσέλκυση επενδύσεων, τερματισμό της ύφεσης και «από τον Σεπτέμβριο τα πράγματα θα είναι καλύτερα».

«Greek statistics»?

Μια πρώτη απάντηση σε αυτούς τους ισχυρισμούς είναι βέβαια ότι μέχρι στιγμής κανένας οργανισμός, διεθνής ή ελληνικός, δεν έχει δώσει πρόβλεψη για τερματισμό της ύφεσης το 2013. Η επίσημη πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναθεωρήθηκε προς το χειρότερο στις αρχές Μάρτη και τώρα προβλέπει ύφεση 0,5% αντί για 0,3% το 2013 για το σύνολο της Ευρωζώνης. Διατηρεί μια ελπίδα ότι η Γερμανία θα αρχίσει να βγαίνει από την ύφεση στη συνέχεια, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για τις εξαγωγές της στις ΗΠΑ και στην Ασία, πράγμα καθόλου βεβαίο, όπως θα δούμε πιο κάτω. Όσο για την Ελλάδα, μετά από τόσες λαθεμένες προγνώσεις είναι μάλλον προβληματικό να ισχυρίζεται οποιοσδήποτε ότι διαθέτει ακριβείς εκτιμήσεις για το 2014. Από το 2007 και μετά καμιά μελέτη δεν έπεσε μέσα στις προβλέψεις της για την ελληνική οικονομία σε βάθος μεγαλύτερο από 12 μήνες.

Προφανώς αυτό δεν είναι πρόβλημα «Greek statistics», όπως θέλουν να νομίζουν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών και οι ντόπιοι θαυμαστές τους. Το πρόβλημα είναι σαφώς ευρύτερο. Ρίξτε μια ματιά στο παραπάνω διάγραμμα, δανεισμένο από το blog του οικονομολόγου Michael Roberts (http://tinyurl.com/cyeojo9)

Δείχνει τις ετήσιες μεταβολές του ΑΕΠ Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας ανά τρίμηνο τα τελευταία χρόνια. Μόλις πάει να σηκωθεί, ξαναβουτάει προς τα κάτω, δραματικά στην ελληνική περίπτωση, πιο «ήπια» στις άλλες δυο χώρες. Είναι η εικόνα μιας «ανάκαμψης» που χοροπηδάει γύρω ή κάτω από το μηδέν και δεν μπορεί να αποδοθεί σε επιμέρους ιδιαιτερότητες, αλλά αντιστοιχεί στην παγκόσμια κατάσταση του συστήματος μέσα στη γενικευμένη κρίση που ξέσπασε μετά το καλοκαίρι του 2007. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από έναν νέο δείκτη (real time growth index) που πρόβαλαν οι Financial Times στο φύλλο της 6 Μάρτη και καταγράφει τα ίδια προβλήματα σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία και Ευρωζώνη.

Για την ακρίβεια, βρισκόμαστε στο σημείο όπου αρχίζει να υπάρχει διεθνής αναγνώριση ότι οι μέχρι τώρα προσπάθειες εξόδου από την κρίση δεν έχουν αποδώσει. Πώς φαίνεται αυτό;

Ένα πρώτο στοιχείο έχει να κάνει με τις ΗΠΑ. Εκεί, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομίας, η Κεντρική Τράπεζα (Fed) είχε ανακοινώσει τον περασμένο Σεπτέμβρη ότι θα επιμείνει στην πολιτική ενός τρίτου γύρου «ποσοτικής χαλάρωσης» ρίχνοντας 85 δις δολάρια κάθε μήνα στο τραπεζικό σύστημα για όσο καιρό χρειαστεί «μέχρι η ανεργία να υποχωρήσει σημαντικά».

Τότε, εκείνη η απόφαση είχε χαιρετιστεί από τους απολογητές του συστήματος σαν βασικό στοιχείο για την ομαλοποίηση της κατάστασης μετά τις αναστατώσεις από την κρίση του Ευρώ. Μάλιστα η «τολμηρή στάση» του αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη Μπερνάνκι είχε συσχετιστεί με την αντίστοιχη κίνηση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Μόντι που είχε δηλώσει ότι θα παρέμβει για τη στήριξη του Ευρώ «όσο χρειαστεί, χωρίς όριο». Ο συνδυασμός εκείνων των δυο κινήσεων ήταν το υπόβαθρο για τους ισχυρισμούς ότι «το κλίμα άλλαξε».

Τώρα, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της αρμόδιας επιτροπής της Fed όπως τα πρόβαλαν οι Financial Times της 21 Φλεβάρη, όλο και περισσότεροι τραπεζίτες ανησυχούν ότι αυτή η πολιτική εγκυμονεί κινδύνους και δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς η μείωση της ανεργίας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Σταμάτημα της «ποσοτικής χαλάρωσης» την ίδια στιγμή που αρχίζουν πιο σκληρές περικοπές στον αμερικάνικο προϋπολογισμό (μέσα από τη «συμφωνία-διαφωνία» Ομπάμα-Ρεπουμπλικανών για το λεγόμενο «δημοσιονομικό γκρεμό»), σημαίνει σίγουρη συνταγή για νέα βουτιά προς την ύφεση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.

Τα πράγματα, όμως, δεν σταματούν εδώ. Στην Ιαπωνία, που παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία πίσω από ΗΠΑ και Κίνα, η νέα κυβέρνηση Άμπε προχωράει σε πρωτοβουλίες που θεωρούνται από όλους αφετηρία για «πόλεμο νομισμάτων». Μετά από είκοσι περίπου χρόνια στασιμότητας και μπροστά στην προοπτική ότι η στασιμότητα γενικεύεται παγκόσμια, η γιαπωνέζικη άρχουσα τάξη απειλεί να εγκαταλείψει τη συναίνεση των G20 και να προσπαθήσει να βρει διέξοδο μόνη της, αρπάζοντας μερίδιο από τους ανταγωνιστές της υποτιμώντας το γιεν. Το γιαπωνέζικο νόμισμα έχει υποχωρήσει κατά 20% το τελευταίο διάστημα και το ζήτημα απασχόλησε τις συναντήσεις και των G7 και των G20. Γράφει σχετικά ο Μωυσής Λίτσης στο blog «Η οικονομία με άλλο μάτι» στις 18 Φλεβάρη:

«Δεν υπάρχει ζήτημα νομισματικού πολέμου, διαβεβαίωσε το G20 με προχθεσινό του ανακοινωθέν μετά το πέρας της συνόδου των υπουργών Οικονομικών στη Μόσχα, αποφεύγοντας αφενός να τα «ψάλει» στην Ιαπωνία και αφετέρου παίρνοντας σαφή θέση κατά των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων….

Το ανακοινωθέν του G20 προχώρησε ένα βήμα παραπέρα από το ανακοινωθέν του G7 (Επτά Πλουσιότερες Χώρες του Κόσμου), το οποίο είχε προηγηθεί λίγες ημέρες πριν τη σύνοδο και καλούσε έμμεσα προς αποφυγή των νομισματικών ανταγωνιστικών υποτιμήσεων. Αναφέρει ρητά δέσμευση για αποχή από ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και ζητά η νομισματική πολιτική να έχει ως στόχο τη σταθερότητα των τιμών και την ανάπτυξη». (http://tinyurl.com/ceb8jjk)

Παρά τα ανακοινωθέντα, όμως, όλοι προετοιμάζονται για τη συνέχεια. Σύμφωνα με το in.gr, υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας δήλωσε ότι το Πεκίνο έχει «προετοιμαστεί πλήρως για τον προδιαγραφόμενο νομισματικό πόλεμο» (http://tinyurl.com/c86pq4m)

Αντίστοιχα, ένας από τους βασικούς αρθρογράφους των Financial Times, o Samuel Brittan, έγραφε στο φύλλο της 1 Μάρτη για τα «Όχι και τόσο μυστικά σχέδια της Βρετανίας για υποτίμηση της στερλίνας».

Το διεθνές κλίμα μοιάζει περισσότερο με κατάσταση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» μπροστά στην αποτυχία του συνδυασμού λιτότητας και «ποσοτικής χαλάρωσης» να φέρει ανάκαμψη. Παντού υπάρχει πτωτική πορεία των επενδύσεων και καμιά κεντρική τράπεζα δεν έχει βρει το μυστικό της αντιστροφής αυτής της τάσης. Μόνο στη φαντασία του Σαμαρά και του Στουρνάρα υπάρχει η επέλαση των επενδυτών που θα τερματίσουν την ύφεση στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ, περιμένοντας τους διεθνείς επενδυτές που θα φέρουν την ανάκαμψη, τα δημόσια έσοδα καταρρέουν τους δυο πρώτους μήνες του 2013. Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι μόνο αν το χρέος είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα (που δεν είναι), αλλά αν ο προϋπολογισμός του 2013 μπορεί να καλύψει τους στόχους του Μνημόνιου ή οδηγεί την κυβέρνηση στο δίλημμα: ξανά νέα έκτακτα μέτρα ή ξανά προσφυγή στην Τρόικα για έκτακτο δανεισμό;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο σκέλος αυτού του διλήμματος είναι πολιτικά βιώσιμο. Αν ο Σαμαράς πάει στη Μέρκελ ζητώντας βοήθεια γιατί δεν βγαίνει το Μνημόνιο θα έχει την τύχη του Γ. Παπανδρέου. Για τη συγκυβέρνηση της τρόικας εσωτερικού, η προσπάθεια να βουλώσει τις τρύπες λεηλατώντας ό,τι μπορεί είναι μονόδρομος. Εδώ, το κρίσιμο στοιχείο είναι η εργατική αντίσταση.

Η μέχρι τώρα πορεία έχει δείξει ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν καταφέρνει να αλλάξει τους συσχετισμούς σε βάρος της εργατικής αντίστασης. Όχι γιατί δεν προσπαθεί λυσσαλέα, αλλά γιατί ο κόσμος επιμένει να αντιστέκεται.

Οι προσπάθειες του Σαμαρά να κάμψει τις αντιστάσεις στηρίχτηκαν σε τρία «χαρτιά»: από πολύ νωρίς και πολύ χυδαία στο «χαρτί» του ρατσισμού, στη συνέχεια στην κλιμάκωση των επιθέσεων στα συνδικάτα και από μια στιγμή και πέρα όλο και περισσότερο στην συκοφάντηση της Αριστεράς με όρους άλλων εποχών.

Ας δούμε πώς εξελίσσονται αυτές οι επιθέσεις.

Το χαρτί του ρατσισμού

Ο Σαμαράς με πρωτεργάτη το Δένδια έτρεξε από την αρχή να υιοθετήσει τη ρατσιστική ατζέντα της Χρυσής Αυγής ξεκινώντας εκστρατεία κατά των μεταναστών. Δίπλα στις πολιτικές που κληρονόμησε από τους προκατόχους του (σφράγισμα των συνόρων με τη βοήθεια της FRONTEX, στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους «παράνομα εισερχόμενους»), ήρθε να προσθέσει την επιχείρηση «Ξένιος Δίας» αλλά και την απειλή ότι θα κλείσει τις χαραμάδες για την απόκτηση ιθαγένειας από μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Και οι δυο αυτές κινήσεις είχαν και έχουν έντονο ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα. Από τις δεκάδες χιλιάδες προσαγωγές μεταναστών του «Ξένιου Δία» ένα ελάχιστο ποσοστό αφορούσε μετανάστες χωρίς χαρτιά. Στην πράξη ήταν επίδειξη ρατσιστικής πυγμής απέναντι σε κάθε άνθρωπο με «λάθος» χρώμα. Αντίστοιχα, η χορήγηση ιθαγένειας με βάση το νόμο Ραγκούση (που υποτίθεται ότι λειτουργεί ως «κράχτης» για μεγαλύτερο κύμα μεταναστών προς την Ελλάδα), προχώρησε με ρυθμούς πιο κάτω και από το «σταγονόμετρο». Η εκστρατεία για την ακύρωση του νόμου είναι άλλη μια επίδειξη ιδεολογικής ρατσιστικής πυγμής.

Τι πέτυχαν, όμως, αυτές οι κινήσεις εκτός από το να ανεβάσουν τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις δημοσκοπήσεις; Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη που δεν φημίζονται για τις διαφοροποιήσεις τους από τη γραμμή της συγκυβέρνησης έχουν αναγκαστεί να παίρνουν αποστάσεις και να προβάλλουν ως κόκκινη γραμμή την αντίθεσή τους στην ακύρωση του νόμου Ραγκούση. Όταν 21 βουλευτές της ΝΔ, με τη στήριξη του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και τη σύμπραξη των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής έφεραν τροπολογία για τον αποκλεισμό από τις στρατιωτικές σχολές «παντός μη Έλληνος το γένος υποψηφίου», ο Σαμαράς αναγκάστηκε να τους μαζέψει. Η συνοχή της συγκυβέρνησης, αντί να ενισχυθεί πολιτικά από τις ρατσιστικές πρωτοβουλίες, εμφανίζει νέες ρωγμές.

Αυτό, βέβαια, δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι καρπός του κινήματος που αναπτύχθηκε όλους τους τελευταίους μήνες ενάντια στους νεοναζί και τον ρατσισμό με κορυφαίους σταθμούς το συλλαλητήριο ενάντια στον Ξένιο Δία τον Αύγουστο και την «Αθήνα – αντιφασιστική πόλη» στις 19 Γενάρη. Το άπλωμα της αντίστασης σε αυτά τα μέτωπα μέσα στη νεολαία και τις εργατογειτονιές ήταν κάτι παραπάνω από ορατό. Το συλλαλητήριο του Αυγούστου είχε κυριαρχηθεί από την κινητοποίηση των μεταναστών, κύρια από την Πακιστανική Κοινότητα. Το Γενάρη το πολύχρωμο πλήθος ήταν όχι μόνο μεγαλύτερο αριθμητικά αλλά και σαφώς ενισχυμένο πολιτικά με την παρουσία χιλιάδων νεολαίων από σχολεία και σχολές, καλλιτεχνικών και πολιτικών κινήσεων από όλο το φάσμα της Αριστεράς και τοπικών επιτροπών της ΚΕΕΡΦΑ και άλλων αντιφασιστών από πολλές πόλεις και συνοικίες. Η απήχησή του ήταν διεθνής και η ώθηση που έδωσε για να απομονώσουμε τους νεοναζί και να πισωγυρίσουμε την εκστρατεία Σαμαρά είναι τεράστια.

Οι απεργίες

Αντίστοιχη εικόνα μπορούμε να δούμε και στο καθοριστικό μέτωπο του απεργιακού κινήματος. Μετά την εκταμίευση της περιβόητης δόσης των 30 δις πριν από τα Χριστούγεννα, η κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει μια εικόνα τερματισμού των κινητοποιήσεων. Λίγο ως πολύ το μήνυμα ήταν «ό,τι διαμαρτυρίες κάνατε, κάνατε. Τώρα οι θυσίες πιάνουν τόπο και οι αντιδράσεις πρέπει να σταματήσουν».

Είναι ενδεικτικό της πολιτικής αδυναμίας της συγκυβέρνησης ότι αυτού του είδους οι προτροπές δεν δούλεψαν και ο Σαμαράς αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το όπλο της «επίταξης» ξανά και ξανά και με περιορισμένα αποτελέσματα.

Η απεργία στο Μετρό της Αθήνας ήταν η ξεκάθαρη απάντηση στις απόπειρες της κυβέρνησης να εφαρμόσει το λεγόμενο «ενιαίο μισθολόγιο» στις ΔΕΚΟ. Κράτησε οχτώ μέρες και όταν σταμάτησε κάτω από το βάρος της επιστράτευσης των εργαζόμενων ξεσήκωσε τους εργαζόμενους στα λεωφορεία της ΕΘΕΛ που τράβηξαν χειρόφρενο και πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη συνέλευσή τους από την εποχή της θρυλικής απεργίας της ΕΑΣ επί Μητσοτάκη το 1992-93. Μόνο μέσα από δύσκολες μεθοδεύσεις κατάφεραν οι γνωστές παρατάξεις της διοίκησης να μην καταγραφεί η υπαρκτή πλειοψηφία υπέρ της πρότασης για συνέχιση των απεργιών στα λεωφορεία.

Παράλληλα με αυτή την κρίσιμη μάχη ξεδιπλώθηκαν οι κινητοποιήσεις στην ΕΡΤ, που έδειξαν ότι η πρωτεύουσα κινδύνευε να μείνει όχι μόνο χωρίς συγκοινωνίες αλλά και χωρίς δελτία ειδήσεων της δημόσιας τηλεόρασης. Και η μάχη για τη υπεράσπιση μισθών, συνθηκών και θέσεων εργασίας κορυφώθηκε με την απεργία των ναυτικών, που οδήγησε σε δεύτερη επιστράτευση μέσα σε λίγες μέρες. Η συγκέντρωση στο λιμάνι την τελευταία μέρα της απεργίας, που συνδυάστηκε με απεργία από τα Εργατικά Κέντρα, ήταν η μεγαλύτερη κινητοποίηση στον Πειραιά εδώ και πολύ καιρό.

Όλα αυτά ανάγκασαν ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να καλέσουν Γενική Απεργία στις 20 Φλεβάρη, η επιτυχία της οποίας ξάφνιασε όλους όσοι είχαν προεξοφλήσει ότι «ο κόσμος κουράστηκε». Ο κόσμος, η εργατική τάξη είχε αναποδογυρίσει μέσα σε δυο μήνες όλο το σκηνικό της «επιτυχίας» του Σαμαρά μετά την εκταμίευση της δόσης. Οι πιο έξαλλες φωνές μέσα στη ΝΔ προσπάθησαν να πάρουν ρεβάνς ανακοινώνοντας ότι ετοιμάζεται νομοσχέδιο για την αναθεώρηση του νόμου για τον συνδικαλισμό, για να μπουν περιορισμοί στο πώς και πότε μπορεί να κηρυχθεί απεργία. Αλλά γρήγορα η πρόταση μπήκε στο ψυγείο, καθώς επικράτησαν οι απόψεις ότι δεν είναι σκόπιμο να τεντώσει κι άλλο το σκοινί η κυβέρνηση.

Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η Τρόικα ξανάρχισε το γνωστό της μοτίβο περί καθυστερήσεων στην εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων: οι πιο σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις έχουν μετατεθεί για το καλοκαίρι για να μην συμπέσουν με τη μάχη των απολύσεων στο δημόσιο, ενώ η ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά την αποκάλυψη της εμπλοκής της σε σκάνδαλο στη ΔΕΗ. Οι απολύσεις στο δημόσιο «έχουν μείνει πίσω» (προφανώς κάτω από την πίεση της απεργίας στους Δήμους το προηγούμενο διάστημα). Το νομοσχέδιο για τη ναυτιλία καθυστερεί (προφανώς κάτω από την πίεση των ναυτικών που απέδειξαν ότι απεργούν ακόμη και επιστρατευμένοι στις 20Φ, ανεβάζοντας την αξιοπιστία της απειλής της ΠΝΟ για νέα απεργία αν κατέβει το νομοσχέδιο). Ακόμη και στο ζήτημα της εφαρμογής του ενιαίου μισθολόγιου που κόβει τους μισθούς στις ΔΕΚΟ, η Καθημερινή της Κυριακής 10 Μάρτη παραπονιέται ότι εμφανίζεται καθυστέρηση σε 40% των περιπτώσεων.

Αν υπήρχε αμφιβολία για το προς τα πού φυσάει ο άνεμος μέσα στα συνδικάτα, ήρθαν στις 21 Φλεβάρη οι εκλογές στην ΕΙΝΑΠ να δώσουν μια μαζική επιβεβαίωση της ριζοσπαστικοποίησης. Το ΠΑΣΟΚ από δεύτερη δύναμη έπεσε στην πέμπτη θέση, υποσκελισμένο από όλες τις παρατάξεις της Αριστεράς και μάλιστα με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπροστά από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Κατά τα άλλα «η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατεστάλη», όπως έτρεξε να κραυγάσει μια νεοδημοκράτικη φυλλάδα την επομένη της επίταξης στο Μετρό.

Και αμέσως μετά ήρθε το μαζικό πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στις 2 Μάρτη, καλεσμένο από μια πρωτοβουλία συντονισμού 40 ΕΛΜΕ και Συλλόγων Δασκάλων από τα κάτω.

Από παντού το μήνυμα είναι το ίδιο: όσο πιο σκληρά χτυπάει η συγκυβέρνηση τόσο πιο ριζοσπαστικές γίνονται οι διεργασίες στους κόλπους της εργατικής αντίστασης.

Και η Αριστερά;

Πιο ανάμεικτα είναι τα αποτελέσματα στο τρίτο σκέλος των κυβερνητικών επιθέσεων, που στοχοποιούν την ίδια την Αριστερά. Στον τομέα αυτό έχει λυσσάξει το δίδυμο Δένδια-Κεδίκογλου.

Ο υπουργός «Προστασίας του Πολίτη» κλιμάκωσε τη χρήση αστυνομικής βίας απέναντι σε στόχους που προφανώς θεωρούσε ευάλωτους: εισβολές ΜΑΤ σε καταλήψεις και στέκια αναρχικών, βασανιστήρια σε συλληφθέντες που κατηγορούνται για συμμετοχή σε «τρομοκρατική οργάνωση». Και παράλληλα ο υπουργός προπαγάνδας ανέλαβε να κατηγορήσει την Αριστερά ότι καλύπτει «έκνομες δραστηριότητες». Το παλιό μοτίβο ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων» ανασύρθηκε και διευρύνθηκε σε πολλά επίπεδα. Τόσος ήταν ο ζήλος, ώστε ο υπουργός Εργασίας Βρούτσης προσπάθησε να κατηγορήσει ακόμη και το ΠΑΜΕ ότι προκαλεί καταστροφές σαν τους αναρχικούς! Πάνε οι εποχές που Νεοδημοκράτες προβοκάριζαν το ΚΚΕ με υποκριτικά συγχαρητήρια για την αποτελεσματική περιφρούρηση των διαδηλώσεών του. Τώρα όλη η Αριστερά κατηγορείται ότι ευνοεί «τρομοκρατικές» ενέργειες. Το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας έκανε την εμφάνισή του και στα γραφεία του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών.

Παράλληλα, αυτή η φιλολογία απλώθηκε και στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής: η Αριστερά όχι μόνο ενθαρρύνει την «ανομία», αλλά και αποθαρρύνει τους επενδυτές εμποδίζοντας έτσι την καταπολέμηση της ανεργίας! Αυτοί που έχουν βυθίσει την οικονομία στη χειρότερη ύφεση όλων των εποχών τολμούν να κατηγορούν την Αριστερά ότι φταίει για την ανεργία!

Το αποκορύφωμα, ίσως, αυτής της υποκρισίας ήταν η στιγμή όπου ο Σαμαράς ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κατακεραυνώσει τον Τσίπρα ότι το κόμμα του περιλαμβάνει στις γραμμές του προστάτες κάθε λογής παράνομων δραστηριοτήτων, ακόμη και «υπερασπιστές βιαστών». Ήταν ένας βαρύς υπαινιγμός σε βάρος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, της βουλευτίνας του ΣΥΡΙΖΑ που πρωτοστατεί στην ανάκριση των μαρτύρων για το σκάνδαλο της λίστας Λαγκάρντ και γι’ αυτό έχει βρεθεί στο στόχαστρο.

Δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη εξυπνάδα για να δοθούν αποστομωτικές απαντήσεις σε όλα αυτά. Είναι απύθμενο το θράσος των πολιτικών προϊστάμενων των βασανιστών της ΕΛΑΣ να μιλάνε για υπερασπιστές βιαστών στους κόλπους της Αριστεράς. Είναι το άκρο άωτο της γελοιότητας να βγαίνουν οι κολλητοί των πιο διεφθαρμένων πολιτικών και να εγκαλλούν την Αριστερά ότι οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση.

Κι όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει μια στάση αμυντική. Κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία ότι επιλέγει τη στρατηγική της έντασης ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίδεται σε προσπάθειες μετριοπαθούς προφίλ που μπορεί να προσελκύσει ψηφοφόρους από το κέντρο. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη ήταν η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μουσικής στα πλαίσια εκδήλωσης για τα 15 χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επανέλαβε όλα τα γνωστά κλισέ για τον Καραμανλή που «έκανε υπέρβαση» στη Μεταπολίτευση και θεμελίωσε τη δημοκρατία. Σβήστηκαν με μια μονοκοντυλιά όλες οι μάχες που έδωσε το κίνημα και η Αριστερά για να μην μπορέσει ο «εθνάρχης» να μας φορέσει καπέλο ένα σύνταγμα που διατηρούσε τις εκτοπίσεις και έδινε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ή να επιβάλει το νόμο 330 που έδενε τα συνδικάτα. Ακόμη και η ενσωμάτωση των χουντικών στη ΝΔ πήρε συγχωροχάρτι.

Προφανώς τέτοιες κινήσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ λογοδοτούν σε μια εκλογική συλλογιστική παραδοσιακού τύπου: η Δεξιά μάς ζωγραφίζει ως ακραίους, εμείς με επιδείξεις μετριοπάθειας πείθουμε ότι δεν είμαστε, η κυβερνητική προπαγάνδα πέφτει στο κενό. Μόνο που ούτε οι σημερινές συνθήκες είναι «παραδοσιακές», ούτε η Αριστερά μπορεί να αντιγράφει αβασάνιστα τέτοιες συνταγές.

Όσο αφορά το πού οδηγείται μια μετριοπαθής αριστερά μέσα στις συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κρίσης, αρκεί να κοιτάξουμε το παράδειγμα της Ιταλίας. Ο Μπερσάνι από την υπερβολική «υπευθυνότητα» κατάληξε να χάσει μια βέβαιη νίκη μέσα από τα χέρια του. Αλήθεια, πού ακριβώς τοποθετούνται οι πολιτικοί φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ στην Ιταλία; Πού βρίσκεται το αδελφό κόμμα τους που κάποτε ασκούσε και την προεδρία του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Στην ουρά του Μπερσάνι ή στο 2% που απέμεινε από την άλλοτε Κομμουνιστική Επανίδρυση; Δεν θα ήταν προτιμότερο να ανοίξει μια ειλικρινής πολιτική συζήτηση για τα διδάγματα της ιταλικής εμπειρίας, αντί να προσπαθούν μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ να ξεχάσουν τους παλιούς εναγκαλισμούς με τον Μπερτινότι;

Μια εργατική τάξη που έχει κάνει σχεδόν 30 πανεργατικές απεργίες και πλήθος από δυναμικές κλαδικές μάχες, που έχει αντιμετωπίσει τα ΜΑΤ ξανά και ξανά στο Σύνταγμα, στις απεργιακές φρουρές αλλά και σε πολλά άλλα σημεία από την Κερατέα μέχρι την Ιερισσό, δεν αποτελεί ένα σώμα παθητικών ψηφοφόρων. Όποιος την αντιμετωπίζει έτσι, θα βρεθεί προ εκπλήξεων. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τι θα πάθει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αν επιμείνει στην πολιτική της «βίαιης ωρίμανσης». Το ζήτημα είναι τι ζημιά μπορεί να προκαλέσει στο ρεύμα προς τα αριστερά.

Οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούν την ηγεσία του στην επίδειξη «υπευθυνότητας». Στον ΗΣΑΠ κρατήθηκαν μακριά από τη μάχη του Μετρό και των συγκοινωνιών. Στους εκπαιδευτικούς αντιδρούν όχι μόνο στην προοπτική μιας απεργίας αλλά ακόμη και στα πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια. Στις Τράπεζες συμμετείχαν στο κλείσιμο των απεργιών στην ΑΤΕ και στο ΤΤ με απαράδεκτους συμβιβασμούς. Συνολικά βαδίζουν με τη λογική ότι οι εργατικές αντιστάσεις δεν μπορεί παρά να είναι συμβολικές γιατί η ουσιαστική νίκη θα έρθει στις κάλπες. Μια πρακτική που ευνοεί μόνο τον Σαμαρά.

Είναι χαρακτηριστικό το προσχέδιο κειμένου-εισήγησης για πανελλαδική συγκρότηση τμήματος εργατικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ που κυκλοφόρησε. Σε αυτό υιοθετείται η άποψη περί «κόπωσης» του κόσμου («το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε τροχιά υποχώρησης και αποδυνάμωσης», «Παρουσιάστηκε κόπωση, εξάντληση αντοχών, μετά από έναν μεγάλο κύκλο αγωνιστικών κινητοποιήσεων, στις οποίες σημαντικό μέρος των εργαζομένων συμμετείχε με όρους αυταπάρνησης και προσωπικού κόστους», «Αναπτύσσεται επιπρόσθετα μια συνείδηση χαμηλών προσδοκιών», «Η υποχώρηση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων είναι σε μεγάλο βαθμό και φυσιολογική, καθώς είναι πρακτικώς αδύνατο το εργατικό κίνημα να κινείται σε ρυθμούς μεγάλης έντασης για απεριόριστο χρόνο») και ομολογείται έμμεσα η υποτίμηση της δουλειάς στο εργατικό από το κόμμα (καθώς απαιτείται «ριζική και αποφασιστική στροφή του ενιαίου πολιτικού φορέα στην εργατική δουλειά», «Να τολμήσουμε μια πολιτιστική επανάσταση εντός των τειχών μας, που θα επαναπροσδιορίζει τη σχέση μας με τα συνδικάτα, θα ενθαρρύνει τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να ενταχθούν σε αυτά, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες από θέσεις μάχης και πρώτης ευθύνης»). Αλλά η κατάληξη και ο στόχος αυτών των προσπαθειών ορίζεται ως εξής: «Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν, όπως προείπαμε, τη ριζική στροφή του ενιαίου πολιτικού μας φορέα στην εργατική δουλειά, από τη βάση μέχρι την κορυφή του, με καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, σχέδιο, χρεώσεις, και έλεγχο, την ανάπτυξη και ενίσχυση των εργασιακών οργανώσεων που θα ισχυροποιούν τους δεσμούς μας με τις δυνάμεις της εργασίας και την ταξική ψήφο».

Όταν οι σύνδεσμοι του ΣΥΡΙΖΑ με τα οργανωμένα τμήματα της τάξης συμπεριφέρονται έτσι, με κριτήριο την ψήφο, είναι επόμενο το οικονομικό επιτελείο του να κινείται ακόμη πιο δεξιά. Κάθε δήλωση του Σταθάκη ή του Δραγασάκη, όσες διαψεύσεις ή διευκρινίσεις και αν ακολουθήσουν, βάζει άλλο ένα σημάδι μετατόπισης προς το «ρεαλισμό» της «σταδιακής» προσαρμογής προς τα δεδομένα της μνημονιακής πραγματικότητας.

Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση που έκανε η Σοφία Σακοράφα στην νέα Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ μετά το ταξίδι Τσίπρα στις ΗΠΑ. Αν σε μένα φέρνουν απογοήτευση τέτοιες κινήσεις, είπε, φανταστείτε πώς αισθάνεται ο κόσμος που στηρίζει τις ελπίδες του στην Αριστερά.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι χρέος της υπόλοιπης αριστεράς είναι απλά να επισημαίνει τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του ΚΚΕ που ξεπερνάει κάθε άλλον σε καθημερινές καταγγελίες δεν έχει να επιδείξει καμιά συμβολή στο ξεπέρασμα των δυσκολιών. Αντίθετα, χρησιμοποιεί κάθε ολίσθημα του ΣΥΡΙΖΑ για να επιβεβαιώσει πόσο αρνητικοί είναι οι συσχετισμοί και να περιορίσει ακόμη περισσότερο τους ορίζοντες της εργατικής αντίστασης στο εδώ και τώρα. Οι φραστικές διακηρύξεις για μια μεγάλη ανατροπή στο μέλλον, συνοδεύονται από τη σταθερή άρνηση της κλιμάκωσης των αγώνων σήμερα. Για το ΠΑΜΕ, όπως και για άλλα τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, οι αγώνες δεν μπορούν να κλιμακώνονται μέχρι τη νίκη, οι απεργίες το μόνο που μπορούν να πετυχαίνουν είναι να καταγράφουν την αντίθεση των εργαζόμενων στα μέτρα και να ελπίζουν σε μια αλλαγή των συσχετισμών.

Μια αριστερά επαναστατική αντιμετωπίζει διαφορετικά τα καθήκοντα. Ξεκινάει από την αναγνώριση ότι ο κόσμος της Αριστεράς βρίσκεται αριστερότερα από τις παραδοσιακές ηγεσίες του και προσπαθεί να του δώσει τις ευκαιρίες να ενωθεί στη δράση ξεπερνώντας τους περιορισμούς της κοινοβουλευτικής λογικής. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να απελευθερώνει τη δυναμική που κουβαλάει η ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, να εξουδετερώνει τις απογοητεύσεις και την παθητικότητα που προκαλούν τα διαρκή φρεναρίσματα και να στριμώχνει τις κυβερνητικές επιθέσεις.

Μια τέτοια θετική δυναμική φάνηκε στις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και σε κάθε απεργιακό βήμα που φάνηκε να προχωράει σε αποφασιστική σύγκρουση. Όσες συκοφαντίες κι αν πέταξε η κυβερνητική προπαγάνδα στους κλάδους που επιστράτευσε ο Σαμαράς, η ταξική αλληλεγγύη τούς αγκάλιασε με χίλιους δυο τρόπους. Το πραγματικό θέμα είναι ποιος οργανώνει αυτή τη δυναμική, πόσο δυνατή είναι η αντικαπιταλιστική αριστερά που κινείται σε αυτή την κατεύθυνση.

Με τέτοιες πρωτοβουλίες η επαναστατική μειοψηφία μέσα στο κίνημα μπορεί να μετατρέπεται σε ηγεσία και να ανοίγει δρόμους όχι μόνο για άμεσες νίκες απέναντι στη συγκυβέρνηση αλλά και για τη συνολική προοπτική. Άποψη του ΣΕΚ είναι ότι η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να κάνει καταλυτική διαφορά στα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου. Να βοηθήσει την εργατική αντίσταση στην ανατροπή της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και να ανοίξει την προοπτική ότι η ανατροπή της δεν θα περιοριστεί σε κυβερνητική εναλλαγή. Το στοίχημα είναι ανοιχτό, στο χέρι όλων μας είναι να στρατευτούμε για το κέρδισμά του.

 

Δημοσιεύθηκε στο 'Σοσιαλισμός από τα Κάτω', Τεύχος 97