- Σάβ, 23/06/2012 - 20:47
Από Πέτρο Θεοδωρίδη, ΤΕ Ανατολικής Θεσσαλονίκης
Πέτρος Θεοδωρίδης, Τ.Ε. Ανατολικής Θεσσαλονίκης
Μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, το τιμόνι της διακυβέρνησης πέρασε στα χέρια της χιμαιρικής νεοδεξιάς του Σαμαρά και των ακροδεξιών ενοίκων της μπλε πολυκατοικίας. Παράλληλα, η παγίωση των ποσοστών της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, έρχεται να εδραιώσει την παρουσία των φασιστών στο καθημερινό πολιτικό σκηνικό. Μια παρουσία που δε θα αποτυπώνεται πλέον στα media αλλά στις αυξανόμενες δολοφονικές επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες και αγωνιστές. Σε αυτό το πλαίσιο, η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, δεν προσφέρει από μόνη της καμία εγγύηση για το μέλλον. Αντίθετα, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο μεγάλων ευθυνών για σύσσωμη την Αριστερά. Μια ευθύνη που συνδέεται άρρηκτα με την άμεση κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, την όξυνση της ταξικής πάλης και την έναρξη ενός νέου γύρου αγώνων και διεκδικήσεων. Σε αυτό το σημείο, ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της επαναστατικής Αριστεράς αναβαθμίζεται και αποκτά καθοριστικό χαρακτήρα για το μέλλον και τη προοπτική των αγώνων μας.
Το πολωμένο κλίμα αυτών των εκλογών – όπως και των προηγούμενων – είχε μια σημαντική ποιοτική διαφορά σε σχέση με αυτό προηγούμενων αναμετρήσεων. Δεν υποκινούνταν αποκλειστικά από τους επίδοξους διαχειριστές του συστήματος. Αντίθετα, ήταν άμεσα συνδεμένο και με την υπάρχουσα λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή, απέναντι στις καταστροφικές πολιτικές των μνημονίων και της εξαθλίωσης. Αυτό το χαρακτηριστικό εξάλλου, είναι που οδήγησε τα εξουσιαστικά κέντρα σε μια πρωτοφανή και λυσσαλέα εκστρατεία τρομοκράτησης του λαού και εκβιασμού της ψήφου του. Τα ψευτοδιλήμματα των προηγούμενων εκλογών, μπήκαν με ακόμη πιο επιθετικό τρόπο. Ευρώ ή Χρεωκοπία, Μνημόνιο ή Καταστροφή, Νέα Δημοκρατία ή Αναρχία. Ο συνεχής βομβαρδισμός του κόσμου από το σύνολο των ΜΜΕ με τα παραπάνω μηνύματα, όχι απλά συνέβαλε στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, αλλά επηρέασε και τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα. Για την ακρίβεια, μετατόπισε πέραν από τον πολιτικό λόγο και ολόκληρες ατζέντες κομμάτων, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο και θα επανέρθω στην πορεία τη συνεισφοράς μου στο διάλογο.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, μας οδηγεί σε μια πλειάδα συμπερασμάτων για τα χαρακτηριστικά που αποκτά το πολιτικό σκηνικό αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναδιατάσσονται οι αστικές δυνάμεις. Πρώτον, έχουμε μια πύρρειο νίκη της Νέας Δημοκρατίας, η οποία μέσα στο κλίμα τρομοκρατίας που επιδίωξε, δεν κατάφερε να καρπωθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ είδε τα ποσοστά του να ανεβαίνουν σε ιστορικό υψηλό, τόσο για τον ίδιο όσο και για όλη την Αριστερά, σε όλο το φάσμα της. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται ενώ η νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής, κατάφερε να διατηρήσει την προηγούμενη δύναμή της. Το ΠΑΣΟΚ, με νύχια και με δόντια διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα ενώ η αδερφή δύναμη της ΔΗΜΑΡ, παρουσίασε μικρή άνοδο. Ο μεγάλος ηττημένος της αναμέτρησης δυστυχώς, ήταν η κομμουνιστική και αντικαπιταλιστική αριστερά. Το ΚΚΕ, είδε τα ποσοστά του να καταρρέουν και πάνω από τις μισές του δυνάμεις να κατευθύνονται στο ΣΥΡΙΖΑ ενώ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είδες τα ¾ της τελευταία καταγραφής της να επιλέγουν επίσης το ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία, μέσα από την αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρητορεία της και τα τρομοκρατικά διλήμματα με τα οποία απευθύνθηκε στον Ελληνικό λαό, κατάφερε να δημιουργήσει ένα κλίμα πόλωσης που ο τόπος είχε καιρό ζήσει. Το ίδιο το κάλεσμα του Αντώνη Σαμαρά σε πανδεξιό μέτωπο ενάντια στην Αριστερά και «την ιδεολογική της ηγεμονία», έφερε στο γαλάζιο μαντρί τόσο διαγραφέντες της ΝΔ όσο και ένα ευρύ ρεύμα ψηφοφόρων και στελεχών της ακροδεξιάς με κύρια πηγή προέλευσης το ΛΑΟΣ. Παρά τη μεγάλη προσπάθεια και τη συσπείρωση που παρουσιάστηκε, το αποτέλεσμα όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, δε στάθηκε ικανό να προσφέρει τη δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ, από την πρώτη στιγμή και υπό την πίεση των εξευτελιστικών για τα δεδομένα του ποσοστών, εξέφρασε τη θέλησή του για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με αριστερό άλλοθι την πάντοτε πρόθυμη ΔΗΜΑΡ. Κατάφερε να διατηρήσει το τελευταίο ποσοστό του και την τρίτη θέση, κάτι όμως που δεν ήταν καθόλου βέβαιο μέχρι και την ημέρα των εκλογών. Σε αυτήν την κατεύθυνση, συνεισέφερε και η πτώση των Ανεξάρτητων Ελλήνων, πολλοί ψηφοφόροι των οποίων επέστρεψαν στη Νέα Δημοκρατία. Η διατήρηση και μικρή αύξηση της εκλογικής δύναμης της ΔΗΜΑΡ, εξασφάλισε το ρόλο της στο σχηματισμό κυβέρνησης. Τη συμμετοχή της εξάλλου στο νέο κυβερνητικό σχήμα, τη χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ σαν όρο στην ουσία, στις διαπραγματεύσεις του με τη Νέα Δημοκρατία. Το ενδιαφέρον του ΠΑΣΟΚ για τη ΔΗΜΑΡ βέβαια, θα μπορούσε να οφείλεται και στις διεργασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει, για την ανασύσταση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου στον οποίο το κόμμα του Κουβέλη θα έχει πλέον ενεργό ρόλο.
Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο των τελευταίων εκλογών. Η θεαματική του άνοδος σε ποσοστά που η Αριστερά έχει να δει από την εποχή της ΕΔΑ, φανερώνει την υπαρκτή ανάγκη και επιθυμία του κόσμου, να βρει μια εναλλακτική διέξοδο από την κρίση στα Αριστερά. Παρόλα αυτά, όλη η προεκλογική περίοδος σημαδεύτηκε από διαρκείς μετατοπίσεις και υποχωρήσεις των στελεχών του προς δεξιά κατεύθυνση. Χωρίς να απαντά δυναμικά και ριζοσπαστικά στα τρομοκρατικά διλήμματα του Σαμαρά, ο ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ακόμη πιο έντονα το φιλοευρωπαϊκό χαρακτήρα του ενώ την κατάργηση των μνημονίων, σύντομα την αντικατέστησαν ηττοπαθείς και συντηρητικές λογικές που καλούσαν απλά σε μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων τους. Θέση που προέβαλλε τόσο η ΔΗΜΑΡ, όσο και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ προεκλογικά. Παράλληλα, ενδιαφέρον αποκτά και η άμεση αποδοχή του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έσπευσε να καθησυχάσει την κυβέρνηση και τους τεχνοκράτες της ΕΕ, ότι θα ασκήσει υπεύθυνη αντιπολίτευση και δε σκοπεύει να κατεβάσει τους υποστηρικτές του στους δρόμους. Λαμβάνοντας αυτά υπ’ όψιν, δημιουργούνται νέα δεδομένα για το ρόλο που θα επιτελέσει το κόμμα του στη νέα πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε. Η ενιαιοποίηση εξάλλου του ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και μέρες προαναγγέλλεται και η πιθανή πλέον στροφή του σε παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικές και σοσιαλφιλελεύθερες αντιλήψεις, θα οδηγούσε αφενός σε μια αποστράτευση των πιο ριζοσπαστικών του στοιχείων αλλά πρώτα και κύρια, στην ανάδειξή του σε μελλοντικό διαχειριστή της πολιτικής κατάστασης και του αστικού συστήματος.
Μεγάλος χαμένος των εκλογών, αναδείχθηκε το ΚΚΕ, το οποίο είδε πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους του, να στρέφονται στο ΣΥΡΙΖΑ. Η διαρροή αυτή – που οφείλεται τόσο στο πολωμένο προεκλογικό σκηνικό όσο και στα στρατηγικά και πολιτικά λάθη και αδυναμίες της ηγεσίας του – έφερε το ΚΚΕ σε ποσοστά χαμηλότερα και από αυτά της περιόδου που ανατράπηκε η Σοβιετική Ένωση και διασπάστηκε ο ενιαίος τότε Συνασπισμός. Παράλληλα με το ΚΚΕ, μεγάλες απώλειες παρουσίασε και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία έχασε τα ¾ των ψηφοφόρων της, βλέποντάς τα να στρέφονται – με κριτική έστω ψήφο – επίσης στο ΣΥΡΙΖΑ. Τραγικότερο στοιχείο των πρόσφατων εκλογών, δε θα μπορούσε παρά να είναι η διατήρηση της εκλογικής δύναμης της Χρυσής Αυγής. Κόντρα στις εκτιμήσεις που ήθελαν υποχώρηση του ποσοστού της, αυτή διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα. Η συνέχιση της ροής της κρατικής χρηματοδότησης, αναβαθμίζει πλέον και τις δυνατότητές της για οργανωτική επέκταση και αγορά του δολοφονικού εξοπλισμού της. Το αποτέλεσμά της όμως, δημιουργεί και νέα δεδομένα και εκτιμήσεις για τη σύνθεση του ακροατηρίου της. Ο μύθος του ψηφοφόρου που «δε γνώριζε», πλέον καταρρίπτεται. Η επιθέσεις σε βάρος μεταναστών και αγωνιστών, η κουλτούρα των σφαλιάρων του Κασσιδιάρη, ο ρατσιστικός, ομοφοβικός και εθνικιστικός λόγος, ήρθαν για να μείνουν και φαίνεται πως το κοινό τους δεν περιορίζεται μόνο στα μέλη και τους υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής, αλλά περιλαμβάνει ένα ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας που γαλουχήθηκε χρόνια τώρα από το κράτος με αυτά τα χαρακτηριστικά και αυτές τις φοβικές αντιλήψεις.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω, μια νέα εποχή ανοίγει για την Αριστερά και πάνω από όλα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία πλέον καλείται να αναλάβει νέες και μεγάλες ευθύνες.
Το αποτέλεσμα των εκλογών, ήταν αναμενόμενο. Δεν έχουμε καμία αυταπάτη για αυτό. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη αποτύπωση, δεν αποτελεί και το όριο των δυνάμεών μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι τόσο τα μέλη όσο και οι φίλοι και υποστηρικτές μας, αποτελούν ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό στο οποίο πρέπει να απευθυνθούμε εκ νέου και να οικοδομήσουμε στέρεους πολιτικούς και συντροφικούς δεσμούς.
Είναι αλήθεια, πως η προεκλογική παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ήταν ισχνή και καμία σχέση δεν είχε με τη δυναμική που παρουσιάσαμε πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Αυτό οφείλεται σε προφανείς οικονομικούς λόγους αλλά και στην κούραση των συντρόφων που καλούνταν να αναλάβουν το βάρος μιας ακόμη αναμέτρησης. Παρόλα αυτά όμως, οφείλουμε να ασκήσουμε κριτική και στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο καλέσαμε τον κόσμο να μας ακούσει και εν τέλει να μας ψηφίσει. Δε μπορεί ο πολιτικός λόγος της επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, να περιορίζεται στις κρίσιμες μέρες πριν τις εκλογές, σε μια ρητορεία τύπου ΚΚΕ ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, θα έπρεπε να επικεντρώνει στη δική μας πρόταση διεξόδου από την κρίση και κυρίως, στο σημαντικό σημείο της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, που μόνο εμείς ανοίγουμε και μπορούμε να περιγράψουμε στον κόσμο. Ακόμη και μια συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, εκεί θα οδηγούσε μοιραία, καθώς πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τις αυταπάτες που αυτός έσπειρε προεκλογικά. Ακόμη και μια περιορισμένη εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, μοιραία θα οδηγούσε σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους δανειστές μας. Παράλληλα, η σταθερή και ζωντανή λειτουργία των ΤΕ και των οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ήταν απαραίτητη και είναι απαραίτητη, αν θέλουμε οι δεσμοί μεταξύ μελών και φίλων να διατηρούνται δυνατοί.
Σαν επαναστατική Αριστερά, είναι μέσα στις επιδιώξεις μας η αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού. Είναι αδιανόητο λοιπόν σε αυτήν τη συγκυρία, να παραμένουμε σε τέτοιο βαθμό αδρανείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ακαμψίας μας, αποτελεί και η καθυστερημένη και εντελώς άμαζη κινητοποίηση που καλέστηκε με τη λήξη της μετενέργειας. Είναι σημαντικό να μπορούμε να διαθέτουμε δυνάμεις στους εκλογικούς αγώνες, αλλά οι αγώνες που δίνονται στους δρόμους είναι αυτοί που αποτελούν και αναπόσπαστο φυσιογνωμικό μας κομμάτι και καθοριστικό παράγοντα για τις εξελίξεις. Εξάλλου, οι διαδηλώσεις είναι αυτές που ρίχνουν κυβερνήσεις, οι εκλογές απλά τις ανανεώνουν. Όσο και αν μας απογοητεύει το αποτέλεσμα, πρέπει να υποστηρίξουμε τη θαρραλέα επιλογή μας για αυτοτελή κάθοδο υπό αυτές τις συνθήκες. Μια αντίθετη στάση, θα οδηγούσε στον πλήρη παραγκωνισμό και ενδεχομένως την οργανωτική συρρίκνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ίδια η στάση του ΣΥΡΙΖΑ εξάλλου και οι διαρκείς δεξιές του μετατοπίσεις, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για εκπτώσεις τόσο στο πολιτικό μας περιεχόμενο όσο και στη στρατηγική που έχουμε χρέος να χαράξουμε. Η ενότητα της Αριστεράς, δε μπορεί να είναι λεκτικό παιχνίδι αλλά σοβαρή υπόθεση στα χέρια του λαού και των κομμουνιστών. Και είναι αλήθεια, πως το ζήτημα αυτό, απαιτεί μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας σε θέματα στρατηγικών συνεργασιών και από την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Μετώπου για την Αλληλεγγύη και την Ανατροπή. Πρόκειται για συμμαχίες που έπρεπε να έχουμε συνάψει εδώ και μήνες αλλά μας απασχόλησαν πραγματικά μόνο προεκλογικά και εν τέλει τις προδώσαμε με γνώμονα δικές μας λάθος εκτιμήσεις και προσδοκίες. Πρέπει να ξεμπερδέψουμε με τέτοιες λογικές. Ο σεχταρισμός δεν έχει καμία θέση σε ένα επαναστατικό μόρφωμα, το οποίο καλείται να παίξει αναβαθμισμένο ρόλο στην κοινωνία και να αναλάβει σημαντικό ρόλο στην ανασύνταξη του κινήματος.
Στα πλαίσια λοιπόν του αναβαθμισμένου ρόλου που πρέπει να αναλάβει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα ήθελα να θέσω υπό μορφή σημείων τα εξής:
Η ανάγκη να ξεδιπλωθεί συγκεκριμένη στρατηγική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το κίνημα και τους αγώνες που η ιστορία μας καλεί να δώσουμε, είναι αναντίρρητη. Η στάση μας ήδη στις επόμενες μέρες και μήνες, θα είναι κρίσιμη. Χρέος μας, η εμφύσηση προοπτικής στους αγώνες του λαού, η οργάνωση των μαζών και η καθοδήγησή τους στο στόχο που δεν είναι άλλος από την εξουσία. Μια εξουσία, που με καμία κυβέρνηση δε χαρίζεται στο λαό αλλά μόνο με αγώνες κατακτιέται. Ας πάψουμε λοιπόν να κυνηγάμε τις εξελίξεις και ας αρχίσουμε επιτέλους να τις ορίζουμε εμείς. Categories: |