Επαγγέλεστε την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης από μία άλλη (την εργατική) με όπλο την βία. Δηλαδή ένα ακόμη ολοκληρωτικό καθεστώς, υπό τον εργατικό έλεγχο;
  • Τρί, 15/09/2015 - 11:59

Η ερώτηση τέθηκε μέσα από τη σελίδα μας στο facebook. Η πλήρης διατύπωσή της:

Θα σας κάνω λοιπόν μία ερώτηση και εάν θέλετε απαντάτε στον νέο γύρο. Σε μία απάντησή σας, γράφετε επί λέξει "Κάθε στοιχείο της πολιτικής και του προγράμματός βασίζεται στον εργατικό και λαϊκό έλεγχο όχι στη βία και την καταστολή.

Θα είμαστε μαζί με την εργατική τάξη στην προσπάθειάτης για εγκαθίιδρυση εργατικού κράτους. Σε αυτό η αστική τάξη θα αντιδράσει και θα απαιτηθεί μαζική, λαϊκή βία απέναντί της."

Είναι εντελώς αντιφατικό από δύο απόψεις. 1) Επαγγέλεστε την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης από μία άλλη (την εργατική) με όπλο την βία. Δηλαδή ένα ακόμη ολοκληρωτικό καθεστώς, υπό τον εργατικό έλεγχο. 2) Ποιός θα είναι υπεύθυνος γι' αυτόν τον εργατικό έλεγχο, αν όχι μία νέου τύπου γραφειοκρατία; 3) Όταν μιλάτε για λαϊκή βία, ασφαλώς θα εννοείτε την κρατική. 4) Δεν κατανοώ πώς θα συμβάλλει το "αναρχικό ρεύμα" -όπως επικαλείστε- στην κατάληψη του κράτους. Η αναρχία δεν καταλαμβάνει το κράτος. Το καταλύει.

 

“Η βία”, έγραφε ο Μαρξ, “είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούργια”. Οι επαναστάτες, όμως, δεν αγαπούν την βία. Οραματιζόμαστε μια κοινωνία στην οποία η βία δεν θα έχει καμιά θέση. Και αυτό δεν είναι απλά και μόνο ένα σχήμα λόγου.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση, για παράδειγμα, ήταν σχεδόν αναίμακτη. Τα περισσότερα κτίρια -αποθήκες, στρατόπεδα, καταστήματα, εργοστάσια- καταλήφθηκαν από τα μέσα, από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τους φαντάρους, χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Μόνο οι κορυφές τις γραφειοκρατίας χρειάστηκε να καταληφθούν με εφόδους απ' έξω -αλλά και αυτές παραδόθηκαν, λόγω της αποδυνάμωσης της κυβέρνησης, κατά κανόνα χωρίς συρράξεις.

Η μοναδική σχεδόν εξαίρεση ήταν τα Χειμερινά Ανάκτορα, η έδρα της κυβέρνησης, αλλά και εκεί η βία ήταν ελάχιστη. Ακόμα και μετά την επικράτηση της επανάστασης το νέο καθεστώς συνέχισε να επιδεικνύει μια τρομαχτική ανοχή απέναντι στους παλιούς της εχθρούς. “Ο Κρασνόφ, ο λευκός στρατηγός που βοήθησε τον Κερένσκι (τον πρωθυπουργό της παλιάς κυβέρνησης) να οργανώσει την παιδαριώδη του αντεπίθεση”, γράφει ο Καρρ, “αφέθηκε ελεύθερος αφού έδωσε τον λόγο του να μην στραφεί ποτέ πια κατά του σοβιετικού καθεστώτος”.

Σε αντίθεση με εμάς, οι καπιταλιστές δεν έχουν και δεν είχαν ποτέ κανένα πρόβλημα με τη βία. Οι καπιταλιστές καταφεύγουν στην ίδια ωμή, μαζική βία κάθε φορά που κινδυνεύει η κυριαρχία τους. Ο στρατηγός Κρασνόφ ξέχασε μέσα σε λίγες μόνο μέρες τον λόγο του να μην στραφεί ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς. Λίγες βδομάδες μετά την “υπόσχεση” βρέθηκε στο αρχηγείο των Λευκών -του στρατού των κάθε λογής αναπολητών του παλιού καθεστώτος, που σε συνεργασία με τις Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν να καταπνίξουν την επανάσταση.

Οι Μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν, παρά τη θέλησή τους, να καταφύγουν στα όπλα για να αποκρούσουν την επίθεση αυτή και να προστατέψουν και την επανάσταση και τους πληθυσμούς της Ρωσίας από τη σφαγή. Την ίδια εποχή στην “ελεύθερη Αμερική” τα αφεντικά έστελναν τους μπράβους -τους διαβόητους Πίνκερτον- και την Εθνοφρουρά για να πνίξουν τις απεργίες στο αίμα. Η εργατική τάξη εδώ στην Ελλάδα έχει γνωρίσει πολύ καλά, ξανά και ξανά, με τα Μακρονήσια, το παρακράτος, τις Χούντες και τα ΜΑΤ της δημοκρατίας τη βία των αφεντικών.

Η κυβέρνηση και τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης πιέζουν σήμερα την αριστερά να “καταδικάσει τη βία από όπου και αν προέρχεται”. Πρόκειται για καθαρή υποκρισία: αυτό που ζητάνε από την αριστερά είναι να καταδικάσει το κίνημα, να καταδικάσει τον κόσμο που αντιστέκεται στις επιθέσεις της κυβέρνησης και των αφεντικών.

Η αριστερά έχει χρέος, αν σέβεται τον εαυτό της, να κάνει ακριβώς το αντίθετο: καταδικάζουμε την βία των καπιταλιστών, του κράτους τους και των παρακρατικών ή ναζιστικών συνοδοιπόρων τους. Και στεκόμαστε στο πλευρό αυτών που αντιστέκονται -ακόμα και όταν διαφωνούμε με την ταχτική που ακολουθούν.