• Δευ, 20/05/2013 - 21:28
«Διαδρομές» της δυαδικής εξουσίας [του Γιώργου Καλαμπόκα]

Στις 9 Απρίλη του 1917, στο άρθρο του στην Πράβντα με τίτλο «Για τη δυαδική εξουσία», ο Λένιν έγραφε: «Η πιο αξιοσημείωτη ιδιομορφία της επανάστασής μας βρίσκεται στο ότι δημιούργησε μια δυαδική εξουσία. Το γεγονός αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να το καταλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Αν δεν το καταλάβουμε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. […] Σε τι συνίσταται η δυαδική εξουσία;

 

Στο ότι πλάι στην Προσωρινή Κυβέρνηση, την κυβέρνηση της αστικής τάξης, σχηματίστηκε μια άλλη κυβέρνηση, αδύνατη ακόμα, εμβρυακή, μα που ωστόσο υπάρχει αναμφισβήτητα στην πραγματικότητα και αναπτύσσεται: τα σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών» [1]. Τι σήμαινε όμως αλήθεια αυτή η περίφημη «δυαδική εξουσία», η τόσο σημαντική «κατάσταση» την οποία ο Λένιν καλούσε, παραμονές της επανάστασης, τους μπολσεβίκους να κατανοήσουν, παρότι την είχαν ήδη επιτύχει;

 

 

Από τη Ζυρίχη στην Πετρούπολη

 

Στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, η δυαδική εξουσία συνιστά μια σχετικά αποσιωπημένη πλευρά, μια πλευρά που ίσως δεν έγινε κατανοητή στο βάθος που έπρεπε. Στην κυρίαρχη αφήγηση της Αριστεράς, η Ρώσικη Επανάσταση θεωρήθηκε συνήθως αποτέλεσμα μιας καλά οργανωμένης «εφόδου». Και ακόμη περισσότερο αυτή η έφοδος «εικονοποίησε» τη μεταφορά της «διάλυσης της κρατικής μηχανής». Έκτοτε, όπως και άλλες εικόνες στην ιστορία του μαρξισμού, αυτό το καρέ από τον Οκτώβρη με το οποίο ο Αϊζενστάιν αναπαριστά τη «στιγμή» της κατάληψης [2] στοιχειώνει με τρόπο αμετάκλητο κάθε προσέγγιση της επαναστατικής στρατηγικής των Μπολσεβίκων, υποβιβάζοντας παράλληλα σε δευτερεύουσα την ενδεχομένως σημαντικότερη πτυχή της, αυτήν της οικοδόμησης της προλεταριακής ηγεμονίας ή, αλλιώς, της ανάπτυξης της δυαδικής εξουσίας.

 

Αυτή ακριβώς η ανάπτυξη είναι άλλωστε που όχι απλώς έκανε εφικτή την «εφόρμηση», αλλά που σε τελική ανάλυση μας διαχωρίζει αμετάκλητα από μια καρικατούρα εφόδου τύπου Μπλανκί, όπου μια χούφτα συνωμοτών, δρώντας τάχα σωστά και με την κατάλληλη μυστικότητα, χωρίς καμία προηγούμενη προετοιμασία του λαού αλλά μόνο με τη δική τους «επαναστατική προπαίδεια», θα μπορούσαν να πετύχουν την κατάληψη της εξουσίας. Στην περίπτωση της Ρώσικης Επανάστασης η διαίρεση των στρατοπέδων είχε ήδη συμβεί πριν από αυτή την «τελική» επίθεση, και η εφόρμηση των μπολσεβίκων προς την κατάληψη της εξουσίας ήταν το αποτέλεσμα μιας δυνατότητας που έκανε εφικτή η ανάδυση του θεσμού των σοβιέτ ως κυττάρου οργάνωσης του λαού και η προοδευτική ανάδειξή τους από τους Μπολσεβίκους σε πολιτικό κέντρο εξουσίας αυτής της οργάνωσης.

 

Άλλωστε, ο ίδιος ο Λένιν είχε από νωρίς εισαγάγει την έννοια της ηγεμονίας ως καθήκοντος του προλεταριάτου να αποτελέσει την κοινωνική και πολιτική ηγεσία του συνόλου των καταπιεζόμενων τάξεων, και τα σοβιέτ δεν «υλοποίησαν» τίποτα λιγότερο από αυτή την προτεραιότητα. Έγιναν τα εργαστήρια της ηγεμονίας της εργατικής τάξης, όχι μόνο με την έννοια της ανάδειξης των ίδιων σε θεσμούς αυτοτελούς, δυνάμει επαναστατικής, εξουσίας, αλλά ακόμη περισσότερο με την de facto σηματοδότηση στο εσωτερικό τους της νέας κοινωνικής συμμαχίας της οποίας το προλεταριάτο θα όφειλε να ηγηθεί: αυτής μεταξύ των εργατών των μεγάλων ρωσικών βιομηχανικών πόλεων, και κυρίως της Πετρούπολης, των φτωχών αγροτών της υπαίθρου και των στρατιωτών του ρημαγμένου, από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την πείνα, στρατού της τσαρικής Ρωσίας.

 

 

Και από εκεί στο Τορίνο και το Μπάρι

 

Όμως, ήδη από νωρίς, ο νεαρός Ιταλός κομμουνιστής ηγέτης Αντόνιο Γκράμσι συλλαμβάνει την ουσία της λενινιστικής τοποθέτησης για την επαναστατική στρατηγική: Αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο σε κάθε χώρα, μιας που πρέπει να απαντήσει σε διαφορετική κάθε φορά συνάρθρωση αντιθέσεων, συσχετισμό δύναμης, παράδοση. Και είναι αλήθεια ότι οι συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, της μη αναπτυγμένης «κοινωνίας των πολιτών» και «πολιτικής κοινωνίας» όπως ο Γκράμσι, με ένα δάνειο από τον νεαρό Μαρξ, θα περιγράψει τη διχοτομία ανάμεσα σε σύγχρονο κράτος και κοινωνία, απέχουν ήδη, δύο μόλις χρόνια μετά τη Ρώσικη Επανάσταση, παρασάγγας από τις ιταλικές: Στο τέλος της κόκκινης διετίας 1919-21, του μεγαλύτερου ως τότε προλεταριακού επαναστατικού αναβρασμού της Δυτικής Ευρώπης, το ιταλικό αστικό κράτος κατακτά η μαύρη μπότα του φασισμού.

 

Στις φυλακές του Μπάρι, ο Γκράμσι βάζει στο χαρτί την τεράστια αυτή εμπειρία καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μπολσεβίκικη επανάσταση είναι η τελευταία επανάσταση «στην Ανατολή», επανάσταση δηλαδή σε ένα κράτος όπου η αστική κοινωνία συνολικά, αλλά και το κράτος της ειδικά, δεν είναι αρκετά αναπτυγμένα ώστε να μπορούν να προφυλαχθούν από τον επαναστατικό «πόλεμο κινήσεων», την απευθείας επίθεση του επαναστατικού κινήματος προς το καπιταλιστικό κέντρο. Γι’ αυτόν, ένας τέτοιος τύπος επανάστασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στη «Δύση». Εκεί θα έπρεπε να υπάρξει ένας συνδυασμός ανάμεσα σε έναν «πόλεμο κινήσεων» (απευθείας εφόρμησης, ρήξης, διάλυσης του κρατικού μηχανισμού) και έναν «πόλεμο θέσεων», μιας διαδικασίας κατάκτησης θέσεων μέσα στην «κοινωνία των πολιτών» αλλά και στο κράτος, διαδικασία ανάπτυξης όρων μιας επαναστατικής ηγεμονίας ήδη πριν από την τελική κατάληψη της εξουσίας και την τελική ρήξη που θα ερχόταν ως αποτέλεσμα και ταυτόχρονα τομή της.

 

Με αυτό το σχήμα, ο Γκράμσι θα συλλάβει μια στρατηγική για τον αναπτυγμένο δυτικό καπιταλισμό, στην οποία η δυαδική εξουσία θα είναι κεντρικό σημείο, ο πυρήνας της οικοδόμησης της ηγεμονίας, η αναγκαία προαπεικόνιση των όρων και των θεσμών άσκησης της εξουσίας του επαναστατικού κινήματος.

 

 

Παρίσι 1978: Το ερώτημα του κράτους

 

Η έννοια της δυαδικής εξουσίας δεν έτυχε πάντα μιας θετικής, έστω αποσιωπημένης, αντιμετώπισης. Η απόπειρα του Γκράμσι να στοχαστεί τη νέα κατάσταση και μια νέα στρατηγική για το επαναστατικό κίνημα στη Δύση, έφτασε να σχετικοποιηθεί μέχρι το σημείο της πλήρους απαλοιφής του «πολέμου κινήσεων», της στιγμής δηλαδή της ρήξης. Ήταν μάλιστα η παρέμβαση του Πουλαντζά αυτή που, σε μια από τις μεγαλύτερες, πιο φιλόδοξες και σημαντικές απόπειρες ανανέωσης της επαναστατικής στρατηγικής, κήρυξε τον θεωρητικό και πολιτικό πόλεμο στην έννοια και τη στρατηγική της δυαδικής εξουσίας. Για εκείνον, η δυαδική εξουσία είναι συνυφασμένη αποκλειστικά με μια στρατηγική της εφόδου, μια στρατηγική που πηγάζει από τη θεώρηση του αστικού κράτους ως «μηχανής ταξικής κυριαρχίας», δηλαδή από την, κατά τον Πουλαντζά, διατήρηση της λενινιστικής αντίληψης ότι σε τελική ανάλυση, ένα μέρος του κράτους δεν μπορεί να αλλάξει, ένας «σκληρός πυρήνας» που θα πρέπει να ανατραπεί, να διαλυθεί.

 

Ο ίδιος εισάγει τον ορισμό του κράτους ως «συμπύκνωσης ενός συσχετισμού δυνάμεων», η κατάληψη του οποίου από το επαναστατικό κίνημα μπορεί να γίνει καθ’ ολοκληρίαν με «δημοκρατικό» τρόπο, ήτοι (για τον Πουλαντζά) με κοινοβουλευτικό τρόπο. Ακόμη όμως και αν, όπως κατά τη γνώμη μας οφείλουμε, δεχτούμε την επιμονή του Πουλαντζά στην καταστατική κεντρικότητα της δημοκρατικής μορφής, ακόμη και τη σημασία του κοινοβουλευτικού δρόμου ως στιγμής για την επαναστατική στρατηγική, η βασική του υπόμνηση εδώ είναι άλλη: Από τη στιγμή που το αστικό κράτος είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων, αυτός ο συσχετισμός μπορεί να αλλάξει, άρα το κράτος μπορεί να κατακτηθεί δημοκρατικά (κοινοβουλευτικά, προσθέτουμε εμείς) και (πάλι, προσθέτουμε εμείς) να χρησιμοποιηθεί το ίδιο από το επαναστατικό κίνημα για τους δικούς του σκοπούς.

 

Είναι εκείνη η στιγμή που ενώ ο Πουλαντζάς δείχνει να είναι πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στον Γκράμσι, που φαίνεται να αποδέχεται αυτό που θεωρήθηκε το βασικό γκραμσιανό επιχείρημα, ότι δηλαδή στον αναπτυγμένο δυτικό καπιταλισμό η επανάσταση υπόκειται σε άλλες στρατηγικές αρχές τις οποίες πρέπει να αναζητήσουμε, καταλήγει τελικά, ακόμη και ρητώς, πιο μακριά του από ποτέ. Η στιγμή που ο ίδιος απορρίπτει την γκραμσιανή απάντηση ως επί της ουσίας «λενινιστική». Ο συνδυασμός πολέμου θέσεων και κινήσεων που προτείνει ο Γκράμσι δεν επαρκεί για τον Πουλαντζά, που θα ήθελε να αναφέρεται αποκλειστικά σε έναν πόλεμο θέσεων. Πολύ περισσότερο είναι η στιγμή που ο ίδιος ο Πουλαντζάς θα έρθει σε αντίφαση με μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του, αυτή που, ως μεγάλη ειρωνεία, βρίσκεται μόλις μερικές σελίδες προτού εκθέσει τις παραπάνω ιδέες: τη θεμελίωση της έννοιας της «θεσμικής υλικότητας του κράτους», της ανάλυσης δηλαδή που περισσότερο από κάθε άλλη αποδεικνύει ότι το κράτος δεν συνιστά έναν ουδέτερο μηχανισμό που η «διοίκηση», όποια και αν είναι αυτή, μπορεί να τον θέσει σε κίνηση προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.

 

Τη στιγμή που πασχίζει να διαχωριστεί από τον Λένιν και τον Γκράμσι, ως μη επαρκών, σε τακτικό επίπεδο, να προσφέρουν εργαλεία για την επανάσταση στον σύγχρονο καπιταλισμό, ο Πουλαντζάς εξηγεί με σύγχρονους όρους και τεράστιο βάθος ακριβώς αυτό που εκείνοι περιέγραψαν: ότι το κράτος είναι μια απρόσωπη υλική δύναμη, ότι η αστική κυριαρχία βρίσκεται «υλοποιημένη» σε αυτό ότι βρίσκεται δηλαδή σε «πρακτική κατάσταση» μέσα στις κρατικές λειτουργίες και αναπαράγεται από/σε αυτές, ότι τα ταξικά συμφέροντα που ακριβώς «συμπυκνώνει» (για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την εκπληκτική εννοιολογική μεταφορά του Πουλαντζά δίνοντας άλλη έννοια) δεν μπορούν να τροποποιηθούν προοδευτικά.

 

Αν όμως τα παραπάνω διαψεύδουν τον Πουλαντζά ως προς το αν το επαναστατικό κίνημα πρέπει να επιμένει στη «στιγμή» της ρήξης, άλλο τόσο είναι σαφές ότι αυτή η ρήξη, ο σύγχρονος «πόλεμος κινήσεων», δεν μπορεί να αποτελεί μια επανάληψη της «εφόρμησης» του ’17. Και, παραπέρα, ότι η αναγκαία ρήξη δεν μπορεί να λάβει σήμερα τη μορφή μιας (εξεγερσιακής) στιγμής. Πολύ περισσότερο από αυτό, θα είναι μια διαδικασία, στον ορίζοντα της οποίας αυτή η αναμέτρηση θα είναι αναπόφευκτη, ακριβώς επειδή θα σηματοδοτήσει τη δυνατότητα συμπύκνωσης, υλοποίησης άλλων κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων μέσα σε έναν νέο κρατικό μηχανισμό, που θα εξυπηρετεί άλλους, νέους σκοπούς, τους σκοπούς τάξεων που ως τώρα ήταν υποτελείς και τώρα τείνουν να γίνουν κυρίαρχες.

 

 

Στην ίδια γειτονιά, λίγα στενά παρακάτω

 

Αν ισχύει ότι, με γκραμσιανούς όρους, η «πολιτική κοινωνία», ο αστικός πολιτικός και κρατικός μηχανισμός είναι πολύ διαφορετικός σήμερα από ό,τι στη Ρωσία του ’17 για να ηττηθεί κυρίως μέσω μιας «εφόρμησης», αυτό δεν σημαίνει ότι, πολύ περισσότερο, και η «κοινωνία των πολιτών» δεν είναι εξίσου δύσκολο να αλωθεί από μια επαναστατική γραμμή. Κι αυτό γιατί, όπως θα δείξουν τη δεκαετία του ’60 με διαφορετικό τρόπο τόσο ο Αλτουσέρ [3] όσο και, κυρίως, ο Φουκώ, η εξουσία δεν συνίσταται αποκλειστικά στην «κυριαρχική» της εκδοχή, δεν βρίσκεται, με άλλα λόγια, απλώς συγκεντρωμένη σε έναν μηχανισμό. Και σπεύδουμε να πούμε ότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, αν δηλαδή η εξουσία ήταν αποκλειστικά «κυριαρχία» ή «καταπίεση», τότε θα έπρεπε ενδεχομένως το επαναστατικό κίνημα να φτιάξει τα καλύτερα κανόνια και να δώσει όλες του τις δυνάμεις αποκλειστικά στον αγώνα μιας ανηλεούς κατά μέτωπο επίθεσης για να «γκρεμίσει» αυτό το «κάστρο», το μηχανισμό της κυριαρχίας, αφού άλλωστε δυνητικά θα έλεγχε οτιδήποτε βρισκόταν «έξω» από αυτό.

Όμως η εξουσία, καλύτερα οι σχέσεις εξουσίας, συνίστανται σε τελική ανάλυση σε πρακτικές, σε λόγους, σε άρρητους κανόνες και είναι πάντα παρούσες μέσα στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις, διαχέονται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Αυτή τη «μικροφυσική της εξουσίας» δεν μπορούμε να την πολεμήσουμε «εξαγγέλλοντας» εν γένει πολιτικές στρατηγικές, ούτε καν κατακτώντας τον αστικό κρατικό μηχανισμό (ακόμη και αν μπορούσαμε, ακόμη και αν τον διαλύαμε με το μεγαλύτερο κανόνι). Γιατί και πάλι θα επιβίωναν.

 

Τι, άραγε, σημαίνουν τα παραπάνω για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική; Ότι η (αντι)ηγεμονία του εργατικού και λαϊκού κινήματος, του δυνάμει επαναστατικού κινήματος, είναι πολύ περισσότερα πράγματα από άλλη μια κλασική «θέση» που μας έρχεται από το ελβετικό τρένο προς την Πετρούπολη του ’17, τις φυλακές του Μπάρι το ’30 ή το Παρίσι του ’60. Είναι μια αναγκαία, πρακτική κατάσταση στην οποία θα πρέπει να βρεθούμε ή, μάλλον, την οποία θαπρέπει να διαμορφώσουμε ως αναγκαία αφετηρία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Είναι, με άλλα λόγια, σήμερα ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, που η οικοδόμηση των θεσμών της δικής μας εξουσίας, η de facto ανάδυση μιας συνθήκης δυαδικής εξουσίας, είναι όχι απλώς το ουσιώδες αλλά το δυνάμει καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία, ακόμη όμως και για τη σύλληψη της δυνατότητας μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.

 

Η παρέμβαση των Αλτουσέρ, Πουλαντζά και Φουκώ καθιστούν τον Λένιν και τον Γκράμσι ακόμη πιο επίκαιρους. Αν η εξουσία βρίσκεται και αναπαράγεται σε πρακτικές, τότε σε αυτές πρέπει να αναζητήσουμε την ανάδυση και της δικής μας εξουσίας, ακόμη και αν σε πρώτη φάση αυτή ορίζεται ως αντιεξουσία. Δηλαδή, ως συνθήκη διάλυσης των ηγεμονικών αστικών πρακτικών, της ηγεμόνευσής μας από την αστική ιδεολογία, καθώς και του τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και της εγγραφής μας στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

 

 

Η δυαδική εξουσία ως οικοδόμηση της ηγεμονίας

 

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά από την εποχή που ξεπρόβαλαν στο ιστορικό προσκήνιο οι προλεταριακές επαναστάσεις, πρέπει να κατανοήσουμε την επαναστατική στρατηγική ως διαδικασία. Όχι ως μια προοδευτική, κοινοβουλευτική μεταβολή συσχετισμών, που θα μας φέρει τάχα χωρίς πολλές συγκρούσεις στην εξουσία, αλλά ως μια διαδικασία «οικοδόμησης» της ηγεμονίας, μιας σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ηγεσίας των εργαζομένων, που όχι απλώς θα «πολιορκήσει» και θα καταλάβει θέσεις μέσα στην κοινωνία των πολιτών και τον στενό κρατικό μηχανισμό, αλλά που θα προβεί και στη ρήξη. Όμως αυτή η ρήξη δεν θα είναι πάλι μια «στιγμή», θα είναι μια βαθιά, γεμάτη συγκρούσεις, καθημερινή, γενική και μερική διαδικασία.

 

Και σε αυτή τη διαδικασία οι δικοί μας θεσμοί ηγεμονίας, η διαμόρφωση εκείνων των θεσμών εξουσίας που θα αναδείξουν μια συνθήκη de facto δυαδικής εξουσίας, είναι αναγκαίοι όχι απλώς ως ο πολιτικός «πολιορκητικός κριός» προς τον αστικό κρατικό μηχανισμό, αλλά ακριβώς ως ο μηχανισμός οικοδόμησης της ηγεμονίας, ο οργανωτής της κοινωνικής και πολιτικής ηγεσίας των εργαζόμενων τάξεων, ως στιγμή υλικής, έμπρακτης απάντησης στις αστικές σχέσεις εξουσίας, ως οικοδόμηση από τώρα του άλλου κόσμου μας.

 

Ποια όμως μπορεί να είναι τα σύγχρονα σοβιέτ; Πώς θα μπορέσουμε, αν όχι να τα παραγάγουμε, τουλάχιστον, όταν και εφόσον εμφανιστούν, να τα αναγνωρίσουμε; Πώς θα μπορέσουμε να μη σταθούμε κριτικά ή φοβικά απέναντι στις σύγχρονες νέες μορφές που σαν και αυτές δεν θα έχουμε ίσως ξαναδιαβάσει, αυτές που μπορούν να αποτελέσουν τις «αρχαιολογίες του (επαναστατικού μας) μέλλοντος»; Αυτά ίσως είναι ήδη «τα καίρια ζητήματα του κινήματός μας» σήμερα.

 

 

 

[1] Β. Ι. Λένιν, Οι θέσεις του Απρίλη, Αθήνα: Ειρήνη, 1975

 

[2] Αναπαράσταση που βασίζεται άλλωστε με την σειρά της σε μια άλλη αναπαράσταση, αυτή του 1920, με την οποία, συμμετέχοντος του ίδιου του Λένιν και χρησιμοποιώντας χιλιάδες ερυθροφρουρούς, μπροστά σε ένα πλήθος άνω των 100.000 θεατών, οι Μπολσεβίκοι ύμνησαν τον κόκκινο Οκτώβρη και κατοχύρωσαν την ιστορική του «εικόνα»

 

[3] Είναι συνήθης θεωρητική «κατηγορία» για τον Αλτουσέρ ότι η προσφορά του περιορίζεται σε μια «δικαιική» σύλληψη της ιδεολογίας και (άρα, προχωράμε εμείς) της εξουσίας. Ωστόσο, μια σύλληψη της ιδεολογίας ως πρακτικής δεν μπορεί παρά να υπογραμμίζει de facto την παρουσία της ιδεολογίας και των σχέσεων εξουσίας σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, και όχι αποκλειστικά στους μηχανισμούς που (σύμφωνα με τον Αλτουσέρ) την «παράγουν».