• Τετ, 11/07/2012 - 22:39
Το διφορούμενο μετεκλογικό τοπίο [του Κώστα Παπαδάκη]

Τα εκλογικά αποτελέσματα της 17ης Ιουνίου και ο συνεπακόλουθος σχηματισμός κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ αποκρυσταλλώνουν στην πιο συντηρητική του εκδοχή το νέο πολιτικό τοπίο, που προέκυψε από την εκλογική αποτύπωση της πολύχρονης πολιτικής και κινηματικής ρευστότητας που γνώρισε η χώρα μας από την έναρξη των πολιτικών του Μνημονίου μέχρι σήμερα.

Ένα χρόνο μετά την κορύφωση του κινήματος των «Αγανακτισμένων», των πλατειών και παρά τις 17 πανεργατικές καθώς και πολλές ηρωικές απεργίες (Χαλυβουργία, Άλτερ κ.ά.), εκατοντάδες διαδηλώσεις με συμμετοχή εκατομμυρίων πολιτών, το κίνημα έδειξε να εγκλωβίζει την πολιτική του προοπτική αποκλειστικά και μόνο στην προσδοκία και το αποτέλεσμα της κάλπης. Φρόντισαν αρκετοί γι’ αυτό και από το χώρο της Αριστεράς, που ως αντιπαράθεση στην κυβέρνηση Παπανδρέου και αργότερα στην κυβέρνηση Παπαδήμου ζητούσαν εδώ και τώρα εκλογές. Φάνηκε όμως ότι τελικά το μπλοκ της εξουσίας είχε λιγότερους λόγους να φοβάται από όσο έδειχνε τα προηγούμενα χρόνια. Ήδη, με την εξαγγελία των εκλογών της 6ης Μαΐου το κίνημα αποσύρθηκε από τους δρόμους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επίσημης απόσυρσης η Πρωτομαγιά του 2012, όπου κατά περίεργη σύμπτωση, δυνάμεις της Αριστεράς απέφυγαν την παρουσία τους στο κέντρο (ΠΑΜΕ στη Χαλυβουργία, Συνασπισμός στην Καισαριανή), όπως άλλωστε και στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
 
Τα αποτελέσματα της 6ης Μαΐου γκρέμισαν για πρώτη φορά το μεταπολιτευτικό δικομματικό σύστημα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, καταβαραθρώνοντάς το σε αθροιστικά ποσοστά λίγο πάνω από το 30% και ήταν στο σύνολό τους θετικά, αν εξαιρεθεί φυσικά το απροσδόκητα υψηλό ποσοστό της Χρυσής Αυγής. Η Αριστερά, παρά την άνοδό της, ούτε μπόρεσε να συνθέσει κοινά σημεία πολιτικής παρέμβασης, ούτε να κλιμακώσει τις κινηματικές της πρωτοβουλίες, πιέζοντας από το πεζοδρόμιο για ριζοσπαστικές εξελίξεις.
 
Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου είχαν εντελώς ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Ήταν εκλογές για να αναδείξουν νικητή και να λύσουν το κυβερνητικό πρόβλημα, άρα όχι για να καταγράψουν πολιτικούς συσχετισμούς. Εκλογές δεύτερου γύρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αποτελέσματα φαίνονταν προδιαγεγραμμένα: Ενίσχυση των δυνάμεων οι οποίες, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, προσέγγιζαν τη συμμετοχή τους στην κυβερνητική λύση, πόλωση, αναβίωση του δικομματισμού με το ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΠΑΣΟΚ και διεξαγωγή τους κάτω από συνθήκες πολιτικής αποστείρωσης, με ελάχιστη κινηματική παρουσία να επηρεάζει τις εξελίξεις. Και αυτός ο τεράστιος καθημερινός βομβαρδισμός των ΜΜΕ υπέρ του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με ένα ΣΥΡΙΖΑ καταφανώς πιεζόμενο και μετατοπιζόμενο διαρκώς προς τα δεξιά, τόσο στη συνεχή δήλωση υποταγής στο ευρώ και την ΕΕ, όσο και στη διαρκή εναλλαγή των εξαγγελιών του σχετικά με το Μνημόνιο και τον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης της οικονομικής κρίσης.
 
Στις 17/6, σε σχέση με την 6/5, κατεγράφη θεαματική αύξηση της αποχής σε ποσοστά 39% πανελλαδικά, φαινόμενο πρωτόγνωρο σε βουλευτικές εκλογές, τη στιγμή που κανείς, ακόμη και από τον αναρχικό χώρο (που μάλλον ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ) δεν την υποστήριξε, σε αντίθεση με προηγούμενες εκλογές. Απροσδόκητη άνοδος της ΝΔ, σε ποσοστά μεγαλύτερα από το άθροισμα των μεταγραφών της, σταθεροποίηση ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αποτέλεσμα ιδιαίτερα οδυνηρό, ιδίως για το ΠΑΣΟΚ που αυτή τη φορά δεν ψηφίστηκε ως κόμμα εξουσίας και κυρίως, σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής, αλλά με σαφώς συνειδητούς ψηφοφόρους.
 
Η κατακόρυφη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στον αντίποδα όλων αυτών, είναι ανεπαρκής για να εξισορροπήσει τη συνολική συντηρητική τάση που ανέδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα της 17/6. Αφενός διότι αντιπροσωπεύει πολύ μικρότερο μέγεθος στο συνολικό ισοζύγιο. Αφετέρου διότι η στήριξη του μετατοπιζόμενου προς τα δεξιά ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι κατ’ ανάγκη αριστερόστροφη, ιδίως από ανθρώπους που έδωσαν με συνέπεια κινηματικές μάχες και διακρίνονται από ριζοσπαστικότερους προσανατολισμούς.
 
Γεγονός είναι πάντως ότι ακόμα και υπό την οπτική της συνολικής νίκης της Αριστεράς, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι μέσα στο εσωτερικό της, οι συσχετισμοί διαφοροποιήθηκαν δραματικά, αφού η αντικαπιταλιστική τάση συντρίφτηκε από τη ρεφορμιστική, τουλάχιστον εκλογικά, όπως και η τάση της ρήξης με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση από την φιλοευρωπαϊκή, ενώ και η αντικαπιταλιστική προοπτική ηττήθηκε από την προτεραιότητα κάποιας άμεσης βελτίωσης «εντός και υπέρ του συστήματος», την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ προνομιακά ενστερνιζόταν.
 
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέγραψε στις 6/5 ποσοστό 1,2%, το μεγαλύτερο που μπόρεσε ποτέ η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στην Ελλάδα. Όμως και αυτό το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών μας. Εκτιμώμενη εκ των υστέρων, η απόφαση για τη συμμετοχή μας στις εκλογές της 17/6 κρίνεται εσφαλμένη και η κριτική αυτή διατυπώνεται χωρίς να αποτελεί μομφή για κανένα, αφού και ο γράφων ήταν της άποψης για νέα αυτόνομη εκλογική κάθοδο. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι φανερό ότι πρέπει να κινηθούμε από σήμερα και μετά με ένταση του πολιτικού και κινηματικού μας προσανατολισμού, χωρίς εσωστρέφεια και χωρίς υποταγή στα μεγέθη που ανέδειξαν οι εκλογικοί συσχετισμοί, αλλά και χωρίς τα βαρίδια της μετωπικής λογικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ των συνιστωσών. Το άμεσο μέλλον θα δείξει κατά πόσο θα το αντέξουμε.
 
Δημοσιεύθηκε στο Πριν, την Κυριακή 8/7/2012