• Τετ, 13/12/2017 - 09:38
Εισηγήσεις Patrick Le Moal στην εκδήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση


1)

 

Patrick Le Moal

 

(μέλος της ηγεσίας του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος -Γαλλία)

Σχέδιο εισήγησης στο διήμερο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

Αθήνα 15 Νοεμβρίου 2017

 

Οκτωβριανή επανάσταση:

Μερικά στοιχεία επαναστατικής στρατηγικής τότε και σήμερα

 

Κάθε εορτασμός είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική μάχη κατά της αμνησίας, γιατί η αστική τάξη χρειάζεται να ξεχνιούνται οι ζημιές της, οι κατακλυσμοί που εξαπολύει, μια μάχη κατά της οπτικής των κατεχόντων που οργανώνονται για να ελέγξουν το παρελθόν, με στόχο ταυτόχρονα να ελέγξουν και τις δυνατότητες του μέλλοντος. Σήμερα, ο θριαμβεύων νεοφιλελευθερισμός, ξεδιπλωμένος σε παγκόσμιο επίπεδο, σφυροκοπάει επαναλαμβάνοντας ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από το δικό του σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης: θέλει να σκοτώσει την ίδια την ιδέα ότι μπορούμε να βγούμε από το σύστημα αυτό, να δημιουργήσουμε μια ελεύθερη, δίκαιη, δημοκρατική κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς καταπιέσεις.

Οι από τα κάτω, οι εκμεταλλευόμενοι(-ες) και οι καταπιεσμένοι(-ες), χρειάζονται τη συνέχεια, τη μνήμη μιας ιστορίας, γιατί είναι η εκτύλιξη των αγώνων, των εμπειριών που συλλογικά αποτιμούνται, με τα οποία οικοδομείται η συλλογική συνείδηση.

Ξανακατακτώντας την ιστορία, δεν γυρίζουμε επομένως την πλάτη μας στο μέλλον.

Η ρώσικη επανάσταση υπήρξε μια τεράστια πολιτική ελπίδα, η ελπίδα για μια απελευθερωμένη ανθρωπότητα, ήταν μια κινητήρια δύναμη που κινητοποίησε εκατομμύρια εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους σε όλο τον 20ο αιώνα κατά του καπιταλισμού, του φασισμού, του ιμπεριαλισμού.

Η τραγωδία του 20ού αιώνα ήταν η γραφειοκρατική αντεπανάσταση, ο σταλινισμός, ο δολοφονικός ολοκληρωτισμός, τα εκατομμύρια θανάτων του, επειδή ακριβώς οδήγησε στην αμφιβολία για την ίδια τη δυνατότητα μιας επανάστασης που να αλλάξει πραγματικά τον κόσμο.

Η πάλη ενάντια σε αυτή την αντίληψη δεν πρέπει να μας κάνει να παραμερίσουμε το αναγκαίο καθήκον καταγραφής, γιατί για εμάς, όσους προσπαθούμε να κλίνουμε στον ενεστώτα τις ελπίδες για ελευθερία, για απελευθέρωση, για κατάργηση της τάξης πραγμάτων, η ρώσικη επανάσταση μπορεί να μας επιτρέψει να ξανα-ανακαλύψουμε μια ταυτότητα, να μας βοηθήσει να σκεφτούμε ένα μέλλον ανοιχτό στην επαναστατική δράση.

Πρέπει να αρνηθούμε τον ιστορικό ντετερμινισμό που λέει ότι δεν υπήρχε παρά ένας μόνο δρόμος σε μια τόσο σύνθετη επαναστατική κατάσταση: η εποχή της επανάστασης είναι γεμάτη διασταυρώσεις, δρόμους, επιλογές. Η επανάσταση δεν είναι φυσικό φαινόμενο που να διοικείται από φυσικούς νόμους, ξεδιπλώνεται κάτω από επιρροές κοινωνικών παραγόντων, σε ιστορικές περιστάσεις που παίζουν μεν καθοριστικό ρόλο..., αλλά όχι και μοναδικό, γιατί οι δρώντες παράγοντες στην ιστορία, άτομα και οργανώσεις, είναι υποκείμενα με σκέψη, των οποίων οι πράξεις επίσης επηρεάζουν την πορεία των πραγμάτων.

Επανερχόμενοι στα γεγονότα, στην πραγματικότητα της επαναστατικής διαδικασίας, αυτό συνεπάγεται να ξαναδώσουμε το λόγο στα εκατομμύρια των Ρώσων, εργατών, στρατιωτών, αγροτών και εθνικοτήτων που εξεγέρθηκαν για να αλλάξουν τον κόσμο.

Η ρώσικη επανάσταση ήταν μια επαναστατική διαδικασία διαρκείας, που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα (με την πείνα του 1892, τις λαϊκιστικές επιθέσεις) και, κατόπιν, το 1905, και πάντως πολύ πριν το Φλεβάρη του 1917, ενώ δεν τελείωσε τον Οκτώβρη, αλλά μόνο στα τέλη του εμφυλίου πολέμου, το 1921, ή τη στιγμή της κατάληψης του κόμματος από τον Στάλιν, το 1922, ή της ήττας της γερμανικής επανάστασης, το 1923, ή της εξαφάνισης κάθε αντιπολίτευσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Η επανάσταση έβαλε σε κίνηση την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού, το λαό κατά των αστών, κατά του πολέμου, του τσαρικού απολυταρχισμού, για να μπορέσει η κατάργησή του να συνοδευτεί με την εξαφάνιση της κληρονομιάς του αυταρχισμού, και επομένως για την αλλαγή της κοινωνίας: οι εργάτες για την 8-ωρη ημέρα εργασίας και τον έλεγχο των επιχειρήσεων, οι αγρότες για τη γη, οι εθνικότητες για την ελευθερία τους. Είναι μια πολιτική και κοινωνική επανάσταση από τις μάζες που ιδιοποιούνται το μέλλον τους και παραμερίζουν τα εμπόδια για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.

Η ανάκαμψη των αγώνων, από το 1912 ώς το 1914 (5 μέρες γενικής απεργίας στο Πέτρογκραντ, με μάχες στους δρόμους τον Ιούλιο του 1914) ανακόπτεται με την είσοδο τον πόλεμο, αλλά για μόνο ένα χρόνο. Η κατάρρευση του τσαρισμού μέσα σε 5 μέρες, το Φλεβάρη, είναι η κατάρρευση αυτού που παρέμενε από το φεουδαρχικό κράτος: των κατασταλτικών του δυνάμεων. Ήταν πλέον ανίκανος να εξοπλίσει τους στρατιώτες του, να τους περιθάλψει, να θρέψει τον πληθυσμό και ακόμα και να επιτρέψει στους καπιταλιστές να λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους. Η διαδήλωση των εργατριών, που δεν την ήθελαν οι σοσιαλιστικές οργανώσεις, δεν προσέκρουσε στους κοζάκους, που θεωρούνταν ως τα πιο σίγουρα στρατεύματα του καθεστώτος. Και κατόπιν, το τάγμα που κλήθηκε να πυροβολήσει κατά των διαδηλωτών εξεγέρθηκε παρασέρνοντας και όλη τη φρουρά.

Η αποδιάρθρωση αυτή του κράτους, “αυτοί από πάνω που δεν μπορούν πλέον να κυβερνούν όπως παλιά”, είναι κάτι που δεν μπορεί να αποφευχθεί αν είναι η επαναστατική διαδικασία να μπορέσει να νικήσει. Και πρέπει να σκεφτούμε τί είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε για να το πετύχουμε, ξέροντας ότι τα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη είναι πολύ πιο δομημένα και ισχυρά απ’ό,τι το τσαρικό κράτος, με επιπλέον διασύνδεση μεταξύ τους, σε περιφερειακό, ευρωπαϊκό, επίπεδο, αλλά και διεθνώς.

Η διαδικασία που οδηγεί από το Φλεβάρη στην κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβρη βλέπει να συγκρούονται δύο αντιλήψεις για την επανάσταση που διεξάγεται.

Η μια είναι των αστικών δυνάμεων που θέλουν να προσδέσουν τη Ρωσία στην καπιταλιστική Ευρώπη και, για αυτό, θέλουν να σταματήσουν την επαναστατική διαδικασία για να συνεχίσουν τον πόλεμο.

Η άλλη είναι των μαζών που θέλουν να σταματήσουν τον πόλεμο, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Δεν έχουν εμπιστοσύνη σε αυτούς τους αστούς που δεν τους υποστήριξαν όταν θέλησαν οι ίδιες μια κοινωνική επανάσταση, το 1905. Οργανώνονται ενωτικά, όλες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις (μπολσεβίκοι, μενσεβίκοι, σοσιαλιστές-επαναστάτες) μέσα στα σοβιέτ, τις εργοστασιακές επιτροπές, τις λαϊκές πολιτοφυλακές, τις κόκκινες φρουρές, τις αγροτικές επιτροπές, τις επιτροπές στρατιωτών. Σε ένα πρώτο διάστημα είναι για να ελέγχεται η προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκυ.

Δύο γεγονότα έρχονται να συντρίψουν την ελπίδα αυτή.

Από τη μια είναι η καταστολή της προσωρινής κυβέρνησης κατά των κινητοποιήσεων του Ιούλη σε βάρος των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων που ζητούν “όλη την εξουσία στα σοβιέτ” και οι συλλήψεις των μπολσεβίκων κατά εκατοντάδες. Δεν μπορεί πλέον να σκέφτεται κανείς ότι θα είναι δυνατόν να πιεστεί η κυβέρνηση να ικανοποιήσει τις λαϊκές απαιτήσεις.

Από την άλλη, το πραξικόπημα του Κορνίλοφ, στρατιωτικού του τσαρικού μηχανισμού που θέλει να επαναφέρει την τάξη. Οι δυνάμεις που θέτει σε κίνηση είναι ανεπαρκείς και αποτυχαίνει παταγωδώς, αλλά γίνεται σαφές ότι, αν η εξουσία δεν είναι στα χέρια των μαζών, ο άλλος κίνδυνος είναι η επάνοδος στο προηγούμενο καθεστώς, μια πραγματική αντεπανάσταση.

Ο απολογισμός που βγαίνει από αυτές τις λίγες εβδομάδες είναι όλο και πιο πλειοψηφικός: πρέπει τα σοβιέτ να πάρουν την εξουσία. Οι μπολσεβίκοι, που έχουν ταυτιστεί με αυτό το αίτημα, δύναμη που έχει μείνει τελείως ανεξάρτητη από τους δημοκράτες αστούς, γίνονται πλειοψηφία στις πόλεις και σε πολλές από τις δομές των μαζικών οργανώσεων. Εάν η κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους είναι για τη μάζα των Ρώσων η συνέχιση του Φλεβάρη, αυτό συμβαίνει επειδή το κόμμα αυτό ήταν η μόνη δύναμη που υποστήριξε τα πληβειακά κινήματα στην κοινωνία, που ενεπλάκη στην αμφισβήτηση όλων των μορφών εξουσίας και που προσέφερε μια πολιτική διέξοδο: προσέφερε μια απάντηση στα θεμελιώδη ρεύματα της επανάστασης.

Για εμάς σήμερα δύο μαθήματα μου μοιάζουν να εξακολουθούν να έχουν επικαιρότητα, με διαφορετικές μορφές. Από τη μια, η ανάγκη ενοποίησης της πλειονότητας του πληθυσμού σε μια δράση για να οικοδομήσει ο ίδιος εργαλεία και να μπορέσει να διοικήσει την κοινωνία, όπως τα σοβιέτ στη Ρωσία: η επανάσταση δεν μπορεί να κερδίσει παρά μόνο εάν απαντάει στις βιωμένες ανάγκες της πλειοψηφίας.

Από την άλλη, η ανάγκη καταστροφής του κέντρου της καπιταλιστικής εξουσίας, που σήμερα είναι πιο εκτεταμένο απ’ό,τι παρέμενε τότε ως “εξουσία” στα Χειμερινά Ανάκτορα που τα υπεράσπιζαν 300 στρατιώτες! Δεν υπάρχει δυνατή ταξική λαϊκή εξουσία χωρίς να καταστραφεί πλήρως αυτή η εξουσία, σε όλα τα επίπεδα, σε όλη την κοινωνία, πράγμα που συνεπάγεται προφανώς και έναν πλειοψηφικό συσχετισμό δύναμης.

Για κάθε σχέδιο χειραφέτησης, για να μπορέσει να γίνει κατανοητός ο 20ος αιώνας, είναι απαραίτητο να κατανοηθεί και το γιατί ο σταλινικός γραφειοκρατικός εκφυλισμός τελικά επικράτησε, ακόμα και αν η νίκη του εμφυλίου πολέμου δεν βασίστηκε στον καταναγκασμό: ήταν πρώτα-πρώτα μια κοινωνική νίκη επί των Λευκών, που -πέραν της καταστολής- έθεσε σε αμφισβήτηση το προηγούμενο καταπιεστικό καθεστώς.

Βέβαια, ο πολεμικός κομμουνισμός, που επιβλήθηκε επειγόντως μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, η επέμβαση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων κατά της επανάστασης, η αποτυχία της γερμανικής επανάστασης, το επίπεδο ανάπτυξης της ερημωμένης χώρας, κατεστραμμένης από 7 χρόνια πολέμου, έπαιξαν μεγάλο ρόλο.

Αλλά κάθε επαναστατική διαδικασία υπόκειται σε κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησης.

Η γραφειοκρατικοποίηση έρχεται από τα πάνω, όταν αυτοί που έχουν την εξουσία προτιμάν να πάνε γρήγορα, επειγόντως και με αυτοσχεδιασμούς, για λόγους αποτελεσματικότητας να αποφασίζουν μόνοι, να εμπιστεύονται τις δικές τους μόνο δυνάμεις. Αλλά έρχεται και από τα κάτω, όταν οι νέοι υπεύθυνοι που ορίζονται από το κόμμα κρατιούνται στο πόστο τους περισσότερο από και από την επανάσταση, και επομένως στηρίζουν αυτούς που τους διόρισαν και τους έδωσαν τις αρμοδιότητές τους. Η συντηρητική αυτή δύναμη είναι αναπόφευκτη, εσώτερη σε κάθε διαδικασία οργάνωσης, και ενισχύεται ακόμα περισσότερο στο επίπεδο του κράτους. Για να δώσουμε απλώς έναν αριθμό, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 παρέμεναν μόνο 8.000 παλιοί μπολσεβίκοι σε ένα κόμμα με σχεδόν ένα εκατομμύριο μέλη και σε ένα κράτος με 7 εκατομμύρια στελέχη σε όλα τα επίπεδα.

Πρέπει κάθε επαναστατικό σχέδιο να λάβει υπόψη του αυτό τον κίνδυνο, που στην ουσία προέρχεται από την ειδίκευση, από τη διάσπαση διανοούμενοι - χειρώνακτες, και να ενεργήσει για να μειώσει όσο γίνεται περισσότερο τις επιπτώσεις του, ιδιαίτερα μέσα από την ανακλητότητα.

Συμπερασματικά, μερικά σημεία συζήτησης για κάθε σχέδιο χειραφέτησης:

  • Να αρνηθούμε την ιδέα ότι ένα κόμμα μπορεί να αντιπροσωπεύει μια τάξη. Οι κοινωνικές τάξεις είναι ετερογενείς: είναι ουσιαστικό να δεχτούμε την πολλαπλότητα των σοσιαλιστικών κομμάτων.

  • Να δεχτούμε την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι μια απλή διαχείριση των πραγμάτων: σε κάθε κοινωνία, μετάβασης προς το σοσιαλισμό, ακόμα και σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, υπάρχουν συζητήσεις, διαφορετικά συμφέροντα. Πρέπει επομένως διαρκώς να τίθεται στο κέντρο της λειτουργίας η πιο πλατιά δημοκρατία και, επομένως, η ελεύθερη και απόλυτη συζήτηση.

  • Όσο λιγότερο η εξουσία συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια τόσο περισσότερο η δημοκρατία μπορεί να είναι ζωντανή, είναι επομένως απαραίτητο να περιοριστεί ο συγκεντρωτισμός στο ελάχιστο δυνατό, αφήνοντας στους οργανισμούς βάσης, στου τοπικούς οργανισμούς, τη μέγιστη εξουσία.

Σαν συμπέρασμα, λίγα λόγια του Daniel Bensaïd:

Τίποτα δεν μπορεί αυτό που, σε δέκα μέρες, συγκλόνισε τον κόσμο να το σβήσει για πάντα. Η υπόσχεση ανθρωπότητας, καθολικότητας, χειραφέτησης που αναδύθηκε, μετά την πρώτη μεγάλη καταστροφή του αιώνα, μέσα στην εφήμερη φωτιά του γεγονότος, είναι “τόσο πολύ δεμένο με τα συμφέροντα της ανθρωπότητας” που δεν μπορεί να ξεχαστεί. “Επίτροποι των νεκρών”, όπως το γράφει ο Mikhail Guefter, υπεύθυνοι για την κληρονομιά που ο κονφορμισμός απειλεί, έχουμε εμείς το καθήκον να επαναφέρουμε τις περιστάσεις με τις οποίες θα μπορέσει “να ξανα-αναδυθεί στη μνήμη”.

 

Patrick Le Moal, 15/11/2017

 

[Μικρό τμήμα της παρούσας εισήγησης παρουσιάστηκε, εξαιτίας του κλεισίματος του Πολυτεχνείου και της αντικατάστασης της εκδήλωσης με ανοιχτή συγκέντρωση στην Πατησίων. Μετάφραση στα ελληνικά: Τάσος Αναστασιάδης]

 

 

 


2)

 

Patrick Le Moal

(μέλος της ηγεσίας του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος -Γαλλία)

Σχέδιο εισήγησης στο διήμερο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 2017

 

Ιμπεριαλισμός, πόλεμος και διεθνισμός

 

► Ζούμε σε μια εποχή καμπής του κόσμου της ίδιας έκτασης με αυτήν που γνώρισε ο 20ος αιώνας, με το πέρασμα από τον κυρίαρχο ρόλο του βρετανικού ιμπεριαλισμού προς αυτόν των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό να εντοπίσουμε το μέγεθος αυτής της αλλαγής: η Δύση, αν κατανοηθεί ως η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, που κυριάρχησε στον κόσμο από τον δέκατο πέμπτο αιώνα και μετά, χάνει την ηγεμονία της προς όφελος αναδυόμενων ή παλαιότερων δυνάμεων που ξαναβρίσκουν, μετά από 4 ή 5 αιώνες, μια κεντρική θέση.

► Η διάλυση της ΕΣΣΔ και ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός της Κίνας επέτρεψαν στην παγκοσμιοποίηση να βρει πλήρη ανάπτυξη. Η εποχή κυριαρχίας του κεφαλαίου γεωγραφικά επεκτάθηκε σε σχεδόν το σύνολο του πλανήτη.

Αλλά αυτή η φιλελεύθερη, νεοφιλελεύθερη, απογείωση δεν επέτρεψε να σταθεροποιηθεί ένας τύπος κυριαρχίας, αλλά μάλλον οδήγησε σε μια χαοτική κατάσταση.

Οι παραδοσιακές αστικές τάξεις παρουσιάστηκαν στην αρχή ως ιδιαίτερα κατακτητικές. Θεώρησαν ότι, διεισδύοντας στις αγορές των χωρών του τέως “υπαρκτού” σοσιαλισμού, θα κατάφερναν φυσιολογικά να τις υποτάξουν. Εάν οι κανόνες του ελεύθερου, νεοφιλελεύθερου, ανταγωνισμού επιβλήθηκαν πράγματι, δεν υπήρξε ωστόσο υποταγή.

Οι ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ το 2003 βάλτωσαν, αποδεικνύοντας τα όρια της δύναμης των ΗΠΑ.

Στην Κίνα, μια νέα αστική τάξη συγκροτήθηκε, με αυτο-μετασχηματισμό της γραφειοκρατίας σε κυρίαρχη τάξη, που δεν είναι υποταγμένη στον ιμπεριαλισμό. Η Κίνα έγινε μια από τις κύριες καπιταλιστικές δυνάμεις και βρίσκεται σε πορεία να γίνει -αν δεν είναι ήδη- η πρώτη παγκόσμια οικονομική δύναμη. Στην ίδια την περιοχή της και στην Αφρική εμφανίζεται ως μία πρωτο-ιμπεριαλιστική δύναμη.

Η καπιταλιστική Ρωσία δεν έχει το ίδιο μέγεθος. Παρόλο που είναι οικονομικά εξαρτώμενη από την εκμετάλλευση πρώτων υλών (κυρίως πετρέλαιο), είναι ωστόσο στρατιωτική δύναμη και έχει αποκτήσει μια ισχύ που της επιτρέπει να προσπαθήσει να ανέβει στη θέση ενός αδύναμου ιμπεριαλισμού στην ανατολική Ευρώπη, στην Ουκρανία και στη Συρία.

Ταυτόχρονα διαμορφώνεται μια πιο σύνθετη ιεραρχία των παραδοσιακών ιμπεριαλισμών, που βλέπουν να αλλάζει η θέση τους.

Για την ώρα, η οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού αποτελεί αποτυχία. Οι ιμπεριαλισμοί της Γαλλίας και της Βρετανίας γνωρίζουν μείωση της σημασίας τους. Η Γερμανία είναι μια μεγάλη οικονομική δύναμη χωρίς στρατιωτική ικανότητα.

Μερικοί από τους περιφερειακούς υπο-ιμπεριαλισμούς, όπως η Βραζιλία ή η Νότιος Αφρική, γίνονται όλο και πιο επιθετικοί.

Οι ΗΠΑ παραμένουν, ως τώρα, η πιο μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, με μεγάλες δυνατότητες σε όλους τους τομείς, που της δίνουν μέσα δράσης που δεν διαθέτει κανείς άλλος. Ελέγχουν ένα μεγάλο τμήμα των πιο προχωρημένων τεχνολογιών, διοικούν μια απαράμιλλη στρατιωτική δύναμη. Διατηρούν μια λειτουργία παγκόσμιας καταστολής. Αλλά χάνουν τους πολέμους που ξεκινούν, δεν έχουν τα μέσα για να παρέμβουν σε όλες τις περιοχές συγκρούσεων και δεν διαθέτουν πλέον δευτεροκλασάτους ιμπεριαλισμούς για να τους συνδράμουν αποτελεσματικά. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια φάση σχετικής παρακμής, που περιορίζει την παγκόσμια ισχύ τους.

Η κύρια επίπτωση αυτής της κατάστασης είναι ότι ο δι-ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός αναζωογονείται, ακόμα περισσότερο που:

  • η εποχή ιδιωτικών αυλών, ζωνών περίπου αποκλειστικής επιρροής, γενικά έχει τελειώσει, εκτός περιορισμένων εξαιρέσεων.

  • η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αποσταθεροποιεί, στο όνομα του ανταγωνισμού, τους ιδιαίτερους τύπους κυριαρχίας της αστικής τάξης που προήλθαν από ιδιαίτερες ιστορίες (ευρωπαϊκοί ιστορικοί συμβιβασμοί, λαϊκισμοί στη Λατινική Αμερική, διοικητισμοί στην Ασία, διάφορα πελατειακά συστήματα, ...), επειδή οι σχέσεις αυτές διαμεσολαβούνται από την παγκόσμια αγορά και αποτελούν, επομένως, εμπόδιο στην ελεύθερη εκτύλιξη του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Εξού και, με τη διάλυση των κοινωνικών δικαιωμάτων, με τη μετατροπή των κρατών σε απλούς οργανισμούς με κύρια δυνατότητα να εγκαθιδρύουν και να οργανώνουν τον “καθολικό” κανόνα της κινητικότητας του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, μια αποσταθεροποίηση των κρατών, μια κρίση νομιμοποίησής τους.

Ο κύριος λόγος της παγκόσμιας αστάθειας είναι ότι τα δύο παγκόσμια ιεραρχικά συστήματα, η ιεραρχία των ιμπεριαλιστικών κρατών, ανάλογα με την ισχύ τους, και η ιεραρχία των ροών που περικλείουν τον πλανήτη δεν συμπίπτουν, δεν επικαλύπτονται, την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει μεγάλη μη καπιταλιστική ή αντικαπιταλιστική δύναμη.

Η πιο πιθανή υπόθεση δεν είναι ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, κατά το πρότυπο των δύο πρώτων, επειδή η διένεξη για τη μοιρασιά του κόσμου δεν έχει πλέον την ίδια εδαφική μορφή.

Αλλά οι παράγοντες πολέμου είναι βαθιοί και πολλαπλοί, νέες διενέξεις μεταξύ διαφόρων δυνάμεων, οξυμένος ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά, προβλήματα πρόσβασης στους πόρους, αποσύνθεση ολόκληρων κοινωνιών, άνοδος νέων φασισμών, νέων αντιδραστικών και αντεπαναστατικών ακρο-δεξιών, κρίση των δημοκρατικών θεσμών, άνοδος αυταρχικών καθεστώτων, αλυσιδωτές αντιδράσεις στο κλιματικό χάος, με ανθρωπιστικές κρίσεις που προέρχονται από μετακινήσεις δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι πόλεμοι είναι εδώ για να διαρκέσουν, με πολλά πρόσωπα.

Για τη δική μας δράση, πρέπει να κρατήσουμε την πυξίδα:

Ζούμε κάτω από το βάρος ταυτόχρονα του νεοφιλελευθερισμού, της ταυτοποίησης ανάμεσα σε σταλινισμό και σε κομμουνισμό, μιας ιστορικής κρίσης του εργατικού κινήματος, των κινημάτων χειραφέτησης που βαραίνει πάνω στη σοσιαλιστική, επαναστατική, συνείδηση.

Αυτό δίνει περιθώρια ελιγμών στην παγκόσμια αστική τάξη για να διαχειριστεί την κρίση, αυξάνοντας όλο και περισσότερο τις χρηματιστηριακές αγορές, βαθαίνοντας τις επιθέσεις κατά των λαϊκών τάξεων.

Θα υπάρχει πάντα, για το κεφάλαιο, μια διέξοδος από την κρίση, εάν δεν υπάρξουν εργατικές, λαϊκές, απελευθερωτικές λύσεις. Αλλά το κοινωνικό, οικολογικό, ανθρώπινο κόστος των καπιταλιστικών “λύσεων” είναι όλο και πιο τρομερό.

Ο θριαμβεύων, χωρίς όρια, καπιταλισμός γεννάει έναν κόσμο στον οποίο οι δυστυχίες, πιο πέρα και από φαντασία και από λόγια, συσσωρεύονται, με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις οικονομικές εκρήξεις, την κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, τις κοινωνικές αποσυνθέσεις, τους πολέμους, το κλιματικό χάος, τη βία, τις επιδημίες, τη δουλεία γυναικών, τις εξαναγκαστικές μεταναστεύσεις...

Σε αυτή τη σύγχρονη βαρβαρότητα πρέπει να αντιπαραταχθεί η αλληλεγγύη προς τα θύματα όλων αυτών των κρίσεων, προς τους λαούς που παλεύουν για δημοκρατικά δικαιώματα και για κοινωνική δικαιοσύνη.

Σε εμάς εναπόκειται να αναζωογονήσουμε το διεθνισμό σε όλους τους τομείς αμφισβήτησης της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων!

Patrick Le Moal, 16/11/2017

 

[Η παρούσα εισήγηση δεν παρουσιάστηκε στην σχετική εκδήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εξαιτίας διαφορετικού προγραμματισμού. Ο εισηγητής μας παραχώρησε ευγενικά το σχέδιό του, για δημοσίευση. Μετάφραση στα ελληνικά: Τάσος Αναστασιάδης]