• Παρ, 17/08/2018 - 20:46
Πυρκαγιές: Θανατηφόρο μείγμα μνημονιακών περικοπών και κερδοσκοπίας πάνω στη γη και τα ακίνητα.[των Γ&Κ Πίττα]
Πυρκαγιές: Θανατηφόρο μείγμα μνημονιακών περικοπών και κερδοσκοπίας πάνω στη γη και τα ακίνητα.
 
Γιώργος Πίττας και Κώστας Πίττας 
 
Πάνω από ενενήντα νεκροί, αγνοούμενοι, δεκάδες τραυματίες, 3.000 καμένα -πάνω από τα μισά ολοσχερώς- σπίτια, 12.600 στρέμματα καμένης γης στην Ανατολική Αττική και περίπου 60.000 στρέμματα στην Δυτική Αττική είναι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μια βδομάδα μετά, ο απολογισμός των πυρκαγιών της 23ης Ιούλη. 
 
Ποιος ευθύνεται για αυτήν την τεράστια καταστροφή; Τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους. Στην ανακοίνωσή της στις 22/7 η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας του υπουργείου Εσωτερικών ανακοίνωσε ότι «πολύ υψηλός είναι ο κίνδυνος πυρκαγιάς για αύριο Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018 (κατηγορία κινδύνου 4)» για τις περιφέρειες Αττικής, Στερεάς Ελλάδας, Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας. Ο κρατικός μηχανισμός γνώριζε. 
 
Οι πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν τελικά σε ολη τη χώρα στις 23 Ιουλίου πλησίασαν τις 50, λιγότερες σε σύγκριση με άλλες αντίστοιχες μέρες όπου ο αριθμός τους φτάνει και σε τριψήφιο αριθμό. Μέχρι αργά το μεσημέρι στο επίκεντρο των προσπαθειών της Πυροσβεστικής ήταν η Κινέτα στη Δυτική Αττική όπου η φωτιά έκαιγε ήδη οικιστική περιοχή. 
 
Αυτό που συνέβη, όταν ξέσπασε η δεύτερη μεγάλη πυρκαγιά στην Καλλιτεχνούπολη, είναι ότι ΔΕΝ υπήρχαν οι απαραίτητες δυνάμεις για να την σταματήσουν έγκαιρα. 
 
 Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην εφημερίδα Financial Times, αξιωματικός της Πυροσβετικής, οι περισσότερες δυνάμεις βρίσκονταν στην Κινέτα στη Δυτική Αττική «δίπλα σε ένα μεγάλο διυλιστήριο πετρελαίου», όταν ξέσπασε η δεύτερη φωτιά στην Ανατολική Αττική: «Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα, ο άνεμος άλλαξε προς το Μάτι και δεν υπήρχε αρχικός χρόνος να μεταφέρουμε δυνάμεις στην άλλη πλευρά της Αττικής».
 
Το άρθρο συνεχίζει προσθέτοντας: «Η ελληνική πυροσβεστική είχε προειδοποιήσει την κυβέρνηση νωρίτερα αυτό το χρόνο ότι οι βαθιές περικοπές που εχουν γίνει στη διάρκεια της οκτάχρονης οικονομικής κρίσης έχουν αφήσει τις υπηρεσίες απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν δύο μεγάλες φωτιές ταυτόχρονα».
 
Δυστυχώς αυτή η πρόβλεψη αποδείχτηκε αληθινή στην πράξη. Από τη στιγμή που ξέσπασε η φωτιά και μέχρι να υπάρξει η «κλιμάκωση» (αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε ο αρχηγός της Πυροσβεστικής στη συνέντευξη τύπου με τον Τόσκα) της πυροσβεστικής επέμβασης στο Νέο Βουτζά, δηλαδή να φτάσουν οχήματα, αεροπλάνα, πεζοπόρα τμήματα, η φωτιά μέσα σε περίπου μιάμιση ώρα έφτασε στη Ραφήνα. 
 
Να το πούμε απλά: αν η Πυροσβεστική είχε διπλάσιο αριθμό σε έμψυχο και μη έμψυχο δυναμικό, θα μπορούσε να είχε δώσει με άλλους όρους τη μάχη και να έχει σταματήσει τη φωτιά. Αλλά δεν είναι μόνο ο τομέας της πυρόσβεσης που έχει χτυπηθεί από τις μνημονιακές περικοπές σε εξοπλισμό, οχήματα, ανθρώπινο δυναμικό.
 
Η φωτιά θα μπορούσε να είχε σταματήσει πάνω στην εκδήλωσή της αν οι περικοπές δεν είχαν ρημάξει σε πολλαπλάσιο μέγεθος την πυροπροστασία και την φύλαξη των περιοχών που απειλούνται: Αραιώσεις, κλαδεύσεις δένδρων, καθαρισμός κατά μήκος των δρόμων, μελετημένη διάνοιξη αντιπυρικών λωρίδων που προηγούνται των καλοκαιρινών μηνών, ύπαρξη επαρκών κρουνών και δεξαμένων, δημιουργία και στελέχωση πυροφυλακίων και ανάπτυξη κατά τόπους ευέλικτων δυνάμεων που να μπορούν να επέμβουν άμεσα στην αρχή της φωτιάς.
 
Υπήρχε τέτοια προεργασία και υποδομή στην Κινέτα, στο Μάτι, στη Ραφήνα ή υπάρχει οπουδήποτε αλλού σε όλη τη χώρα; Η απάντηση είναι ΟΧΙ.
 
Έγραφε το 2007 σε άρθρο του ο Σπ. Ντάφης, ομότιμος καθηγητής Δασολογίας του ΑΠΘ: «Τη σημασία αυτού του επιπέδου πυροπροστασίας μάς τη δίνει το παράδειγμα της Κασσάνδρας Χαλκιδικής. Το 1997 είχαν εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια του θέρους 187 πυρκαγιές, οι οποίες χάρη στην άρτια οργάνωση της πυρανίχνευσης, έγκαιρης αναγγελίας και άμεσης παρέμβασης από τα διάσπαρτα ευκίνητα πυροσβεστικά μέσα, έσβησαν όλες εν τη γενέσει τους χωρίς να αντιληφθεί κανείς τρίτος τίποτε. Το 1998 εκδηλώθηκαν δύο μόνο πυρκαγιές οι οποίες πήραν διαστάσεις και έκαψαν σχεδόν τα μισά δάση της Κασσάνδρας...». 
 
Τι μεσολάβησε ανάμεσα στα δυο αυτά χρόνια; Η μεταφορά της ευθύνης πυροπροστασίας από τη Δασική Υπηρεσία στην Πυροσβεστική, το 1997, για δημοσιονομικούς λόγους σε μια περίοδο που «η χώρα ετοιμαζόνταν να μπει στην ευρωζώνη» ήταν ένα παράδειγμα του κύματος συγχωνεύσεων και κατάργησης υπηρεσιών που θεωρούνταν «άχρηστες». Όπως και σε άλλους τομείς σήμανε τη μετακύλιση αρμοδιοτήτων, χωρίς καν τα απαραίτητα κονδύλια, σε μια σειρά από υπηρεσίες και αλλού πέρασμα στην ιδιωτικη πρωτοβουλία. 
 
Η πολιτική των περικοπών στην πυροπροστασία εντάθηκε ακόμη πιο πολύ τα χρόνια των μνημονίων. Πώς να υπάρξει το απαραίτητο δίκτυο πυροπροστασίας με τα 17 εκατομμύρια που διέθεσε ο Σκουρλέτης μέσα στο 2017 για τους δήμους όλης της χώρας; Όταν ολόκληροι τομείς των ΟΤΑ ανατίθενται σε εργολάβους, δεν υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι για το πράσινο και την καθαριότητα; Όταν τα πυροφυλάκια περιμένουν να στελεχωθούν από εθελοντές και τα πυροσβεστικά των δήμων είναι παλιά οχήματα προερχόμενα από δωρεές; 
 
Αυτή η διαλυτική πολιτική περικοπών, κατάτμησης και διάλυσης υπηρεσιών (είναι τραγική ειρωνεία ότι στη γλώσσα όλων των κυβερνώντων συνηθίζεται να αναφέρεται σαν «νοικοκύρεμα») στο όνομα δημοσιονομικών αναγκών, είναι καταρχήν υπεύθυνη για το χάος συντονισμού που υπήρχε στο Μάτι και στη Ραφήνα στις 23 Ιουλίου. 
 
Πάνω στο ερώτημα του κατά πόσο υπήρχε σχέδιο και συντονισμός, ιδιαίτερα πάνω στο ζήτημα της έγκαιρης εκκένωσης της περιοχής, είναι πρόκληση η τοποθέτηση των υπουργών Τόσκα και Τζανακόπουλου «ότι μια πόλη 20.000 κατοίκων δεν μπορεί να εκκενωθεί σε 1,5 ώρα». 
 
Όχι μόνο γιατί στη μιάμιση ώρα που είχαν στη διάθεσή τους δεν κάλεσαν συντεταγμένα τον κόσμο να εγκαταλείψει την περιοχή και τα σπίτια του, με ανακοινώσεις στα ΜΜΕ, μέσα από την κινητοποίηση της αστυνομίας και των εργαζομένων των ΟΤΑ και δεν κινητοποίησαν εγκαίρως το λιμενικό για να μαζέψει κόσμο από τις παραλίες. Αλλά και γιατί δεν προετοίμασαν πραγματικά ποτέ τις υπηρεσίες και τον κόσμο για μια τέτοια εκκένωση με ασκήσεις ετοιμότητας σε περίπτωση καταστροφής - και το πιο σημαντικό, δεν μερίμνησαν να υπάρχει ένας επαρκής σε ανθρώπους και μέσα εκπαιδευμένος μηχανισμός που να μπορεί να τη φέρει σε πέρας. 
 
Και το καλύτερο σχέδιο να υπήρχε, δεν θα μπορούσε σήμερα να υλοποιηθεί στην πράξη χωρίς ένα στελεχωμένο, οργανωμένο και εξοπλισμένο μηχανισμό και υπηρεσίες. Αυτές οι υπηρεσίες, που τις βλέπουμε να μένουν ζωντανές στην καθημερινότητα χάρη στις προσπάθειες των εργαζομένων στην Πυροσβεστική, τους ΟΤΑ, το ΕΚΑΒ, τα νοσοκομεία κλπ, σε στιγμές μεγάλης πίεσης μιας πυρκαγιάς, ενός σεισμού, μιας πλημμύρας, μιας καταστροφής, δείχνουν τα όρια τους, όση αυτοθυσία και να δείξουν οι εργαζόμενοι. 
 
Μόνο που δεν επέρριψε τις ευθύνες για την τραγωδία στους πυρόπληκτους στο Μάτι ο Τόσκας, λέγοντάς τους κατάμουτρα: «Τι να κάναμε; Όλη η περιοχή είναι ένα μεγάλο αυθαίρετο». Είναι πρόκληση ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη (!), προκειμένου να δικαιολογήσει τη διάλυση υπηρεσιών όπως η πυροσβεστική, για την οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος, να χρησιμοποιεί το είδος των δικαιολογιών που επικαλούνται οι ασφαλιστικές εταιρείες για να μην δώσουν τα χρήματα που συγκέντρωναν για δεκαετίες από τους πελάτες τους.
 
Όμως, δεν ήταν ‘οι κάτοικοι’ αλλά κατασκευαστικές εταιρείες που έστησαν ογκώδη κτίσματα –πολυκατοικίες και πέντε ξενοδοχεία– στα πρώτα τετράγωνα της παραλιακής ζώνης, και έφραξαν τις διόδους προς τη θάλασσα. Ούτε ήταν ‘οι κάτοικοι’ που φύτεψαν…κουκουναριές (δηλαδή εμπρηστικές βόμβες σε περίπτωση πυρκαγιάς) κατά μήκος της λεωφόρου Μαραθώνα, αλλά οι εργολάβοι που είχαν αναλάβει την ‘ανάπλαση’ του δρόμου προς το κωπηλατοδρόμιο του Σχοινιά ενόψει Ολυμπιακών αγώνων του 2004.
 
Ναι, είναι αλήθεια ότι όλη περιοχή στο Μάτι και στη Νέα Μάκρη είναι γεμάτη με αυθαίρετα (ή νομιμοποιημένα πρώην αυθαίρετα), όπως είναι φανερό και το ότι η άναρχη δόμηση έπαιξε ρόλο στην αδυναμία διαφυγής των κατοίκων από την επέλαση της φωτιάς. Αλλά γι’ αυτό την κύρια ευθύνη έχουν οι πολιτικές εμπορευματοποίησης της γης που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις επί δεκαετίες, μια πολιτική που συνεχίζει και η σημερινή κυβέρνηση.
 
Όπως αναφέρει η ΕΜΔΥΔΑΣ (το συνδικάτο των μηχανικών δημόσιων υπάλληλων) στην ανακοίνωσή της: «Τις αιτίες της καταστροφής θα τις βρούμε στην υποβάθμιση του δασικού πλούτου και του περιβάλλοντος της χώρας στο όνομα της κερδοσκοπίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα το διαχρονικό ζήτημα του αποχαρακτηρισμού δασικών εκτάσεων, λόγω προτεραιότητας της εμπορευματικής χρήση της γης… Στην απουσία ουσιαστικού χωροταξικού σχεδιασμού και την άναρχη επέκταση σχεδίων πόλεων σε όφελος της αυθαίρετης δόμησης, με τραγικές συνέπειες».
 
Η Νέα Μάκρη ήταν ένας προσφυγικός οικισμός. Ανάμεσα στο 1961 και το 2011 ο μόνιμος πληθυσμός της εξαπλασιάστηκε –το ίδιο και οι αυθαίρετες ‘εξοχικές κατοικίες’ κυρίως χαμηλών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Όλοι οι παλιότεροι θυμούνται ότι η ανατολική ακτή της Αττικής τη δεκαετία του ’60 ήταν ‘η πλαζ των φτωχών’. Όμως, τότε ήταν και η εποχή της πρώτης ‘οικοδομικής έκρηξης’: οι διαβόητοι ‘συνεταιρισμοί’, όπου κυριαρχούσαν εργολάβοι που θησαύριζαν αγοράζοντας από μοναστήρια δασικές ή αγροτικές εκτάσεις, που τις τεμάχιζαν και τις πουλούσαν με δόσεις σαν οικόπεδα.
 
Παρόλα αυτά, όπως διαβάζουμε στην ηλεκτρονική σελίδα της ομάδας έρευνας και μελέτης ΓΕΩΜΥΘΙΚΗ: «Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν μέχρι την δεκαετία του 90 αραιοκατοικημένη με κυρίως παραθεριστική χρήση (μικρά σπίτια και μεγάλες κατάφυτες αυλές)… Μετά η οικοδομική δραστηριότητα πολλαπλασίασε τα κτίρια. Διαπιστώνεται ότι οι νεότερες κατασκευές είναι ογκωδέστερες από τις παλαιές... μιμούμενες τις πολυκατοικίες των πόλεων». geomythiki.blogspot.com/2018/07/blog-post.html
 
Να θυμηθούμε ότι στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 έγινε η επέκταση της Αθήνας (κύρια προς τα Μεσόγεια) και μαζί της κορυφώθηκε η ανελέητη κερδοσκοπία πάνω στη γη, με τις τράπεζες να σέρνουν το χορό, τους μεγαλοεργολάβους να γεμίζουν τις τσέπες τους με τα εκατομμύρια της κατασκευής Αττικής Οδού, αεροδρόμιου, ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και εμπορικών κέντρων στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα ο ένας αποχαρακτηρισμός δασικών εκτάσεων ακολουθούσε τον άλλο.
 
Όπως έγραφε το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω στο τεύχος που κυκλοφορούσε μετά τις πλημμύρες της Μάνδρας: «Από το 1998 ως το 2008 οι αξίες των ακινήτων και των μισθώσεων αυξάνονται συνεχώς, 255% σε δέκα χρόνια –μια κερδοσκοπική φούσκα, που πάνω της πατάει η γεωγραφική επέκταση της πρωτεύουσας που καλύπτει πλέον όλο το λεκανοπέδιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ρέματα, ορεινούς όγκους κλπ. Η κατασκευή με συμβάσεις παραχώρησης της εκμετάλλευσης σε ιδιώτες και στη συνέχεια η πλήρης ιδιωτικοποίηση της Αττικής Οδού και του αεροδρόμιου Ελ. Βενιζέλος, μαζί με το μετρό και τις επεκτάσεις του, συμβάλλουν στο να ‘φέρουν πιο κοντά’ τα περιφερειακά κέντρα του πολεοδομικού συγκροτήματος… Με την ανάδειξη αυτών των νέων τοπικών κέντρων είναι δεμένες όλες οι καινούργιες κατασκευές που καταπίνουν τους ελεύθερους χώρους στην Αττική –από τις πλαγιές των βουνών μέχρι τη θάλασσα».
 
Αυτή είναι η ‘ανάπτυξη’ που οδηγεί σε νεκρούς και καταστροφές, είτε με βροχή είτε με φωτιά. Και το πρόβλημα με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι κινείται ακριβώς στα ίδια βήματα: μιας ‘ανάπτυξης’ που προτεραιότητα βάζει το κέρδος των λίγων κι όχι τις ανάγκες των πολλών.
 
 
Αυτό το δολοφονικό μείγμα μνημονιακών περικοπών και κερδοσκοπίας σκόρπισε το θάνατο και την καταστροφή στις 23 Ιούλη στην Ανατολική Αττική και θα το ξανακάνει αύριο παντού αν δεν το σταματήσουμε.