• Κυρ, 03/02/2013 - 16:46
Μπορεί η Αριστερά να κυβερνήσει; [του Πάνου Γκαργκάνα]

Ο Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τις απαντήσεις σε αυτό το πιο καυτό ερώτημα της περιόδου.

Mπορεί η Αριστερά να κυβερνήσει; Με ποιές προϋποθέσεις και με ποιόν τρόπο; Να ένα ερώτημα που πολλοί θεωρούσαν (και ορισμένοι ακόμη θεωρούν) ότι δεν μπορεί να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και όμως εξελίσσεται σε κεντρικό ζήτημα στις πολιτικές εξελίξεις.

Η συζήτηση άνοιξε αναγκαστικά από τη στιγμή που η Νέα Δημοκρατία διάλεξε να κάνει αιχμή της επίθεσής της κατά του ΣΥΡΙΖΑ την «ανετοιμότητά» του να ασκήσει κυβερνητική εξουσία. Ο Σίμος Κεδίκογλου δεν χάνει ευκαιρία να επανέρχεται σε αυτό το μοτίβο προσπαθώντας να ζωγραφίσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σαν μια «παιδική χαρά» όπου κυριαρχεί η «ανευθυνότητα των συνιστωσών».

Προφανώς θα μπορούσαμε να ανταποδώσουμε με ατελείωτα ανέκδοτα για την «υπευθυνότητα» των «συνιστωσών» της συγκυβέρνησης. Για τους «ειδικούς συμβούλους» στελεχών της ΝΔ που δεν ξέρουν πού ακουμπούν τα μπλοκ των επιταγών του υπουργείου τους, για τους υπουργούς που συνδιοργανώνουν με μάνατζερ των hedge funds την επαναγορά χρέους προσφέροντας τους κέρδη μέχρι 100% μέσα σε ένα καλοκαίρι, ή ακόμη για τη συνέχιση του έργου του κ. Παπακωνσταντίνου που φρόντισε τις ξαδέρφες του όταν ήταν κάτοχος της λίστας Λαγκάρντ, αλλά τα Μνημόνια που υπέγραψε παραμένουν νόμος του κράτους. Αν η Αριστερά είναι «αφελής παιδική χαρά», η Δεξιά και τα δεκανίκια της είναι το βασίλειο των πιο εγκληματικών ηλίθιων μαφιόζων.

Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν απαλλάσσει την Αριστερά από την ανάγκη να αντιμετωπίσει το ζήτημα των προϋποθέσεων της δικής της διακυβέρνησης. Το αντίθετο ακριβώς ισχύει: αλίμονο σε υπουργούς της Αριστεράς που θα πάνε με αθωότητα σε τελετή παράδοσης-παραλαβής από τέτοια καθάρματα.

Ευτυχώς η συζήτηση δεν ανοίγει μόνο από τα δεξιά. Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ο Παναγιώτης Λαφαζάνης δέχτηκε πολλές κριτικές επειδή έθεσε το ερώτημα, με πολλούς επικριτές του να θεωρούν ότι διευκόλυνε την επίθεση της ΝΔ. Αλλά η σοβαρότητα του θέματος δεν επιτρέπει τέτοιες επιφανειακές κριτικές. Όλη η Αριστερά χρειάζεται να μπει στα βαθιά αυτής της συζήτησης.

Κοινοβούλιο και εξουσία

Παλιότερα αυτό το θέμα έμοιαζε μακρινό γιατί σκόνταφτε στην πρώτη προϋπόθεση: για να κυβερνήσει η Αριστερά θα έπρεπε να πάρει την πλειοψηφία, αν όχι στο λαό τουλάχιστο στη Βουλή (με δοσμένους τους εκλογικούς νόμους που πάντα δημιουργούν αναντιστοιχία). Με τα σημερινά ποσοστά, όμως, αυτή η περίπτωση δεν είναι πια απομακρυσμένη.

Για την ακρίβεια, οι διαστάσεις που πήρε η πολιτική κρίση το τελευταίο διάστημα είναι αντίστοιχες με αυτές του περασμένου Φλεβάρη όταν η τότε κυβέρνηση Παπαδήμου ψήφιζε τις δικές της μνημονιακές ρυθμίσεις πολιορκημένη από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές. Με τη διαφορά ότι τώρα η Αριστερά ξεκινάει από την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις απέναντι σε μια κυβέρνηση που είδε και αυτή την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία να συρρικνώνεται εν μέσω πολιορκίας από απεργούς στους δρόμους. Η τύχη αυτής της κυβέρνησης παίζεται και θα παίζεται καθημερινά, τη μια μέρα γιατί η κρίση έχει εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό, την άλλη γιατί μια δυνατή απεργία έχει εκτροχιάσει τις ιδιωτικοποιήσεις, την τρίτη γιατί άλλο ένα σκάνδαλο θα ακουμπήσει κάποιον υπουργό και τους συγγενείς ή παρατρεχάμενούς του σε άλλο ένα σκανδαλώδες ταμείο τύπου ΤΑΙΠΕΔ.

Σήμερα, με την προοπτική νίκης στις επόμενες εκλογές που μπορεί να προκύψουν σύντομα μέσα σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, το ερώτημα που τίθεται είναι: αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσει η Αριστερά;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Μια εκλογική νίκη της Αριστεράς εκφράζει αναμφισβήτητα την πολιτική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και τη διάθεση της να ανατρέψει την προηγούμενη κατάσταση. Αλλά δεν εξασφαλίζει τον έλεγχο πιο έξω από τον περίβολο του κοινοβουλίου.

Πρώτα από όλα δεν εξασφαλίζει κανέναν έλεγχο πάνω στην οικονομική εξουσία. Οι τράπεζες, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, τα εφοπλιστικά γραφεία, η τουριστική βιομηχανία, τα σουπερμάρκετ και τα εργοστάσια ως γνωστό δεν αλλάζουν χέρια το βράδυ των εκλογών. Η δημοκρατία δεν έχει φτάσει ακόμη στα άδυτα της οικονομίας, όπου επικρατεί αν όχι η ελέω θεού μοναρχία σίγουρα το κληρονομικό δικαίωμα των μεγαλομετόχων.

Το πρόβλημα, όμως, δεν περιορίζεται «μόνο» εκεί. Ούτε ο έλεγχος των κρατικών μηχανισμών είναι δοσμένος. Ο στρατός και η αστυνομία είναι σώματα που διοικούνται από τη δική τους ιεραρχία και ακόμη και οι επιλογές του ΚΥΣΕΑ είναι περιορισμένες σε έναν στενό κύκλο ναυάρχων, πτεράρχων και στρατηγών που αναδεικνύονται από τα σπλάχνα μιας μη εκλεγμένης γραφειοκρατίας. Τα ίδια ισχύουν για το Διπλωματικό σώμα, για τους Εισαγγελείς και Δικαστές, για τους «ράμπο» του ΣΔΟΕ κλπ κλπ. Η σκέψη ότι ένας δημοκράτης αριστερός υπουργός Δημόσιας Τάξης θα δώσει εντολή και τα ΜΑΤ θα αρχίσουν να κυνηγάνε φασίστες αντί για αναρχικούς είναι μάλλον αφελής.

Εξίσου στεγανοποιημένα από την εκλογική διαδικασία είναι τα κέντρα των ιδεολογικών μηχανισμών. Η Εκκλησία, το καθηγητικό κατεστημένο στα Πανεπιστήμια, η ιδιοκτησία των ΜΜΕ είναι επίσης στοιχεία που δεν περνάνε στον έλεγχο των εργατών το βράδυ που η Αριστερά κερδίζει τις εκλογές.

Φυσικά, υπάρχει αντίλογος. Έχουν περάσει δεκαετίες από τη Μεταπολίτευση, όλες αυτές οι ιεραρχίες έχουν αποδεχθεί την εναλλαγή των κυβερνήσεων, δεν ζούμε πια στις ανώμαλες συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Τα πραξικοπήματα, οι αποστασίες, οι «παρακρατικές» συμμορίες ανήκουν σε ένα κακό παρελθόν που έχει ξεπεραστεί.

Αυτή, όμως, είναι μια πολύ επιφανειακή θεώρηση. Παραβλέπει τις δυνατότητες της άρχουσας τάξης να χρησιμοποιεί την οικονομική της δύναμη και τις διαπλοκές της με όλους τους κρατικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς για να επιβάλει την ατζέντα της όταν αντιμετωπίζει διαφωνία με την εκλεγμένη κυβέρνηση.

Μην ψάξουμε πολύ μακριά, δείτε την περίπτωση Ολάντ και την υπόσχεσή του για φορολόγηση κάποιων πολύ πλούσιων με συντελεστή 75%. Κανένας δεν μπορεί να πει ότι η κυβέρνηση Ολάντ ανήκει στην «άκρα αριστερά», ούτε ότι η Γαλλία στερείται κοινοβουλευτική παράδοση. Κι’ όμως: επιχειρήσεις απειλούν να μετακομίσουν από το Παρίσι στο Λονδίνο, το Συνταγματικό Δικαστήριο γνωμοδότησε την αντίθεσή του, ο Ντεπαρντιέ αξιοποιεί τη βιομηχανία του θεάματος για να σηκώσει μπαϊράκι. Οι οικονομικοί, νομικοί και ιδεολογικοί εκβιασμοί πάνε σύννεφο για ένα θέμα ασύγκριτα πιο μικρό από την ακύρωση των Μνημονίων στην ελληνική περίπτωση. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το τι μας περιμένει αν αναδείξουμε την Αριστερά νικητή στις εκλογές.

Αν πάμε πιο πίσω στην ιστορία θα δούμε ότι κάθε κυβέρνηση της Αριστεράς αντιμετώπισε εκβιασμούς και διλήμματα από την εξωκοινοβουλευτική δύναμη της άρχουσας τάξης. Το κλασικό παράδειγμα είναι βέβαια η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή που ανατράπηκε με το πραξικόπημα του Πινοσέτ το 1973. Είχαν προηγηθεί πολλοί άλλοι εκβιασμοί που είχαν λήξει με συμβιβασμούς, ανάμεσά τους και ο διορισμός του Πινοσέτ στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων. Αλλά η άλλη πλευρά αποδείχθηκε αδίστακτη.

Ο δρόμος των συμβιβασμών δεν οδηγεί πουθενά, έστω και αν το τέλος δεν είναι δραματικό όπως στην περίπτωση Αλιέντε. Η πρώτη κυβέρνηση Μιτεράν το 1981 είχε εκλεγεί με βάση το «Κοινό Πρόγραμμα» της Αριστεράς με τη συμμετοχή του Γαλλικού ΚΚ. Ένα πρόγραμμα που υποσχόταν κρατικοποιήσεις και βελτίωση των παροχών προς την εργατική τάξη. Αλλά οι προσανατολισμοί της άρχουσας τάξης κοιτούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το αναδυόμενο τότε μοντέλο Ρίγκαν-Θάτσερ, αυτό που σήμερα λέμε νεοφιλελευθερισμό. Οι πιέσεις μπήκαν από την αρχή και η στροφή 180 μοιρών έγινε πολύ γρήγορα. Σύντομα το «Κοινό Πρόγραμμα» είχε ξεχαστεί και ο επόμενος πρωθυπουργός του Μιτεράν, ο Μισέλ Ροκάρ, έμεινε στην ιστορία σαν πρωτοπόρος του θατσερισμού στη Γαλλία. Για όσους το έχουν ξεχάσει, θυμίζουμε ότι ο Σημίτης είχε βαφτιστεί από τα ΜΜΕ ως ο «έλληνας Ροκάρ» για το ρόλο του στην αντίστοιχη στροφή του ΠΑΣΟΚ.

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε κι άλλο. Είναι στοιχειώδες ότι η Αριστερά δεν μπορεί να αρκεστεί σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έχει ανάγκη την εξωκοινοβουλευτική δράση για να αντιμετωπίσει τη δύναμη της άρχουσας τάξης που προσπαθεί να επιβάλει τη δική της ατζέντα με «θεμιτά» και αθέμιτα μέσα.

Αριστερά δυνατή «στη Βουλή και στο Λαό»

Αυτή η ανάγκη είναι αναγνωρισμένη από την Αριστερά εδώ και δεκαετίες. Δεν υπάρχει ούτε μια εκλογική μάχη από τη Μεταπολίτευση και μετά, δηλαδή από τότε που η Αριστερά είναι νόμιμη στην Ελλάδα, όπου το αίτημα για να αναδειχθεί δυνατή και στη Βουλή και στο λαό να μην προβλήθηκε από όλες τις ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς. Ήταν και παραμένει μια έμμεση αναγνώριση ότι οι όποιοι υπουργοί της Αριστεράς θα χρειαστούν τη στήριξη του «πεζοδρόμιου» για να υλοποιήσουν κάποιες από τις προγραμματικές επιδιώξεις της. Ακόμη και τα πιο «μετριοπαθή» στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δίνουν όρκους πίστης σε αυτή τη φόρμουλα.

Προφανώς αυτό είναι θετικό. Αντανακλά το επίπεδο συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, τις αγωνιστικές εμπειρίες της και τις πιέσεις που ασκεί στα κόμματά της. Γι’ αυτό άλλωστε μπαίνει συστηματικά στο στόχαστρο της δεξιάς και όλων των μηχανισμών της άρχουσας τάξης.

Πάντοτε η δεξιά προπαγάνδα και η κινδυνολογία της σημαδεύει τους δεσμούς ανάμεσα στα κόμματα της Αριστεράς και τις μαζικές οργανώσεις της τάξης. Παλιότερα, όταν ακόμα τοποθετούσαν το ΠΑΣΟΚ στο χώρο της (κεντρο)αριστεράς, απαιτούσαν συστηματικά από την ηγεσία του να τιθασεύσει τους συνδικαλιστές του, να διαλύσει τις κλαδικές οργανώσεις και να πατάξει τους «Σταμουλοκολλάδες» (για να θυμηθούμε τις κραυγές κατά των απεργών στα λεωφορεία της Αθήνας πριν είκοσι χρόνια, όταν ο Μητσοτάκης προσπαθούσε να τα ιδιωτικοποιήσει). Σήμερα, οι αντίστοιχες πιέσεις εκφράζονται με υστερίες για τον ΣΥΡΙΖΑ που «συμμαχεί με τους Φωτόπουλους», «χαϊδεύει τους κουκουλοφόρους» και αρνείται «να καταδικάσει τη βία από όπου κι αν προέρχεται».

Ωστόσο, όσες φοβίες κι αν προκαλεί στην άρχουσα τάξη, η φόρμουλα για συνδυασμό της κοινοβουλευτικής δράσης με το μαζικό κίνημα δεν είναι αρκετή από μόνη της. Χρειάζεται μια καθαρή απάντηση στο ερώτημα ποιός ελέγχει ποιόν: οι υπουργοί το κίνημα ή το κίνημα τους υπουργούς; Υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα σε μια οπτική που υποτάσσει τους αγώνες στις κοινοβουλευτικές σκοπιμότητες και βάζει το κίνημα σε βοηθητικό ρόλο και σε μια προοπτική που θέλει το εργατικό κίνημα σε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Την πρώτη εκδοχή την έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις. Ηγεσίες που επικαλούνται τη δίκαιη οργή του κόσμου όταν βγαίνει σε δράση και υπόσχονται ότι θα τη δικαιώσουν αν αναδειχθούν στην κυβέρνηση έχουν δοκιμαστεί πολλές φορές, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς. Όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αντλούν τη νομιμοποίησή τους από τους δεσμούς με τα συνδικάτα και υπόσχονται να δικαιώσουν τον κόσμο της εργασίας, συχνά-πυκνά διαμορφώνοντας προτάσεις για «θεσμικό ρόλο» των συνδικάτων στη λήψη αποφάσεων. Δεν είναι και τόσο μακρινή η εποχή που το ΠΑΣΟΚ μιλούσε για θεσμούς κοινωνικοποίησης επιχειρήσεων μέσα από τη συμμετοχή εκπροσώπων των συνδικάτων σε ειδικά συμβούλια. Αν αυτό μοιάζει «τετριμένο» επειδή όλοι ξέρουμε τι απέγιναν τέτοιοι «θεσμοί», είναι απαραίτητο να θυμηθούμε μεγαλύτερης εμβέλειας παραδείγματα.

Η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία μέσα στις συνθήκες της επανάστασης του 1918 που ανέτρεψε τον Κάιζερ δεν δίστασε να προτείνει τη θεσμοθέτηση των εργοστασιακών συμβουλίων, με την προϋπόθεση ότι σέβονται τον κοινοβουλευτισμό και πειθαρχούν στις αποφάσεις της κυβέρνησης που αναδεικνύει η Βουλή. Το SPD κατάφερε να ελέγξει την πλειοψηφία μέσα στα εργατικά συμβούλια και η κατάληξη ήταν τραγική στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας. Ήταν ίσως η πιο ωμή εκδοχή του διλήμματος «ποιός ελέγχει ποιόν», οι υπουργοί το κίνημα ή αντίστροφα και έδειξε τη διαφορά ανάγλυφα.

Σε πιο πρόσφατες εποχές, στην Ιταλία του «καυτού φθινόπωρου» του 1969, το Ιταλικό ΚΚ, η μήτρα από την οποία προέρχεται όλη η πρώην «ευρωκομμουνιστική» αριστερά, πρότεινε επίσης τη δημιουργία εργοστασιακών συμβουλίων σε στιγμές που τέτοια όργανα ξεπηδούσαν σε πολλά σημεία. Κατάφερε να πάρει τον έλεγχό τους και να τα εντάξει στην προοπτική του «ιστορικού συμβιβασμού». Ήταν υποτίθεται μια πολιτική που συνδύαζε τη δύναμη του κινήματος με ρεαλιστικές λύσεις για να αποφευχθεί μια τραγωδία τύπου Χιλής. Οι εργάτες μπορούσαν να συνδικαλίζονται δυνατά στο χώρο τους αλλά να στηρίζουν το ΚΚ σε όλους τους συμβιβασμούς που αναζητούσε με τις ηγεσίες της Χριστιανοδημοκρατίας. Στην πράξη, αυτός ο συνδυασμός δεν οδήγησε ούτε καν στο σχηματισμό κυβέρνησης της Αριστεράς, με τη Χριστιανοδημοκρατία να συνεχίζει να κυβερνά μέχρι την εποχή του Μπερλουσκόνι.

Αυτά είναι πολύτιμα διδάγματα, ιδιαίτερα για τον κόσμο εκείνο της Αριστεράς που θέλει να βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ ως την «Αριστερά των κινημάτων» και έτσι να ελπίζει ότι θα στείλει στην κυβέρνηση μια αριστερά που σίγουρα θα συνδυάζει τη θεσμική με την κινηματική δράση. Για να υπάρχει αυτός ο συνδυασμός και να βάζει την κινηματική δράση στο τιμόνι, απαιτούνται μια σειρά προϋποθέσεις.

Ένα στοιχείο που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο είναι ότι το πρόβλημα «ποιος ελέγχει ποιον» στα πλαίσια μιας Αριστεράς «δυνατής στη Βουλή και στο Λαό» δεν λύνεται με οργανωτικές φόρμουλες. Πολλοί αγωνιστές έχουν αυταπάτες ότι η καλύτερη προετοιμασία ενόψει μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι η κατάκτηση ενός «ΣΥΡΙΖΑ των μελών». Στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ είδαμε αριστερές τάσεις να συγκλίνουν με τους πιο δεξιούς παράγοντες σε αυτή τη βάση, να πλαισιώνουν την προεδρική λίστα Τσίπρα και μάλιστα να κατακεραυνώνουν την Αριστερή Πλατφόρμα γιατί κατέβασε χωριστή λίστα και έτσι υποτίθεται ότι διαιωνίζει το «αντιδημοκρατικό καθεστώς» των ξεχωριστών συνιστωσών.

Με τη στάση τους αυτή αδειάζουν τη δημοκρατία από πολιτικό περιεχόμενο. Αγνοούν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται ακριβώς από τους δεξιούς παράγοντες που ακυρώνουν την όποια εσωκομματική δημοκρατία χάρη στις προσβάσεις τους σε μηχανισμούς που η Αριστερά μάχεται. Να το πούμε προκλητικά, διευκολύνουν τους «κουβέληδες» και τους «ψαριανούς» που υπάρχουν ακόμη μέσα στο κόμμα τους. Επί χρόνια η παρουσία του Κουβέλη στον Συνασπισμό προβαλλόταν ως απόδειξη δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος, ενώ ήταν εξόφθαλμο ότι οι παράγοντες της τάσης του διέθεταν προνομιακή στήριξη έξω από την Αριστερά, γεγονός που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά όταν αποχώρησαν για να συγκροτήσουν τη ΔΗΜΑΡ.

Επαναστατική πολιτική

Πού βρίσκεται το κλειδί, λοιπόν; Οι αναφορές στο συνδυασμό κινηματικής και κοινοβουλευτικής δράσης είναι κενό γράμμα χωρίς επαναστατική στρατηγική. Ένα κόμμα της Αριστεράς που φιλοδοξεί να εξασφαλίσει πρωταγωνιστικό ρόλο για το μαζικό κίνημα χρειάζεται να υιοθετεί ρητά την προοπτική της ανατροπής όλων των δομών του σημερινού συστήματος μέσα από τη δράση της εργατικής τάξης. Κάθε απόπειρα αυτοπεριορισμού σε κάποιο ενδιάμεσο σταθμό ή «στάδιο» παίζει αρνητικό ρόλο, γιατί πολύ απλά παραιτείται προκαταβολικά από την προοπτική να καταργήσει μηχανισμούς και προνόμια που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη.

Τι σημαίνει, παραδείγματος χάρη, μια τοποθέτηση ότι σήμερα όλα υποτάσσονται στο στόχο της κατάργησης των Μνημονίων και η πάλη για το σοσιαλισμό μπορεί να περιμένει για αργότερα; Δεν σημαίνει ότι μια τέτοια αριστερά δηλώνει εξαρχής ότι δεν θα θίξει τον έλεγχο των καπιταλιστών π.χ, στα ΜΜΕ επειδή αυτό είναι σοσιαλιστικό μέτρο και δεν απαιτείται στη φάση της ακύρωσης συγκεκριμένων μέτρων διαχείρισης του χρέους όπως είναι τα Μνημόνια; Δεν είναι μια τέτοια στάση περιοριστική για την ίδια τη μάχη κατά της λιτότητας; Όταν η εργοδοσία προχωράει μέσα στην κρίση να αφήνει στο δρόμο εργαζόμενους όπως στον Άλτερ ή στην Ελευθεροτυπία και ο κόσμος απαντάει με κατάληψη που εξελίσσεται σε λειτουργία των συγκεκριμένων ΜΜΕ με ευθύνη της γενικής συνέλευσης, τι νόημα έχει ο διαχωρισμός ανάμεσα στην άμεση αντιμνημονιακή πάλη και στη διεκδίκηση του σοσιαλισμού που θα προκύψει αργότερα;

Η επαναστατική στρατηγική δεν είναι προπαγανδιστική – διακηρυκτική για την αναγκαιότητα μιας άλλης κοινωνίας. Δεν παραπέμπει τα ζητήματα στη «Δευτέρα Παρουσία» όπως λένε διάφοροι αρνητές της. Έχει άμεση επίπτωση στην τρέχουσα πολιτική, είναι βάση για τη διαμόρφωση επαναστατικής πολιτικής που αξιοποιεί ολόπλευρα τις δυνάμεις της εργατικής τάξης χωρίς αυτοπεριορισμούς.

Επαναστατική στρατηγική δεν είναι να ορκίζεσαι στην ιστορική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού ή σε έναν «άλλο κόσμο που είναι εφικτός» και ύστερα να μεταθέτεις τους όρκους σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον αργότερα, είτε με τη μέθοδο της «αρνητικής εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων», είτε με την αποκήρυξη των «μονομερών ενεργειών» στο όνομα του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης.

Αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές διαφορές που μπορούν «να μείνουν για αργότερα». Παίζουν ρόλο στην καθημερινή προσέγγιση των αγώνων. Ας πάρουμε δυο παραδείγματα.

Το πρώτο έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των απεργιών μέσα στις σημερινές συνθήκες όπου μια κυβέρνηση που παραπαίει πολιτικά χτυπάει άγρια προσπαθώντας να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι στην τρόικα. Τομείς των συνδικαλιστικών ηγεσιών μπορεί να υιοθετούν τη λογική ότι προχωράμε σε απεργιακές κινητοποιήσεις που έχουν συμβολική αξία: καταγράφουμε την αντίθεσή μας, φθείρουμε πολιτικά την κυβέρνηση αλλά δεν προσδοκούμε ότι μπορούμε να νικήσουμε. Άρα περιορίζουμε τις μορφές πάλης σε αυτά τα πλαίσια και στηρίζουμε τις ελπίδες μας στις κάλπες όποτε στηθούν.

Ποιά πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της Αριστεράς; Να αποδεχθεί αυτή τη λογική και να την αξιοποιήσει εκλογικά προσφέροντας κάλυψη σε τέτοιους συνδικαλιστικούς χειρισμούς: «σας στηρίζουμε φραστικά, παίρνουμε αποστάσεις αν το παρακάνετε και σε κάθε περίπτωση ευλογούμε τον τερματισμό των κινητοποιήσεων με μια δήλωση ότι θα αντιμετωπίσουμε το θέμα μετεκλογικά»; Οι επαναστάτες λένε Όχι. Η επαναστατική πολιτική λέει ότι υπάρχει εναλλακτικός δρόμος με την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, με την οργάνωση της συμπαράστασης, με την επιδίωξη της νίκης σθεναρά γιατί αυτό χτίζει τις δυνάμεις των εργατών, προστατεύει δουλειές, μισθούς, συνθήκες εργασίας στο εδώ και τώρα και προετοιμάζει τις δυνάμεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας που δεν θα λυθεί απλά και μόνο με μια εκλογική νίκη. Κάθε εργασιακή επιτροπή σε έναν χώρο δουλειάς που χτίζεται τώρα οργανώνοντας τους απεργιακούς αγώνες πέρα από τις συμβολικές διαμαρτυρίες, βάζει πολύτιμες παρακαταθήκες για το ποιός θα απαντήσει όταν οι αστοί θα θέλουν να βγάλουν «κινήματα κατσαρόλας» απέναντι σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Ένα δεύτερο παράδειγμα αφορά στον ιδεολογικό εξοπλισμό του κινήματος. Οι προσπάθειες της άρχουσας τάξης να εκτρέψει την οργή που προκαλούν τα χτυπήματα της κρίσης είναι συνεχείς. Το χαρτί του ρατσισμού είναι μια τεράστια πλευρά αυτών των προσπαθειών. Αλλά η διασπορά αντιδραστικών ιδεών δεν περιορίζεται εκεί. Ο σεξισμός παίζει τον ίδιο ρόλο. Όσο μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού εξωθούνται από την κρίση προς την εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες ώστε κάποια τμήματα να καταφύγουν σε αντιλήψεις και πρακτικές που μπορούν να αξιοποιηθούν από τα πάνω για να στρέψουν κόσμο μακριά από τους αγώνες ή ακόμα και ενάντιά τους.

Ποια πρέπει να είναι η απάντηση της Αριστεράς σε τέτοιες προκλήσεις; Μπορεί να υιοθετεί τη λογική ότι «πρέπει να μας προσεγγίσουν και οι συντηρητικοί ψηφοφόροι» και να υπεκφεύγει τέτοια ζητήματα γιατί «αυτά θα αντιμετωπιστούν αργότερα»; Και εδώ η απάντησης της επαναστατικής προσέγγισης είναι ότι η Αριστερά μπορεί και πρέπει να κλείνει αυτές τις κερκόπορτες από τώρα.

Ένα στενά «αντιμνημονιακό» κίνημα που δεν συγκρούεται με ρατσιστικές, σεξιστικές, εθνικιστικές ή άλλες τέτοιου τύπου προκλήσεις παραμένει ευάλωτο. Αντίθετα, οι επαναστατική παράδοση δείχνει ότι οι ιδέες των εργατών αλλάζουν μέσα στη δράση και στην κίνηση. Οι γυναίκες των απεργών χαλυβουργών που κατέβαιναν στις διαδηλώσεις τους με το σύνθημα «στο πλευρό των συντρόφων μας και της τάξης μας» έδιναν περισσότερη δύναμη στην Αριστερά από όλους τους Τατσόπουλους που αναζητούν εκλογική πελατεία υπερασπίζοντας το «αντριλίκι» τους.

Το αντίστοιχο ισχύει για όσους πιστεύουν ότι όταν η Αριστερά κρατάει τη γαλανόλευκη ενισχύεται. Αριστερός με ελληνική σημαία είναι το ίδιο ευάλωτος όσο ο φοβισμένος μετανάστης από την Αλβανία ή το Πακιστάν που νομίζει ότι ένα ελληνικό σημαιάκι θα τον προστατέψει από τις επιθέσεις της αστυνομίας ή των φασιστών. Οι σημαίες της Αριστεράς είναι κόκκινες γιατί μπορούν να ενώνουν τους πραγματικούς συμμάχους των εργατών της Ελλάδας, δηλαδή τους εργάτες στη Γερμανία και στην Αίγυπτο, στην Κύπρο και στη Βρετανία.

Μέσα στο οργισμένο κίνημα που παλεύει τα Μνημόνια και σιχαίνεται τις Μέρκελ και τους Μπαρόζο, η Αριστερά προβάλει το διεθνισμό σαν δύναμη για να μην ενδώσουμε σε κανέναν εκβιαστή. Τον γνήσιο διεθνισμό που λέει ότι αν ανατρέψουμε τα Μνημόνια και τους τραπεζίτες εδώ θα κερδίσουμε την αλληλεγγύη των εργατών όλου του κόσμου, όχι τον «διεθνισμό του ευρώ» που νομίζει ότι χτίζει συμμαχίες κάτω από τα αστέρια της ΕΕ.

Η επαναστατική αριστερά με τις στρατηγικές επιλογές της και την καθημερινή παρουσία της είναι δύναμη που προετοιμάζει το κίνημα και όλη την Αριστερά να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έχει μπροστά της. Να ρίξει την κυβέρνηση, να κερδίσει τη μάχη των εκλογών και να ανοίξει την προοπτική ότι οι εργάτες μπορούν να κυβερνήσουν ανατρέποντας όλα τα εμπόδια που θα βάλει η άρχουσα τάξη στο δρόμο τους.

 

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 'Σοσιαλισμός από τα Κάτω', Τεύχος Γενάρη-Φλεβάρη 2013