• Δευ, 26/11/2012 - 17:25
Συμπαράταξη της Αριστεράς - Ενσωμάτωση ή Ανατροπή; [του Δημήτρη Μπλάνα]

Τις τελευταίες εβδομάδες βιώνουμε μία επιταχυνόμενη κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Οι εξελίξεις καθορίζονται από την κοινωνική καταστροφή που επιβάλλει το 3ο μνημόνιο, τους ωμούς πολιτικούς εκβιασμούς της ελληνικής αστικής τάξης και τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, γύρω από το ζήτημα του ελληνικού χρέους. 

 
Το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα, διέρχεται τη βαθύτερη κρίση αποσάθρωσης όχι οφειλόμενη σε διαφορετικές αστικές στρατηγικές και πολιτικά σχέδια για τη συγκυρία, αλλά λόγω της βαθύτατης διάρρηξης των δεσμών εκπροσώπησης με ένα σύνολο κοινωνικών τάξεων και ομάδων, που σε ένα προηγούμενο χρονικό διάστημα αναγνωρίζονταν με υλικούς ή και ιδεολογικούς όρους στο συνασπισμό εξουσίας.

Η κυβέρνηση Σαμαρά πιθανά θα αποτελέσει την τρίτη κυβέρνηση μετά τους Παπανδρέου και Παπαδήμο, που θα καταλήξει σε πτώση υλοποιώντας το μνημόνιο 3 και στο δρόμο για το μνημόνιο 4, πιεζόμενη από τη χρεοκοπία, από την πλήρη απονομιμοποίησή της από τα λαϊκά στρώματα που οδηγούνται στην εξαθλίωση και τις κοινωνικές αντιδράσεις. 

 
Στον ορίζοντα, η ελληνική αστική τάξη και οι αστικές τάξεις των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών σχηματισμών, επεξεργάζονται εναλλακτικά πολιτικά σχέδια, στα οποία περιλαμβάνεται και η προοπτική ταξικής σύγκρουσης με καθοριστικούς όρους. Διαβλέπουν ότι η άνοδος της αριστεράς δεν βασίζεται πάνω σε ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα αμφισβήτησης των κυρίαρχων όψεων της στρατηγικής τους, που θα επιδιώκει την επιβολή της κυβέρνησής του και της εφαρμογής ενός νέου πολιτικού προγράμματος διεξόδου. Με βάση των υφιστάμενο κοινωνικό και ιδεολογικό συσχετισμό επεξεργάζονται τις επιλογές τους, επανασύστασης της πολιτικής επιλογής της σταθερότητας (Σαμαράς) με ενίσχυση από όλο το φάσμα της πολιτικής τάξης, της σύντομης "αριστερής παρένθεσης" - ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μια βαθύτερη απεχθή φασιστική τομή και αναστολή άρθρων του συντάγματος. 
 
Στο φόντο αυτό οι δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς όπως εκφράζονται κυρίως μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ, βλέποντας τις δυνάμεις τους να καταγράφουν υψηλά εκλογικά ποσοστά, επιχειρούν την συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ που θα οδηγήσει στην εφαρμογή ενός «εναλλακτικού» πολιτικού σχεδίου. 
 
Ωστόσο, η προοπτική της συγκρότησης μιας κυβέρνησης της αριστεράς με πυλώνα το ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολιτικό εγχείρημα που δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στην αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων.
 
Κυρίως γιατί, η συγκρότηση μίας κοινωνικής συμμαχίας με μερίδες του κεφαλαίου, τμήματα της μικροαστικής τάξης και διανόησης όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την ειδική διαμεσολάβηση του κράτους, αλλά και μέσα από τη μικρή εμπορευματική παραγωγή και διάθεση, και με τμήματα της εργατικής τάξης, είναι ένα πολιτικό σχέδιο που δεν είναι εφικτό, ιδιαίτερα δε, επειδή δεν προέρχεται από τον καταναγκασμό της ηγεμονίας της εργατικής τάξης, υπό τον κίνδυνο διάλυσης της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα. 
 
Μια τέτοια κοινωνική συμμαχία, πρέπει να γίνει σαφές πως δεν είναι εφικτή ούτε ως στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης, γιατί η περαιτέρω αναπαραγωγή και διατήρησή της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στο διεθνή καταμερισμό εργασίας καθορίζεται από τη διάλυση και συμπίεση των κοινωνικών μερίδων που αναγνωρίζονταν μέχρι σήμερα στο συνασπισμό εξουσίας, με άρση όλων των συμβιβασμών που είχαν διαμορφωθεί σε προηγούμενη περίοδο. Επιπλέον δεν είναι εφικτή και λόγω της ειδικής σχέσης συγκρότησης της γύρω από συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου (ναυτιλία, τουρισμός, οικοδομικές δραστηριότητες), της δεσπόζουσας θέσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό, της θέσης της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και την εξάρτησή της από τις ηγεμονικές μερίδες κεφαλαίου των κυρίαρχων σχηματισμών (ΕΕ και ΗΠΑ). Συνεπώς η πολιτική του μνημονίου δεν είναι μια επιλογή που επιβάλλεται στην ελληνική αστική τάξη από τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις αλλά αποτελεί στρατηγική της επιλογή, από την οποία απορρέουν και μερικές μεσοπρόθεσμες στοχεύσεις. 
 
Σε αυτήν τη βάση τίθεται και το ζήτημα του € ως εργαλείου διάλυσης κοινωνικών συνασπισμών, επιβολής και εμβάθυνσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, και ανάδειξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως κυρίαρχου. Η επιλογή του € αίρει τη δυνατότητα του κράτους να ασκεί νομισματική πολιτική και συνακόλουθα επιβάλει την αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας μόνο μέσα από μια διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης που μεταφράζεται σε συμπίεση και άρση των κοινωνικών κεκτημένων. 
 
Η πολιτική αυτή και η άρση αυτών των κατακτήσεων αποτελεί το θεμέλιο λίθο της συγκρότησης της Ε.Ε, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις συμφωνίες του Μάαστριχτ, το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας κ.α. Η ζώνη του € αυτήν την πολιτική υλοποιεί, αλλά παράλληλα επιχειρεί να συγκροτήσει έναν νέο συνασπισμό εξουσίας, μέσα από το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας (ενέργεια, υγεία, παιδεία) και την άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής συλλογικά εκτός των ορίων της Ε.Ε. Υπό αυτήν την έννοια, δεν υφίσταται στρατηγική αντίθεσης στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση χωρίς τον όρο εξόδου από τον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της Ε.Ε. 
 
Το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ όπως περιγράφεται στην ποιο ριζοσπαστική του εκδοχή γύρω από τη θέση «καμιά θυσία για το €» αποτελεί ένα πολιτικό σχέδιο καταδικασμένο σε ενσωμμάτωση και ήττα. Αποδέχεται την προοπτική εξόδου όχι ως πολιτική επιλογή σύγκρουσης με την αστική τάξη, αλλά ως «ατύχημα» ίσως και εκούσιο, που μπορεί να προκληθεί ως αποτέλεσμα της άρνησης εφαρμογής των μνημονίων, που θα προκαλέσει όμως μεγαλύτερη συμπίεση στα λαϊκά στρώματα, στο βαθμό που δε θέτει ζήτημα πολιτικής ρήξης με την αστική τάξη και εξουσία. 
 
Αντίθετα, με αυτό που περιγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ, απαιτείται η συγκρότηση ενός κοινωνικού μετώπου ιδεολογικά προετοιμασμένου και πολιτικά συγκροτημένου. Που θα θέτει το αίτημα και θα παλεύει για την έξοδο από το € και την Ε.Ε, ερχόμενο σε ρήξη με την αστική τάξη. Όπου η αντικαπιταλιστική ανατροπή θα ανοίξει το δρόμο και θα επιβάλει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Που δε θα έρθει ως μία κυβέρνηση που θα στηρίξει το μαζικό κίνημα ως συνέπεια ενός ατυχήματος. Το αίτημα για διαγραφή του δημόσιου χρέους, αλλά και του χρέους των λαϊκών στρωμάτων προς τις τράπεζες, θα έρθει μαζί με τον πλήρη έλεγχο και εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όχι μόνο ως προσωρινή ανακούφιση του λαϊκού εισοδήματος (που υπό τον υφιστάμενο συσχετισμό θα συνεχίσει να συσσωρεύει χρέη), αλλά ως εργαλείο προστασίας απέναντι στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και ανασυγκρότησης παραγωγής και κοινωνίας. 
 
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα για μία κυβέρνηση της Αριστεράς με τον ίδιο ως κύριο πυλώνα της, είναι ένα ανταγωνιστικό σχέδιο με το πολιτικό σχέδιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Επειδή τελικά, δεν οδηγεί σε ρήξη με την αστική τάξη αλλά στην ανασυγκρότησή της, που ακόμα και εάν ήταν εφικτή ως στρατηγική επιλογή, δε θα οδηγούσε σε καμία περίπτωση σε καλύτερο μέλλον για τα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα, το αμφίσημο πολιτικό σχέδιο και λόγος, επιχειρεί να ενσωματώσει πολιτικά και ιδεολογικά τα λαϊκά στρώματα σε μία κατεύθυνση επανασύστασης των σχέσεων εκπροσώπησης και μάλιστα υπό δυσμενέστερους υλικούς και κοινωνικούς όρους. Τέλος, εντείνει τη σύγχυση και ενισχύει όψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας. 
 
Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ δε διεξάγεται πολιτική μάχη με κοινωνικούς όρους σύγκρουσης των συμφερόντων της εργατικής και αστικής τάξης. Επίσης, δεν υφίσταται οργανωμένη πολιτική έκφραση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και δεν αποτυπώνεται στο πρόγραμμά του. Σε όλες τις ανάλογες κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όταν το ερώτημα της αριστερής κυβέρνησης τέθηκε ως στοιχείο επικράτησης ενός πολιτικού σχεδίου έναντι ενός άλλου -σε σοσιαλιστική κατεύθυνση ή σοσιαλδημοκρατία - στο εσωτερικό ενός κόμματος της αριστεράς, η μάχη κρίθηκε σε επίπεδο κοινωνίας, με νίκη της στρατηγικής του κυβερνητισμού και της συνδιαχείρισης, την ενσωμμάτωση των κοινωνικών στρωμάτων, τη συντριβή των πολιτικών φορέων -και των επαναστατικών- και τελικά την ήττα. 
 
Η Πρωτοβουλία των 1000, αν και αναγνωρίζει το αδιέξοδο του αντιμνημονιακού αγώνα χωρίς προοπτική σύγκρουσης και ρήξης με την αστική τάξη και την Ε.Ε, είναι εξίσου αδιέξοδη. Ενώ σωστά δε θεωρεί το ΣΥΡΙΖΑ ως σημείο συμπύκνωσης μιας ταξικής αντιπαράθεσης, αναζητά την παρέμβαση σε αυτόν, θεωρώντας ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει «καθήκον» να αποτελέσει ένα αντίπαλο δέος στην πάλη για την ηγεμονία και τη φυσιογνωμία του, απέναντι στο σχηματισμό του σε «δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς», που προωθεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ερμηνεύει έτσι λάθος, ότι το πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής και ρήξης είναι ζήτημα συσχετισμών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. 
 
Σε αυτό το πλαίσιο το σχέδιο της πρωτοβουλίας των 1.000, είναι ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο με εκείνο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που οφείλει να προβάλει μία άλλη πολιτική επιλογή. 
 
Η επιλογή αυτή δε μπορεί να είναι άλλη από τη συγκρότηση μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας, ρήξης και ανατροπής, στη βάση του προγράμματος των 5 σημείων που προβάλλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη διαγραφή του χρέους, για την έξοδο από το € και τη ρήξη και έξοδο από την ΕΕ, τις εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, των μέτρων διασφάλισης του λαϊκού εισοδήματος, τις αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Μιας συμμαχίας - μετώπου που θα συγκροτείται στη βάση της αποδέσμευσης από τις αυταπάτες της συνδιαχείρισης και της βελτίωσης των όρων υπαγωγής στις επιλογές της αστικής τάξη. 
Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν αποτελεί ούτε επαναστατικό σχέδιο αλλά ούτε και σχέδιο ανασυγκρότησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά μια φάση μιας ενιαίας διαδικασίας προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, για αυτό και απαιτεί βαθιές κοινωνικές τομές και συμμαχίες. Η κοινωνική αυτή συμμαχία δε μπορεί να αποτελέσει ένα σημείο κοινοβουλευτικής αλλαγής πολύ περισσότερο ένα ατύχημα, αλλά θα επιβληθεί καταναγκαστικά, ως αποτέλεσμα κοινωνικών συγκρούσεων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και της ρήξης με την αστική στρατηγική. 
 
Σε αντίθετη περίπτωση, ο κίνδυνος δε θα προέρχεται μόνον από την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από την άνοδο του φασισμού με ότι αυτό συνεπάγεται. 
 
Για την προώθηση αυτού του πολιτικού σχεδίου απαιτείται η αυτοτελής συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η συγκρότηση του μετώπου καθορίζεται από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και κρίνεται από τη στρατηγική των συνιστωσών της επαναστατικής αριστεράς. Επιβεβαιώνεται μέσα από τις παρεμβάσεις των οργανώσεων στις συσπειρώσεις κοινωνικών και εργασιακών χώρων. Κυρίως όμως, συγκροτείται και θα συγκροτηθεί στη βάση των αντιστάσεων και αγώνων των λαϊκών στρωμάτων στην εποχή των μνημονίων, των πρωτοβουλιών και των πολιτικών πρακτικών. 
 
Σε αυτήν την κατεύθυνση οφείλουμε να συνεχίσουμε να παλεύουμε, επιδιώκωντας τη διεύρυνση του μετώπου, το βάθεμα του διαλόγου και της λειτουργίας του, την ενίσχυση του μέσα από τις ανακατατάξεις, ρήξεις και αποδεσμεύσεις κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς από τα αστικά πολιτικά σχέδια 
 
* Ο Δημήτρης Μπλάνας είναι μέλος του Κ.Σ. της οργάνωσης Αριστερή Συσπείρωση και μέλος του Π.Σ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ