• Τρί, 17/04/2018 - 19:55
Πολιτική Ανεξαρτησία από την Αστική Τάξη, Αποτελεσματική Πολιτική [του Πέτρου Νομικού]

Πολιτική Ανεξαρτησία από την Αστική Τάξη, Αποτελεσματική Πολιτική

                  

                                                                   

Πόσο απέχουμε από την αφετηρία ή πόσο απέχουμε από το στόχο;

Συγκρίνοντας κανείς το λεγόμενο (αριστερό) εξωκοινοβούλιο πριν από το 2009 με αυτό που είναι σήμερα, συγκρίνει ανόμοια πράγματα. Κι αυτό, χωρίς να παραγνωρίζεται η επίδραση της Μεγάλης Καπιταλιστικής Κρίσης στην υπόλοιπη γεωγραφία του χώρου, οφείλεται στην ύπαρξη της ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ. Δεν θα μπορούσε κανείς να μην υπογραμμίσει την τεράστια μεταβολή που έφερε η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο σε επίπεδο εργατικών αγώνων όσο και στο επίπεδο προγραμματικών επεξερ­γασιών. Από κάθε άποψη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεσπόζει στο εξωκοινοβούλιο και αναγνωρίζεται επίσης αρκετά πέρα από αυτό. Όμως, μαζί με αυτή την γενική διαπίστωση, ακούγεται από όλα τα συστατι­κά μέρη και τα μέλη της η προτροπή για περαιτέρω εμβάθυνση του προγράμματος. Μολονότι είναι βέβαιο ότι δεν εννοούν όλοι το ίδιο λέγοντας εμβάθυνση, υπάρχει πάντως ένας κοινός τόπος: για να μετρηθεί το μπόι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει να παίρνει κανείς τα μέτρα της κοινωνίας. Εκείνο που φαντάζει τε­ράστιο για τα μέτρα του ελληνικού εξωκοινοβουλίου, μπορεί να είναι πολύ μέτριο για τα μέτρα του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.

Έτσι, οι θέσεις σωστά επισημαίνουν τη σχετική αναγνωρι­σιμότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά είναι αναπόδραστη η αναμέτρηση με το γεγονός ότι υπάρχει ένα με­γάλο μέρος του πληθυσμού που στο πολιτικό φάσμα δεν βλέπει τίποτε στα αριστερά του ΚΚΕ˙ ή μάλ­λον βλέπει μόνο τους λεγόμενους «γνωστούς-άγνωστους» που τα βράδια, στις ειδήσεις των 20:00, εξορμούν από τα Εξάρχεια για να κάψουν τον κόσμο. Ηχεί λοιπόν μάλλον αυτάρεσκα η αποστροφή των θέσε­ων «Ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ δώσαμε τη μάχη και στην Ελλάδα και διεθνώς, για τη διατήρηση της αυτοτέλειας της επαναστατικής, αντικαπιταλιστι­κής Αριστεράς σε περιόδους που η ελκτική δύναμη κομμάτων τύ­που ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε ακαταμάχητη. Δικαιωθήκαμε σε αυτή την στάση»(Θέση 5). Η μάχη μεν δόθηκε, αλλά δεν «δικαιωθή­καμε» παρά μόνο με όρους απλής επιβίωσης: δεν σβήσαμε από τον πολιτικό χάρτη. Και ακόμα χει­ρότερα αν το «δικαιωθήκαμε» σημαίνει ίσα-ίσα ότι προβλέψα­με σωστά. Διότι το ζήτημά μας δεν εί­ναι να δικαιω­θούμε στις προβλέψεις μας ως ουδέτεροι «πολι­τικοί παρατηρητές». Γι’ αυτό ακριβώς το εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακόμη εκκρεμεί: αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε «ανάχωμα» στην ανάπτυξη της ταξι­κής συνείδησης τώρα που το ανάχωμα κατέρρευσε πού είναι η επιρροή μας;

Από την άλλη μεριά αυτή η χρήση του όρου «αυτοτέλεια», ένας όρος που διατρέχει το κείμενο των «θέσεων», φέρνει στην επιφάνεια το γεγονός ότι οι προγραμματικές μας συγκλίσεις, στα έργα και όχι στα λόγια, δεν αντιστοιχούν σε ένα πρόγραμμα με καλοχωνεμένες μεθοδολογικές αντιλή­ψεις, πράγμα που ίσως εξηγεί, τουλάχιστον μερικά, το γιατί ενώ προβλέψαμε σωστά εντούτοις εί­δαμε (οι θέσεις διστάζουν να το πουν θαρρετά) την επιρροή μας να υποχωρεί και τις ΤΕ να απο­στοιχίζονται. Θα έλθω παρακάτω σε αυτό, αλλά είναι ήδη φανερό ότι ακόμα δεν φτάσαμε στο δικό μας «1903»˙ και η απάντηση δεν μπορεί βέβαια να εί­ναι μια βολονταριστική φυγή προς τα εμπρός, μια εν εργαστηριακώ κενώ απόπειρα δημιουργίας ενός «κάτι σαν 1903» στα κουτουρού και εκ των ενόντων. Έτσι όπως τα έλεγε ο Λένιν, ένα «1903» απαιτεί ένα ανεβασμένο επίπεδο εργατικών αγώνων, ένα παγιω­μένο πρωτοπόρο στρώμα της τάξης και ένα σω­στό πρόγραμμα (όχι το τέλειο, όχι τετελε­σμένο, φτάνει απλά να είναι σωστό). Σε ποιο βαθμό συντρέχουν όλα αυτά σήμερα;
Αντί για σεχταρι­στική κο­πτορραπτική κειμένων ας επικεντρωθούμε στις τρεις λενινιστικές προϋπο­θέσεις. Για το πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, έχουμε ήδη απαντήσει ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η απάντηση είναι επαναστατική δράση με βάση το Με­ταβατικό Πρόγραμμα και, ας ειπωθεί, αποτελεί κέρδος για την υπόθεσή μας, ότι στην «κομματική» ανταρ­συακή φιλολογία οι ποικίλοι επιθετικοί προσδιο­ρισμοί του προγράμματος έχουν ατονήσει προς όφελος του κοινού πια για όλους όρου «Μεταβατι­κό Πρόγραμμα».

Η Μέθοδος του Μεταβατικού Προγράμματος

Το «Τι να κάνουμε;» – ως ερώτημα– έρχεται και επανέρχεται σε κάθε φάση ανάπτυξης (ή και σύμ­πτυξης) των εργατικών αντιστάσεων και αγώνων. Η μέθοδος του μεταβατικού προγράμματος (εν­νοούμενη μαζί με την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου) είναι η γενική απάντηση σε αυτό το ερώτη­μα σε συνθήκες εδραιωμένου καπιταλισμού και υστέρη­σης της ταξικής συνείδησης. Υπό τον όρο φυσικά ότι κατασταλάζει σε ένα συγκεκριμένο, αρθρωμένο και συνεκτικό πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα ένα τέτοιο πρόγραμμα, εφόσον είναι ζώσα πράξη, συνιστά και τη διαφορά ανάμε­σα στον επαναστάτη και το ρεφορμιστή. Αλλά, καθώς επισημαίνουν έστω και εν παρόδω οι θέσεις, αυτή η διαφορά δεν φαίνεται στην πράξη, ούτε πάντα ούτε και επαρκώς. Η θέση 46 συγκαταλέγει στις αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη «στενή συνδικαλι­στική παρέμβαση» και μάλιστα με εισαγωγικά. Αλλά αυτό που φαίνεται να αντιπροτείνει είναι η «αυτοτελής» κομματική δουλειά στα συνδικάτα. Θα αντιπαρέλθω μια υποβόσκουσα αντίληψη της επανάστασης ως κάποιου είδους αποκορύφωση ή κορωνίδα του συνδικαλιστικού αγώνα, κάτι που θα απειλούσε να αφοπλίσει πολιτικά την τάξη, για να επισημάνω τη μάταιη διχοστασία και έκλειψη μαζί του μεταβατικού προγράμματος, την οποία εισάγει αυτή η «αυτο­τέλεια».

Δεν μπορεί κάποιος να αλλάζει à volonté το καπέλο του συνδικαλιστή με εκείνο του πολι­τικού ακτιβιστή. Ή θα κάνει και τις δυο δουλειές σαν νάναι μία ή, για να βρίσκε­ται καν στο συνδικάτο, θα κάνει μόνο τη μία από αυτές, δη­λαδή μόνο «στενή συνδικαλιστική πα­ρέμβαση». Η θέση 46 σωστά υπονοεί ότι πολλές φορές δρού­με στα σωματεία σαν ρεφορμιστές κρατώντας το επαναστατικό μας πρόγραμμα για τις κομματικές μας εκδηλώσεις «και τους κυρια­κάτικους δεκάρικους». Η λύση όμως που μας προτείνει, τη μία κάνουμε «στενή συνδικαλιστι­κή» και την άλλη «πολιτική» παρέμβαση, είναι πρακτικά αδύνατη. Εάν η λογική ενός μεταβατικού αι­τήματος το θέλει ως αίτημα που αντιστοιχεί και κατανοείται στο τωρινό επίπεδο συνείδησης και του οποίου η πλήρης ικανοποίηση φτάνει ή και ξεπερνάει χρονικά την επανάσταση, τότε, όσον αφορά τη δράση μας στα σωματεία, η ίδια αυτή λογική επιβάλλει να έχουμε καθαρό μπροστά μας ότι δεν παλεύουμε για αυτό τούτο το συνδικαλιστικό αίτημα ή, ακριβέστερα, παλεύοντας για το συνδικαλιστικό αίτημα δεν πρέπει να χάνουμε ούτε στιγμή από τα μάτια μας τη γενική στόχευση η οποία ούτε ταυτίζεται ούτε και μπορεί να συνοψισθεί στο συνδικαλιστικό αίτημα: « ... στις διάφο­ρες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, [οι κομμουνι­στές] εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του»[1].

Η λογική δηλαδή του μετα­βατικού προγράμματος υπαγορεύει πρώτον τη γενίκευση του όποιου
αι­τήματος και δεύτερον την εμπλοκή στη μάχη ευρύτερων δυνάμεων της τάξης, από τα συνδικάτα αλλά και πέραν των συνδικάτων. Αν εξαιρέσουμε τα εντελώς ηττοπαθή αιτήματα του τύπου «να μην περάσουν τα νέα μέτρα» προς τα οποία νομίζω ότι πρέπει να είμαστε γενικά αρνητικοί, ακόμα κι ένα «οικονομικό» συνδικαλιστικό αίτημα, όπως ας πούμε αυξήσεις στους μισθούς, μπορεί να αναζητή­σει την μεταβατική του χροιά στη γενί­κευσή του: στο αίτημα ίσως για 800€ καθαρά. Στις τωρινές συνθήκες το αίτημα για 800€ παίρνει μεταβατικό χαρακτήρα διότι καθώς η μπουρζουαζία και το κράτος της εί­ναι αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν ούτε το ταπεινότερο οικονομικό αίτημα, η επιτυχία ενός αγώνα για αυτά τα 800€ θα απαιτήσει την ανατροπή της συνολικής αστικής πολιτι­κής που διεκπεραιώνει το αστικό κράτος και επομένως κατίσχυση της εργατικής τάξης επί του όλου συστήματος που, αμυνόμενο, θα ξεγυμνώνεται από τις διαμεσολαβήσεις του. Στις παρούσες συνθήκες της Μεγάλης Καπιταλιστι­κής Κρίσης η ικανοποίηση του αιτήματος για 800€ περνάει από την ανατροπή πολύ γενικότερων οικονομι­κών και πολιτικών ταξικών συσχετισμών και φέρνει μια δυναμική εκδίπλωσης ενός εργατικού σχε­δίου. Ο αγώνας για το αίτημα αυτό θα προσκρούσει αναπόφευκτα και θα χρειαστεί να υπερβεί τα εμπόδια του μνημονιακού νομικού πλέγματος και επομένως να τεθεί στην πράξη το ζήτημα της ΕΕ (από όπου δεν μεσολαβεί κανένα λογικό εμπόδιο μέχρι το ζήτημα της εξουσίας), των δημοκρατικών ελευθεριών, των συνδικαλιστικών και των πολιτικών ελευθεριών, της ανεργίας και του εργατικού ελέγχου κλπ.  Τα 800€ δεν θα είναι πλέον μια δια­πραγμάτευση της τιμής της εργατικής δύνα­μης: το αίτημα αυτό μέσα από διαδοχικές γενικεύσεις και επεκτάσεις θα έχει κατ' ουσίαν θέσει στην ημερήσια διάταξη το θέμα της ιδιοκτησίας˙ θίγει εν δυνάμει λοιπόν τον πυρήνα της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και οι καπιταλι­στές θα δώσουν τα 800€ «μόνο αν φοβηθούν ότι θα τα χάσουν όλα». Όταν όμως εκείνοι θα έχουν φοβηθεί ότι θα τα χάσουν όλα, τότε αυτομάτως και κάποιοι άλλοι θα έχουν δει ότι μπορούν να τα κερδίσουν όλα. Και ανεξάρτητα από το αν αποτολμήσουν να τα πάρουν πράγματι ή όχι, η απόσταση που θα έχει διανυθεί σε όρους ταξικής συνείδησης θα είναι τεράστια. Το βέβαιο πάντως είναι, για να επιστρέψουμε στο σήμερα,  ότι έτσι γενικευμένη και γενικευόμενη, η ταξική πάλη υπερβαίνει τη σφαίρα του συνδικάτου˙ συγκεντρώνει δυνάμεις όχι μόνο από συνδικάτα διαφορετικών κομματιών της εργατικής τάξης αλλά και από  συλλογικότητες -εργατικές λέσχες, εργατικά κόμματα και πολιτικές οργανώσεις, δομές εργατικής αλληλεγγύης κλπ- που βρίσκονται πέρα από τα συνδικάτα. Εκεί όπου ο ρεφορμιστής θα θελή­σει να περιορίσει το ίδιο αί­τημα αποκλειστικά μέσα σε ένα συνδικάτο και στο κέλυφος της αντίστοιχης ειδικής του μορφής, ο επαναστάτης θα επιδιώξει γενικεύο­ντας να σπάσει αυτό το αστικό κέλυφος για να συνδέσει το συγκεκριμένο αίτημα με το συνολικό  εργατικό πολιτικό σχέδιο κινητοποιώντας, εκτός από τα συνδικάτα, πολύ ευρύτερες ταξικές δυνάμεις. Αν η επανάσταση είναι η επαγγελία μας, ο μεγάλος φταίχτης για τα κοινωνικά δεινά πρέπει να εξανα­γκάζεται σε αποκάλυψη πάντα και παντού, για να αποτελέσει ο ίδιος στόχο και οδοδείκτη του δρόμου για την επανάσταση. Ή καλύτερα, «[σ]ε όλα αυτά τα κινήμα­τα [οι κομμουνι­στές] προβάλλουν το ζήτημα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε μορφή, περισσότερο ή λι­γότερο εξελιγμένη κι αν έχει πάρει, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος»[2]. Όχι ως νουθεσία αλά ΚΚΕ -βγάλτε κουτοί εργάτες τα συμπεράσματά σας κι αφήστε το πάνω μας- αλλά ως απτή προ­φάνεια της εμπειρίας της ταξικής πάλης έτσι που, όταν οι συμπυκνωμένες αντιφάσεις του καπιταλι­σμού «καταρρεύσουν στα κεφάλια των εργατών», εκείνοι να έχουν δια­βλέψει από καιρό ενάντια σε ποιον θα χρειαστεί να βα­δίσουν. Υπό αυτή την έννοια όταν πάμε για τα 800€, δεν πάμε για τα 800€˙ πάμε για βήματα ανόδου της ταξικής συνείδησης προς την επανάσταση, όσο «αριστερίστικο» κι αν ακούγεται αυτό.

Μια τέτοια διαδικασία γενίκευσης πρωτογενών αιτημάτων, που τίθενται από τα πράγματα ή από τις υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις, είναι απαραίτητη αν θέλουμε να φτάσουμε σε ένα μεταβατι­κό αίτημα. Ένα μεταβατικό αίτημα δεν μπορεί να τεθεί ετοιματζίδικο στις μάζες, αφού ακρι­βώς η συγκεκριμένη ταξική πάλη είναι εκείνη που θα καθορίσει το χαρακτήρα του. Γι' αυτό και η χύδην λίστα των μεταβατικών αιτημάτων που περιλαμβάνουν οι θέσεις έχει μικρή αξία. Πολύ δε λιγότερο, ένα μεταβατικό αίτημα δεν μπορεί να τεθεί στην εργατική μάζα απευθείας από το κομματι­κό εργα­στήριο.

Τέτοιο ατυχώς αντιπαράδειγμα ήταν η περίπτωση με τη «ΔΙΕΕΞΟΔΟ». Η απο­χώρηση από την ΕΕ σκέτη νέτη, υπήρξε ένα αίτημα-λογικό άλμα, προϊόν εργαστηρίου, ένα αίτημα που όχι μόνο δεν έμπαινε στην ημερήσια διάταξη αλλά ούτε και εξέφραζε κάποια διάθεση των μαζών πράγμα που ακύρωνε ab initio κάθε ενιαιομετωπική τακτική. Μεταβατικό δεν είναι ό,τι θεωρητικά θα μας πή­γαινε μέχρι την επανάσταση˙ για να μας πάει οπουδήποτε ένα αίτημα χρειάζεται πριν απ' όλα να ξεκι­νάει από εδώ, από το τωρινό επίπεδο συνείδησης, από την τωρινή πολιτική πραγματι­κότητα της ερ­γατικής τάξης.
Κινήματα και επιτροπές του είδους αυτού, βρίσκονται γενι­κά σε αντίφαση με τη μεθοδολογ­ία του μεταβατικού προγράμματος, γιατί εξαρθρώνουν εκείνο που συλλαμβάνεται ως αρθρω­μένο και συνεκτικό όλο. Εστιάζο­ντας σε ένα αίτημα και προωθώντας το ξεκομμένο και από το μεταβατικ­ό πρόγραμμα και από την πραγματι­κή κίνηση των μαζών, το κάνουν έτσι ευεπίφορο σε κάθε λο­γής οικειοποίηση από δυνάμεις ξένες προς την εργατική υπόθεση. Ακόμα χειρότερα μάλι­στα, όταν επιδιώκεται η απεύθυνση σε τέτοιες δυνάμεις. Το ερώτημα του «τι να κάνουμε» δεν είναι απρόσω­πο, έχει υποκείμενο: τι να κάνουμε εμείς, η εργατι­κή τάξη και η πρωτο­πορία της. Επο­μένως το Με­ταβατικό Πρόγραμμα, ως μεθοδολογία και ως εκάστοτε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, απευ­θύνεται στην εργατική τάξη. Αν όμως είναι έτσι, τότε δεν είναι δυνατόν να κερδί­σεις όταν συμμα­χείς με το διάβολο του αστικού ευρωσκεπτικι­σμού: είναι ο διάβολος εκεί­νος που «προπέμπει εσένα κι όχι εσύ αυτόν».

Αυτοτέλεια ή πολιτική ανεξαρτησία;

Στη θέση 5, στο απόσπασμα που παραθέσαμε αλλά και παρακάτω σε ολόκληρο το κείμενο των θέσεων γίνεται επίσης λόγος για πολιτική αυτοτέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο αναγνώστης θα υπέθετε ότι εννοείται μια πολιτική αυτοτέλεια εντός του αστερισμού της αριστεράς υπό την ευρεία της έν­νοια. Η αγωνία οριοθέτησης μιας θέσης στον ήλιο της αριστεράς μπορεί να είναι κατανοητή, αλλά το να υπερτονίζεις, όπως κάνουν οι θέσεις, την «αυτοτέλεια» είναι σεχταρισμός από τη μια και φυ­γομαχία από την άλλη. Είναι σεχταρισμός –και μάλιστα αλά ΚΚΕ: εμείς κι όσοι ή όσες μαζέψουμε ως άτομα–  γιατί το «1903» δεν είναι πίσω μας αλλά μπροστά μας. Κι αν σήμερα είναι πράγματι αδύνατη μια ανασύνθεση, αυτό δεν θα πρέπει να ισχύσει στο διηνεκές, όπως υπονοεί ο όρος αυτοτέλεια. Και είναι φυγομαχία, γιατί η αστική τάξη δεν διαθέτει μόνο το ρεφορμισμό στη φαρέτρα της. Αν η πο­λιτική μας αναγνωρισιμότητα απαιτεί να είμαστε διακριτοί από τους ρεφορμισμούς τότε του ΣΥΡΙ­ΖΑ, σήμερα του ΚΚΕ και της ΛΑΕ, εντούτοις το ζητούμενο είναι η πολιτική ανεξαρτησία από την αστική τάξη συνολικά, αλλά και συγκεκριμένα. Αντίθετα οι θέσεις τονίζουν μεν την αυτοτέλεια μέσα στο «αριστερό» σύμπαν, για να ξεχάσουν την ανεξαρτησία από την αστική τάξη.

Στα διεθνή αυτό φάνηκε καθαρά. Δεν είμαστε ανεξάρτητοι από την ελληνική μπουρζουαζία όταν, σάμπως πο­λιτικοί παρατηρητές, κρατάμε ίσες αποστάσεις από τις αντιμαχόμενες κάθε φορά εθνικές μπουρ­ζουαζίες. Και δυστυχώς σε αυτό το λάθος πέσαμε μια και δυο και τρεις φορές. Πολιτική ανεξαρτη­σία από την αστική τάξη σημαίνει συγκεκριμένα πολιτική ανεξαρτησία από τη δική μας αστική τάξη. Και μάλιστα όχι γενικά, όχι σε επίπεδο αρχών, αλλά πολιτική ανεξαρτησία στη συγκεκριμένη πολιτική θέση πάνω στο κάθε συγκεκριμένο πολιτικό ερώτημα που πράγματι τίθεται.

Έτσι, στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η από ίσες αποστάσεις καταγγελία των εκατέρωθεν εθνικισμών είναι μόνον ακαδημαϊκά σωστή, δηλαδή μόνον αν στέκεσαι εκτός του ματαίου τού­του κόσμου. Αν μιλάμε για την εργατική υπόθεση σκοπός μας δεν είναι να καταγγείλουμε από ηθι­κής κομμουνιστικής καθέδρας τον εθνικισμό γενικά. Ο εθνικισμός δεν είναι νοοτροπία, «στερεότυ­πο», κακοκεφαλιά, αλλά συγκεκριμένο κάθε φορά πολιτικό σχέδιο της δικής μας αστικής τάξης και δική μας δουλειά είναι να το μπλοκάρουμε, όχι να το στιγματίσουμε ως ανήθικο. Και για το σκοπό αυτό χρειαζόμαστε τη διεθνιστική αλληλεγγύη των μακεδόνων εργατών. Όχι γιατί τηρούμε ζηλωτές το ευαγγέλιο του διεθνισμού, αλλά γιατί οι μακεδόνες εργάτες είναι οι μόνοι στους οποίους μπο­ρούμε να υπολογίσουμε για να μπλοκάρουν το πολιτικό σχέδιο του εθνικισμού από την απέναντι μεριά. Αν το εθνικό ζήτημα είναι μια πραγματική υλική κοινωνική δύναμη, τότε πώς μπορούμε να πείσου­με τα ταξικά μας αδέλφια για την ειλικρίνεια του διεθνισμού μας αν ενώσουμε τη φωνή μας με τη δική μας αστική τάξη για να καταγγείλουμε τον εθνικισμό της αντίπερα όχθης και να αρνη­θούμε τελικά στη μακεδονική εργατική τάξη το δικαίωμα της στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό; Τι σόι διε­θνισμός θα ήταν εκείνος που αρνείται να δει τις εργατικές τάξεις μιλώντας απλώς για ιμπε­ριαλιστικά σχέδια; Τα ιμπεριαλιστικά σχέδια τα ανατρέπουν οι εργατικές τάξεις κι όχι τούτοι ή εκείνοι οι διακανονισμοί, μεταξύ αστικών τάξεων. Το ΝΑΤΟ αναφέρεται σε «χώρες»: καθηλω­μένους ταξικά και ομογενοποιημένους πολιτικά καπιταλιστικούς σχηματισμούς˙ εμείς αναφερόμα­στε σε τάξεις και σε ταξική δυναμική μέσα στις «χώρες». Το ΝΑΤΟ θα φέρει δεινά στους μακε­δόνες εργάτες, αλλά όταν στέκεται κανείς –η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εν προκειμένω– σε πολιτικές θέσεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη, η απάντησή του δεν μπορεί να ξεκόβει από τις εργάτριες και τους εργάτες της «άλ­λης» αστικής τάξης και το πραγματικό πρόβλημα εθνικού αυτοπροσδιορισμού που έχουν, δήθεν για να «μπλοκάρει», ερήμην τους και για λογαριασμό τους, τα σχέδια της δικής τους μπουρζουαζίας. Είναι αδύνατον, όχι να νικήσουμε, αλλά ούτε καν να αντιμετωπίσουμε το ΝΑΤΟ στο γήπεδό του, παραιτούμενοι από την ταξική μας ανάλυση.

Το ίδιο και στα ελληνοτουρκικά, όπου η ελληνική αστική τάξη εκμεταλλεύεται την συγκυριακή όξυνση των σχέσε­ων ΗΠΑ-Τουρκίας για να προωθήσει τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα έναντι της τουρκι­κής αστικής τάξης. Η ιδέα όμως που διαβάζει κανείς ανάμεσα στις γραμμές των θέσεων 14, 15 και 16, ότι κατά κάποιο τρόπο η ελληνική μπουρζουαζία, εκμεταλλεύεται την συγκυ­ριακή όξυνση των σχέσε­ων ΗΠΑ-Τουρκίας για να εξασφαλίσει καν την πρώτη εύνοια του αμερι­κάνικου ιμπεριαλι­σμού, είναι παρα­πλανητική. Πρώτα γιατί ουδέποτε η ελληνική μπουρζουα­ζία βρέθηκε σε υποδε­έστερη θέση από την τουρκική όσον αφορά τις εύνοιες του υπερατλαντικού τους συμμάχου. Θα ήταν άλλωστε πα­ράδοξο δεδομένης της χρόνιας πολιτικής αδυναμίας της τουρ­κικής μπουρζουαζίας και του ειδι­κού βάρους της ελληνικής. Θα αρκούσε να θυμηθούμε το περίφημο εκείνο 7:10 και όλη την Καραμανλοπαπανδρεϊκή φι­λολογία του.
Δεύτερον, γιατί παρουσιάζει την ελληνική μπουρζουαζία ως αμυνόμενη! Μα για το Θεό, ας ρίξουμε και μια ματιά στο χάρτη των ΑΟΖ που διεκδικεί η ελληνική μπουρζουαζία για λογαριασμό της (και των αμερικανικών, αλλά όχι μόνο, εταιρειών φυσικά). Οι Τούρκοι μόνο παράκτιο ψάρεμα μπορούν να κάνουν κι αυτό με μέτρο! Είναι η ελληνική μπουρ­ζουαζία εκείνη που επιτίθεται εδώ και η τουρ­κική που –στα δικά τους τα μέτρα– «αδικείται». Είναι και πάλι αλήθεια ότι «Συνολικά τα συμφέρο­ντα των λαών της περιοχής δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τους ανταγωνισμούς των αστικών τάξε­ων, με το κλίμα εθνικισμού, ρεβανσισμού και πατρι­δοκαπηλίας που προωθούν οι αστικοί κύκλοι»,(θέση 14) αλλά είναι μια πολιτικά άχρηστη διατύπω­ση. Και πάλι: δεν είμαστε πολιτικοί παρατηρη­τές. Δική μας δουλειά είναι να καταγγείλουμε τη δική μας αστική τάξη και ούτε για μια στιγμή να μη συνομολογήσουμε μαζί της «μα κι αυτοί οι Τούρκοι το παράκαναν». Ο τρόπος για να χτυπήσου­με την τουρκική αστική τάξη δεν είναι να της εξαπολύσουμε κατάρες από την πλατεία Συντάγματος˙ δεν ορρωδεί μπροστά σ' αυτές. Είναι να χτυπήσουμε τη δική μας αστική τάξη στο «εθνικό» της υπογάστριο ώστε να μπορέσουν να δημιουργηθούν οι διεθνιστικοί δεσμοί μας με την τουρκική εργατική τάξη, τη μόνη που φοβάται η τουρκική αστική τάξη˙ αυτοί οι διεθνιστικοί δεσμοί θα κάνουν τους φόβους της πραγματικότητα και πάντως όχι η από ίσες αποστάσεις καταγγελία του εκατέρωθεν «αντιδραστικού ανταγωνισμού».

Ένας τοπικός πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει οποτεδήποτε, ακόμα και ως «ατύχημα». Εδώ και δεκαετίες προετοιμάζεται μια αναμέτρηση ελληνικού και τουρκικού καπιταλισμού. Όλα τα απαραί­τητα εύφλεκτα υλικά έχουν από καιρό μαζευτεί και συσσωρεύονται κι άλλα. Τι θα μπορούσε να ση­μαίνει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η θέση περί εκατέρωθεν «αντιδραστικού ανταγωνισμού»; Ότι δεν θα πάμε φαντάροι; Η 2η Διεθνής της πρώτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα είχε τουλάχιστον την πολυτέλεια να φαντάζει πειστική στην απειλή της για γενική απεργία σε περίπτωση πολέμου. Εμείς ούτε καν να απειλήσουμε δεν μπορούμε.
Ή μήπως σημαίνει ότι θα πάμε στον πόλεμο υπέρ πατρίδος κάτω από τις γαλανόλευκες σημαίες όπως μας προτείνεται από τις στήλες του ΠΡΙΝ : «απαιτείται αγώνας διττά απελευθερωτικός, και απέναντι στους ξένους επίδοξους κατακτητές και απέναντι στη ντόπια ξενόδουλη αστική τάξη»[3]. Ας λάβουν οι συγγραφείς τον κόπο να μας εξηγήσουν με ποιον τρόπο, έχοντας υποστηρίξει τον εθνικό στρατό, έχοντας προτρέψει τους εργάτες-φαντάρους να υπακούσουν στους αξιωματικούς τους, έχο­ντας πολεμήσει και κατατροπώσει τους «επίδοξους κατακτητές» υπό τις σημαίες της ελληνικής μπουρζουαζίας, με ποιον τρόπο λοιπόν, θα απειληθεί τότε μια ελληνική μπουρζουαζία που μόλις κέρδισε έναν πόλεμο. Όποιον παρουσιαστεί τότε μπροστά σε εργάτες για να καταφερθεί κατά της νικήτριας και τροπαιοφόρου ελληνικής μπουρζουαζίας, η αστυνομία δεν θα έρθει για να τον συλ­λάβει, αλλά μάλλον για να τον σώσει από το ακροατήριό του...

Το τρίτο είναι η Κύπρος. Οι «Θέσεις» φαίνεται να αναγνωρίζουν καθαρά τη συστηματική και επί δεκαετίες εθνοκάθαρση των Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκυπρίους και Έλληνες σωβινιστές αλλά αυτό το σημαντικό βήμα μένει μετέωρο καθώς φτάνει μόνο μέχρι του σημείου που η εθνο­κάθαρση ισοφαρίζεται με την τουρκική εισβολή του '74. Οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί και οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις στην περιοχή έφεραν πράγματι συμφορές στο νησί, αλλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρέπει να αποτύχει να δει τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό που καταπιέζει και να τον ξεκρίνει θεωρητικά και πολιτικά από εκείνον, τον τουρκοκυπριακό, που καταπιέζεται. Το σύνθημα «ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος χωρίς στρατούς» αποτελεί ακριβώς επιδίωξη της ελληνικής και ελληνοκυ­πριακής μπουρζουαζίας και ενιαία Κύπρος σημαίνει να ξαναρχίσει το παλιό γαϊτανάκι˙ ενιαία Κύ­προς είναι η συνέχιση της εθνοκάθαρσης με άλλα μέσα και δεν μπορεί να αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν πρέπει, αναγνωρίζοντας με συνέπεια επιτέλους την ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων ώστε να μπορεί η ταξική πάλη στο νησί να εκδιπλωθεί μακριά από τη μέγγενη των εθνικισμών, τότε ας ακούσουμε τις εργατικές πρωτοπορίες και των δύο κοινοτήτων που υποστηρίζουν μια ομοσπονδιακή λύση. Χωρίς στρατούς και εγγυήτριες δυνάμεις, αλλά ομοσπονδιακή. Ένα τέτοιο αίτημα πάλης μάλιστα, δεδομένης της στρατιωτικοποίησης του νησιού, αποκτά αυτόματα ένα μεταβατικό χαρακτήρα˙ το αίτημα για ομοσπονδιακή λύση χωρίς στρατούς δεν έχει άλλο δρόμο να ολοκληρωθεί παρά μέσα από την ήττα του ιμπεριαλισμού συνολικά: από τον Αμερικανικό και τον Αγγλικό μέχρι τον Ελληνικό και τον Τουρκικό.

Υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις

Η Θέση 46 τα ψέλνει για καλά στο ΚΣΕ και στο ΠΣΟ: Ολιγώρησαν λέει, υποτίμησαν, αγνόησαν αποφάσεις της συνδιάσκεψης. Διαβάζοντάς την θα πίστευε κανείς ότι τα μέλη των ΚΣΕ και ΠΣΟ τα έκαναν όλα αυτά ερήμην και αντίθετα από τις αποφάσεις των οργανώσεών τους. Μα αν είναι έτσι, το ζήτημα δεν πρέπει να απασχολήσει τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά τα πειθαρχικά όργανα των οργανώσεών τους. Εάν οι σύντροφοι δεν είναι αρκετά καλοί, αντικαταστήστε τους ή, επειδή πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα στις ηγεσίες τόσο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και των οργανώσεων, ας αυτοεξαιρεθούν...
Για να επανέλθουμε στη σοβαρότητα: η θέση 46 είναι υποκριτική. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι συμμαχία οργανώσεων και στα όργανά της συμμετέχουν σύντροφοι, μετριοπαθώς διατυπωμένο, μάλλον ως φορείς των απόψεων και των πολιτικών των οργανώσεών τους παρά ως απλά πρόσωπα. Μπορείς να πεις ότι η τάδε οργάνωση αγνόησε την απόφαση για έντυπο και γραφεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά δεν μπορείς να το πεις για το ΚΣΕ. Είναι στα μάτια μου εντελώς προφανές ότι μια ειλικρινής πρόθεση για δη­μιουργία εντύπου δεν μπορεί παρά να διατυπώνεται ως εξής: «εμείς ως οργάνωση θέλουμε έντυπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνεισφέρουμε με τόσους ικανούς συντρόφους για τη λειτουργία του και τόσα χρήματα για τη χρηματοδότησή του». Αλλιώς μπορούμε να αποφασίζουμε ετησίως ότι για την έλλειψη έντυ­που φταίει το ΚΣΕ, η κακή μας τύχη ή οι βροχοπτώσεις κατά το μήνα Αύγουστο˙ τι σημασία έχει; Το έντυπο δεν θα εκδο­θεί ποτέ. Αλλά χωρίς αυτό και χωρίς τα γραφεία, ο βαθμός της ύπαρξής μας δεν μπορεί παρά να μένει εσαεί περιορισμένος και η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μισή (πολιτική) δουλειά.

 

Πέτρος Νομικός ΤΕ Σύρου

 

[1]     Κομμουνιστικό Μανιφέστο

[2]     Στο ίδιο