• Παρ, 04/03/2016 - 18:12
Αν δεν πάει "αλλιώς" δεν θα πάει "καθόλου" [των Σ.Μανίκα, Κ.Πετροβίτσου, Ν.Χαραλαμπόπουλου]

ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΕΙ «ΑΛΛΙΩΣ»

ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΕΙ «ΚΑΘΟΛΟΥ»

 

Κύριος στόχος της αστικής τάξης, που κατείχε και κατέχει την εξουσία, δεν είναι μόνο η εδραίωση της αλλά κυρίως η επέκτασή της με βάση τόσο τα δικά της συμφέροντα όσο και τις γενικότερες ανάγκες του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, πάντα σε βάρος και κατά των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Ακόμα και με τις μορφές που παίρνει στο χρόνο και στις φάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής η κυρίαρχη σχέση-κεφάλαιο, ακόμα και στα «καλά χρόνια» του «ιστορικού συμβιβασμού» των «χρυσών δεκαετιών» (τα οποία πολλές φορές, ειδικά στα πρόσφατα γεγονότα της κρίσης μεγάλο μέρος της αριστεράς ζητάει σαν επανάληψη), κάθε παλιός γύρος ταξικής αναμέτρησης προετοίμαζε τον επόμενο.

Η εξώθηση, μέσα και -κυρίως- έξω από τις ανεπτυγμένες χώρες, στο περιθώριο και στην εξόντωση μεγάλων μαζών δημιουργούσε (και δημιουργεί) του όρους για να γενικευτεί αυτή η επίθεση σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού που πριν ήταν «αλώβητα», ειδικά όσο η πίτα μικραίνει. Μια πρόχειρη μελέτη της εξέλιξης της κρίσης από τη δεκαετία του ’70 ως σήμερα, το δείχνει καθαρά: Οι εργαζόμενοι/ες έβαλαν «πλάτη» ή «συναίνεσαν σιωπηλά» τις προηγούμενες δεκαετίες ώστε να διατηρηθούν (με ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και ωμές παρεμβάσεις) τα προνόμια των εθνικών πολιτικών που θα τους εξασφάλιζαν τα ψίχουλά τους. Τώρα, αυτές οι πολιτικές (και οι συνέπειές τους) «γυρίζουν μέσα» (με οικονομικά μέτρα-μονοδρόμους, διαρθρωτικές αλλαγές και καταστολή). Το πρόβλημα είναι ότι η εργατική τάξη, και συνολικά το προλεταριάτο, ακόμα αδυνατούν να υπερβούν την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος που παράγει ως σήμερα τις ΓΣΕΕ και τις ILO, τις αστικές πολιτικές που λειτουργούν σαν δύναμη υπαγωγής στο κεφάλαιο στο εσωτερικό του.

Χρειάζεται να μετρήσουμε πόσο βαθιά μέσα στις συνειδήσεις των εκμεταλλευόμενων έχει εδραιωθεί το οικοδομημένο -σύμφωνα με τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων- σύστημα ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων. Ο καπιταλισμός, επιβάλλοντας την «ιερότητα» της ιδιοκτησίας για πλούσιους και φτωχούς, κατάφερε να ταυτίσει την ανθρώπινη δραστηριότητα με τον εξαναγκασμό της δουλειάς, της μισθωτής εργασίας και της εκμετάλλευσης, μετατρέποντας κάθε ανθρώπινη σχέση σε χρηματική και εμπορική. Στο χτίσιμο αυτού του οικοδομήματος έχει και διαθέτει όλα τα σύγχρονα μέσα και τις τεχνικές (επιστήμη, τέχνη, θρησκεία, ΜΜΕ) ενώ ταυτόχρονα ελέγχει και όλες αυτές τις κοινωνικές δομές, από τις οποίες κάποιες -και ιστορικά- μπορούν να είναι και ο κύριος αντίπαλος του, όπως το συνδικαλιστικό κίνημα και οι δομές του ή στο σύνολο του το λαϊκό κίνημα.

Όλα αυτά έχουν και πραγματικές (όχι μόνο θεωρητικές) συνέπειες σήμερα. Ένα «απλό» παράδειγμα: Αν κάτι αποδείχτηκε στην ιστορία του μεγαλειώδους ΟΧΙ των ανθρώπων-πολιτών, στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού, είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι-εργαζόμενοι δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους έξω από το χρήμα («πραγματικό» ή «πιστωτικό»), το δανεισμό, τα εμπορεύματα και την κατανάλωσή τους, το κεφάλαιο και τις δουλειές «που τους προσφέρει», όσο άθλιες κι αν είναι. Φαίνεται πως ακόμα αρκεί ο ελάχιστος εκβιασμός (τα απρόσκοπτα λεφτά της ECB και της ΕΚΤ), για να επιστρέψουμε γρήγορα στον «ρεαλισμό» της μετατροπής του όχι σε ναι, σαν μια «καταναγκαστική αναγκαιότητα» γιατί ο ρεαλισμός της υποταγής δείχνει πιο οικείος από το φόβο μπροστά στο άγνωστο…

Το ένα ΟΧΙ δεν αρκούσε, προφανώς, ούτε μπορεί να επιμένει κανείς σε αυτό σα να ήταν κάτι άλλο από εναλλακτικό αστικό σχέδιο, «ενσωματώνοντας δημοκρατικά» διάφορα σκόρπια σημεία μιας «εργατικής πολιτικής». Χρειαζόταν (και χρειάζεται) ένα τριπλό ΟΧΙ, το οποίο μπορεί να υπάρχει όμως με διαφορετικό εργατικό κίνημα, διαφορετικά όργανα πάλης και εξουσίας του προλεταριάτου, ανεξάρτητες (από κράτος και κεφάλαιο) δομές και όρους ύπαρξης των καταπιεσμένων.

Είμαστε σε αυτό το σημείο που ο Λένιν περιέγραφε την «ανάβαση στα ψηλά βουνά» (αν και ακόμα εξασκούμαστε σε λόφους): πρέπει να επιστρέψουμε στα θεμελιώδη μιας πραγματικής εργατικής πολιτικής, για να κάνουμε σήμερα το άλμα στις επαναστατικές μας δυνατότητες. Αλλιώς, οι δυνατότητες θα μας διαφεύγουν, όσο εξετάζουμε «νέα» μίγματα παλιών «λαϊκών μετώπων». Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι είναι κρίσιμη η συζήτηση στη συνδιάσκεψη. Γιατί, δεν έχουν μείνει πολλές πολιτικές μορφές σήμερα που να μπορούν να κάνουν το αναγκαίο άλμα στα μέλλον. Είμαστε καταδικασμένοι να τις αναζητήσουμε και να τις μετασχηματίσουμε για να γίνουμε αλλά και να συναντήσουμε τις νέες.

Μια από τις μεγαλύτερες αυταπάτες που καλλιέργησε η αστική τάξη και πρόθυμα υιοθέτησαν οι ρεφορμιστές είναι «ότι μπορούν οι δυνάμεις του εργατικού, του λαϊκού κινήματος να καταλάβουν την πραγματική εξουσία με μια απλή κυβερνητική αλλαγή, μέσα από ενδεχόμενη κοινοβουλευτική νίκη». Η ίδια ακριβώς αυταπάτη κυριαρχεί και στο συνδικαλιστικό γίγνεσθαι, πως μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες μπορούν να αλλαχτούν οι συσχετισμοί και να μετατραπούν τα σωματεία, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα, συνομοσπονδίες σε όργανα πάλης των εργαζομένων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη αυτής της αυταπάτης από μια απλή ματιά στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος:

  • Η μοναδική φορά ως σήμερα που οι εργάτες πήραν τον έλεγχο της ΓΣΕΕ μετά το 1926 ήταν στο 8ο Συνέδριο, 1-8 Μάρτη του 1946 (ΕΡΓΑΣ 71%), και μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες, στις 25 Ιούλη του ’46, η εκλεγμένη διοίκηση της ΓΣΕΕ απολύθηκε(!!) και μετά διώχθηκε, από την τότε αστική κυβέρνηση και αντικαταστάθηκε από τη συμμορία Μακρή.

  • Οι μεγάλοι προωθητικοί εργατικοί αγώνες του 1963-1965 προσέκρουσαν με βίαιο τρόπο στον ρεφορμισμό του εκδημοκρατισμού και του ειρηνισμού.

  • Το πολύμορφο μαζικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά το 1974 και κορυφώθηκε στο επόμενο διάστημα, κυριολεκτικά τσακίστηκε τόσο από την αστική εξουσία όσο κι απ’ το ρεφορμισμό, ειδικά με το νόμο 330 του 1976 και αμέσως μετά (νόμος που στόχευε στην κατάργηση της πάλης των τάξεων, στην ποινικοποίηση των δυναμικών δράσεων και στην θωράκιση των πραιτοριανών της εξουσίας).

Μπορούμε να πούμε ότι η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ το ’81, ο γενικός «εκδημοκρατισμός», η «ανατροπή μισθών-κερδών» τη διετία ’81-’83 και η νομοθέτηση του 1264/1982, του νόμου που ήταν η ίδια η ύπαρξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος επί 30 χρόνια, ήταν το επιστέγασμα των εργατικών-λαϊκών αγώνων και των αγώνων της εξέγερσης του πολυτεχνείου; Ή μήπως ήταν τελικά το επιστέγασμα της ενσωμάτωσης όσων κομματιών του κινήματος δεν είχαν τσακιστεί την προηγούμενη περίοδο; Εδώ, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ που εφαρμόστηκε ήταν σαφώς πιο φιλολαϊκό (ή «αριστερό») σε σχέση με τις διακηρύξεις, που (ακόμα κι αυτές) έμειναν υποσχέσεις, του ΣΥΡΙΖΑ ή το πρόγραμμα της ΛΑΕ ή τις παλινωδίες στα αιτήματα του ΚΚΕ. Το βασικό δίλημμα, όμως, δεν είναι αυτό που αναφέραμε πριν τρεις γραμμές. Το βασικό δίλημμα είναι: Είμαστε ευχαριστημένοι με ένα τέτοιο μοντέλο ιστορίας;

Σήμερα, αναπαράγεται ευρέως η αντίληψη (ακόμα και μέσα στην αντικαπιταλιστική αριστερά) ότι, εφόσον δεν υπάρχει κίνημα ή δεν φαίνεται να ανεβαίνει, τότε πρέπει να αναζητήσουμε πολιτικές συνεργασίες με κομμάτια της υπάρχουσας αριστεράς, ακόμη κι αν τους ασκούμε συντριπτική κριτική για το γεγονός ότι αποτελούν βαρίδια για την ανάπτυξη του κινήματος, προκειμένου να εμφανιστεί ένα μεγάλο πολιτικό συνεχές «αριστερής πολιτικής». Στις καλύτερες αφηγήσεις αυτού του τύπου, βρίσκουμε την ευχή ότι αυτή η συνένωση θα δημιουργήσει του όρους μιας μαχητικής οργάνωσης του αγωνιζόμενου λαού, ίσως και του ίδιου του εργατικού κινήματος.

Πιστεύουμε ότι αυτές οι αντιλήψεις, οι οποίες επικαλούνται «αριστερές στροφές της κοινωνίας και «αριστερά κομμάτια» του υπάρχοντος ΣΥΡΙΖΑ ή ψάχνουν πολιτική ενοποίηση με τις «αριστερές δυνάμεις» που έσπασαν από αυτόν, σα να μην υπάρχουν ευθύνες για την κατάσταση του κινήματος, δεν είναι παρά η αναπαραγωγή της αυταπάτης των (αδύνατων) «λαϊκών μετώπων» που περιγράψαμε και παραπάνω, μέσα στο επαναστατικό κίνημα και τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Μακράν από το ψάχνουμε «αριστερές στροφές στην κοινωνία» ή «πραγματικά αριστερές δυνάμεις» σε σχέση με αυτές που μας «απογοήτευσαν», οι αγωνιστές/τριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι επαναστατικές δυνάμεις και το αντικαπιταλιστικό δυναμικό πρέπει να αναζητήσουν τη σύνδεσή τους με αυτούς και αυτές που δεν έχουν φωνή, να επιδιώξουν να εκφράσουν και να εκπροσωπήσουν αυτούς που δεν έχουν εκπροσώπηση. Αυτές είναι, πλειοψηφικά, οι ταξικές δυνάμεις της εργασίας, αυτή είναι η δύναμη των κοινών μας αγώνων και των προταγμάτων μας.

Εδώ είναι και το μεγάλο στοίχημα της συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

Αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα καταλήξει στην κήρυξη του πολέμου στην πράξη, απέναντι στο ιδεολογικό οικοδόμημα και την κυριαρχία της αστικής τάξης, η οποία όμως για να έχει επιτυχία θα πρέπει το εργατικό-λαϊκό κίνημα να διαμορφώσει δική του ιδεολογία, δικούς του τρόπους συμπεριφοράς και κοινωνικών σχέσεων ή αν θα αρκεστεί σε μια απόφαση γενικευμένη, στρογγυλή, που περισσότερο θα μοιάζει με ευχολόγιο πολιτικής ενότητας των δυνάμεων της αριστεράς που εκπροσωπούν κομμάτια του εργατικού κινήματος παρά με πρωτοποριακή προσπάθεια οργάνωσής.

Ειδικά για το εργατικό κίνημα, θεμέλιο λίθο ενός επαναστατικού μετώπου με βάση τις θέσεις που δημοσιεύθηκαν, γίνεται σαφές και στον πλέον αισιόδοξο τόσο η δυσκολία της ταξικής ανασυγκρότησής του όσο και η ανάγκη για να παρθούν τολμηρότερες αποφάσεις, οι οποίες όχι μόνο θα προσπαθούν να το ενώσουν αλλά να προβάλλουν και να ικανοποιούν αυτή την αναγκαιότητα: να βρεθεί ο δρόμος που θα το οδηγήσει στη νίκη. Αυτός ο δρόμος αναγκαστικά περνάει και από τον απεγκλωβισμό τεράστιων δυνάμεων του εργατικού κινήματος τόσο από το ρεφορμισμό όσο και από τον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό.

Για να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτός ο απεγκλωβισμός, πρέπει να υπάρξουν τολμηρές αποφάσεις. Οι λόγοι είναι απλοί:

  • Επαναστατικό εργατικό κίνημα χωρίς το όραμα, την προοπτική και τη δυνατότητα για επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ και πρακτικά δεν πρόκειται να υπάρξει.

  • Η ανάπτυξη της πολιτικής, επαναστατικής και ταξικής συνείδησης, το πλάτεμα και η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και των ταξικών αγώνων δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα από (δια)ταξικές συμμαχίες και συμβιβασμούς ούτε μέσα απ’ τις συνδικαλιστικές δομές του αστισμού. Και ποτέ δε συνέβη.

Το ερώτημα είναι: θα επιλέξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να «πετάξει» στην εμπροσθοφυλακή της Ιστορίας που γράφεται, όπως αρμόζει σε επαναστάτες κομμουνιστές ή θα επιλέξει να κινηθεί στις παρυφές της νομιμότητας που έχει επιβάλλει η αστική εξουσία;

Αν επιλέξει το πρώτο, τότε πρωταρχικό είναι να κάνει μέσα απ’ τις αποφάσεις της -που θα γίνουν θέσεις- ξεκάθαρη και κατανοητή την ανάγκη για την αποκατάσταση της ενότητας του τρίπτυχου «μορφές πάλης-περιεχόμενο-στόχος πάλης». Αυτό σημαίνει πως η πολιτική πρακτική για το εργατικό κίνημα, που θέλουμε να έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν ΔΕΝ εμπεριέχει μέσα της -από την αρχή- τη δυνατότητα να οδηγήσει στον στόχο (επαναστατική κομμουνιστική αλλαγή της κοινωνίας) τότε πολύ εύκολα θα ξεπέφτουμε σε κάθε είδους συμβιβασμούς, σε ταξικές συμμαχίες με το ρεφορμισμό (που στην ουσία είναι σύμμαχος του αντιπάλου) μέσα από κουτσουρεμένα πλαίσια που μόνο την ήττα φέρνουν, τη συντήρηση και την αντίδραση ευνοούν.

Επομένως, για να μπορέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πρωταγωνιστήσει στο εργατικό κίνημα, τόσο στην προσπάθεια για την ταξική του ανασυγκρότηση όσο και στην προσπάθεια για την εργατική αντεπίθεση και νίκη, θα πρέπει μέσα από την συνδιάσκεψη να αποφασίσει και να ξεκαθαρίσει και τον δρόμο και τον στόχο του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, κάτι που ΔΕΝ γίνεται ορατό από τη διατύπωση των προς συζήτηση θέσεων.

Παράδειγμα 1ον

Στο Γ3, θέση 53, σωστά λέμε: « η ΓΣΕΕ στάθηκε απέναντι στα συμφέροντα των εργαζομένων». Στην πράξη όμως, ένα κομμάτι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το ίδιο ακριβώς διάστημα συμμετείχε στα συλλαλητήρια της ΓΣΕΕ αλλά και της ΑΔΕΔΥ που, όπως -πάλι σωστά- λέει η θέση, η πρώτη «συντάχθηκε με το ελληνικό κεφάλαιο» ενώ η δεύτερη «δεν ξεπερνάει τη γραφειοκρατική λογική».

Εδώ δεν χωράει ΚΑΜΙΑ αιτιολόγηση αυτών των επιλογών και καμιά δικαιολογία:

Δεν μπορεί να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε για την εργατική επανάσταση απ την μια κι απ την άλλη να ακολουθούν κομμάτια μας, μορφές και τρόπους οργάνωσης που ενισχύουν την ιεραρχία και που στηρίζουν τον καπιταλιστικό επιμερισμό της εργασίας και την γραφειοκρατική πρακτική.

Η απόφαση πρέπει να είναι ξεκάθαρη ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στηρίζει και εφαρμόζει τέτοιες δομές και οργανωτικές διαδικασίες που θα χτυπάνε και θα τσακίζουν τις αστικές συνδικαλιστικές δομές. Δηλαδή κατηγορηματικά είμαστε οι εχθροί του σημερινού επίσημου κυβερνητικού-γραφειοκρατικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Παράδειγμα 2ον

Στην θέση 57 λέμε: «βασικό καθήκον των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η συμβολή τους στην μαζικοποίηση και στον μετασχηματισμό των σωματείων και συνδικάτων….»

Ιδανική θέση-ευχή και ιδανικό το αποτέλεσμα. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική και χωρίς συγκεκριμένο και σαφή σχεδιασμό θα παραμείνει ευχή. Πιο αναλυτικά θα γίνει αναφορά με ένα παράδειγμα: Αν δούμε τα πρωτοβάθμια σωματεία σε μεγάλους εργατικούς χώρους πχ στις αστικές μεταφορές -κι όχι μόνο- θα διαπιστώσουμε πως η συμμετοχή των εργαζομένων σ’ αυτά φτάνει στο 99,9%. (συμμετοχή στις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες του συνδικάτου ΟΑΣΑ 97% ). Συμμετοχή στις όποιες απεργιακές κινητοποιήσεις 100%. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα μαζικοποίησης αλλά μετασχηματισμού των σωματείων. Απέναντι στην προσπάθεια που έτσι κι αλλιώς γίνεται από πρωτοπόρα σχήματα, για την ταξική ανασυγκρότηση και τον μετασχηματισμό αυτών των σωματείων η εξουσία έχει αντιτάξει: τον κυβερνητικό, εργοδοτικό και γραφειοκρατικό συνδικαλισμό, την διαχείριση της καθημερινότητας των εργαζομένων, τις απειλές, τους εκβιασμούς, τον φόβο, τους μηχανισμούς παραπληροφόρησης και κυρίως την απογοήτευση των εργαζομένων ειδικά μετά την πορεία-φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί το «όλοι ίδιοι είναι». Επομένως όποια προσπάθεια ταξικής ανασυγκρότησης μέσα στα σωματεία πέφτει στο κενό γιατί εκτός του ότι είναι χρονοβόρα, μπορεί εύκολα να αντιμετωπισθεί με μια ελάχιστη παροχή από την εργοδοσία που θα εμφανιστεί σαν επιτυχία.

Είναι λοιπόν αυτονόητο πως αυτός ο μετασχηματισμός και η ταξική ανασυγκρότηση ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να γίνει ούτε με παχιά λόγια ούτε με ευχολόγια αλλά μέσα από συγκεκριμένη στρατηγική: Να αντιπαρατάξουμε απέναντι σ’ αυτές τις συνδικαλιστικές λογικές και πρακτικές, παράλληλες δομές που σε καθημερινή βάση να φέρνουν σε σύγκριση στα μάτια των εργαζομένων, τα υπάρχοντα ελεγχόμενα από την αστική εξουσία και την εργοδοσία, σωματεία με τις δικές μας δομές. Να φανούν ξεκάθαρα ποιοι παλεύουν ταξικά και ποιοι στηρίζουν εργοδοτικά. Στην ουσία να κάνουμε πράξη το παλιό σύνθημα των Τουπαμάρος «η πράξη δραστηριοποιεί και ενώνει».

Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να απαλλαγούμε από την αυταπάτη ότι ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον, θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς στις υπάρχουσες συνδικαλιστικές δομές (πρωτοβάθμια, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα, συνομοσπονδίες) και να αρχίσουμε να χτίζουμε τις δικές μας παράλληλες εργατικές δομές οι οποίες θα οξύνουν τον αγώνα, θα τον εντείνουν, θα τις βάλουν σε σύγκριση -μέσα από τη δράση τους- με τον σημερινό συνδικαλισμό και αυτονόητα αυτή η σύγκριση θα απελευθερώσει και θα απεγκλωβίσει τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος τόσο απ τον ρεφορμισμό, όσο κι απ τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό και θα τις εντάξει στο στρατόπεδο του λαϊκού κινήματος.

Υπάρχουν σήμερα παραδείγματα τέτοιων αγώνων και πρωτόλειων μορφών: αντιεργοδοτικοί αγώνες κυρίως στα κάτεργα νέων εργασιακών σχέσεων που στενάζει η νεολαία, στα εγχειρήματα ανυποχώρητου αγώνα και αυτοοργάνωσης σε μεγάλες μονάδες (και είναι όντως πρόβλημα που παραμένουν μορφές επιβίωσης με αφηρημένα πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά αυτό είναι σύμπτωμα από-πολιτικοποίησης του εργατικού κινήματος κι όχι πρόβλημα -μόνο- δικό τους), εργατικές λέσχες και τοπικές επιτροπές ανέργων-εργαζομένων, οι αγώνες στα voucher, νέες μορφές συγκρότησης και συντονισμού της νεολαίας στο εργατικό κίνημα (πχ ATTACK) κλπ. Φυσικά και πρέπει να αλλάξουν μορφή. Φυσικά και πρέπει να συναντηθούν με τα ριζοσπαστικά κομμάτια του υπάρχοντος εργατικού κινήματος. Τον τόνο, όμως, πρέπει να δίνουν οι νέες μορφές πάλης, που διεξάγονται από νέα κομμάτια του κινήματος, απαντώντας στις νέες βάρβαρες μορφές εργασιακών σχέσεων και περιπλάνησης ανάμεσα στην εργασία, την ανεργία και την επισφάλεια.

Αυτοί οι αγώνες δεν μπορούν να μείνουν ορφανοί ή κομμάτι ενός περιθωρίου κάπου στην άκρη ενός κυρίαρχου «ρεαλισμού» και «συσχετισμών» του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος. Μια ολόκληρη γενιά σήμερα, διαμορφώνεται (και μέσα από τις ήττες και την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος) για να γίνει η «προσαρμοσμένη» ατμομηχανή των μελλοντικών μοντέλων εκμετάλλευσης που ήδη γενικεύονται σε όλους και όλες. Η απάντηση θα δοθεί σήμερα αλλιώς θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες της σιωπής της τα επόμενα χρόνια.

Ειδικά στο βαθμό που διαρκώς μεγαλύτερο μέρος από τους πρόσφυγες και μετανάστες θα εγκλωβίζονται εδώ, θα συναντιούνται με τα κομμάτια της ανεργίας και τον κόσμο της εργασίας που πετιέται στο περιθώριο, όταν θα εμφανίζεται ως ένα χάος πολυδιάσπασης η ντόπια και ξένη εργατική τάξη και η απειλή των εσωτερικών της εμφυλίων, θα πρέπει να σκεφτούμε ξανά τι σημαίνει ταξική αλληλεγγύη, σε ανώτερο βαθμό. Ο τρόπος με τον οποίο θα ξεπεραστεί το όριο του αφηρημένου ανθρωπισμού στις σχέσεις μεταξύ των εκμεταλλευόμενων, ειδικά όταν η «ασφάλεια» θα γίνει μεγάλο επιχειρηματικό πρότζεκτ ή όταν θα συζητιέται με πιο σαφείς και βάρβαρους όρους η ακραία εκμετάλλευση των σύγχρονων πληβείων σε «στρατόπεδα εργασίας», ειδικές οικονομικές ζώνες κλπ, θα κρίνει (αν και) με ποιο τρόπο θα ενοποιηθεί ο κόσμος της εργασίας. Για να μην αυταπατόμαστε, αυτό κρίνεται ήδη σήμερα σε τρία βασικά επίπεδα:

α) στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς ζωής, ως απάντηση στην κατάρρευση των κοινωνικών παροχών και τρόπος διεκδίκησης απέναντι σε κράτος και κεφάλαιο. Αν η Χρυσή Αυγή, ο ΣΚΑΪ και η εκκλησία χρησιμοποίησαν την έννοια της αλληλεγγύης για να επιβάλουν (διαφορετικούς) πολιτικούς στόχους, ενισχύοντας ταυτόχρονα την υποταγή των πιο ευάλωτων κομματιών της κοινωνίας στην κρατική φιλανθρωπία και στην εθνικιστική/ρατσιστική αφήγηση, για εμάς η αλληλεγγύη δεν μπορεί να μην έχει το χαρακτήρα της μαχητικής συγκρότησης των ίδιων των «φτωχών». Όχι ως «προστατευόμενης» ομάδας, αλλά ως ισότιμου, ενεργού πολιτικού σώματος μαζί με το «επίσημο» εργατικό κίνημα, της πάλης για τα συνολικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, της αλλαγής των ίδιων των κοινωνικών δεσμών μέσα στην κοινωνική πλειοψηφία.

β) στο σπάσιμο του κοινωνικού αυτοματισμού και στην ανάδειξη κλαδικών και τοπικών αγώνων. Από τα όρια του όπλου της απεργίας σε κεντρικούς κλάδους για τις κοινωνικές ανάγκες (π.χ. ΟΤΑ, ΜΕΤΡΟ, εκπαίδευση, ΔΕΗ κλπ) πρέπει να εξαχθούν κρίσιμα συμπεράσματα. Συμπεράσματα τόσο για τα όριά τους, όσο και για τις δυνατότητες υπέρβασής τους, την απάντηση στην κρατική καταστολή και την επιστράτευση. Να αναρωτηθούμε σχετικά με τα όρια και τις δυνατότητες του μπλοκαρίσματος της εργασίας, ως παραγωγής κερδών και τη μετατροπή της σε μοχλό ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών, σε σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα. Να ψηλαφήσουμε τη σύνδεση τους με τη μορφή της απεργίας και με ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Το σπάσιμο αυτού του κοινωνικού αυτοματισμού θα αναδείξει κοινότητες αγώνα με πυρήνα το εργατικό ζήτημα, αλλά με ορίζοντα την κοινωνική απελευθέρωση, θα ανοίγει δυνατότητες υπέρβασης του διαχωρισμού ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική ανατροπή και την άμεση ανακούφιση, θα «αναγκάσει» την κοινωνία να διχαστεί στο εσωτερικό της, ως ενεργός μέτοχος ταξικών μαχών κι όχι ως θεατής ηρωικών συγκρούσεων μεμονωμένων εστιών αντίστασης με τους κρατικούς μηχανισμούς. Κυρίως, με αφορμή το ασφαλιστικό, πρέπει να σκεφτούμε τι σημαίνει (και αν μπορεί να εμπνεύσει) η «υπεράσπιση των (προηγούμενων) δικαιωμάτων» όταν ήδη αυτά είναι εξαφανισμένα για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, όταν ένα οργανικό κομμάτι της, οι πρόσφυγες, θα ζουν ελέω κράτους και ΜΚΟ σε «κέντρα διαλογής», όταν η εργασία μετατρέπεται ολοταχώς σε μια μόνο από τις μορφές -μαζί με επιδόματα, «χορηγίες», τεχνικές επιβίωσης κλπ- που θα πρέπει να εφεύρει καθένας και καθεμία για να ζήσει.

γ) στην υπεράσπιση και προστασία όσων διώκονται για την δράση τους από το κράτος και τους μηχανισμούς του. Αυτή η ταξική αλληλεγγύη πρέπει να αναπτύσσεται τόσο σε τοπικό όσο και κλαδικό επίπεδο. Εδώ, σημαντικό είναι το εξής: Πρέπει το ίδιο το εργατικό κίνημα (α) να μπλοκάρει την ενοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους απέναντι στον κόσμο της εργασίας και τα ανυπότακτα τμήματα της κοινωνίας, (β) να μπλοκάρει τη διαδικασία πολιτικής επιστράτευσης (ως στρατιωτικοποίησης της εργασίας), (γ) να μπλοκάρει την συμμετοχή του ελληνικού κράτους στις ιμπεριαλιστικές αποστολές, (δ) να μπλοκάρει τους εξοπλισμούς (την αφαίμαξη του κόσμου της εργασίας για τα κέρδη της βιομηχανίας πολέμου και τον εξοπλισμό ενάντια στον εσωτερικό εχθρό), (ε) να μπλοκάρει την διείσδυση κρατικών μηχανισμών στο εργατικό κίνημα και τη δικαστική καταστολή του.

  • Στο αντεπιχείρημα περί δήθεν διάσπασης του εργατικού κινήματος θα προβάλλουμε την σημερινή του κατάσταση και τις συνεχόμενες ήττες που -σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει το υπάρχον πλειοψηφικό συνδικαλιστικό κίνημα.

  • Στο αντεπιχείρημα της σταδιακής κατάκτησης των συσχετισμών στις υπάρχουσες δομές θα απαντήσουμε με το πρακτικό ζήτημα: Αυτές τις μέρες υπάρχει το συνέδριο της ΓΣΕΕ , όπου με βάση των συσχετισμό των αντιπροσώπων τόσο ο κυβερνητικός-εργοδοτικός συνδικαλισμός όσο κι ο γραφειοκρατικός-ρεφορμιστικός, αυτοί δηλαδή που κυριαρχούν χρόνια, θα συνεχίσουν να κυριαρχούν τουλάχιστον και για τα τρία επόμενα. Επίσης, μέσα σ’ αυτό το διάστημα των επόμενων τριών χρόνων, αν διαπιστώσουν πως κινδυνεύουν να χάσουν αντιπροσώπους, πολύ απλά θα ακολουθήσουν το γνωστό τέχνασμα των «σωματείων σφραγίδων» για να καλύψουν τις απώλειες τους (το οποίο ακολουθούν εδώ και χρόνια), τρανή απόδειξη πως οι σημερινές ελεγχόμενες δομές, έχοντας στο πλευρό τους και την αστική δικαιοσύνη και εξουσία μπορούν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά να επικρατήσουν λειτουργώντας διαλυτικά για την εργατική τάξη.

  • Μπροστά στο αντεπιχείρημα του σεχταρισμού θα ανταπαντήσουμε με την ισότιμη συμμετοχή στις αντίστοιχες δομές κατά κλάδο, των εργαζομένων, των μόνιμων, των ανέργων, των συμβασιούχων.

Συνοψίζοντας, η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες για το εργατικό κίνημα αποφάσεις κι αυτές είναι:

  • Να δώσει και να στηρίξει, πέρα από τα διεκδικητικά πλαίσια , στόχο στην εργατική πάλη και που δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος παρά η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.

  • Να στηρίξει και εφαρμόσει δομές και οργανωτικές διαδικασίες που θα χτυπάνε και θα τσακίζουν τις αστικές συνδικαλιστικές δομές.

  • Να αναπτύξει την πολιτική, επαναστατική και ταξική συνείδηση, να παλέψει για το πλάτεμα και την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και των ταξικών αγώνων μέσα από παράλληλες δομές και οριζόντιους συντονισμούς των αγώνων και των δομών αυτών (με κοινωνική ταξική ενότητα που γίνεται πολιτική και όχι το αντίστροφο) - όργανα πάλης των εργατών.

 

Πιστεύουμε ότι είναι εξαιρετικά αναγκαίο, να προχωρήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το συντομότερο δυνατόν, μέσα στο 2016, σε πανελλαδική συνδιάσκεψη για το εργατικό, προκειμένου να προχωρήσουμε σε μια σοβαρή ενοποίηση της εργατικής μας γραμμής, να μετρήσουμε τα όριά μας και να κάνουμε τις αναγκαίες υπερβάσεις. Οι μάχες που βρίσκονται μπροστά μας είναι κρίσιμες και μπορούν να κερδηθούν. Χρειάζεται όμως ενότητα των πολιτικών μας αντιλήψεων. Όχι μια ενότητα, που θα την ορίζει το αφηρημένο «άθροισμα δυνάμεων», αλλά μια ενότητα που θα την ορίζουν οι επαναστατικές δυνατότητές μας και τα καθήκοντά μας.

 

Μανίκας Σταύρος, Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Β’ Πειραιά

Πετροβίτσος Κώστας, Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Φυλής-Αχαρνών

Χαραλαμπόπουλος Νίκος, Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Βύρωνα-Παγκρατίου