• Δευ, 20/05/2013 - 11:44
Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ονειρευόμαστε, για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που χρειαζόμαστε [των Γ.Βλάχου, Δ.Σαραφιανού]

Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ονειρευόμαστε, για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που χρειαζόμαστε

 

Δυο βδομάδες πριν την Β’Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναπτύσσεται ένας γόνιμος και ουσιαστικός διάλογος για το που είμαστε και πώς θέλουμε να προχωρήσουμε, έτσι ώστε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμβάλλει αποφασιστικά στα καθήκοντα που βάζει η συγκυρία μπροστά στο ταξικό κίνημα και την Αριστερά.

Το προηγούμενο χρονικό διάστημα αναπτύχθηκε μια σειρά μεγάλων και ελπιδοφόρων αγώνων (από τις μεγάλες απεργίες μέχρι το κίνημα των πλατειών). Οι αγώνες αυτοί άφησαν εξαιρετικά σημαντικές παρακαταθήκες δεν κατόρθωσαν όμως να ανατρέψουν την μνημονιακή πολιτική. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου και κυρίως μετά την εμπέδωση των υψηλότατων ποσοστών ανεργίας, ένα μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων, της νεολαίας, των καταστρεφόμενων μικροαστικών στρωμάτων έχει προσανατολίσει την οργή του όχι στη δύναμη των αγώνων αλλά στη μάχη και την αγωνία για την επιβίωση. Σε αυτό έχουν συμβάλλει τόσο αντικειμενικοί παράγοντες, όπως η εφαρμογή βασικών όψεων της μνημονιακής πολιτικής, όσο και υποκειμενικοί παράγοντες (από τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που σπέρνει ο Συριζα και την αυτιστική πολιτική του ΚΚΕ, μέχρι την αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να αποτελέσει την ατμομηχανή ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής).

Από την άλλη παράγεται ένα εκρηκτικό μείγμα από την ένταση της κρίσης και την αδιέξοδη πολιτική των μνημονίων, που αυξάνει το χρέος, οδηγεί σε σπιράλ του θανάτου την οικονομία, μειώνει συντριπτικά το κοινωνικό μερίδιο της εργατικής τάξης και καταστρέφει σημαντικά τμήματα μικροαστικών στρωμάτων. Το μείγμα αυτό διαμορφώνει τους αντικειμενικούς όρους για την ανάπτυξη σημαντικών αγώνων σε επιμέρους κλάδους που δέχονται την επίθεση της μνημονιακής πολιτικής (αγώνες που μόνο με τη σκληρή καταστολή δύνανται να αντιμετωπιστούν). Το αν όμως ξεδιπλωθούν αυτοί οι αγώνες, αν θα ηττηθούν ή αν θα ξεπουληθούν  εξαρτάται από την κατεύθυνση και τη συστηματικότητα με την οποία θα παρέμβουν οι πιο συνειδητές δυνάμεις και ιδίως οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.  Το εύρος της επίθεσης δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο από τα σχήματα των κοινωνικών χώρων, όσο καλή και οργανωμένη δουλειά και αν κάνουν. Ούτε η κάθε επιμέρους δύναμη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχει τις δυνατότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της οργάνωσης της αλληλεγγύης με άλλους κλάδους, της νομικής και πολιτικής υποστήριξης, της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισμό και την απάθεια που προωθούν τα ΜΜΕ κλπ. Απαιτείται αφενός μεν πολύ καλύτερη οργάνωση της παρέμβασης της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (λειτουργία κλαδικών επιτροπών, συγκρότηση γραμματείας εργατικού), αφετέρου δε οργάνωση των ενιαιομετωπικών εκείνων κινήσεων τόσο στο εργατικό κίνημα (ένας ενιαίος συντονισμός των ταξικών δυνάμεων ανά κλάδο και κεντρικά), όσο και ευρύτερα (π.χ. οργάνωση της δουλειάς της ΚΕΔΔΕ και ενίσχυση της εναιομετωπικής της προσπάθειας).

Αν αυτό ισχύει για κάθε αγώνα ξεχωριστά, πολύ περισσότερα χρειάζονται για  να ανατραπεί η μνημονιακή πολιτική και το πολιτικό της προσωπικό.  Χρειάζεται να οργανωθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις και να συμπυκνωθούν σε ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα πείθει τις δυνάμεις της εργασίας, της νεολαίας, των καταστρεφόμενων μικροαστικών στρωμάτων ότι αξίζει να ματώσουν για την ανατροπή της σημερινής κατάστασης. 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την Α της Συνδιάσκεψη διάστημα έθεσε τις πολιτικές βάσεις μιας τέτοιας κατεύθυνσης με την πρόταση του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος και του Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής.

 

Το μεταβατικό πρόγραμμα περιέχει μια σειρά στόχων (ανατροπή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και της κυβέρνησης-στάση πληρωμών/διαγραφή του χρέους-έξοδο από ΟΝΕ και ΕΕ-εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων) που οδηγούν σε συνολική αντιπαράθεση με τη στρατηγική του συνόλου των αστικών μερίδων της χώρας μας και σε συνολική αναδιάταξη των κοινωνικών όρων της σύγκρουσης. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν τους βασικούς άξονες ενός προγράμματος πάλης που πρέπει να εξειδικευθεί με επιμέρους στόχους (π.χ. απαγορεύσεις κίνησης κεφαλαίου, ελεγχος τιμών και αγοράς, βαριά φορολογία κεφαλαίου, μείωση παρασιτικής κατανάλωσης, δημόσιος οικονομικός σχεδιασμός με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες) για να γίνει πειστικότερο και να αποκτήσει βαθύτερες ρίζες στην κοινωνία. Οι βασικοί άξονες συναποτελούν το αναγκαίο πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση προς όφελος των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων και συνεπώς δεν συνιστούν απλά έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή στον οποίο μπορούν να συμφωνήσουν ευρύτερες δυνάμεις.

 

Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το πρόγραμμα αυτό εντάσσεται σε μια ευρύτερη επαναστατική στρατηγική, αφού συνδέει με συγκεκριμένα βήματα τους αγώνες του σήμερα με το αίτημα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Οπως κάθε μεταβατικό πρόγραμμα, οι επιμέρους στόχοι του μπορεί και να είναι ενσωματώσιμοι σε μια πορεία ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Το σύνολό τους όμως συγκροτεί μια τακτική ξεθεμελιώματος των βασικών πυλώνων της αστικής στρατηγικής. Είναι επίσης δεδομένο ότι, εάν ακόμα και ορισμένοι από αυτούς τους στόχους εφαρμοσθούν κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος, αυτό θα αποτελεί μια νίκη που θα φέρει την ταξική πάλη σε ένα νέο επίπεδο με πιο συνειδητό το κίνημα και καλύτερες θέσεις για τους εργαζόμενους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αστική τάξη δεν θα παλέψει λυσσωδώς για να επιτύχει νίκες για λογαριασμό της. Είναι επίσης δεδομένο ότι, αν οι εργαζόμενοι φθάσουν σε αυτές τις καλύτερες θέσεις μάχης, οι επαναστατικές δυνάμεις θα πρέπει να θέσουν και νεα μεταβατικά αιτήματα που θα ανταποκρίνονται στις συνθήκες της στιγμής, θα ανεβάζουν το επίπεδο της συνείδησης και θα φέρνουν ακόμα πιο κοντά το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Δεν είμαστε όμως ακόμα εκεί και όποιος θεωρεί ότι οι άξονες αυτοί δεν είναι επαρκείς οφείλει και να απαντήσει στο ποιοι είναι.

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επίσης έχει απαντήσει στο ποιος θα υλοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα: το Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής (ΑΜΡΑ) που κοινωνικά εκφράζει μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταστρεφόμενα μικροαστικά στρώματα και τη νεολαία. Επίσης έχει απαντήσει στο ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα χρειάζεται να γίνει σημαία των κοινωνικών αγώνων και θα επιβληθεί με συγκρούσεις, με την άνοδο της ταξικής πάλης, με την δημιουργία οργάνων του κινήματος και όχι με αλλαγή κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Σε κάθε περίπτωση, το μεταβατικό πρόγραμμα, όπως και κάθε μεταβατικό πρόγραμμα, θέτει το ζήτημα της εξουσίας: του ποιος θα το υλοποιήσει. Η απάντηση ότι θα το υλοποιήσει η εξουσία των εργαζομένων αναιρεί κάθε έννοια μεταβατικότητας και επικυρώνει τη γραμμή του ΚΚΕ. Είναι συνεπώς σωστό ότι το ΑΜΡΑ οφείλει να θέσει το ζήτημα της κατάληψης του κυβερνητικού κέντρου προκειμένου αυτό το πρόγραμμα να υλοποιηθεί σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας (ως στιγμή της ταξικής πάλης για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος και όχι ως αφετηρία για την προετοιμασία και προπαγάνδισή του).

 

Το κρίσιμο όμως ερώτημα το οποίο τίθεται σήμερα είναι το εξής: στις σημερινές συνθήκες με ποιο τρόπο θα συγκροτηθεί το ΑΜΡΑ; Θα απευθυνθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα σωματεία, τις ομοσπονδίες ή στα «κόκκινα» σωματεία, προκειμένου να υιοθετήσουν ως άξονες πάλης τους το μεταβατικό πρόγραμμα ή θα χρειαστεί κατ’αρχάς να συσπειρωθούν σε μια μετωπική μορφή όλες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις (επαναστατικές ή μη, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές) που αντιλαμβάνονται ότι η μόνη διέξοδος από την κρίση σήμερα προς όφελος των εργαζομένων περνάει μέσα από την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος; Είναι προφανές ότι το πρώτο σενάριο δεν πατά στην πραγματικότητα. Θα απαιτούσε να αναμείνουμε πρώτα την ταξική ανασύνθεση του κοινωνικού κινήματος και μάλιστα σε υψηλό βαθμό συνείδησης (εκτός αν αρκούμασταν σε μια καρικατούρα απεύθυνσης στο «δικό μας» εργατικό κίνημα -δηλαδή στα μέλη των οργανώσεών μας και τις επιρροές τους). Το δεύτερο σενάριο είναι άμεσα υλοποιήσιμο, όπως αναδεικνύεται και από το κείμενο της Πρωτοβουλίας για τη Μετωπική Συμπόρευση σε έναν άλλο Δρόμο χωρίς Χρέος, Μνημόνια και Ευρώ (κείμενο που αν μη τι άλλο αναιρεί κάθε καλοπροαίρετο ή κακοπροαίρετο προβληματισμό για το αν υπάρχουν άλλες δυνάμεις που να υιοθετούν το σύνολο των αξόνων του μεταβατικού προγράμματος). Είναι η τακτική του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου ως πολιτική «μαγιά» του ΑΜΡΑ. Μια τέτοια τακτική θα εγκαλούσε ακόμα και δυνάμεις που βρίσκονται εγκλωβισμένες μέσα στο εσωτερικό ρεφορμιστικών κομμάτων να αναμετρηθούν με το ερώτημα εάν θα παραμένουν απλοί προπαγανδιστές των μεταβατικών στόχων (και ταυτόχρονα άλλοθι) μέσα στο εσωτερικό ενός κόμματος που υπηρετεί άλλη στρατηγική ή πράγματι θα οργανωθούν σε ένα κοινό μέτωπο με τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής ανατροπής για να παλέψουν για την  κυριάρχησή του.

 

Αντίστοιχα το ίδιο ερώτημα μπαίνει και για τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής ανατροπής: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από μόνη της ή έστω και σε συνεργασία με κάποιες άλλες δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς, που θα ξεπεράσουν τις σεχταριστικές τους πρακτικές, επαρκεί για να αποτελέσει το φορέα προώθησης του μεταβατικού προγράμματος; Και αν ναι, τι στάση θα κρατάει απέναντι σε άλλες δυνάμεις που παλεύουν για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος, αλλά δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο δρόμος φέρνει αποτελέσματα για τους εργαζόμενους όταν –και επειδή ακριβώς- οδηγεί στην αντικαπιταλιστική ανατροπή ή εκτιμούν ότι υπάρχουν ακόμα μερίδες της αστικής τάξης που μπορούν να απαγκιστρωθούν από τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας και να υποστηρίξουν όψεις του μεταβατικού προγράμματος επανεκκινώντας έτσι μια νεα περίοδο κοινωνικών συμβολαίων; 

 

Οποιος απαντά καταφατικά στο πρώτο σκέλος και «θα συνεργαστούμε στο κίνημα» στο δεύτερο σκέλος (πέραν του ότι πρέπει να κοιταχθεί στον καθρέπτη) στην πραγματικότητα, είτε υποβαθμίζει την σημασία των αξόνων του μεταβατικού προγράμματος (κυρίως υποβαθμίζοντας την σημασία της πάλης ενάντια στην ευρωζώνη ως βασικού μηχανισμού σταθερότητας, κυριαρχίας, αλλά και ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας), είτε θεωρεί ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι απλά μια δευτερεύουσα προσθήκη στο επαναστατικό πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας και συνεπώς χρειάζεται ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο, ένα μέτωπο επαναστατών και όχι ένα μέτωπο στη βάση του μεταβατικού προγράμματος. Και στις δυο περιπτώσεις πάμε πίσω από το κεκτημένο της Α’Συνδιάσκεψης, καθώς είτε υπονομεύουμε το μεταβατικό πρόγραμμα, είτε υπονομεύουμε το ΑΜΡΑ, το οποίο δεν είναι αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Κυρίως όμως το πρόβλημα είναι πολιτικό. Όπως είχαμε τονίσει και στη διαδικασία της Α’Συνδιάσκεψης είναι απόλυτα εσφαλμένη μια λογική ότι ο καπιταλισμός καταρρέει και προκειμένου να μην μας πάρει μαζί του πρέπει να οικοδομηθεί ένα μέτωπο που θα επιβάλει την εξουσία των εργαζομένων και τον σοσιαλισμό. Αντίθετα, πρέπει να οικοδομηθούν εκείνοι οι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι που θα επιβάλουν μια εργατική διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε μια ισοπέδωση των κατακτήσεων: αυτό απαιτεί ευρεία κοινωνική και πολιτική απεύθυνση τόσο στα μέτωπα της συγκυρίας, όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Είναι προφανές ότι στόχος κάθε επαναστατικής στρατηγικής είναι να βάλει στην προμετωπίδα της το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», πρέπει όμως πρώτα να παλέψουμε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για να δημιουργήσουν οι εργάτες τα σοβιέτ…

Μένει μόνο η μικρομεγαλίστικη αντίρρηση: «το κόμμα μας συμμετέχει ήδη σε ένα μέτωπο, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ-πώς θα συμμετέχει αυτό το μέτωπο και σε ένα άλλο μέτωπο; Ένα μέτωπο είναι αρκετό, αρκεί φυσικά να είναι επαρκώς αντικαπιταλιστικό». Η λογική αυτή βασίζεται φυσικά στην αυταπάτη ότι οι επιμέρους συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν την (ταξική, ιδεολογική και πολιτική) επάρκεια να αποτελούν επαναστατικά κόμματα. Στην αυτοαναφορικότητά τους (που αποτελεί τη βάση για πολλές πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αδυνατούν να κατανοήσουν την σημασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως διαδικασία ανασύνθεσης του αντικαπιταλιστικού πόλου που σαφώς μπορεί και πρέπει να παίρνει ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες και βέβαια –χωρίς να διαχέεται και διατηρώντας την αυτοτέλειά της-να συμβάλλει μέσα σε ένα ευρύτερο μέτωπο στην προώθηση του μεταβατικού προγράμματος και στην αύξηση του βαθμού συνείδησης ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων (δυνάμεων που στο κάτω κάτω έχουν να προσφέρουν και στην ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ έναν πιο γειωμένο πολιτικό λόγο και μια μεγαλύτερη εμβέλεια στην απεύθυνσή της). Ο κίνδυνος μάλιστα μιας τέτοιας  γραμμής του «ενός μόνο μετώπου» είναι να οδηγήσει είτε στο μέτωπο γύρω από τον εαυτό μας, είτε στη διάλυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αντικατάστασή της από ένα μέτωπο που δεν θα αναφέρεται στην αντικαπιταλιστική ανατροπή.

Η ίδια λογική του κόμματος-μετώπου παράγει προβλήματα και στον τρόπο λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί ενώ υπάρχουν αποφάσεις για καταμερισμό αρμοδιοτήτων στα μέλη των οργάνων, για έκδοση κοινού εντύπου, για σύσταση γραμματειών εργατικού, νεολαίας, αγροτικού κλπ τίποτα από αυτά δεν έχει προχωρήσει. Η πραγματικότητα είναι ότι η πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων βολεύονται με τη λογική των συσχετισμών και των ασταθών ισορροπιών και δεν αποτολμούν το βάθεμα του κοινού εγχειρήματος. Αυτό δεν σημαίνει μετατροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κοινό κομματικό φορέα, που προϋποθέτει πολύ βαθύτερες ανασυνθέσεις, τόσο σε επίπεδο ταξικής διάρθρωσης, όσο και ιδεολογικοπολιτικής συμφωνίας, σημαίνει όμως αναγνώριση ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί το πρόπλασμα ενός αντικαπιταλιστικού πόλου στο οποίο συγκλίνουν ρεύματα, δημιουργούνται οι κοινωνικές προϋποθέσεις για ρίζωμα σε μεγαλύτερα κομμάτια της τάξης, δοκιμάζονται πολιτικές γραμμές και κατευθύνσεις. Υπό αυτή την έννοια οι οργανώσεις καλά κάνουν και υπάρχουν και αν δεν υπήρχαν δεν θα υπήρχε και ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Από την άλλη όμως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να δουλεύει με τη γραμμή κάθε μέλος μια ψήφος και όχι ως διαπαραταξιακή δομή, όπου τα μέλη των οργανώσεων εκπροσωπούνται από ένα κεντρικό εκπρόσωπο-διαπραγματευτή, όπου οι οργανώσεις δεσμεύουν εκ των προτέρων τα μέλη τους με μια γραμμή που  δεν την πιστεύουν και την αναπαράγουν ως κομμένες κεφαλές και που εν τέλει δεν αποφασίζεται τίποτε, αν δεν είναι προϊόν συμβιβασμού και δεν δοκιμάζεται καμία πολιτική κατεύθυνση. Στο χέρι μας είναι να υπερβούμε και οργανωτικά, αλλά και στην πράξη αυτή την κατάσταση.

 

Η Β’Συνδιάσκεψη αποτελεί συνεπώς ένα στοίχημα που αν κερδηθεί μπορεί να πάει την αντικαπιταλιστική αριστερά πολλά βήματα μπροστά, οδηγώντας σε μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιο δημοκρατική, πιο οργανωμένη, πιο τολμηρή, πιο ενιαιομετωπική. Και είναι καθήκον μας να ανταποκριθούμε σ’αυτό το στοίχημα γιατί –όπως έδειξε και ο αγώνας των εκπαιδευτικών- αν δεν ανταποκριθούμε εμείς δεν θα υπάρξουν άλλοι για να ανταποκριθούν.

 

Γιώργος Βλάχος, Τ.Ε. Πειραιά

Δημήτρης Σαραφιανός, Τ.Ε. Ν.Σμύρνης,  μέλος ΚΣΕ