• Παρ, 31/01/2020 - 20:21
Γενάρης 1996 - Η κρίση στα Ίμια: Άγκυρα-Αθήνα-Λευκωσία - Εχθρός μας το κεφάλαιο [του Γιώργου Πίττα]
Γενάρης 1996 - Η κρίση στα Ίμια: Άγκυρα-Αθήνα-Λευκωσία - Εχθρός μας το κεφάλαιο
 
Γιώργος Πίττας 
 
Τις τελευταίες μέρες του Γενάρη 1996 και ιδιαίτερα το βράδυ της 30 προς 31 του μήνα, η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν πιο κοντά στον πόλεμο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά το 1974. Γύρω από τις βραχονησίδες Ίμια αλλά και σε ολόκληρο το Αιγαίο δύο υπερσύγχρονες πολεμικές μηχανές βρέθηκαν στα πρόθυρα της μεγαλύτερης αεροναυμαχίας στην πολυτάραχη ιστορία αυτού του πελάγους. 
 
Στις 25 Γενάρη του 1996, ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου, συνοδεία του Αργύρη Ντινόπουλου, τότε δημοσιογράφου και μετέπειτα βουλευτή της ΝΔ, πήγε και κάρφωσε την ελληνική σημαία στα Ίμια, μια ξερή ακατοίκητη βραχονησίδα λίγων στρεμμάτων. 
 
Το ζήτημα της «εθνικότητας» των Ιμίων είχε ανοίξει τον Δεκέμβρη του προηγούμενου χρόνου όταν η Τουρκία αρνήθηκε τη συνδρομή ελληνικών σκαφών για την αποκόλληση ενός τουρκικού φορτηγού πλοίου που είχε προσαράξει εκεί ισχυριζόμενη ότι οι νήσοι «Καρντάκ» (Ίμια) ήταν δικό της έδαφος. Τυπικά, το διεθνές έγγραφο που ορίζει την εθνικότητα της βραχονησίδας έχει την υπογραφή του Μουσολίνι αφού τα Ίμια ορίστηκαν ως τμήμα της Δωδεκανήσου όταν η Ιταλία τα πήρε από την Τουρκία για να καταλήξουν αργότερα στην Ελλάδα.
 
 Λίγες μέρες μετά την τοποθέτηση της ελληνικής σημαίας, δυο Τούρκοι δημοσιογράφοι ύψωσαν στη θέση της την τουρκική. Ακολούθησε αποβίβαση βατραχανθρώπων που κατέβασαν την τουρκική και ύψωσαν την ελληνική. Στη συνέχεια δόθηκε εντολή στον ελληνικό στόλο να αποπλεύσει από το ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Όλες οι μονάδες του στρατού μπήκαν σε πολεμική ετοιμότητα. 
 
 Όλος αυτός ο παραλογισμός οδήγησε στο να παραταχθούν αντιμέτωπα ελληνικά και τουρκικά πολεμικά καράβια. Η απειλή της πολεμικής σύρραξης ήταν μια ανάσα από το να γίνει πραγματικότητα. Σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία είχαν πέσει και προειδοποιητικές βολές από το πολεμικό Παναγόπουλος. Στα πλαίσια όλης αυτής της κλιμάκωσης, ένα ελληνικό πολεμικό ελικόπτερο με τρεις επιβαίνοντες έπεσε, με θύματα τρεις στρατιωτικούς. Το πόρισμα του Πολεμικού Ναυτικού τότε ήταν ότι το ελικόπτερο κατέπεσε λόγω κακοκαιρίας και απώλειας προσανατολισμού του πιλότου.
 
 Τελικά η κλιμάκωση δεν έφτασε σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη αλλά αυτό κρίθηκε κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού. Όπως και σήμερα, τότε δεν έλειπαν οι φωνές που υποστήριζαν ότι είναι μια ευκαιρία για σύγκρουση αφού εκτιμούσαν ότι η ελληνική πλευρά θα είχε το πάνω χέρι σε μια τέτοια σύρραξη. Μόνο που δεν ήταν απλά κάποιες «φωνές», ήταν η φωνή του ίδιου τότε Αρχηγού του ΓΕΕΘΑ, ναύαρχου Λυμπέρη. Μαζί του ήταν οι περισσότεροι στρατιωτικοί που υποστήριζαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αλλάξει ο συσχετισμός στο Αιγαίο.
 
Ο ναύαρχος Λυμπέρης (που αποπέμφθηκε τον Φλεβάρη του 1996 λίγο μετά την κρίση) κατηγορούσε την κυβέρνηση Σημίτη για «εθνική ταπείνωση», διαρρέοντας στην Ελευθεροτυπία της 11ης Φλεβάρη: «Το βράδυ της κρίσης ο ναύαρχος Λυμπέρης, όπως εκμυστηρεύεται ήταν αποφασισμένος για όλα. Δεν ήθελε να περιοριστεί σε έναν ­­­­κλεφτοπόλεμο στις βραχονησίδες και είχε προσανατολιστεί στη λογική του “μεγάλου χτυπήματος” σε όλο το Αιγαίο». Τα επιτελικά σενάρια που είδαν το φως της δημοσιότητας μιλούσαν ακόμα και για βομβαρδισμό τούρκικων βάσεων έξω από τη Σμύρνη. 
 
 Η λογική του «μεγάλου χτυπήματος»
 
 Η λογική του «μεγάλου χτυπήματος» σήμανε ότι θα γινόταν η μεγαλύτερη αεροναυμαχία στο Αιγαίο που θα κλιμακωνόταν και με επιθέσεις και στις δύο ηπειρωτικές χώρες. Με τον σύγχρονο οπλισμό οι καταστροφές θα ήταν τεράστιες. Η κυβέρνηση Σημίτη ταλαντεύτηκε μέχρι την τελευταία στιγμή, για το τι θα κάνει. Στην αρχή της κρίσης ο υπουργός Εξωτερικών Πάγκαλος έδινε συνεντεύξεις που υποσχόταν εκτόνωση, όμως μετά η κυβέρνηση έδωσε εντολή να βγει ο στόλος στο Αιγαίο. 
 
 Το βιβλίο που έγραψαν αργότερα οι δημοσιογράφοι Μ. Ιγνατίου και Αθ. Έλις για την κρίση στα Ιμια το 1996 έχει μια σειρά απο ντοκουμέντα σχετικά με το πόσο κοντά βρεθήκαμε τότε στον πόλεμο. Αποτελείται από τηλεγραφήματα που προέρχονται από την αμερικάνικη πλευρά σχετικά με την κρίση. Όμως, υπάρχουν και μαγνητοφωνημένες συνομιλίες με τους πρωταγωνιστές της κρίσης από την ελληνική πλευρά, τον Πάγκαλο (τότε υπουργός Εξωτερικών) τον Αρσένη (Άμυνας), απόψεις του ναύαρχου Λυμπέρη. 
 
 Την κρισιμότητα της κατάστασης τη δείχνει μια συνομιλία του Πάγκαλου με τον αμερικάνο υπουργό Εξωτερικών Γουόρεν Κρίστοφερ: «Κρίστοφερ: Πρέπει να δείξετε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Πάγκαλος: Όπως είναι τα πράγματα, υπάρχει μια σύγκρουση και η σύγκρουση θα γενικευτεί. Διότι εμείς, από τη στιγμή που θα πέσει η πρώτη σφαίρα θα απαντήσουμε παντού όπου θεωρούμε ότι έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα. Δεν μπορούμε να έχουμε καμιά συζήτηση με τους Τούρκους ούτε μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον περιορισμό της κρίσης σε καθαρά αεροναυτικό επεισόδιο».  Με άλλα λόγια, μετά το πρώτο «μπαμ» θα έπαιρναν φωτιά τα πάντα.
 
Τελικά, η κρίση εκτονώθηκε μετά από πιέσεις των ΗΠΑ, όχι φυσικά επειδή είναι φιλειρηνιστές αλλά επειδή δεν ήθελαν να δουν τους δύο βασικούς τους συμμάχους να προχωρούν σε πολεμική σύρραξη που θα αποσταθεροποιούσε την κατάσταση σε ολόκληρη την περιοχή. Ο διπλωμάτης Richard Holbrooke με εντολή του προέδρου Κλίντον επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους δύο πρωθυπουργούς που δεσμεύτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους και να υποστείλουν τις σημαίες. Τα πολεμικά σκάφη και οι καταδρομείς των δύο χωρών αποχώρησαν από τις βραχονησίδες υπό την επίβλεψη αεροσκαφών του 6ου αμερικανικού στόλου της Μεσογείου.
 
Κανείς δεν ήθελε να πολεμήσει
Αλλά δεν ήταν μόνο η παρέμβαση των ΗΠΑ που για δικά τους συμφέροντα απέτρεψε τον πόλεμο. Καταρχάς στρατιωτικά, υπήρχε η αμφιβολία του πόσο ένας τέτοιος πόλεμος ήταν σίγουρα «κερδισμένος». Υπήρχε η εμπειρία του πολέμου του 1974 (όταν και τότε οι συνταγματάρχες θεωρούσαν ότι θα ξεμπέρδευαν εύκολα μετά το ελληνικό πραξικόπημα του Σαμψών στην Κύπρο, νομίζοντας ότι θα έχουν για δεύτερη φορά μετά το 1964 την στήριξη των ΗΠΑ) ο οποίος κατέληξε σε μια μεγάλη ήττα, να χάνουν τη μισή Κύπρο.  
 
Ταυτόχρονα, ήταν η γενικότερη αίσθηση και ανησυχία -αν όχι στα επιτελεία και τους καραβανάδες, σίγουρα μέσα στην κυβέρνηση- μήπως η εργατική τάξη και ο λαός θα αντιμετώπιζαν μια πολεμική περιπέτεια με τον ίδιο τρόπο όπως την «επιστράτευση της σαγιονάρας» το 1974. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μόλις δύο μήνες μετά την θερμή νύχτα στα Ίμια, πανελλαδική δημοσκόπηση της VPRC για λογαριασμό του ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ιδρυμα Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής) -παρά τις εθνικιστικές κορώνες του Σαμαρά που τότε είχε την Πολιτική Άνοιξη και του τότε προέδρου της ΝΔ Έβερτ που κατηγορούσαν για «προδοσία» την κυβέρνηση Σημίτη και το «ευχαριστώ του» στις ΗΠΑ-  ένα 69,4% απαντούσε ΟΧΙ στον πόλεμο. 
 
Τη στάση των ίδιων των φαντάρων μπροστά σε ένα τέτοιο πόλεμο αλλά και το πόσο κοντά βρεθήκαμε στο μακελειό αναδεικνύουν γλαφυρά δύο γράμματα που είχε δημοσιεύσει η Εργατική Αλληλεγγύη από στρατιώτες που υπηρετούσαν τη θητεία τους εκείνες τις μέρες: 
 
«Η πρόσφατη φάση μας βρήκε στη μέση της άσκησης...Τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν όταν τα ασκησιακά σήματα άρχισαν να αντικαθίστανται από πραγματικά» έγραφε ένας έφεδρος υπαξιωματικός των Διαβιβάσεων. «Τα μεσάνυχτα διαταχθήκαμε να επανδρώσουμε τις πολεμικές μας θέσεις στο βουνό... Στους δρόμους του νησιού περισσότερα ήταν τα τανκς, παρά τα αυτοκίνητα. Τα κανόνια είχαν στηθεί. Τα αντιαρματικά βγήκαν στις παραλίες. Χιλιάδες φαντάροι έτρεχαν στις ακτές με το δάχτυλο στην σκανδάλη. 
 
Όταν οι Τούρκοι κομάντος αποβιβάστηκαν στα Ίμια, έλαβα σήμα που διέταζε πόλεμο στην αντιαεροπορική άμυνα. Πλέον ήμασταν βέβαιοι ότι θα πολεμήσουμε. Κανείς μας εκείνη την ώρα δεν σκεφτόταν ούτε τα Ίμια, ούτε τη σημαία, ούτε τα διπλωματικά παιχνίδια για τα 12 μίλια, ούτε αν έχουμε δίκιο. Το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν τι και ποιους αφήνουμε πίσω. Κανείς δεν ήθελε να πολεμήσει. Γαμώτο για ένα βραχόνησο θα σκοτωθούμε, λέγαμε». 
 
«Ξέρουμε καλά ότι ο πόλεμος που θέλουν να αρχίσουν οι δύο χώρες δεν είναι για ένα ξερονήσι αλλά για τον έλεγχο των πετρελαίων. Από την μεριά μας δεν θέλουμε ένα πόλεμο που θα φέρει δυστυχία και φτώχεια και στους δύο λαούς και αυτό φάνηκε τη μέρα που μας ήρθε το σήμα για τα Ίμια» γράφει σε επιστολή που είχε στείλει στην εργατική αλληλεγγύη ναύτης του πολεμικού πλοίου Οινούσσες. «Οι γαλονάδες έλεγαν με χαρά πάμε να φάμε τους Τούρκους και εμείς λέγαμε που πάμε τώρα, γιατί δεν ρίχνουν ένα πύραυλο να ισοπεδώσουν το νησί να τελειώνουμε».
 
2020 - Δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ
Πώς όμως φτάσαμε σε αυτόν τον παραλογισμό για μια βραχονησίδα που μέχρι το 1996 οι μόνοι άνθρωποι που την ήξεραν το πολύ να ήταν οι ψαράδες της περιοχής; Τα Ίμια ήταν απλά η αφορμή. Το λάδι που φούντωσε τη φωτιά ενός παραλίγο πολέμου, το έριξαν οι ευρύτεροι ανταγωνισμοί ανάμεσα στον ελληνικό και τουρκικό καπιταλισμό. Ο ανταγωνισμός δύο τοπικών «υποϊμπεριαλισμών» που διεκδικούν εδώ και δεκαετίες την πρωτοκαθεδρία οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά σε όλο το τό́ξο που απλώνεται από τα Βαλκάνια μέχρι τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, διεκδικώντας η κάθε μια χώρα για τον εαυτό της τον πιο αναβαθμισμένο ρόλο στη σχέση της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. 
 
Το υπόβαθρο της κρίσης των Ιμίων ήταν οι ανταγωνισμοί για τα πετρέλαια και την υφαλοκρηπίδα αφενός του Αιγαίου (είχε προηγηθεί για αυτήν το θερμό επεισόδιο το 1987) αλλά κυρίως τα πετρέλαια και το αέριο του Καυκάσου και της Κασπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην υπουργός της ΝΔ Ανδριανόπουλος είχε βαφτίσει την Κασπία Θάλασσα «καυτή περιοχή ελέγχου της ενεργειακής πολιτικής του 21ου αιώνα». 
 
Τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κασπίας και του Καυκάσου είχαν ανοίξει στην λεηλασία και στον ανταγωνισμό των μεγάλων πολυεθνικών. Οι επεμβάσεις και τα παζάρια των κρατών που τις στήριζαν ήδη είχαν βυθίσει στο αίμα ολόκληρες χώρες. Αυτό το νέο «κέρας της αμάλθειας» είχε σημάνει τότε για την περιοχή μια σειρά από θερμά επεισόδια και αιματηρούς πολέμους απ’ όπου περνούσαν οι πετρελαιαγωγοί: στο Αζερμπαϊτζάν και στην Αρμενία, στην Γεωργία και στην Τσετσενία.  
 
Σε αυτούς τους ανταγωνισμούς μπήκαν η Ελλάδα και η Τουρκία που το ίδιο ακριβώς διάστημα εμπλέκονταν σε ένα σκληρό ανταγωνισμό οικονομικής διείσδυσης στις χώρες των Βαλκανίων και της πρώην ΕΣΣΔ που έφτασε και στην συμμετοχή στρατιωτικών σωμάτων σε μια σειρά από «ειρηνευτικές δυνάμεις» στη Βοσνία και αργότερα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και το Κόσοβο. Η Βοσνία ήταν για τον ελληνικό και τον τουρκικό καπιταλισμό η Λιβύη της δεκαετίας του ’90. 
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, Ελλάδα, Ρωσία και Κύπρος υποστήριζαν την διακίνηση του πετρελαίου από τον Καύκασο με τα τάνκερ των εφοπλιστών τους. Ο Λάτσης και ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας Γιέλτσιν είχαν συμφωνήσει για πετρελαιαγωγό που να παρακάμπτει τον Βόσπορο μέσα από την Βουλγαρία (Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη). Οι Τούρκοι καπιταλιστές προωθούσαν δικό τους αγωγό από τον Καύκασο στη Μεσόγειο μέσα από την Τουρκία -έναν αγωγό που θα κατέληγε στο τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν απέναντι από την Κύπρο- και απειλούσαν να δυσκολέψουν το πέρασμα των τάνκερ στον Βόσπορο. Τα «αεροναυτικά περάσματα» του Αιγαίου έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στο ποιος έλεγχε αυτές τις διαδρομές. 
 
Έτσι ακόμη και οι βραχονησίδες του Αιγαίου, άρχισαν να μετατρέπονται σε σημεία «στρατηγικής σημασίας». Είναι πραγματικά ενδεικτικό του «πατριωτισμού» και της υποκρισίας της άρχουσας τάξης ότι μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα ο υπουργός Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας Παλαιοκρασσάς είχε ανακοινώσει ότι η κυβέρνηση σκόπευε να πουλήσει μερικές βραχονησίδες στα πλαίσια προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά τώρα ετοιμάζονταν να κάνουν πόλεμο για τα «πάτρια εδάφη».
 
Πώς αποδεικνύεται όμως η εθνικότητα μιας ακατοίκητης βραχονησίδας, όταν πάνω της δεν ζουν παρά  πουλιά; Πριν από το θερμό επεισόδιο στα Ίμια προηγήθηκαν κινήσεις όπως «προγράμματα αποικισμού βραχονησίδων» προκειμένου αυτές να αποκτήσουν «εθνικότητα». Οι δυο δημοσιογράφοι, αναφέρουν στην εισαγωγή του βιβλίου τους το πρόγραμμα «αποικισμού 10 βραχονησίδων» που είχε αρχίσει να υλοποιείται από τα υπουργεία Αμυνας, Αιγαίου και Γεωργίας. «Περιβαλλοντικό» πρόγραμμα υποτίθεται, με την ενίσχυση και της ΕΕ. 
 
Η ταχύτητα με την οποία τα περιβαλλοντικά προγράμματα γίνονται πολεμικά συμβαδίζει με την ταχύτητα με την οποία οι κατά καιρούς δεσμεύσεις για «ειρήνη» όλων των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας από το Σημίτη μέχρι τον Μητσοτάκη και από την Τσιλέρ μέχρι τον Ερντογάν, γίνονται πολεμικές ιαχές. Και βέβαια δεν ξεχνάμε, ότι τον υπουργό Άμυνας του Τσίπρα, Καμμένο, που το πρώτο πράμα που έκανε μόλις ορκίστηκε υπουργός τον Φλεβάρη του 2015 ήταν να οργανώσει πολεμοκάπηλες εκδηλώσεις στα Ίμια. 
 
Σήμερα, 24 χρόνια από τα Ίμια, βρισκόμαστε μπροστά σε μια φάση νέας όξυνσης των ανταγωνισμών, που στο κέντρο της δεν βρίσκονται πλέον ο Καύκασος, η Κασπία και τα Βαλκάνια, αλλά η Ανατολική Μεσόγειος, οι ΑΟΖ της και χώρες της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής όπως η Λιβύη και η Συρία. 
 
Όμως το διακύβευμα για τους λαούς και στις δύο πλευρές του Αιγαίου  είναι το ίδιο: ένας αντιδραστικός πόλεμος για τα συμφέροντα των καπιταλιστών της Τουρκίας και της Ελλάδας, ένας πόλεμος για την εκμετάλλευση και τους δρόμους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ένας πόλεμος στενά συνδεδέμενος με τους ανταγωνισμούς των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των πολευθνικών συμφερόντων. 
 
Απάντηση στην πολεμική απειλή
 
Η απάντηση στην πολεμική απειλή των θερμοκέφαλων στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, τους στρατιωτικούς και τα ΜΜΕ που κάθε μέρα  εκπέμπουν πολεμοκαπηλεία από τα κανάλια τους δεν μπορεί να είναι η πολεμική διπλωματία ή η διπλωματία των εξοπλισμών που έχουν καταχρεώσει τις χώρες σε βάρος των αναγκών των λαών τους. Δεν είναι οι «διεθνείς συνθήκες» που επικαλούνται και οι δύο πλευρές, επιλεκτικά και όπως τους βολεύει. 
 
Δεν μπορεί να είναι οι ΗΠΑ και η ΕΕ και οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που παίζουν τα πιο βρώμικα παιχνίδια από τη Λιβύη μέχρι το Ιράν. Δεν μπορεί να είναι οι κοινές μονομερείς κινήσεις για τις ΑΟΖ και οι νέοι πολεμικοί άξονες με την χούντα του Σίσι στην Αίγυπτο και το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ. Η στρατιωτική υπεροχή που υποτίθεται εξασφαλίζουν κλιμακώνει τη διαμάχη -όπως είδαμε με το τουρκολιβυκό σύμφωνο που ακολούθησε από τον Ερντογάν- επεκτείνοντας τον ανταγωνισμό Ελλάδας-Τουρκίας στα «πάτρια εδάφη» της Λιβύης και μεγεθύνοντας τις απειλές μιας πολεμικής σύρραξης στην Ανατολική Μεσόγειο. 
 
Η απάντηση στην πολεμική απειλή είναι το χτίσιμο ενός ισχυρού αντιπολεμικού κινήματος και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, που με μπροστάρη την εργατική τάξη και τη νεολαία –που θα κληθούν να πληρώσουν ακριβά το μάρμαρο σε μια τέτοια σύρραξη- θα βάλουν τέρμα στα πολεμοκάπηλα σχέδιά τους.
 
Αυτές τις μέρες με το σεισμό στην Τουρκία, έρχονται ξανά στην επιφάνεια τα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Το ίδιο είχε γίνει ξανά με τον μεγάλο σεισμό πριν από είκοσι χρόνια. Πάνω σε αυτήν την ενότητα μπορούμε να χτίσουμε τον φραγμό στην παρανοϊκή απειλή του πολέμου.