• Παρ, 06/06/2014 - 17:12
Για τη ριζική ανασυγκρότηση του χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [των Α.Γεωργίου, Η.Καλτσά]

Πολλές αποτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του Μαΐου ’13 έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας και, ενώ από τη μια διαφαίνεται η δυνατότητα να γίνει ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος, από την άλλη υπάρχει ο κίνδυνος η συζήτηση να εξελιχθεί με βάση το σχήμα «δεν κάνατε αυτά που σας λέγαμε, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι μέτριο/κακό».

Το μεθοδολογικό σχήμα αυτό έχει ένα βασικό πρόβλημα: δεν μπορούν να αποτιμηθούν ποτέ αυτά που δεν έγιναν αλλά μπορούν μόνο να μείνουν σε ένα επίπεδο εναλλακτικής ιστορίας και «τι θα γινόταν εάν». Τα κριτικά βλέμματα οφείλουν να στραφούν στο τι έγινε και στο πώς κινήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τον προηγούμενο καιρό.

Σχηματικά, και χωρίς να διεκδικείται μια εξαντλητική καταγραφή, ο στόχος της κριτικής αποτίμησης μπορεί να περιλαμβάνει τη λειτουργία των δομών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (τοπικές, ΠΣΕ, ΚΣΕ, επιτροπές – γραμματείες), την πολιτική της πρόταση προς τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία, τη στάση της στο κίνημα, την στράτευση των αγωνιστ(ρι)ών στο εγχείρημά μας, τη σχέση της με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς και τη στρατηγική της. Η αλήθεια είναι ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα υπάρχει έντονο πρόβλημα: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κινηθεί ως μια χωριστική δύναμη, με έντονη προβολή της αντικαπιταλιστικότητάς της («εμείς είμαστε οι αντικαπιταλιστές»), με στιγμές μόνο ουσιαστικής δημοκρατίας βάσης – συνήθως πριν από τις συνδιασκέψεις αντί για μια συνεχή και ολόπλευρη δημοκρατική λειτουργία. Έχει παρέμβει στο κίνημα ως εξωτερική δύναμη που χειρίζεται με ιδιαίτερα άγαρμπο τρόπο τη «ζύμωση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος». Ενώ αρκετοί αγωνιστές της παλεύουν καθημερινά σε χώρους δουλειάς, στη νεολαία και τις γειτονιές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολλές φορές έχει παρέμβει «από τα έξω», χωρίς συνέχεια και συνέπεια, σε κινητοποιήσεις και συλλογικές δραστηριότητες «άλλων», στις εξής δύο ακραίες εκδοχές: ή «αμέριστη στήριξη» στις κινητοποιήσεις ή διδακτισμός γύρω από το ζήτημα της ΕΕ και του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος» (πολλές φορές σαν τεχνητές διαχωριστικές γραμμές με τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις).

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιμείνει ιδιαίτερα στο να μην επεξεργάζεται περαιτέρω το τι σημαίνουν τα σημεία του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος», στο πώς μπορούν να υλοποιηθούν, δεν έχει πάρει ιδιαίτερες πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής (εκτός αν εννοούμε με αυτό μια πρακτική συμμαχιών στο συνδικαλισμό που ούτως ή άλλως γίνεται από τις κοινωνικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς) και όσον αφορά τη πολιτική μετωπική πρότασή της για ένα αντι-ΕΕ μέτωπο, αυτή αντιμετωπίστηκε περισσότερο με σκεπτικισμό, αναβλητικότητα ή και ως εσωτερική ήττα από ένα κομμάτι της, παρά ως ένα στοιχείο αναβάθμισης των πολιτικών εργαλείων του χώρου αυτού. Το κεντρικό πρόταγμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πολύ καιρό ήταν (και είναι λιγότερο) η «αντικαπιταλιστική ανατροπή». Αυτό το σύνθημα, πέραν του ότι είναι δύσκολο να εξηγηθεί ως προς το τι εννοούμε, είναι μια ασαφής προσπάθεια να συνδεθεί μια στρατηγική αντίληψη που δεν είναι κοινό κτήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με κάποια εξέλιξη εντός του κινήματος που δεν έχει προσδιοριστεί. Τι συνιστά την «αντικαπιταλιστική ανατροπή» σήμερα; Ένα μαχητικό κίνημα που καταφέρνει να ανατρέψει την κυβέρνηση; Που κάνει επανάσταση; Που επιβάλλει τη δική του πολιτική σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας; Η απλή κατάργηση του Μνημονίου; Η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης σε κατεύθυνση ρήξης με την ΕΕ και την Ευρωζώνη; Από την άλλη, αρκούν τα σημεία του «μεταβατικού προγράμματος» για να παρέμβει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κοινωνία; Πώς συνδέεται η πεντάδα αυτή με το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία» που προβάλλαμε στις εκλογές του ’12 και ήταν πολύ πιο κοντά στις άμεσες ανάγκες του κόσμου της δουλειάς αλλά παρέμεινε απλά ένα ιστορικά φορτισμένο σύνθημα;

Αυτό αποκαλύπτει κενό στρατηγικής αναζήτησης και διάθεσης υπέρβασης των απαντήσεων που ήδη ο καθένας μας και η κάθε οργάνωση έχει δώσει για τον εαυτό της. Δείχνει επίσης ότι έτσι όπως διεξάγεται σήμερα η συζήτηση στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που με ψηλοκρεμαστές βολές προσπαθούμε να διαπεράσουμε τα εκατέρωθεν τείχη δεν υπάρχει εύκολα το πεδίο για να υπάρξει τέτοια αναζήτηση με όρους βαθιούς και συντροφικούς. Κάτι τέτοιο είναι αναντίστοιχο με την εμπειρία που έχουμε ήδη αποκομίσει αυτά τα 5 χρόνια ύπαρξης και παρέμβασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του κόσμου που στράτευσε και ενέπνευσε, της αναγνωρισιμότητας στην κοινωνία που μας έχει προσφέρει σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλο εγχείρημα, των πολλών μικρών και μεγάλων ανομολόγητων συγκλίσεων που έχει ήδη φέρει στις δυνάμεις που συμμετέχουν, πάρα την επιμονή που έχουν οι αποκλίσεις να προβάλλονται και να ξεπηδούν.

Ανασυγκρότηση από κάτω προς τα πάνω

Αν και ο τρόπος που λειτουργεί σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ λέει ότι οι αποφάσεις έχουν μια ροή από πάνω προς τα κάτω (αντίστοιχα και οι ευθύνες) μπορούμε να βαδίσουμε σε ένα δρόμο συνολικής ανασυγκρότησης και ανανέωσης της ζωντάνιας του χώρου αυτού από το μοριακό επίπεδο της στράτευσης των αγωνιστ(ρι)ών προς την γενική πολιτική κατεύθυνση και τη στρατηγική αναζήτηση αν πιστεύουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να είναι το ανοιχτό εργαστήρι μιας άλλης ριζοσπαστικής αριστερής ηγεμονίας στο κίνημα και την Αριστερά.

i.Σε μοριακό επίπεδο, όλοι οι σύντροφοι που στρατευόμαστε στο κοινό εγχείρημα οφείλουμε να κάνουμε τομές με τον εαυτό μας. Καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι και συζητάμε στον ίδιο χώρο με συντρόφους που στρατεύονται στην ίδια υπόθεση, από διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετικά εργαλεία, με διαφορετικές ιστορικές μήτρες, άλλη ψυχοσύνθεση και διαφορετική εργασιακή και κοινωνική ένταξη. Η πραγματική σπαζοκεφαλιά είναι η μάχιμη σύνθεση των παραπάνω και όχι η κατάδειξη των διαφορών. Οι ιδέες και οι πολιτικές γραμμές είναι σεβαστές και δεν αρκούν για να κατατάξουν τους ανθρώπους που τις εκφράζουν σε «δεξιούς» ή «αριστεριστές». Συγκροτούμε όλοι μαζί ένα πεδίο που κάποιες από τις ιδέες και τις γραμμές αυτές θα προχωρήσουν και θα δοκιμαστούν από κοινού και από κοινού θα αποτιμηθούν (θέλουμε - δε θέλουμε, γιατί από κοινού χρεωνόμαστε τις επιλογές κάποιων). Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να συζητηθεί – τουναντίον, ειδικά αν θέλουμε να αποτελούμε ένα χώρο θελκτικό για τον κόσμο του κινήματος. Στο κίνημα ο καθένας μας και η καθεμία από μας βάζουμε πλάτη, δίνουμε κομμάτι της ζωής μας συζητώντας και σκεπτόμενοι λύσεις για ζητήματα που σε εμάς τους αριστερούς μπορεί να φαίνονται «παιδικά» (όπως π.χ. το πώς θα λειτουργεί μια λαϊκή συνέλευση ή το που θα στεγαστεί μια πρωτοβουλία) και με αυτόν τον τρόπο χτίζουμε την εμπιστοσύνη με τις μάζες. Στεκόμαστε αλληλέγγυοι ο ένας στον άλλο εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στο κίνημα και κάνουμε πράξη πρώτοι εμείς αυτό που θέλουμε για την κοινωνία. Δε λυπόμαστε στη διαφωνία, αντιθέτως την τονίζουμε και επιχειρηματολογούμε σκληρά για αυτήν, με στόχο όμως να σπάσουν οι καταστροφικές ισορροπίες της αδράνειας και της μη – απόφασης.

ii.Χρειαζόμαστε τοπικές και κλαδικές επιτροπές που να είναι ζωντανό κύτταρο απόφασης, σχεδιασμού και δράσης για την περιοχή ευθύνης τους, με ρευστές πλειοψηφίες και μειοψηφίες και από κοινού υλοποίηση των αποφάσεων. Με δυνατότητα να κρίνουν και εν δυνάμει να υπερβαίνουν τις κεντρικές αποφάσεις των οργάνων, τόσο για ειδικά ζητήματα όσο και για την κεντρική πολιτική κατεύθυνση (εντός των προγραμματικών ορίων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Με χώρο για δοκιμή των διαφορετικών απόψεων, χωρίς εξουσιαστικές πλειοψηφίες και καταστροφικές μειοψηφίες αλλά με σεβασμό στην υλοποίηση της απόφασης πάνω από όλα. Οι αποφάσεις των συνδιασκέψεων και των οργάνων είναι κατεύθυνση για τον αγώνα και όχι βούρδουλας πάνω από τα κεφάλια των τοπικών και κλαδικών επιτροπών. Αν δεν δοκιμάζονται, εντός των γενικών πλαισίων των αποφάσεων των συνδιασκέψεων, διαφορετικές γραμμές, συνθέσεις και δράσεις τότε οι τοπικές και κλαδικές επιτροπές παύουν να είναι ζωντανό κύτταρο δραστηριότητας και γίνονται πεδίο εκλογικών συσχετισμών πριν από τις συνδιασκέψεις και για την εκλογή οργάνων. Χρειαζόμαστε και δομικές αλλαγές στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την ενίσχυση του αποφασιστικού ρόλου των τοπικών και κλαδικών επιτροπών.

iii.Η σύνδεση με το κίνημα οφείλει να είναι διαρκής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι κομμάτι του κινήματος, είναι εντός του και παρεμβαίνει σε αυτό με πολλές μορφές. Οι συνδικαλιστικοί χώροι του ακηδεμόνευτου, αντισυνδιαχειριστικού μαχητικού αγώνα οφείλουν να είναι συγκοινωνούντα δοχεία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τις τοπικές και κλαδικές επιτροπές, με τη σχετική αυτοτέλεια της κάθε διαδικασίας. Δεν θέλουμε κομματικές παρατάξεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στους χώρους δουλειάς, νεολαίας και γειτονιάς, θέλουμε το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωτοπόρο στη συγκρότηση μαχητικών σχημάτων, σε ευρύτερες συσπειρώσεις με άμεσο στόχο την κινητοποίηση και οργάνωση του κόσμου της δουλειάς. Με ιδέες και πλάτη για να οικοδομηθούν παντού εκεί που δεν υπάρχουν μορφές αλληλεγγύης και αγώνα, όπως σχήματα, λαϊκές συνελεύσεις, στέκια, εργατικές λέσχες, κέντρα πολιτισμού, με σεμνότητα και υπομονή παρέμβαση σε μορφές και πρωτοβουλίες που ήδη υπάρχουν. Με ανάγνωση των ανοιχτών ζητημάτων κάθε κλάδου και περιοχής, χάραξη μιας γενικής κατεύθυνσης που δεν υποκαθιστά το ρόλο των μαχητικών σχημάτων ταυτόχρονα με την πολιτική στήριξη των αγώνων.

iv.Το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι άμεση ανάγκη να εμβαθυνθεί με δουλειά επεξήγησης και τεκμηρίωσης, με μελέτη ανά κλάδους και ανά περιοχές. Με καλύτερη και πιο συγκροτημένη ανάλυση της εποχής μας που μπορεί να ανατρέπει τα δεδομένα τα οποία έχουμε θολά στο μυαλό μας. Χρειάζεται έρευνα για την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, την διάρθρωση της παραγωγής, τη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και ισχύος. Ταυτόχρονα, χρειάζεται διεύρυνση προς τα «λιγότερα» και τα «περισσότερα»: τα «λιγότερα» - αλλά καθόλου λίγα – είναι τα αιτήματα διεκδίκησης των συμφερόντων και αναγκών του κόσμου της δουλειάς, της νεολαίας και των κινημάτων στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, τη δουλειά και τη ζωή, και τα «περισσότερα» αφορούν αιτήματα ενός γενικότερου μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ιδιαίτερο θέμα είναι το ζήτημα της οργάνωσης μιας σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας των εργαζομένων με διαλεκτική σύνδεση των μορφών αντίστασης και αλληλεγγύης που γεννιούνται σήμερα με τις μορφές οργάνωσης και απόφασης που θέλουμε στο μέλλον.

v.Βασικότατο ζήτημα, άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα του προγράμματος και της στρατηγικής είναι το ζήτημα της εξουσίας. Από ποιες μορφές μπορεί να περνάει σήμερα η εργατική δημοκρατική εξουσία; Τι προτείνουμε εμείς; Τι στάση κρατάμε απέναντι στο ενδεχόμενο περισσότερο ή λιγότερο αριστερών ή φιλολαϊκών κυβερνήσεων που εκλέγονται με ένα πρόγραμμα διαφορετικό από το δικό μας; Βλέπουμε ενδεχόμενα κριτικής στήριξης τέτοιων εγχειρημάτων στο βαθμό που ικανοποιούν βασικές κοινωνικές απαιτήσεις με διακριτή δική μας συγκρότηση και αναβάθμιση της πάλης προς την κατεύθυνση που θέλουμε; Τι σημαίνει για εμάς η κάθοδος στις εκλογές και ποιόν διαφορετικό δρόμο αρχίζουμε να οικοδομούμε από σήμερα; Τα ερωτήματα αυτά θα μας φέρουν αντικειμενικά σε σύγκρουση και δεν θα προκύψουν εύκολες απαντήσεις, αλλά τα δεδομένα της συγκυρίας μας αναγκάζουν να τα αντιμετωπίσουμε θαρρετά, αλλιώς θα συνεχίσουμε τις ασθενικές εκλογικές καταγραφές σε πανεθνικό επίπεδο. Δεν αρκούμαστε στο να προφητεύουμε την αποτυχία των άλλων εγχειρημάτων και δεν υπάρχει κανένας ιστορικός δρόμος που να εγγυάται ότι η αποτυχία μιας νέας σοσιαλδημοκρατικής προσπάθειας διαχείρισης -από μόνη της- αρκεί για να ριζοσπαστικοποιηθεί η κοινωνική πλειοψηφία που θα «χάσει τις αυταπάτες της» και θα «εγκαταλείψει το δρόμο της ανάθεσης».

vi.Η μετωπική πολιτική σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται σε κεντρικό ζήτημα. Αν οφείλουν μια αυτοκριτική οι δυνάμεις που υποστήριξαν το προχώρημα της συμπόρευσης το προηγούμενο διάστημα είναι που δεν δούλεψαν το βάθος της στρατηγικής και προγραμματικής αντίληψης που συνιστά η δυνατότητα ενός πολιτικού χώρου να κάνει μετωπική πολιτική. Αυτό έδωσε πάτημα στο να εκφυλιστεί η συζήτηση σε μια εικόνα επιτελείων που συζητούν και στο ότι το θέμα είναι «να τα βρούμε με τον Αλαβάνο». Θέλουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κοιτάει τη σκακιέρα των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και να μπορεί να παίρνει μετωπικές πρωτοβουλίες συμμαχίας ή και διεύρυνσης που εκτιμά ότι μπορούν να δυναμώσουν τη φωνή και την παρέμβασή της, να τη φέρνουν σε επαφή με ευρύτερο κομμάτι του ρεύματος που φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει στην κοινωνία και να προβάλλουν τα ιδιαίτερα προγραμματικά στοιχεία που θεωρούμε κρίσιμα στην περίοδο που διανύουμε. Με γνώση ότι η συμπόρευση ή συμμαχία με άλλες δυνάμεις δεν μπορεί να γίνει ποτέ με το πλήρες δικό μας πλαίσιο και με διάθεση να γίνουν εκείνες οι υποχωρήσεις που θα μας βγάλουν κερδισμένους την επόμενη μέρα. Άλλωστε η αυτοτελής παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του προγράμματός της είναι πάντα παρούσα και εκτιμούμε ότι προωθείται παρά υποστέλλεται μέσα σε ευρύτερους μετωπικούς σχηματισμούς. Σε τελική ανάλυση, και η ίδιες οι δυνάμεις που συγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάτι τέτοιο εκτίμησαν για τον εαυτό τους. Γι’ αυτό λοιπόν χρειάζεται με ψυχραιμία να εκτιμούμε με ποιες συμμαχίες μπορούμε να κινούμαστε την εκάστοτε περίοδο ανάλογα με τα ζητήματα που κεντρικοποιούνται – όπως ορθά εκτιμούμε τώρα για τα ζητήματα του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ αλλά που καθόλου αντίστοιχα με αυτό δεν πράττουμε.

vii.Είναι ώριμη ανάγκη να ξεκινήσουμε τη συζήτηση για μια ανανέωση της επαναστατικής στρατηγικής σήμερα. Είναι ερώτημα το πώς μπορούν οι ιδέες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, της δυνατότητας μιας ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου και μιας οργάνωσης της κοινωνίας με τη σύγχρονη εργατική τάξη στο τιμόνι, να αποκτήσουν ξανά ζωντάνια και να αποτελέσουν εκ νέου συλλογικό όραμα. Η κριτική αποτίμηση, για τον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα, των κομμουνιστικών κινημάτων του προηγούμενου αιώνα καθώς και η κριτική ανάγνωση των διαφόρων «μαρξισμών» και των ιδεολογικών ρευμάτων που συγκρότησαν μπορεί να γίνει μέσα στον αγώνα για μια άλλη ριζοσπαστική αριστερή ηγεμονία. Τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν παρά σε στενή σύνδεση με την πάλη που διεξάγουμε` η ανοιχτή και αντιδογματική συζήτησή τους όμως μπορεί να συγκροτήσει καλύτερα το χώρο μας και να δώσει βάθος στον ορίζοντα της σκέψης μας. Το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατά μόνας έχει δείξει εξαιρετικά δείγματα δουλειάς σε ιστορική, πολιτική και φιλοσοφική σκέψη και το να οργανωθούν συλλογικά τέτοιες επεξεργασίες μόνο κέρδος μπορεί να είναι.

Επίλογος

Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει βάλει το χώρο της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς σε μια κοινή πορεία και αποτελεί πλέον κεντρικό σημείο της σκέψης και δράσης των οργανώσεων και των αγωνιστών που συμμετέχουν σ’ αυτήν. Μας έχει προσφέρει αναγνώριση από τον κόσμο της δουλειάς, τη νεολαία και τα κινήματα και έχει δώσει νέα πνοή και συσπείρωση σε συντρόφους και αγωνιστές. Σήμερα όμως χαρακτηρίζεται από βαθιές αδυναμίες, αδιέξοδες συγκρούσεις χωρίς διαδικασίες επίλυσης και καταστροφικές ισορροπίες. Το να ανοιχτεί ολόπλευρα η κριτική αποτίμηση και ο σχεδιασμός για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ δημοκρατική, πλουραλιστική, οργανωμένη και με μαζική απεύθυνση του προγράμματός της, μιας ΑΝΤΑΡΣΥΑ που διεκδικεί για τον εαυτό της να αποτελεί ισχυρό πόλο στο κίνημα και την Αριστερά, όσο δύσκολο και αν φαίνεται αυτό, είναι σήμερα παραπάνω από επιτακτική ανάγκη.

του Αλέξανδρου Γεωργίου και του Ηλία Καλτσά   
Μέλη Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Πάτρας