• Τετ, 16/10/2019 - 18:15
75 χρόνια από την Απελευθέρωση: Το κίνημα που έδιωξε τους Ναζί μπορούσε να πάρει την εξουσία [του Λέανδρου Μπόλαρη]

Εβδομηνταπέντε χρόνια πριν, στις 12 Οκτώβρη του 1944 η Αθήνα ελευθερωνόταν από τη ναζιστική κατοχή. Τα τελευταία γερμανικά τμήματα αποχωρούσαν, μέσα σε μια λαοθάλασσα που πανηγύριζε. 
 
Για μια στιγμή έμοιαζε ότι η Αθήνα των προσφυγικών και εργατικών συνοικισμών, των εργοστασίων, των πεινασμένων και η Αθήνα του Κολωνακίου και των άλλων «καλών συνοικιών», η Αθήνα της δεξιάς και της αριστεράς, του ΕΑΜ και των εθνικιστικών οργανώσεων ενώνονταν στο μεθυστικό κλίμα της «εθνικής ανάτασης». Όμως, πολύ σύντομα, τις ίδιες εκείνες μέρες αποδεικνυόταν ότι το ταξικό χάσμα ήταν πιο ισχυρό και βαθύ. 
 
Ο συγγραφέας Γ. Θεοτοκάς σχολίαζε στο ημερολόγιό του μετά τις δυο μεγάλες διαδηλώσεις του ΕΑΜ και των «εθνικών οργανώσεων», ότι: «Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου. Αυτή είναι πια στο εξής η “ελληνική πραγματικότητα”».
 
Τις πρωινές ώρες της 12 Οκτώβρη τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους μια διαταγή που είχε την υπογραφή του Π. Σπηλιωτόπουλου, που είχε ορίσει στρατιωτικό διοικητή η κυβέρνηση Παπανδρέου στα μέσα Αυγούστου. Ανέφερε αυστηρά και τσεκουράτα:
 
«Απαγορεύω κάθε κίνησιν πεζών και τροχοφόρων άνευ αδείας. Οι μη συμμορφούμενοι θα φυλακίζονται αμέσως. Επιτρέπεται η κίνησις μόνο είς τους εφοδιασμένους δ’ ειδικής αδείας της αστυνομίας, θεωρημένη υπό της στρατιωτικής διοικήσεως ως και στους υπηρετούντας εις την παθητικήν αεράμυναν. Απαγορεύω πάσαν συγκέντρωσιν και απόπειρα διαδηλώσεων. Η διάλυσις θα γίνει διά των όπλων».
 
Αυτή την «απελευθέρωση» θέλανε οι αστοί για την Αθήνα. Μόνο που ο Σπηλιωτόπουλος δεν διέθετε το παραμικρό κύρος αλλά και την ένοπλη ισχύ για να επιβάλλει μια τέτοια διαταγή. Εκτός από την υλική αδυναμία, υπήρχαν και πολιτικά όρια για το πόσο μπορούσαν να «τραβήξουν το σκοινί» οι Εγγλέζοι ιμπεριαλιστές και η άρχουσα τάξη.
 
Όχι μόνο για τη χρησιμοποίηση των Ταγμάτων Ασφαλείας της δοσιλογικής κυβέρνησης του Ράλλη που είχαν αιματοκυλήσει τις συνοικίες της Αθήνας στα μπλόκα του 1944, και είχαν κηρυχτεί επίσημα «προδοτικοί σχηματισμοί». Η μόνη έμπιστη και εμπειροπόλεμη μονάδα που διέθετε ο Γ. Παπανδρέου και οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές, ήταν η περίφημη «Ταξιαρχία του Ρίμινι» (3η Ορεινή Ταξιαρχία). Αλλά δεν στάλθηκε στην Αθήνα. Η Ταξιαρχία ήταν ανοιχτά φιλομοναρχική. 
 
Οι συνέπειες της αποστολής της στην Αθήνα τον Οκτώβρη θα ήταν «απρόβλεπτες» όπως ανέφερε μια έκθεση Βρετανών διπλωματών. Το πόσο «απρόβλεπτες» μπορούμε να το φανταστούμε από την περιγραφή του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού για εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη: 
 
«Έχοντας βιώσει την απόλυτη φρίκη ενός λιμού, τον παλλαϊκό ενθουσιασμό των διαδηλώσεων, την τρομοκρατία των εκτελέσεων και των µπλόκων και τους νέους πολιτικούς διαχωρισμούς σε όλη τους την ένταση, η πόλη εμφάνιζε πρωτοφανή κοινωνικά φαινόμενα: Παπάδες διαδήλωναν µε κόκκινες σημαίες, γυναίκες εμφανίζονταν πάνω σε άλογα, 8χρονα παιδιά κρατούσαν αληθινά περίστροφα και υπερήλικες γριές απειλούσαν αστυνομικούς µε τσεκούρια που ξεπερνούσαν το ύψος τους. Ο κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός που διαπερνούσε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, αν και ιδεολογικά ανώριμος, ήταν απόλυτα γνήσιος».
 
Έτσι ο Άγγελος Έβερτ, ο διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων που στις 3 Δεκέμβρη θα διέταζε τους άνδρες του να ανοίξουν πυρ στους διαδηλωτές στο Σύνταγμα, αναγκάστηκε να πιει το πικρό ποτήρι και να δεχτεί να μοιράζεται την «τήρηση της τάξεως» στην πρωτεύουσα με τον Α. Τσαπόγα, διοικητή της Εθνικής Πολιτοφυλακής που δεν ήταν άλλη από την ΟΠΛΑ.
 
Η Απελευθέρωση δεν ήταν ένα «μονόπρακτο» που κράτησε τρεις τέσσερις μέρες στην Αθήνα. Εκτυλίχθηκε σε όλη την έκταση της χώρας από τις αρχές Σεπτέμβρη μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη. Και ο «απολογισμός» έδειχνε την αναμφισβήτητη υπεροχή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. 
 
Ο νομός Έβρου ήταν ο πρώτος που απελευθέρωσε ο ΕΛΑΣ. Τα τμήματά του παρελαύναν στο Διδυμότειχο ήδη στις 28 Αυγούστου. Μέχρι τις 3 Σεπτέμβρη το ίδιο έγινε στις Φέρες, την Αλεξανδρούπολη και το Σουφλί. 
 
Τόσο στο Διδυμότειχο όσο και στις Φέρες, ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση, ο ΕΛΑΣ δεν ήταν μόνος του. Χιλιάδες αγρότες συνέρρευσαν από τα γύρω χωριά κινητοποιημένοι από τις πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και κυρίως της ΕΠΟΝ. 
 
Το άλλο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι η συμμετοχή Βουλγάρων ανταρτών στη μάχη για την απελευθέρωση στο Σουφλί. Ήταν στρατιώτες που είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ και είχαν συγκροτήσει το δικό τους λόχο. Ζήτησαν να τους ανατεθεί ο πιο δύσκολος τομέας της μάχης. Μπορεί οι φασίστες και οι άρχουσες τάξεις να παίζανε το χαρτί του εθνικισμού σε όλα τα Βαλκάνια, αλλά ο κόσμος πάλευε ενωμένος.
 
Ο ΕΛΑΣ δεν αντιμετώπισε τις γερμανικές μονάδες που αποχωρούσαν μονάχα στον Έβρο. Οι συνολικές γερμανικές απώλειες, από την 1η Γενάρη έως τις 29 Σεπτέμβρη 1944, ανήλθαν σε 2.239 νεκρούς, 3.654 τραυματίες και 1.285 αγνοούμενους, ένα σύνολο 7.178 ανδρών εκτός μάχης, κατά κύριο λόγο αποτελέσματα της δράσης του ΕΛΑΣ. 
 
Η άλλη πλευρά δεν έμενε άπραγη βέβαια. Το καλοκαίρι ήταν η περίοδος των τελευταίων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από επίλεκτες γερμανικές μονάδες, με σκοπό να αδυνατίσουν τον ΕΛΑΣ και τις υποδομές του ώστε να εξασφαλιστεί η όσο δυνατόν πιο απρόσκοπτη απαγκίστρωση από την Ελλάδα. Όπως συνήθιζαν οι ναζί στις εκθέσεις τους ανέφεραν την εξόντωση χιλιάδων «ανταρτών», στην πράξη αμάχων που δολοφόνησαν. Και οι σφαγές συνεχίστηκαν και τον Σεπτέμβρη. 
 
Οι συνεργάτες των ναζί έβαφαν κι αυτοί τα χέρια τους στο αίμα. Στις 14 Σεπτέμβρη το «εθελοντικό σώμα» του ταγματάρχη Πούλου, με τους αγκυλωτούς σταυρούς στα περιβραχιόνια, μπήκε στα Γιαννιτσά, τα λεηλάτησε και δολοφόνησε 104 ανθρώπους. Το τμήμα του Πούλου ακολούθησε το γερμανικό στρατό μέχρι τη Βιέννη. 
 
Άλλοι σχηματισμοί δεν είχαν την ίδια τύχη. Το 1943 η δωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη είχε συγκροτήσει τα Τάγματα Ασφαλείας που ορκίζονταν πίστη «στο Φύρερ του γερμανικού λαού Αδόλφο Χίτλερ». Στην Πελοπόννησο αυτοί οι σχηματισμοί έμειναν ξεκρέμαστοι μετά την γερμανική αποχώρηση. Ο ΕΛΑΣ της Πελοποννήσου ξεκαθάρισε τις φωλιές που είχαν κουρνιάξει, στον Πύργο, την Καλαμάτα και τον Μελιγαλά στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη.
 
Τον Σεπτέμβρη του 1944 η Ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ κατέβαινε από τα βουνά –κυρίως της Πίνδου που ήταν περιορισμένη τα δυο προηγούμενα χρόνια- στους κάμπους και τις πόλεις. Η Αριστερά κυριολεκτικά κυβερνούσε το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας, με τις δομές της ΠΕΕΑ της «κυβέρνησης του βουνού» να δίνουν τη ραχοκοκαλιά της.
 
Ο ιστορικός Γ. Σκαλιδάκης στο βιβλίο του για την «Ελεύθερη Ελλάδα» επισημαίνει ότι:
 
«Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, ο ΕΛΑΣ μπήκε στις επαρχιακές πόλεις που ήταν νησίδες της κατοχικής και δωσίλογης εξουσίας μέσα και στα περίχωρα της Ελεύθερης Ελλάδας. Άμεσα εγκαταστάθηκε ο διοικητικός μηχανισμός της ΠΕΕΑ, ώριμος πλέον και εξοπλισμένος με τις Πράξεις και τις Αποφάσεις της Επιτροπής. Γύρω από τις διοικητικές επιτροπές της ΠΕΕΑ εγκαταστάθηκαν όλοι οι κρατικοί θεσμοί της ένοπλης Αντίστασης –ο «εθνικός στρατός» ΕΛΑΣ αντί του προπολεμικού στρατού, η Εθνική Πολιτοφυλακή αντί της Χωροφυλακής, η ΕΤΑ ως οικονομικός μηχανισμός, δικαστήρια όπου χρειαζόταν».
 
Και εκλογές, για τη τοπική αυτοδιοίκηση μιας και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχε βάλει τους δικούς της διορισμένους:
 
«Στη Λάρισα, αποφασίστηκε από όλες τις οργανώσεις να διεξαχθούν εκλογές για την ανάδειξη λαϊκών επιτροπών στις συνοικίες της πόλης, πριν την απελευθέρωσή της. Οι εκλογές έγιναν με έναν πρώτο γύρο, χωρίς υπόδειξη υποψηφίων αλλά κάθε ψηφοφόρος ψήφιζε πρόσωπα της προτίμησής του. Μετά τον “προκριματικό” αυτό γύρο, οι δέκα πρώτοι σε ψήφους σε κάθε συνοικία, κατέβηκαν σε δεύτερη εκλογή, όπου και αναδείχτηκαν στις 15 Οκτωβρίου τα συνοικιακά συμβούλια».
 
Τυπικά, οι αρχές που εγκαθίστανται στις απελευθερωμένες πόλεις και κωμοπόλεις εκπροσωπούν την κυβέρνηση «Εθνικής Ενώσεως» του Γ. Παπανδρέου στην οποία από τις 2 Σεπτέμβρη συμμετέχουν και οι υπουργοί της Αριστεράς, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι πρόκειται για την «εαμοκρατία» που σήμερα κατέχει ξεχωριστή θέση στην εμετική αντικομουνιστική προπαγάνδα της Δεξιάς. Αυτή η εξουσία είναι υποχρεωμένη να πάρει αποφάσεις για την «καθημερινότητα» μιας κοινωνίας διαλυμένης από τον πόλεμο και τις καταστροφές του και να ανταποκριθεί, σε ένα σημείο, στις ελπίδες και τα αιτήματα των από κάτω. 
 
 
Χαρακτηριστικά είναι αυτά που περιγράφει ο Βαγγέλης Κασάπης, «Κρίτωνας», του 81ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ για την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη: «Χτυπιέται η αχόρταγη και σιχαμερή βδέλλα της μαύρης αγοράς κατακέφαλα. Στη διάρκεια της Εαμοκρατίας παραλύει και παύει να βυζαίνει το αίμα του λαού. Σ’ όλα τα καπνοχώρια της Ξάνθης, Καβάλας, Δράμας μοιράζεται δωρεάν 12 κιλά καλαμποκίσιο αλεύρι κατ’ άτομο, κατασχεμένο από τους μαυραγορίτες και τους τσιφλικάδες. Σε συνέχεια με φροντίδα της Αυτοδιοίκησης και των παραγωγικών συνεταιρισμών εξασφαλίζεται σταθερά η τροφοδοσία του ορεινού καπνοπαραγωγικού πληθυσμού.
 
Οι συνεταιρισμοί καπνοπαραγωγών συνεργάζονται αρμονικά με τις οργανώσεις καπνεργατών. Ιδρύεται μικρός συνεταιρισμός καπνεργατών-καπνοπαραγωγών και μπαίνει σε λειτουργία το εργοστάσιο σιγαροποιίας Ξάνθης καθώς και όλοι οι αλευρόμυλοι και το εργοστάσιο παραγωγής μεταξωτών στο Σουφλί».
 
Η Αριστερά κυβερνούσε ουσιαστικά το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Αλλά ποια ήταν η προοπτική που χάραζε για τη συνέχεια; Οι επιλογές της ηγεσίας της γίνονταν όλο και πιο σαφείς όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση. Η είσοδος στην κυβέρνηση των αστικών κομμάτων που είχαν στήσει οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές στη Μέση Ανατολή ήταν ένα βήμα σε μια μακρά σειρά συμβιβασμών. Η αρχική απόφαση για την συγκρότηση μιας κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» περιλαμβανόταν στη Συμφωνία του Λιβάνου τον Μάη του 1944. Η ηγεσία του κινήματος είχε στείλει εκεί την αντιπροσωπεία της επιμένοντας «τουλάχιστον 50% των υπουργείων» για να καταλήξει σε έξι, και στο αίσχος της αποκήρυξης του κινήματος των φαντάρων και των ναυτών της Μέσης Ανατολής. Στα τέλη Αυγούστου πήρε πίσω και τον τελευταίο όρο της, να μην είναι πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου.
 
Η συνέχεια ήρθε στις 26 Σεπτέμβρη με την Συμφωνία της Καζέρτας (απ’ την ιταλική πόλη όπου υπογράφτηκε). Με βάση την συμφωνία, όλες οι ένοπλες δυνάμεις και οργανώσεις στην Ελλάδα περνούσαν στην δικαιοδοσία της κυβέρνησης, που με την σειρά της έβαζε ένα Άγγλο στρατηγό, τον Ρέτζιναλντ Σκόμπι, επικεφαλής τους, με τον τίτλο του «Στρατηγού διοικούντος τας εν τη Ελλάδι δυνάμεις». 
 
Στις επιχειρησιακές διαταγές που εκδόθηκαν ως συμπλήρωμά της, καθορίστηκαν τα όρια δράσης της κάθε αντάρτικης οργάνωσης, δηλαδή του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ του Ζέρβα. Ο Ζέρβας κρατούσε τις περιοχές της Ηπείρου που έλεγχε. Αλλά ο ΕΛΑΣ έχανε τον έλεγχο κάθε δραστηριότητας στην Αττική: εκεί διοριζόταν στρατιωτικός διοικητής ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος. Η Συμφωνία της Καζέρτας πρόβλεπε επίσης ότι ο ΕΛΑΣ δεν θα έμπαινε στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Στρυμόνα και Αξιό, δηλαδή στην Θεσσαλονίκη.
 
Τότε (και σήμερα) οι δικαιολογίες για αυτούς τους συμβιβασμούς έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς τους αρνητικούς συσχετισμούς για το κίνημα και την Αριστερά σε διάφορα επίπεδα. Η «λαϊκή εξουσία» της Ελεύθερης Ελλάδας ήδη υφίστατο μεγάλες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στα βουνά, θα ήταν αδύνατο να κυβερνήσει μόνη της μεγάλα αστικά κέντρα, με την παραγωγή και τις μεταφορές παραλυμένες και στο έλεος της «ανθρωπιστικής βοήθειας» που έλεγχαν οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές. Το ίδιο ίσχυε αντίστοιχα και για τον ΕΛΑΣ.
 
Κι όμως, στις 30 Οκτώβρη του 1944 ο ΕΛΑΣ έκανε την πανηγυρική παρέλαση της απελευθέρωσης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σε τηλεγράφημά της η διοίκηση της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ ανέφερε: «Τμήματα εισήλθον Θεσσαλονίκην σήμερον 3 μετά μεσημβρίαν. Λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος από ενθουσιασμό διατρέχει οδούς πόλεως εναγκαλιζόμενος με τους αντάρτας».
 
Ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου έχει αφήσει μια ολοζώντανη περιγραφή αυτών των σκηνών που τις έζησε από πρώτο χέρι:
 
«Από την οδό Αγίας Σοφίας κατέβαιναν σαρώνοντας τις γειτονιές τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου… Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν ξυπόλυτη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα από τα ανατολικά κατέφθαναν μέσα στη σκόνη και τον αλαλαγμό με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμη και η μακρινή Καλαμαριά… 
 
Μια καθυστερημένη διαδήλωση πλησίαζε από τα βάθη της Εγνατίας, το ανταριασμένο Βαρδάρι. Θά ‘ταν καμιά διακοσαριά σκελετωμένοι και κουρελήδες. Έμοιαζαν κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Κραύγαζαν ξέφρενα, φανατικά, κουνούσαν τη γροθιά με τόση ορμή που νόμιζες πως θα τους φύγει προς τον ουρανό το χέρι. Τεράστιες παντιέρες, ολοκόκκινες καμωμένες από αλεξίπτωτα γερμανικά χάιδευαν τα κουρεμένα κεφάλια».
 
Στην πραγματικότητα, η απελευθέρωση είχε ξεκινήσει μέρες πριν, με τις οργανώσεις του ΕΑΜ και του «εφεδρικού» ΕΛΑΣ να παίρνουν τον έλεγχο στις φτωχογειτονιές της πόλης και να πραγματοποιούν τεράστια συλλαλητήρια. 
 
 
 
Η είσοδος του ΕΛΑΣ στην Θεσσαλονίκη δεν είχε να κάνει μόνο με την κομβική θέση της πόλης στο συγκοινωνιακό δίκτυο όλων των Βαλκανίων (άρα και για την γερμανική αποχώρηση). Είχε πολιτική σημασία. Στην ευρύτερη περιοχή συγκεντρώνονταν όλα τα υπολείμματα των δωσιλογικών σχηματισμών που είχαν βάψει με αίμα τη Θεσσαλονίκη και τώρα δήλωναν «τμήματα του ΕΔΕΣ». Οι συμμορίες του Δάγκουλα (Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης) και του Κισά-Μπατζάκ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) είναι πιο γνωστές. 
 
Αυτές οι συμμορίες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την πόλη στις 20 Οκτώβρη, αλλά με την καθοδήγηση Χρυσοχόου, του «Γενικού Διοικητού Μακεδονίας» και έμπιστου του Εγγλέζων, ετοιμάζονταν να επιστρέψουν για να γλυτώσουν την πόλη από την «κομμουνιστικήν τυραννίαν». Ο ΕΛΑΣ τους χάλασε τα σχέδια και ούτε οι Εγγλέζοι ούτε η κυβέρνηση του Παπανδρέου είχε τη δύναμη να ανατρέψει την κατάσταση. 
 
Και η Θεσσαλονίκη θα παρέμενε ουσιαστικά στα χέρια του ΕΑΜ τους επόμενους μήνες. Η τάξη που κράτησε ήταν υποδειγματική, το ίδιο κι οι λύσεις που έδωσε στα καθημερινά προβλήματα μιας πόλης που είχε βασανιστεί από την κατοχή και τον πόλεμο. Οργάνωσε την τροφοδοσία της πόλης από την ύπαιθρο, επέβαλε έκτακτη φορολόγηση στους πλούσιους για να πληρωθούν μισθοί δημόσιων υπαλλήλων, επέβαλε το άνοιγμα των καταστημάτων με επιτροπές του εργατικού ΕΑΜ κόντρα στο λοκ αουτ των μεγαλεμπόρων. 
 
Από την Αθήνα μέχρι την Θεσσαλονίκη, εκείνος ο Οκτώβρης του ’44 είναι μια μεγάλη απόδειξη των απεριόριστων δυνατοτήτων του κινήματος και της Αριστεράς. Η στρατηγική που είχε σαν πυξίδα της όμως η ηγεσία του κινήματος οδηγούσε στο στόμωμα και το πισωγύρισμα αυτών των δυνατοτήτων. Στο κέντρο της ήταν η επιλογή ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να πάρει την εξουσία, μια επιλογή που είχε γίνει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όταν εγκατέλειψε την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης. 
 
Αντί γι’ αυτό η σταθερή επιδίωξη της ηγεσίας του ΚΚΕ στα χρόνια της Αντίστασης ήταν να γίνει εταίρος σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», δηλαδή συνεργασίας με τα αστικά κόμματα και τους «Μεγάλους Συμμάχους». Αυτό το δρόμο τον βάδιζαν ήδη τα μεγάλα Κομμουνιστικά Κόμματα στην Γαλλία και την Ιταλία. Πίστευε ότι έτσι θα εξασφάλιζε ίσως και την πλειοψηφία στις εκλογές που θα γίνονταν μεταπολεμικά. Αυτός ο κοινοβουλευτικός δρόμος έφερνε τον ένα συμβιβασμό μετά τον άλλο. 
 
Δεν ήταν η «ανωριμότητα του κόσμου» η αιτία για αυτούς τους συμβιβασμούς. Ο κόσμος που υποδεχόταν τον Παπανδρέου στις 18 Οκτώβρη και τον χειροκροτούσε όταν έλεγε «θα ομιλήσωμεν και διά την λαοκρατίαν» φώναζε στις 3 Δεκέμβρη στο Σύνταγμα «Παπανδρέου παπατζή χίτης ήσουνα και συ». Οι οργανώσεις του Εργατικού ΕΑΜ που κρέμαγαν πανό στα αγγλικά Welcome Our Allies τον Οκτώβρη, τον Δεκέμβρη πολεμούσαν στα οδοφράγματα ενάντια στα αγγλικά τανκς. 
 
Η ηγεσία πάταγε φρένο όταν το κίνημα πάταγε γκάζι. Το αποτέλεσμα ήταν η παράλυση. Σήμερα χρειαζόμαστε μια Αριστερά με την στρατηγική και τις ταξικές απαντήσεις που θα πατάνε γκάζι για να φτάσουμε μέχρι την νίκη.