• Παρ, 21/09/2018 - 16:39
Πότε θα καταλάβει η ηγεσία του ΚΚΕ ότι το δρόμο τον δείχνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; [του Λέανδρου Μπόλαρη]

Σε πείσμα της συστηματικής προσπάθειας της άρχουσας τάξης να στρέψει στα δεξιά την οργή και την απογοήτευση από την πορεία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου είναι εδώ και συνεχίζει αριστερά. Ο Τσίπρας μπορεί να ανακαλύπτει «κοινούς αγώνες» με τις ΗΠΑ και τον Τραμπ και να σφιχταγκαλιάζεται με την Μέρκελ, όμως χιλιάδες διαδήλωσαν στις 15 Σεπτέμβρη στο κέντρο της Αθήνας και των άλλων πόλεων, ενάντια στη ρατσιστική Ευρώπη-Φρούριο και τους φασίστες, ανάμεσά τους και πολλά μέλη και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. 

Η κυβέρνηση διαφημίζει την «έξοδο από τα μνημόνια», αλλά η εργατική τάξη θυμάται τους αντιμνημονιακούς αγώνες της και συνεχίζει διεκδικώντας να πάρει πίσω όσα έχασε κι ακόμα περισσότερα. 

Το ζήτημα είναι τι είδους Αριστερά θα βρει δίπλα της αυτή η αναζήτηση και αυτοί οι αγώνες. Πώς θα στηρίξει τους αγώνες του σήμερα για να είναι νικηφόροι και να δώσουν σάρκα και οστά στην επαναστατική προοπτική του. Αυτό προσπάθησε να κάνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΣΕΚ όλα τα προηγούμενα χρόνια και θα συνεχίσουν να το κάνουν με πείσμα και αισιοδοξία. Το ΚΚΕ αντίθετα υποστηρίζει ότι μια τέτοια προοπτική είναι κατρακύλα στην διαχείριση στο «έδαφος του καπιταλισμού». 

Η Κομμουνιστική Επιθεώρηση, το θεωρητικό και πολιτικό όργανο της ΚΕ του κόμματος, αφιερώνει ακόμα ένα άρθρο επίθεσης στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο τελευταίο τεύχος της κατηγορώντας την για το παραπάνω και πολλά άλλα «αμαρτήματα». Ο τίτλος του κειμένου της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ είναι «Για τις διεργασίες στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στον οπορτουνιστικό χώρο». Ασχολείται κυρίως με τις αποφάσεις της 4ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις θέσεις οργανώσεων μελών της, ανάμεσά τους και το ΣΕΚ. 

Η κεντρική αιχμή της κριτικής στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η εξής:

«Οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης συνεχίζουν να αναμασούν τη ξοφλημένη λογική του λεγόμενου μεταβατικού προγράμματος («αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» ή και σκέτο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» όπως αναφέρεται σε άλλα σημεία των κειμένων) ενώ παράλληλα προσπαθούν υποκριτικά να ωραιοποιήσουν την προηγούμενη στάση τους, διαστρεβλώνοντας προκλητικά την πραγματικότητα, υποστηρίζοντας πχ ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ‘έδωσε μάχη ενάντια στις αυταπάτες για αριστερή κυβέρνηση’ ή ότι ‘δεν προσαρμόστηκε στις σειρήνες της άμεσης εφικτής λύσης’, την ώρα που όλα αυτά ουσιαστικά αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της αντίληψης που πρόβαλε όλα τα προηγούμενα χρόνια».

Και στη συνέχεια το κείμενο αναφέρει:

«Η αγωνία τους να αποστασιοποιηθούν σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανής και επιβάλλεται αυτονόητα για λόγους πολιτικής επιβίωσης. Η λογική όμως που αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα στον κυβερνητισμό παραμένει απαράλλαχτη, πέρα από φραστικές προσαρμογές… Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιμένει να προσπαθεί να εγκλωβίσει σε ένα πολιτικό στόχο-σκαλοπάτι στο πλαίσιο του καπιταλισμού που θα λειτουργεί δήθεν ως ‘γέφυρα’ για την εργατική εξουσία, καλλιεργώντας εκ νέου την αυταπάτη κάποιας εκδοχής φιλολαϊκής διαχείρισης χωρίς να έχει ανατραπεί η καπιταλιστική εξουσία».

Είναι μάλλον εξοργιστικό να προσπαθεί η ηγεσία του ΚΚΕ να κατηγορήσει το ΣΕΚ για στρατηγική των σταδίων. Η επαναστατική αριστερά έχει παράδοση αγώνων κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης σε χρόνους που η ηγεσία του ΚΚΕ επέμενε ότι παλεύει για μια “νέα δημοκρατία” και το “στάδιο” του σοσιαλισμού θα έρθει αργότερα. Αλλά ας σταθούμε στο σήμερα.

Μετακίνηση

Η αντιμετώπιση της ΚΟΜΕΠ χάνει από τα μάτια της την συγκλονιστική μετακίνηση προς τ’ αριστερά που ξετυλίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια στην καρδιά των περιοχών που ζει και δουλεύει η εργατική τάξη. Το 2012 ένας στους τρεις ψηφοφόρους από τις εργατικές συνοικίες (όπως η Β’ Αθηνών) έφτανε να ψηφίζει ένα αριστερό ψηφοδέλτιο, κάτι που επαναλήφθηκε σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα το 2015, όπου η ψήφος προς τα αριστερά έγινε πλειοψηφικό ρεύμα. 

Αυτή η πολιτική μετακίνηση ήταν προϊόν των αγώνων της ίδιας της εργατικής τάξης. Κι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πράγματι συνέβαλε σ’ αυτούς τους αγώνες και την αναζήτηση, με δυο τρόπους. Με τη συμμετοχή σε όλους τους «μικρούς» και «μεγάλους» αγώνες σε όλα τα μέτωπα που άνοιξαν. Από τις απεργίες και τις καταλήψεις μέχρι τους αντιφασιστικούς και αντιρατσιστικούς αγώνες. Αν σήμερα οι ναζί της Χρυσής Αυγής είναι υπόδικοι και οι πρόσφυγες και οι μετανάστες διαδηλώνουν στους δρόμος, αυτό οφείλεται σε αυτή την εργατική τάξη και τη νεολαία που παλεύει και στον πρωτοπόρο ρόλο των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δεν είχε και δεν έχει σχέση με τα «φιλολαϊκά» προγράμματα διαχείρισης του καπιταλισμού που προβάλλουν αριστερά ρεφορμιστικά κόμματα, όπως έκανε παλιότερα το ΚΚΕ. Οποιος/α ψάχνει να βρει προγράμματα «μετάβασης» χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας με κέντρο μια αριστερή κυβέρνηση, μπορεί να βρει πολλά στην ιστορία, ακόμα και την πρόσφατη, του ΚΚΕ, όχι όμως και της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα. 

Η ηγεσία του ΚΚΕ σήμερα (εκ των υστέρων) δεν τσιγκουνεύεται λόγια όταν είναι να ασκήσει κριτική σε στρατηγικές επιλογές του κόμματος σε προηγούμενες ιστορικές φάσεις. Ωστόσο, αυτή η κριτική στο χτες δεν οδηγεί σε επαναστατική στρατηγική στο σήμερα. Περισσότερο είναι επιστροφή στη πολιτική της λεγόμενης «τρίτης περιόδου» των αρχών της δεκαετίας του ’30: μεγαλόστομες καταγγελίες του καπιταλισμού, σεχταρισμός και παθητικότητα που στις κρίσιμες στιγμές οδηγεί σε μεγάλους συμβιβασμούς και πισωγυρίσματα. 

Το καλοκαίρι του 2015 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδινε τη μάχη για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, λέγοντας ότι η εργατική τάξη που γκρέμισε τους σαμαροβενιζέλους και δεν τρομοκρατείται από τους εκβιασμούς της άρχουσας τάξης και της ΕΕ μπορεί να επιβάλλει τις δικές της λύσεις, να διαγράψει το χρέος, να κρατικοποιήσει τις τράπεζες και να επιβάλλει το δικό της έλεγχο στην οικονομία και την κοινωνία, κι ότι αυτά σημαίνουν απλά και ξεκάθαρα έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. 

Τι έλεγε η ηγεσία του ΚΚΕ, πως μεταφράστηκε στην πράξη και συγκεκριμένα η θέση ότι το ζήτημα είναι η καπιταλιστική εξουσία και όχι το νόμισμα; Στην τοποθέτηση ότι «με τους παρόντες συσχετισμούς» η έξοδος από το ευρώ θα είναι καταστροφή, θα σημάνει κρατική χρεοκοπία, θα την πληρώσει ο λαός και άλλα τρομερά. Τα ΜΜΕ και οι προπαγανδιστές της άρχουσας τάξης έκαναν πάρτι με αυτές τις δηλώσεις. 

Δεν μπορούμε να διαγράψουμε το χρέος «χωρίς κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής», δεν μπορούμε να συγκρουστούμε με την ΕΕ αν πρώτα δεν υπάρξει «κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, σχεδιασμός». Η θέση αυτή επί της ουσίας σημαίνει ότι η εργατική τάξη πρέπει πρώτα να αποδείξει την ωριμότητά της ρίχνοντας στην κάλπη το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. 

Αυτή η κοινοβουλευτική στρατηγική καταλήγει σε επιλογές, καθόλου «ασυμβίβαστες» και επαναστατικές, π.χ. για τον ανταγωνισμό της ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης. Η Κομμουνιστική Επιθεώρηση δηλώνει:

«Το ΚΚΕ δεν αδιαφορεί ούτε για το απαραβίαστο των συνόρων, ούτε για την ‘εδαφική ακεραιότητα’, και τα κυριαρχικά δικαιώματα…Ούτε ακόμα αδιαφορεί γενικά για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, τα κοιτάσματα πετρελαίου κλπ. Αδιαφορεί γι’ αυτά μόνο όποιος θεωρεί δεδομένο ότι είτε έτσι είτε αλλιώς κάποιο εγχώριο μονοπώλιο ή κάποια ΕxxonMobil θα τα εκμεταλλεύεται… όποιος δεν σκοπεύει να παλέψει για την εργατική εξουσία που θα αξιοποιήσει στο έπακρο τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας…»

Είναι η ΑΟΖ «πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας»; Μόνο αν κάποιος/α συμφωνεί με τον Καμμένο που λέει ότι με την οριοθέτηση της ΑΟΖ (σε συνεργασία με την δικτατορία της Αιγύπτου και την Κύπρο) «η πατρίδα επεκτείνει τα σύνορά της». Σε πρόσφατη εκδήλωση της ΚΕ του κόμματος ο Δ. Κουτσούμπας τάχτηκε υπέρ όλων των «εθνικών διεκδικήσεων» της ελληνικής διπλωματίας από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τώρα: 12 μίλια στο Αιγαίο, στρατιωτικοποίηση των νησιών, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, και βέβαια κατά του «αλυτρωτισμού» …των Σκοπίων. Με μια παρόμοια λογική, ένα αιώνα πριν, η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας στήριζε τις άρχουσες τάξεις στον πόλεμο, στο όνομα της υπεράσπισης των συνόρων, των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και των «πλουτοπαραγωγικών πηγών».

Οι συντάκτες του κειμένου φέρνουν σαν πανηγυρική απόδειξη της οπορτουνιστικής «αμφισημίας» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την τοποθέτηση του ΣΕΚ στην 4η Συνδιάσκεψή της: «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το τέλος της αναζήτησης προς τα αριστερά…πού θα πάει η αγανάκτηση από τις προδοσίες του ΣΥΡΙΖΑ; Αν θα σημάνει απογοήτευση, αποστράτευση και επομένως περιθώρια για τη Δεξιά να ανακάμψει ή θα υπάρξει συνέχιση αυτής της ριζοσπαστικοποίησης η οποία μας έφερε στην κυβέρνηση της ΄πρώτης φοράς αριστερά';». 

Κι όμως, αυτό το ερώτημα όσο κι αν το ξορκίζει η ηγεσία του ΚΚΕ είναι υπαρκτό στις αναζητήσεις εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών που πάλεψαν και παλεύουν ενάντια στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης και που σήμερα έχουν μεγαλύτερες εμπειρίες για τα αδιέξοδα της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οργανώνουν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, στους κοινούς αγώνες με όλον αυτόν τον κόσμο στις απεργίες, στους αντιφασιστικούς και αντιρατσιστικούς αγώνες, χωρίς να ζητάνε διαβατήρια και πιστοποιητικά “μη-συγγένειας”: η στροφή στ’ αριστερά θα συνεχιστεί και στο κέντρο θα έχει την αριστερά του αντικαπιταλισμού και της επαναστατικής προοπτικής. 

Δημοσιεύθηκε στην Εργατική Αλληλεγγύη 1341, 19/9/2018