- Τρί, 17/04/2018 - 19:55
Πολιτική Ανεξαρτησία από την Αστική Τάξη, Αποτελεσματική Πολιτική [του Πέτρου Νομικού]
Πόσο απέχουμε από την αφετηρία ή πόσο απέχουμε από το στόχο;Συγκρίνοντας κανείς το λεγόμενο (αριστερό) εξωκοινοβούλιο πριν από το 2009 με αυτό που είναι σήμερα, συγκρίνει ανόμοια πράγματα. Κι αυτό, χωρίς να παραγνωρίζεται η επίδραση της Μεγάλης Καπιταλιστικής Κρίσης στην υπόλοιπη γεωγραφία του χώρου, οφείλεται στην ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν θα μπορούσε κανείς να μην υπογραμμίσει την τεράστια μεταβολή που έφερε η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο σε επίπεδο εργατικών αγώνων όσο και στο επίπεδο προγραμματικών επεξεργασιών. Από κάθε άποψη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεσπόζει στο εξωκοινοβούλιο και αναγνωρίζεται επίσης αρκετά πέρα από αυτό. Όμως, μαζί με αυτή την γενική διαπίστωση, ακούγεται από όλα τα συστατικά μέρη και τα μέλη της η προτροπή για περαιτέρω εμβάθυνση του προγράμματος. Μολονότι είναι βέβαιο ότι δεν εννοούν όλοι το ίδιο λέγοντας εμβάθυνση, υπάρχει πάντως ένας κοινός τόπος: για να μετρηθεί το μπόι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει να παίρνει κανείς τα μέτρα της κοινωνίας. Εκείνο που φαντάζει τεράστιο για τα μέτρα του ελληνικού εξωκοινοβουλίου, μπορεί να είναι πολύ μέτριο για τα μέτρα του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Έτσι, οι θέσεις σωστά επισημαίνουν τη σχετική αναγνωρισιμότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά είναι αναπόδραστη η αναμέτρηση με το γεγονός ότι υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που στο πολιτικό φάσμα δεν βλέπει τίποτε στα αριστερά του ΚΚΕ˙ ή μάλλον βλέπει μόνο τους λεγόμενους «γνωστούς-άγνωστους» που τα βράδια, στις ειδήσεις των 20:00, εξορμούν από τα Εξάρχεια για να κάψουν τον κόσμο. Ηχεί λοιπόν μάλλον αυτάρεσκα η αποστροφή των θέσεων «Ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ δώσαμε τη μάχη και στην Ελλάδα και διεθνώς, για τη διατήρηση της αυτοτέλειας της επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε περιόδους που η ελκτική δύναμη κομμάτων τύπου ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε ακαταμάχητη. Δικαιωθήκαμε σε αυτή την στάση»(Θέση 5). Η μάχη μεν δόθηκε, αλλά δεν «δικαιωθήκαμε» παρά μόνο με όρους απλής επιβίωσης: δεν σβήσαμε από τον πολιτικό χάρτη. Και ακόμα χειρότερα αν το «δικαιωθήκαμε» σημαίνει ίσα-ίσα ότι προβλέψαμε σωστά. Διότι το ζήτημά μας δεν είναι να δικαιωθούμε στις προβλέψεις μας ως ουδέτεροι «πολιτικοί παρατηρητές». Γι’ αυτό ακριβώς το εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακόμη εκκρεμεί: αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε «ανάχωμα» στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης τώρα που το ανάχωμα κατέρρευσε πού είναι η επιρροή μας; Από την άλλη μεριά αυτή η χρήση του όρου «αυτοτέλεια», ένας όρος που διατρέχει το κείμενο των «θέσεων», φέρνει στην επιφάνεια το γεγονός ότι οι προγραμματικές μας συγκλίσεις, στα έργα και όχι στα λόγια, δεν αντιστοιχούν σε ένα πρόγραμμα με καλοχωνεμένες μεθοδολογικές αντιλήψεις, πράγμα που ίσως εξηγεί, τουλάχιστον μερικά, το γιατί ενώ προβλέψαμε σωστά εντούτοις είδαμε (οι θέσεις διστάζουν να το πουν θαρρετά) την επιρροή μας να υποχωρεί και τις ΤΕ να αποστοιχίζονται. Θα έλθω παρακάτω σε αυτό, αλλά είναι ήδη φανερό ότι ακόμα δεν φτάσαμε στο δικό μας «1903»˙ και η απάντηση δεν μπορεί βέβαια να είναι μια βολονταριστική φυγή προς τα εμπρός, μια εν εργαστηριακώ κενώ απόπειρα δημιουργίας ενός «κάτι σαν 1903» στα κουτουρού και εκ των ενόντων. Έτσι όπως τα έλεγε ο Λένιν, ένα «1903» απαιτεί ένα ανεβασμένο επίπεδο εργατικών αγώνων, ένα παγιωμένο πρωτοπόρο στρώμα της τάξης και ένα σωστό πρόγραμμα (όχι το τέλειο, όχι τετελεσμένο, φτάνει απλά να είναι σωστό). Σε ποιο βαθμό συντρέχουν όλα αυτά σήμερα; Η Μέθοδος του Μεταβατικού ΠρογράμματοςΤο «Τι να κάνουμε;» – ως ερώτημα– έρχεται και επανέρχεται σε κάθε φάση ανάπτυξης (ή και σύμπτυξης) των εργατικών αντιστάσεων και αγώνων. Η μέθοδος του μεταβατικού προγράμματος (εννοούμενη μαζί με την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου) είναι η γενική απάντηση σε αυτό το ερώτημα σε συνθήκες εδραιωμένου καπιταλισμού και υστέρησης της ταξικής συνείδησης. Υπό τον όρο φυσικά ότι κατασταλάζει σε ένα συγκεκριμένο, αρθρωμένο και συνεκτικό πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα ένα τέτοιο πρόγραμμα, εφόσον είναι ζώσα πράξη, συνιστά και τη διαφορά ανάμεσα στον επαναστάτη και το ρεφορμιστή. Αλλά, καθώς επισημαίνουν έστω και εν παρόδω οι θέσεις, αυτή η διαφορά δεν φαίνεται στην πράξη, ούτε πάντα ούτε και επαρκώς. Η θέση 46 συγκαταλέγει στις αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη «στενή συνδικαλιστική παρέμβαση» και μάλιστα με εισαγωγικά. Αλλά αυτό που φαίνεται να αντιπροτείνει είναι η «αυτοτελής» κομματική δουλειά στα συνδικάτα. Θα αντιπαρέλθω μια υποβόσκουσα αντίληψη της επανάστασης ως κάποιου είδους αποκορύφωση ή κορωνίδα του συνδικαλιστικού αγώνα, κάτι που θα απειλούσε να αφοπλίσει πολιτικά την τάξη, για να επισημάνω τη μάταιη διχοστασία και έκλειψη μαζί του μεταβατικού προγράμματος, την οποία εισάγει αυτή η «αυτοτέλεια». Δεν μπορεί κάποιος να αλλάζει à volonté το καπέλο του συνδικαλιστή με εκείνο του πολιτικού ακτιβιστή. Ή θα κάνει και τις δυο δουλειές σαν νάναι μία ή, για να βρίσκεται καν στο συνδικάτο, θα κάνει μόνο τη μία από αυτές, δηλαδή μόνο «στενή συνδικαλιστική παρέμβαση». Η θέση 46 σωστά υπονοεί ότι πολλές φορές δρούμε στα σωματεία σαν ρεφορμιστές κρατώντας το επαναστατικό μας πρόγραμμα για τις κομματικές μας εκδηλώσεις «και τους κυριακάτικους δεκάρικους». Η λύση όμως που μας προτείνει, τη μία κάνουμε «στενή συνδικαλιστική» και την άλλη «πολιτική» παρέμβαση, είναι πρακτικά αδύνατη. Εάν η λογική ενός μεταβατικού αιτήματος το θέλει ως αίτημα που αντιστοιχεί και κατανοείται στο τωρινό επίπεδο συνείδησης και του οποίου η πλήρης ικανοποίηση φτάνει ή και ξεπερνάει χρονικά την επανάσταση, τότε, όσον αφορά τη δράση μας στα σωματεία, η ίδια αυτή λογική επιβάλλει να έχουμε καθαρό μπροστά μας ότι δεν παλεύουμε για αυτό τούτο το συνδικαλιστικό αίτημα ή, ακριβέστερα, παλεύοντας για το συνδικαλιστικό αίτημα δεν πρέπει να χάνουμε ούτε στιγμή από τα μάτια μας τη γενική στόχευση η οποία ούτε ταυτίζεται ούτε και μπορεί να συνοψισθεί στο συνδικαλιστικό αίτημα: « ... στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, [οι κομμουνιστές] εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του»[1]. Η λογική δηλαδή του μεταβατικού προγράμματος υπαγορεύει πρώτον τη γενίκευση του όποιου Μια τέτοια διαδικασία γενίκευσης πρωτογενών αιτημάτων, που τίθενται από τα πράγματα ή από τις υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις, είναι απαραίτητη αν θέλουμε να φτάσουμε σε ένα μεταβατικό αίτημα. Ένα μεταβατικό αίτημα δεν μπορεί να τεθεί ετοιματζίδικο στις μάζες, αφού ακριβώς η συγκεκριμένη ταξική πάλη είναι εκείνη που θα καθορίσει το χαρακτήρα του. Γι' αυτό και η χύδην λίστα των μεταβατικών αιτημάτων που περιλαμβάνουν οι θέσεις έχει μικρή αξία. Πολύ δε λιγότερο, ένα μεταβατικό αίτημα δεν μπορεί να τεθεί στην εργατική μάζα απευθείας από το κομματικό εργαστήριο. Τέτοιο ατυχώς αντιπαράδειγμα ήταν η περίπτωση με τη «ΔΙΕΕΞΟΔΟ». Η αποχώρηση από την ΕΕ σκέτη νέτη, υπήρξε ένα αίτημα-λογικό άλμα, προϊόν εργαστηρίου, ένα αίτημα που όχι μόνο δεν έμπαινε στην ημερήσια διάταξη αλλά ούτε και εξέφραζε κάποια διάθεση των μαζών πράγμα που ακύρωνε ab initio κάθε ενιαιομετωπική τακτική. Μεταβατικό δεν είναι ό,τι θεωρητικά θα μας πήγαινε μέχρι την επανάσταση˙ για να μας πάει οπουδήποτε ένα αίτημα χρειάζεται πριν απ' όλα να ξεκινάει από εδώ, από το τωρινό επίπεδο συνείδησης, από την τωρινή πολιτική πραγματικότητα της εργατικής τάξης. Αυτοτέλεια ή πολιτική ανεξαρτησία;Στη θέση 5, στο απόσπασμα που παραθέσαμε αλλά και παρακάτω σε ολόκληρο το κείμενο των θέσεων γίνεται επίσης λόγος για πολιτική αυτοτέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο αναγνώστης θα υπέθετε ότι εννοείται μια πολιτική αυτοτέλεια εντός του αστερισμού της αριστεράς υπό την ευρεία της έννοια. Η αγωνία οριοθέτησης μιας θέσης στον ήλιο της αριστεράς μπορεί να είναι κατανοητή, αλλά το να υπερτονίζεις, όπως κάνουν οι θέσεις, την «αυτοτέλεια» είναι σεχταρισμός από τη μια και φυγομαχία από την άλλη. Είναι σεχταρισμός –και μάλιστα αλά ΚΚΕ: εμείς κι όσοι ή όσες μαζέψουμε ως άτομα– γιατί το «1903» δεν είναι πίσω μας αλλά μπροστά μας. Κι αν σήμερα είναι πράγματι αδύνατη μια ανασύνθεση, αυτό δεν θα πρέπει να ισχύσει στο διηνεκές, όπως υπονοεί ο όρος αυτοτέλεια. Και είναι φυγομαχία, γιατί η αστική τάξη δεν διαθέτει μόνο το ρεφορμισμό στη φαρέτρα της. Αν η πολιτική μας αναγνωρισιμότητα απαιτεί να είμαστε διακριτοί από τους ρεφορμισμούς τότε του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα του ΚΚΕ και της ΛΑΕ, εντούτοις το ζητούμενο είναι η πολιτική ανεξαρτησία από την αστική τάξη συνολικά, αλλά και συγκεκριμένα. Αντίθετα οι θέσεις τονίζουν μεν την αυτοτέλεια μέσα στο «αριστερό» σύμπαν, για να ξεχάσουν την ανεξαρτησία από την αστική τάξη. Στα διεθνή αυτό φάνηκε καθαρά. Δεν είμαστε ανεξάρτητοι από την ελληνική μπουρζουαζία όταν, σάμπως πολιτικοί παρατηρητές, κρατάμε ίσες αποστάσεις από τις αντιμαχόμενες κάθε φορά εθνικές μπουρζουαζίες. Και δυστυχώς σε αυτό το λάθος πέσαμε μια και δυο και τρεις φορές. Πολιτική ανεξαρτησία από την αστική τάξη σημαίνει συγκεκριμένα πολιτική ανεξαρτησία από τη δική μας αστική τάξη. Και μάλιστα όχι γενικά, όχι σε επίπεδο αρχών, αλλά πολιτική ανεξαρτησία στη συγκεκριμένη πολιτική θέση πάνω στο κάθε συγκεκριμένο πολιτικό ερώτημα που πράγματι τίθεται. Έτσι, στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η από ίσες αποστάσεις καταγγελία των εκατέρωθεν εθνικισμών είναι μόνον ακαδημαϊκά σωστή, δηλαδή μόνον αν στέκεσαι εκτός του ματαίου τούτου κόσμου. Αν μιλάμε για την εργατική υπόθεση σκοπός μας δεν είναι να καταγγείλουμε από ηθικής κομμουνιστικής καθέδρας τον εθνικισμό γενικά. Ο εθνικισμός δεν είναι νοοτροπία, «στερεότυπο», κακοκεφαλιά, αλλά συγκεκριμένο κάθε φορά πολιτικό σχέδιο της δικής μας αστικής τάξης και δική μας δουλειά είναι να το μπλοκάρουμε, όχι να το στιγματίσουμε ως ανήθικο. Και για το σκοπό αυτό χρειαζόμαστε τη διεθνιστική αλληλεγγύη των μακεδόνων εργατών. Όχι γιατί τηρούμε ζηλωτές το ευαγγέλιο του διεθνισμού, αλλά γιατί οι μακεδόνες εργάτες είναι οι μόνοι στους οποίους μπορούμε να υπολογίσουμε για να μπλοκάρουν το πολιτικό σχέδιο του εθνικισμού από την απέναντι μεριά. Αν το εθνικό ζήτημα είναι μια πραγματική υλική κοινωνική δύναμη, τότε πώς μπορούμε να πείσουμε τα ταξικά μας αδέλφια για την ειλικρίνεια του διεθνισμού μας αν ενώσουμε τη φωνή μας με τη δική μας αστική τάξη για να καταγγείλουμε τον εθνικισμό της αντίπερα όχθης και να αρνηθούμε τελικά στη μακεδονική εργατική τάξη το δικαίωμα της στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό; Τι σόι διεθνισμός θα ήταν εκείνος που αρνείται να δει τις εργατικές τάξεις μιλώντας απλώς για ιμπεριαλιστικά σχέδια; Τα ιμπεριαλιστικά σχέδια τα ανατρέπουν οι εργατικές τάξεις κι όχι τούτοι ή εκείνοι οι διακανονισμοί, μεταξύ αστικών τάξεων. Το ΝΑΤΟ αναφέρεται σε «χώρες»: καθηλωμένους ταξικά και ομογενοποιημένους πολιτικά καπιταλιστικούς σχηματισμούς˙ εμείς αναφερόμαστε σε τάξεις και σε ταξική δυναμική μέσα στις «χώρες». Το ΝΑΤΟ θα φέρει δεινά στους μακεδόνες εργάτες, αλλά όταν στέκεται κανείς –η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εν προκειμένω– σε πολιτικές θέσεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη, η απάντησή του δεν μπορεί να ξεκόβει από τις εργάτριες και τους εργάτες της «άλλης» αστικής τάξης και το πραγματικό πρόβλημα εθνικού αυτοπροσδιορισμού που έχουν, δήθεν για να «μπλοκάρει», ερήμην τους και για λογαριασμό τους, τα σχέδια της δικής τους μπουρζουαζίας. Είναι αδύνατον, όχι να νικήσουμε, αλλά ούτε καν να αντιμετωπίσουμε το ΝΑΤΟ στο γήπεδό του, παραιτούμενοι από την ταξική μας ανάλυση. Το ίδιο και στα ελληνοτουρκικά, όπου η ελληνική αστική τάξη εκμεταλλεύεται την συγκυριακή όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας για να προωθήσει τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα έναντι της τουρκικής αστικής τάξης. Η ιδέα όμως που διαβάζει κανείς ανάμεσα στις γραμμές των θέσεων 14, 15 και 16, ότι κατά κάποιο τρόπο η ελληνική μπουρζουαζία, εκμεταλλεύεται την συγκυριακή όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας για να εξασφαλίσει καν την πρώτη εύνοια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, είναι παραπλανητική. Πρώτα γιατί ουδέποτε η ελληνική μπουρζουαζία βρέθηκε σε υποδεέστερη θέση από την τουρκική όσον αφορά τις εύνοιες του υπερατλαντικού τους συμμάχου. Θα ήταν άλλωστε παράδοξο δεδομένης της χρόνιας πολιτικής αδυναμίας της τουρκικής μπουρζουαζίας και του ειδικού βάρους της ελληνικής. Θα αρκούσε να θυμηθούμε το περίφημο εκείνο 7:10 και όλη την Καραμανλοπαπανδρεϊκή φιλολογία του. Ένας τοπικός πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει οποτεδήποτε, ακόμα και ως «ατύχημα». Εδώ και δεκαετίες προετοιμάζεται μια αναμέτρηση ελληνικού και τουρκικού καπιταλισμού. Όλα τα απαραίτητα εύφλεκτα υλικά έχουν από καιρό μαζευτεί και συσσωρεύονται κι άλλα. Τι θα μπορούσε να σημαίνει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η θέση περί εκατέρωθεν «αντιδραστικού ανταγωνισμού»; Ότι δεν θα πάμε φαντάροι; Η 2η Διεθνής της πρώτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα είχε τουλάχιστον την πολυτέλεια να φαντάζει πειστική στην απειλή της για γενική απεργία σε περίπτωση πολέμου. Εμείς ούτε καν να απειλήσουμε δεν μπορούμε. Το τρίτο είναι η Κύπρος. Οι «Θέσεις» φαίνεται να αναγνωρίζουν καθαρά τη συστηματική και επί δεκαετίες εθνοκάθαρση των Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκυπρίους και Έλληνες σωβινιστές αλλά αυτό το σημαντικό βήμα μένει μετέωρο καθώς φτάνει μόνο μέχρι του σημείου που η εθνοκάθαρση ισοφαρίζεται με την τουρκική εισβολή του '74. Οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί και οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις στην περιοχή έφεραν πράγματι συμφορές στο νησί, αλλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρέπει να αποτύχει να δει τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό που καταπιέζει και να τον ξεκρίνει θεωρητικά και πολιτικά από εκείνον, τον τουρκοκυπριακό, που καταπιέζεται. Το σύνθημα «ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος χωρίς στρατούς» αποτελεί ακριβώς επιδίωξη της ελληνικής και ελληνοκυπριακής μπουρζουαζίας και ενιαία Κύπρος σημαίνει να ξαναρχίσει το παλιό γαϊτανάκι˙ ενιαία Κύπρος είναι η συνέχιση της εθνοκάθαρσης με άλλα μέσα και δεν μπορεί να αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν πρέπει, αναγνωρίζοντας με συνέπεια επιτέλους την ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων ώστε να μπορεί η ταξική πάλη στο νησί να εκδιπλωθεί μακριά από τη μέγγενη των εθνικισμών, τότε ας ακούσουμε τις εργατικές πρωτοπορίες και των δύο κοινοτήτων που υποστηρίζουν μια ομοσπονδιακή λύση. Χωρίς στρατούς και εγγυήτριες δυνάμεις, αλλά ομοσπονδιακή. Ένα τέτοιο αίτημα πάλης μάλιστα, δεδομένης της στρατιωτικοποίησης του νησιού, αποκτά αυτόματα ένα μεταβατικό χαρακτήρα˙ το αίτημα για ομοσπονδιακή λύση χωρίς στρατούς δεν έχει άλλο δρόμο να ολοκληρωθεί παρά μέσα από την ήττα του ιμπεριαλισμού συνολικά: από τον Αμερικανικό και τον Αγγλικό μέχρι τον Ελληνικό και τον Τουρκικό. Υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχειςΗ Θέση 46 τα ψέλνει για καλά στο ΚΣΕ και στο ΠΣΟ: Ολιγώρησαν λέει, υποτίμησαν, αγνόησαν αποφάσεις της συνδιάσκεψης. Διαβάζοντάς την θα πίστευε κανείς ότι τα μέλη των ΚΣΕ και ΠΣΟ τα έκαναν όλα αυτά ερήμην και αντίθετα από τις αποφάσεις των οργανώσεών τους. Μα αν είναι έτσι, το ζήτημα δεν πρέπει να απασχολήσει τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά τα πειθαρχικά όργανα των οργανώσεών τους. Εάν οι σύντροφοι δεν είναι αρκετά καλοί, αντικαταστήστε τους ή, επειδή πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα στις ηγεσίες τόσο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και των οργανώσεων, ας αυτοεξαιρεθούν...
Πέτρος Νομικός ΤΕ Σύρου |