• Δευ, 16/04/2012 - 22:57
Η Αριστερά στο στόχαστρο [του Νίκου Λούντου]

 

Ο Νίκος Λούντος εξηγεί τη δημοσκοπική άνοδο της Αριστεράς και τις λυσσαλέες επιθέσεις που δέχεται και στέκεται ιδιαίτερα στον ρόλο της επαναστατικής Αριστεράς . (το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 'Σοσιαλισμός από τα Κάτω', τεύχος 91)

 

Η πολιτική ενότητα των κομμάτων του Μνημονίου στήθηκε πάνω στην επιβολή των Μνημονίων. Η ιδεολογική τους ενότητα στήνεται κάθε μέρα πάνω στην επίθεσή τους ενάντια στην Αριστερά. Η 28η του Φλεβάρη ήταν η “επίσημη πρώτη” αυτής της ενότητας στη Βουλή. Ο Βενιζέλος επανέλαβε με μεγαλύτερη ένταση τις κραυγές ενάντια στην Αριστερά που θα φέρει τη δραχμή και την απόλυτη εξαθλίωση. Ο Σαμαράς πήρε σειρά μιλώντας για την “αυξανόμενη επιθετικότητα της Αριστεράς”. “Καιρός είναι να πούμε και κάποια πράγματα για την Αριστερά... Διότι, αν η Αριστερά ψάχνει «κακούς» για να καταγγείλει, καλό θα είναι να κοιτάξει και λίγο στον καθρέφτη της. Θα ανακαλύψει ότι μπορεί η ίδια να μην κυβέρνησε ποτέ, αλλά άσκησε επιρροή και στήριξε καταστάσεις νοσηρές και στρεβλώσεις απίστευτες, που έχουν μεγάλη ευθύνη για εδώ που φτάσαμε... Έδιωξε επιχειρήσεις από την Ελλάδα με αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις... είναι ο κύριος υπαίτιος για την ενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα... Γι’ αυτό καλά θα κάνει να μην μας κουνάει το δάχτυλο”.

 

Ένα κομμάτι της άρχουσας τάξης πιέζει εδώ και καιρό τα κόμματα να οξύνουν την επίθεση στην Αριστερά. Ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή παραπονιέται ότι η επίθεση καθυστέρησε: “Η νέα μόδα είναι οι επιθέσεις κατά της Αριστεράς από τα μεγάλα αστικά κόμματα. Καλοδεχούμενες, αλλά άργησαν λίγο”.1 Ο Κασιμάτης, επίσης από την Καθημερινή είχε απασφαλίσει λίγους μήνες νωρίτερα: “το ΚΚΕ, με τη στάση που τηρεί, επιβεβαιώνει πόσο εσφαλμένη ήταν η άνευ όρων νομιμοποίηση του το 1974”.2 Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου από το Σκάι, είχε αποφασίσει μονομερώς να περάσει το ΚΚΕ στην παρανομία από τον Απρίλη του '10: «το ΚΚΕ είναι κόμμα που δεν σέβεται τη νομιμότητα, γι’ αυτό και δεν πρόκειται να μεταδοθεί ξανά από την εκπομπή του ανακοίνωση του Κόμματος». Η Ντόρα Μπακογιάννη, όπως και ο Άδωνις Γεωργιάδης, είχε προτίμηση να επιτίθεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Να βγείτε να πείτε ποιοι είναι αυτοί που κρύβονται πίσω από μεγαλόσχημους τίτλους, “Ανταρσίες” και δεν ξέρω εγώ τι άλλο», είχε δηλώσει η Ντόρα όταν γραφεία δεξιών βουλευτών των Χανίων δέχτηκαν επίθεση. Το ΠΑΣΟΚ, επειδή βρισκόταν στην κυβέρνηση και λόγω του ότι αισθανόταν την ανάσα της Αριστεράς πιο καυτή πάνω του, είχε αποδεχθεί αυτές τις παραινέσεις πρώτο. Ο Πάγκαλος ηγήθηκε της ιδεολογικής πρωτοβουλίας λέγοντας από το 2009 για το ΚΚΕ: “έχουμε ένα εξωφρενικό κόμμα στην Ελλάδα, που ψηφίζει ακόμα ο κόσμος”, κάνοντας λόγο για κόμματα εκτός κοινοβουλευτικού τόξου που θέλουν την κατάλυση της Δημοκρατίας. Σήμερα φτάνει να χρεώνει τους νεκρούς της Μαρφίν στην Αριστερά: «Με ενοχλεί η ανομία, οι βίαιες πράξεις οπαδών καθοδηγούμενων από αυτούς τους δύο πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι απαγορεύουν την άσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων συμπολιτών τους, καταστρέφουν και πυρπολούν περιουσίες και σε μερικές περιπτώσεις, όπως εκείνη της Marfin, οδηγούν σε αποτρόπαιο θάνατο αθώους εργαζομένους».3

Τη σκύλευση των νεκρών της Μαρφίν είχε επιλέξει και ο Λοβέρδος: «στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης η ζωή έχει αξία μόνο άμα είσαι αριστερός. Αν δεν είσαι σε πεθαίνουν σε 15 μέρες... ό,τι έγινε στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του εμφυλίου αντιστράφηκε μετά την μεταπολίτευση».4 Είχαν προηγηθεί οι αναφορές υπουργών του ΠΑΣΟΚ σε «φαινόμενα τύπου “Καρφίτσας”» συγκρίνοντας τις διαδηλώσεις κατά στελεχών της κυβέρνησης σε διάφορες γειτονιές με τους παρακρατικούς της δεκαετίας του '60.

Ο ίδιος ο Πάγκαλος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, άθελά του παραδέχεται πως τα πράγματα είναι μάλλον ανάποδα: “Θριαμβολογούν οι επικεφαλής των τριών κομμουνιστικής προέλευσης κομμάτων για την αύξηση της πολιτικής τους επιρροής. Λίγο πιο πάνω από το 10% ο καθένας, 30% όλοι μαζί! Τέτοιο θαύμα είχαμε να το δούμε από το 1958”.5

Αυτό που τους φοβίζει είναι ότι η Αριστερά όντως αναδεικνύεται σε αντίπαλο πολιτικό δέος και στο κίνημα αλλά και καταγράφοντας δημοσκοπικά τα μεγαλύτερα ποσοστά από το 1958. Και ξέρουν ότι οι “καρφίτσες”, οι δολοφονίες Λαμπράκη και Πέτρουλα, η βία και η νοθεία ήταν η μέθοδος που είχαν χρησιμοποιήσει τότε για να ανακόψουν εκείνο το ρεύμα, καταφεύγοντας τελικά στα τανκς των συνταγματαρχών.

Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα φοβάται το κίνημα, αλλά φοβάται και την ύπαρξη της Αριστεράς σε όλες τις εκφράσεις της. Γιατί ξέρει πως δεν υπάρχει κανενός είδους αυτοματισμός για το πού οδηγεί πολιτικά το ξέσπασμα της κρίσης. Δεν αληθεύει η μηχανιστική συνεπαγωγή “κρίση σημαίνει επανάσταση”, ούτε το αντίθετό της “κρίση σημαίνει φόβος και υποταγή”. Όπως παρατηρούσε ο Τρότσκι γράφοντας στη δεκαετία του '20: “τα πολιτικά αποτελέσματα μιας κρίσης καθορίζονται από τη συνολική πολιτική κατάσταση και από εκείνα τα γεγονότα που προηγήθηκαν αλλά και συνοδεύουν την κρίση. Ιδίως από τις μάχες, τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες της εργατικής τάξης πριν από την κρίση. Κάτω από ένα σύνολο προϋποθέσεων, η κρίση μπορεί να δώσει μια μεγαλειώδη ώθηση στην επαναστατική δραστηριότητα των εργαζόμενων μαζών. Κάτω από ένα διαφορετικό σύνολο προϋποθέσεων μπορεί να παραλύσει ολοσχερώς την επίθεση του προλεταριάτου”.6

Είναι σημαντικό κρατούμενο ότι στην Ελλάδα υπάρχει δυνατή αριστερά. Μια σύγκριση με τις χώρες της Βαλτικής ή την Ουγγαρία φτάνει από μόνη της για να δείξει τι διαφορά κάνει η ύπαρξη ή η ανυπαρξία μιας Αριστεράς που μπορεί να γίνει πολιτική έκφραση απέναντι στην επίθεση της λιτότητας. Στην Ουγγαρία οι φασίστες ηγεμόνευσαν στην αντιπολίτευση όλα τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα σήμερα η κρίση να μετατοπίζει το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, με την δεξιά να ελέγχει όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και το 93% των εδρών στα τοπικά συμβούλια, με ένα πρόγραμμα αλυτρωτισμού, περιορισμού των δικαιωμάτων και ρατσισμού κατά των Ρομά.7 Ακόμα νωρίτερα, η έλλειψη μιας πολιτικής Αριστεράς καθόρισε πως οι μεταβάσεις του '89-'91 στην Ανατολική Ευρώπη μπήκαν στο καλούπι της στροφής στην ελεύθερη αγορά, παρότι κινητήρια δύναμη ήταν οι αγώνες του κόσμου που πάλευε ενάντια στις συνέπειες της κρίσης. Οι φιλελεύθεροι βρίσκονταν μόνοι τους στην πολιτική αρένα και κατάφεραν να δώσουν σχήμα στην επαναστατική έκρηξη.

Ας σκεφτούμε τι συμβαίνει στην Ιταλία σήμερα, με την Αριστερά να έχει πεταχτεί έξω από το Κοινοβούλιο. Ο κόσμος που βλέπει τις ειδήσεις στην ιταλική τηλεόραση δεν ακούει καμιά φωνή ενάντια στην κυβέρνηση Μόντι και ενάντια στη λιτότητα, παρά μόνο από την άκρα δεξιά. Οι φοιτητές και οι εργάτες δίνουν μάχες στους χώρους και στους δρόμους, αλλά αυτή τους η δράση μοιάζει όχι απλά να αποκλείεται από τα ΜΜΕ αλλά να μην μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό γεγονός. Ακόμα και σε συνθήκες που το κίνημα παλεύει, η έλλειψη της Αριστεράς από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό έχει τεράστιο κόστος.

Είναι πολύ επιφανειακές οι απόψεις των αυτόνομων που αντιπαραθέτουν εν γένει το κίνημα με την πολιτική οργάνωση, περιγράφοντας μια εικόνα όπου τα κινήματα είναι μαχητικά και η Αριστερά είναι συντηρητική μπαίνοντας εμπόδιο στην εκρηκτικότητά τους. Ξεχνάνε ότι στον καπιταλισμό “οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης”. Μετά από κάθε έφοδο του κινήματος, στις περιόδους υποχώρησης ή σταθερότητας, το σύστημα αφενός προχωράει σε ιδεολογική αντεπίθεση και αφετέρου η ίδια η επιστροφή στην “ομαλότητα” ξεθωριάζει τις αλήθειες που την ώρα της μάχης φαίνονται καθαρά. Αυτοί που πήραν μέρος στο κίνημα δεν έχουν βγάλει όλοι τα ίδια συμπεράσματα και δεν αποδεικνύονται όλοι εξίσουν δυνατοί να αντισταθούν στην ιδεολογική πίεση.

Η μνήμη της τάξης

Αν δεν υπάρξει πολιτική οργάνωση που να διασώσει και να υπερασπίσει, έστω και με μπερδεμένο τρόπο, τις μνήμες των προηγούμενων συγκρούσεων, υπάρχει ο κίνδυνος κάθε νέα μάχη να μοιάζει πρωτοφανής. Κάθε νέα φουρνιά αγωνιστών θα πρέπει να απαντάει τα ίδια και τα ίδια ερωτήματα. Τα κόμματα της αριστεράς διαμορφώνουν μια γέφυρα μέσα στο χρόνο, μεταφέροντας την εμπειρία του παρελθόντος στο παρόν. Ταυτόχρονα είναι ένα έτοιμο εργαλείο με το οποίο κάθε νέος αγώνας που ξεσπάει εντάσσεται στη συνολική εξέλιξη των πραγμάτων, με μια λέξη πολιτικοποιείται. Στη θέση των διάσπαρτων κινημάτων, αναπτύσσεται η αίσθηση του ενός και ενιαίου κινήματος.

Όταν υπάρχει τέτοια πολιτικοποίηση και συνολίκευση, το εργατικό κίνημα γίνεται παράδειγμα για ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας που θέλουν να παλέψουν. Η αδυναμία της οργανωμένης πολιτικής Αριστεράς στις ΗΠΑ δίνει μια αίσθηση των συνεπειών και στις δύο κατευθύνσεις. Αφενός ο αυθόρμητος αντικαπιταλισμός έχει τουλάχιστον τέσσερα κύματα μαζικών κινητοποιήσεων την τελευταία δεκαπενταετία: Σιάτλ, αντιπολεμικό, κίνημα ενάντια στους ελέγχους της μετανάστευσης, κίνημα Occupy. Αλλά σε κάθε ένα από αυτά τα κύματα τα ερωτήματα της οργάνωσης, του προσανατολισμού, των προτεραιοτήτων και της τακτικής και στρατηγικής αναγκαστικά ξεκινούσαν από το άλφα.

Αφετέρου, το εργατικό κίνημα, με το μεγάλο του ειδικό βάρος, έδωσε τεράστια δύναμη στις περιπτώσεις που συνδέθηκε, παραμένοντας όμως ένα κίνημα δίπλα στα υπόλοιπα. Η έκρηξη του Ουϊσκόνσιν, η οργάνωση γενικής απεργίας στο Όκλαντ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα που φωνάζουν για την ανάγκη πολιτικής έκφρασης των κινημάτων σε ανώτερο επίπεδο. Προς το παρόν, ο Ομπάμα και οι Δημοκρατικοί θα συνεχίσουν να εισπράττουν χωρίς κόπο τις ψήφους όλων των μαχητών στις ΗΠΑ.

Η κατάσταση με την οποία μπαίνει συνεπώς η Αριστερά σε μια περίοδο κρίσης είναι συγκεντρωμένη έκφραση αυτών των προηγούμενων μαχών και συνολικεύσεων που έχει κάνει το εργατικό κίνημα. Δυνατή αριστερά εκφράζει μια περίοδο που το εργατικό κίνημα συσσώρευσε αυτοπεποίθηση και εμπειρία. Αυτό δεν σημαίνει πως η Αριστερά παράγεται από το κίνημα σαν φυσικό προϊόν. Οι απαντήσεις που δίνει η ήδη υπάρχουσα ηγεσία της Αριστερά στα διλήμματα που ανοίγει η πραγματικότητα, ανάλογα με τις ιδέες που κουβαλάει από το παρελθόν, μπορεί να τη διαλύσουν ή να την απογειώσουν. Η κοινοβουλευτική Αριστερά, η Αριστερά που έχει βασικό προσανατολισμό της την παρέμβαση στο επίσημο πολιτικό σκηνικό και στους θεσμούς, δεν είναι απλώς φορέας των προηγούμενων εμπειριών του εργατικού κινήματος, αλλά λειτουργεί ταυτόχρονα και αντίστροφα ως ιμάντας μετάδοσης των ιδεών του συστήματος

μέσα στο κίνημα. Ο σεβασμός στη νομιμότητα, στη “δημοκρατία” και στην καπιταλιστική ιδιοκτησία λειτουργεί ως μόνιμη πίεση πάνω στην κοινοβουλευτική Αριστερά που με τη σειρά της σπρώχνει σε προσαρμογές το κίνημα. Η αστική τάξη μπορεί να έχει αντίπαλο την αριστερά, μπορεί όμως στην ανάγκη να την χρησιμοποιήσει και σαν σύμμαχο.

Το 1989 είναι το κορυφαίο αρνητικό παράδειγμα στην Ελλάδα. Η Αριστερά επέλεξε να συμμετάσχει στην “κάθαρση” ενός πολιτικού σκηνικού που βυθιζόταν στα σκάνδαλα, συμμετέχοντας σε συγκυβέρνηση μαζί με τη ΝΔ και στη συνέχεια μαζί με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του 1993 πήρε τα χειρότερα ποσοστά στην ιστορία της, με το Συνασπισμό να μένει εκτός Βουλής και το ΚΚΕ στο 4,5%.

Ωστόσο, η πολιτική πορεία της Ελλάδας από τη δεκαετία του '90 ως σήμερα όμως, έχει καταγράψει το 1989 ως εξαίρεση και όχι ως κανόνα. Η Αριστερά μπορεί να είχε δισταγμούς, να έκανε λάθη και βήματα πίσω, όμως παρέμεινε διαρκώς από τη σωστή μεριά του οδοφράγματος. 20 χρόνια τώρα, δεχόταν την πίεση ότι είναι δογματική, ότι έλεγε μόνο “Όχι”, ότι καταστροφολογούσε, ότι υποτιμούσε τις επιτυχίες της ελληνικής οικονομίας. Και τώρα, έρχεται η κρίση για να δικαιώσει την τοποθέτηση της Αριστεράς σε πολύ ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Δικαιώνεται για τα χρόνια που έλεγε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις θα φέρουν καινούργια μονοπώλια και φτώχεια, κι όχι ανταγωνισμό και χαμηλές τιμές.

Δικαιώνεται για όταν έλεγε πως τα Χρηματιστήρια είναι φούσκες και τα ασφαλιστικά ταμεία πρέπει να μείνουν μακριά. Για την υπεράσπιση των εργασιακών σχέσεων απέναντι στη θεωρία της ελαστικοποίησης που θα έφερνε ανάπτυξη. Όσο πιο πολλά Όχι είπε, τόσο περισσότερο δικαιώνεται. Δικαιώνεται ταυτόχρονα γιατί έμεινε έξω από τις μοιρασιές του πλούτου και της εξουσίας. Θα ήθελαν πάρα πολύ να είναι η Αριστερά μπλεγμένη σε σκάνδαλα, να έχει εισπράξει χορηγίες από τη Ζίμενς, οι βουλευτές της να έχουν καταθέσεις στην Ελβετία, και οι συνδικαλιστές της να έχουν κλέψει ασφαλιστικά ταμεία ή για παράδειγμα να έχει στελέχη της να διοικούν οργανισμούς, Δήμους ή Περιφέρειες και να υλοποιούν περικοπές και απολύσεις. Όμως αυτά είναι προνόμια του Κούβελου, του Μητσοτάκη, της Νταλάρα, του Ραγκούση, του Ψωμιάδη και των ομοίων τους. Γι'αυτό όλοι τους έχουν σκυλιάσει με την Αριστερά που “δεν λερώνει τα χέρια της”. Γιατί τη στιγμή της μεγαλύτερης πολιτικής κρίσης από τη Μεταπολίτευση, η Αριστερά δεν παρασύρεται προς τα κάτω σαν κομμάτι του σκηνικού, αλλά αναδεικνύεται σαν εναλλακτική.

Αριστερή πορεία

Στην Ελλάδα, η Αριστερά μετά το '89 ακολούθησε μια πορεία, σπασμωδική και αργή, αλλά προς τα αριστερά. Στο ΣΥΝ, από τη Δαμανάκη που έφυγε για το ΠΑΣΟΚ, και τον Κωνσταντόπουλο που αργότερα αναζήτησε καριέρα στον Παναθηναϊκό δίπλα στον Βαρδινογιάννη, φτάσαμε στον Αλαβάνο και στον Τσίπρα που πήρε την προεδρία κόντρα στον Κουβέλη. Το ΚΚΕ αντίστοιχα, αναγκάστηκε να βάλει στην άκρη τα “αντιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά, δημοκρατικά μέτωπα” και να αναφέρεται κεντρικά στο ρόλο του εργατικού κινήματος. Και τα δύο κόμματα, παρόλο που δεν έχουν δώσει εξηγήσεις, δηλώνουν πως ήταν λάθος η συμμετοχή τους στην συγκυβέρνηση του '89.

Χρειάζεται μια ερμηνεία γιατί στην Ελλάδα η Αριστερά άντεξε και δεν συνθλίφτηκε. Υπάρχουν δύο λόγοι. Αφενός, το εργατικό κίνημα δεν άφησε την Αριστερά να συνθλιφτεί. Το γεγονός ότι οι απεργίες και οι αγώνες δεν σταμάτησαν ποτέ, οδήγησε σε μια διαρκή τροφοδότηση της κοινωνίας με ριζοσπαστικοποίηση. Ο κόσμος που ψήφισε ΠΑΣΟΚ το 1993 συγκρούστηκε από πολύ νωρίς με την κυβέρνησή του, χρησιμοποιώντας την Αριστερά μέσα και έξω από τα συνδικάτα ως πολιτικό και οργανωτικό στήριγμα. Από το Σκαραμαγκά επί Παπανδρέου μέχρι τη μεγάλη σύγκρουση με την κυβέρνηση Σημίτη αλλά και στο μεσοδιάστημα της κυβέρνησης Καραμανλή, η κύρια πίεση που έβαζε η εργατική τάξη πάνω στην Αριστερά ήταν να βοηθήσει στην αντίσταση και αυτή η πίεση ανάγκασε τα κόμματα της Αριστεράς να προσαρμοστούν. Μέσα σε αυτή την πορεία, η πολιτική και ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν ξεπουλήθηκε μόνο στους τραπεζίτες. Υποστήριξε τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ, πρόδωσε τον Οτσαλάν και στη θέση των Παλαιστίνιων, έκανε προνομιακό συνομιλητή της το Ισραήλ. Μέσα στα ίδια χρόνια, γεννήθηκαν κινήματα αντιπολεμικά, αντιρατσιστικά, αντιμπεριαλιστικά που ακόμα και όταν η Αριστερά τα υποτιμούσε ή τα φοβόταν, μόνο προς τα εκεί είχαν να κοιτάξουν.

Τα κινήματα και ο αντικαπιταλισμός στο δρόμο δεν θα ήταν από μόνος του αρκετός. Και στην Ιταλία υπήρχε και υπάρχουν αντικαπιταλιστικά δίκτυα με ισχυρές βάσεις στους χώρους και στα Πανεπιστήμια. Όμως το γεγονός ότι υποτίμησαν την κεντρική πολιτική, όταν η Κομμουνιστική Επανίδρυση έφτασε να μπει στην κυβέρνηση Πρόντι, να υποστηρίξει πολιτικές λιτότητας και να προδώσει το κίνημα της Γένοβας, οι αντικαπιταλιστές βρέθηκαν ακέφαλοι και αδύναμοι να δείξουν σε εθνικό επιπεδο ότι υπάρχει άλλος δρόμος.

Έτσι, ο δεύτερος λόγος για την αντοχή της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι ότι είχε επιβιώσει μέσα στις δεκαετίες του '80 και του '90 η Αριστερά της Αριστεράς, είτε με ανένταχτους αγωνιστές στα Πανεπιστήμια και στους χώρους δουλειάς, αλλά και με τη μορφή των οργανωμένων δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς. Το γεγονός ότι είχαμε διαρκώς τρεις πόλους της Αριστεράς – το ΚΚΕ, το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και την επαναστατική Αριστερά – δημιουργούσε διαρκώς έναν ανταγωνισμό προς τα Αριστερά, που δεν επέτρεπε να γίνουν ανέξοδα δεξιές προδοσίες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος που ο ΣΥΝ δεν έγινε αριστερό αξεσουάρ του ΠΑΣΟΚ, έχει να κάνει με το ότι έβλεπε πάντα δυνάμεις στα Αριστερά του που δεν μπορούσε να τους αφήσει ελεύθερο το πεδίο. Αντίστοιχα, το ΚΚΕ αναγκάστηκε να μπει μέσα σε κύματα καταλήψεων στα Πανεπιστήμια, επειδή υπήρχε η αντικαπιταλιστική Αριστερά που έπαιρνε πρωτοβουλίες και το έσερνε προς τα Αριστερά. Αντίθετα λοιπόν με τις εύκολες εκκλήσεις για “ενότητα της Αριστεράς”, σε μεγάλο βαθμό η “διάσπαση” της Αριστεράς ήταν αυτή που την κράτησε όρθια μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η ενότητα στη δράση επιβλήθηκε επειδή η αντικαπιταλιστική Αριστερά είχε την οργανωτική ανεξαρτησία της.

Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και ένα τρίτο λόγο. Η ίδια η άρχουσα τάξη φοβήθηκε την Αριστερά και την άφησε εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Όμως, αυτό δεν ήταν ανεξάρτητο από τη δύναμη του κινήματος και από τη δύναμη της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Με το ίδιο τρόπο που η εξήγηση γιατί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας προσκλήθηκε να πάρει μέρος στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας ενώ στην Ελλάδα πετάχτηκε απ'έξω, δεν βρίσκεται σε κάποια υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, αλλά στο ότι στην Ελλάδα ο Δεκέμβρης του '44 είχε τρομάξει τόσο πολύ την άρχουσα τάξη ώστε να θέλει να τσακίσει την Αριστερά.

Δεξιές πιέσεις

Όλα αυτά δεν ήταν προδιαγεγραμμένα. Ας θυμηθούμε μόνο πρόσφατα, τις αρχές του 2010 τις τεράστιες πιέσεις πάνω στην Αριστερά. Ο Παύλος Τσίμας καλούσε την Αριστερά από τις στήλες των Νέων να θυμηθεί την πολιτική “αριστερής λιτότητας” που είχε υποστηρίξει ο Μπερλινγκουέρ τη δεκαετία του '70, καλώντας ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ να στηρίξουν τα επερχόμενα Μνημόνια.8 Ο Λεωνίδας Κύρκος οργάνωνε ένα σιχαμερό τραπέζωμα στο οποίο καλούσε τον Σαμαρά, τον Παπανδρέου, τον Παπούλια, επιχειρηματίες και εκδότες καταγγέλλοντας τους "τάχατες επαναστάτες που αντιμάχονται την έννοια του συμβιβασμού και πυροδοτούν επικίνδυνες εκρήξεις, όπως τα Δεκεμβριανά 2, ή παίζουν τον ρόλο των αδιάλλαχτων ασυμβίβαστων κηρύχνοντας τον θετικό ρόλο του φόβου" και λέγοντας ότι "πρέπει όλοι να αποδεχτούμε τις επιβαλλόμενες θυσίες μέσα σ' ένα σχέδιο που θα καταμερίζει τα βάρη". Σε εκείνη την κοινωνική εκδήλωση, ένας από τους διαλεχτούς καλεσμένους του Κύρκου ήταν ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, ο οποίος σήμερα διώκεται με την κατηγορία της απάτης. Η άρχουσα τάξη θα ήθελε πάρα πολύ η Αριστερά να έχει ακολουθήσει τις συμβουλές του Κύρκου και να έχει σφίξει τα χέρια του Λαυρεντιάδη, για να μην μπορεί να βρίσκεται δίπλα στις σφιγμένες γροθιές των εργατών και εργατριών της Alapis και των άλλων χρεοκοπημένων επιχειρήσεων του Λαυρεντιάδη.

Η Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη ιδρύθηκε τον Ιούνη του 2010 ακριβώς με βάση αυτές τις εκκλήσεις του Τσίμα και του Κύρκου. Το γεγονός ότι ακόμα και αυτό το κόμμα έχει επιλέξει να ψηφίσει ενάντια στα Μνημόνια και ενάντια στην συγκυβέρνηση, είναι απόδειξη της ισχύρης έλξης προς τα Αριστερά που επιβάλλει το κίνημα, και όχι ότι τα στελέχη του Κουβέλη δεν είναι πρόθυμα.

Ίσα ίσα, η προώθηση του Κουβέλη μέσα από τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ επιβεβαιώνουν ότι η άρχουσα τάξη συνεχίζει να προσπαθεί να αξιοποιήσει ένα τμήμα της Αριστεράς για να σταθεροποιήσει το πολιτικό σύστημα. Διάφορες παρόμοιες τακτικές έχει χρησιμοποιήσει η άρχουσα τάξη τα τελευταία χρόνια. Το Δεκέμβρη του 2008 η Παπαρήγα έπαιρνε τα συγχαρητήρια του Καραμανλή όταν το ΚΚΕ ακύρωνε την απεργιακή πορεία προς τη Βουλή λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ γινόταν ο εύκολος στόχος γιατί “χάιδευε τα αφτιά των κουκουλοφόρων”, οι δημοσκόποι ανέλαβαν να ρίξουν απότομα τα ποσοστά του. Είχε προηγηθεί μια χρονιά που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το “δημοσκοπικό φαινόμενο”. Στην περίοδο των περσινών διαδηλώσεων στο Σύνταγμα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν με τα ΜΜΕ να επιτίθενται στο ΚΚΕ που επιμένει στις “καταστροφικές για τη χώρα” απεργίες και δεν παραδειγματίζεται από την Αριστερά που σέβεται το απολιτίκ περιεχόμενο των “Αγανακτισμένων”. Σε κάθε περίπτωση, η άρχουσα τάξη επιλέγει να πιέσει ένα κομμάτι της Αριστεράς, κάποιες φορές πριμοδοτώντας ένα άλλο, επειδή γνωρίζει πως αριστερά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό δυναμικό και αν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πειθαρχήσουν, είναι σίγουρο ότι οι αντικαπιταλιστές δεν θα πειθαρχήσουν δύο φορές. Κάθε φορά που η Αριστερά άντεχε, το αποτέλεσμα γύρναγε σε βάρος των από πάνω. Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να είναι αυτός που μπλοκάρισε την κατάργηση του άρθρου 16 για τα δημόσια Πανεπιστήμια, ως αποτέλεσμα του κίνηματος των καταλήψεων. Η προεκλογική εκστρατεία του ΓΑΠ

με το περίφημο “λεφτά υπάρχουν” δεν ήταν απλά πολιτικαντισμός. Ήταν αποτέλεσμα της πίεσης από τα Αριστερά και μοναδικός τρόπος με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να ξαναπάρει τον πολιτικό έλεγχο, ένας τρόπος όμως που κόστισε πάρα πολύ στη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού τους επόμενους μήνες.

Έχουμε μπροστά μας κι άλλες πιέσεις πάνω στην Αριστερά, που θα γίνουν ακόμα πιο αφόρητες. Ο εκβιασμός της χρεοκοπίας δεν πέρασε μετά το PSI, ο εκβιασμός για την έξοδο από το ευρώ θα συνεχίσει, και σίγουρα στις στιγμές αστάθειας που έχουμε μπροστά μας, το φόβητρο της ακυβερνησίας και της αταξίας θα επιστρατευτεί για να αναγκάσει την Αριστερά να πει “ναι” και να προσπαθήσει να συμμαζέψει το κίνημα.

Κίνημα και πρωτοβουλίες

Είναι σημαντικό το κρατούμενο ότι τα πραγματικά βήματα του κινήματος μαζί με την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και τις πρωτοβουλίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν αυτά που κατάφεραν να κρατήσουν όρθια την Αριστερά μέχρι σήμερα και έτσι θα συνεχίσουμε. Η τακτική του ενιαίου μετώπου αποτελεί οδηγό για το πώς μπορούμε ταυτόχρονα να κρατάμε αυτή την πολύτιμη ανεξαρτησία, αλλά η ανεξαρτησία να γίνεται όπλο για την μεγαλύτερη ενότητα στη δράση. Τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ καταρρέουν στις δημοσκοπήσεις και ξέρουμε πως αυτή η κατάρρευση έχει κοινωνικό βάθος. Τα αποτελέσματα της ΠΑΣΚΕ στα συνδικάτα δείχνουν ότι για πρώτη φορά τα πιο οργανωμένα κομμάτια της εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ έχουν προχωρήσει σε πολιτική ρήξη. Η τελευταία έρευνα της GPO, το ΠΑΣΟΚ κατατάσσεται κατά 36,1% ως δεξιό-κεντροδεξιό, 10,6% ακροδεξιό (!), 10,4% κεντρώο και μόλις 11,5% κεντροαριστερό. Υπάρχουν φωνές στην Αριστερά που θεωρούν αυτή τη δεξιά μετατόπιση ως ευκαιρία να μετατοπιστεί και η Αριστερά προς το κέντρο για να καλύψει τη βάση του ΠΑΣΟΚ που το εγκαταλείπει. Πρόκειται για αντιμετώπιση στατική που αντιλαμβάνεται την πολιτική κρίση μόνο σαν ανακάτεμα της εκλογικής πελατείας.

Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική ιστορικά ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα εναλλακτικό παράδειγμα από αυτό που ακολούθησε την κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε η Σοσιαλδημοκρατία, όχι μόνο στήριξε τον πόλεμο, αλλά έφτασε να στηρίξει τα Freikorps, να δολοφονήσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ και να οδηγήσει τη γερμανική επανάσταση στην ήττα. Όμως η απειρία και η αδυναμία της Αριστεράς άφησε αυτή τη μεταβατική περίοδο να γυρίσει προς τα πίσω και η Σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να ξανασυσπειρώσει την εργατική τάξη γύρω της. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να δώσει τις δυνάμεις της ώστε η σημερινή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας να φτάσει μέχρι το λογικό της αποτέλεσμα. Το ιδεολογικό και πολιτικό άλμα που έχει κάνει ήδη η εργατική τάξη να γίνει και οργανωτικό πέρασμα στη πλευρά της αντικαπιταλιστικής πάλης.

1. “Τα δύο αστικά κόμματα και η Αριστερά”, του Αλεξη Παπαχελα , Καθημερινή, 7 Μάρτη 2012.

2. Το πρόσχημα της συναίνεσης και τα κακά του Μπίσμαρκ, Καθημερινή, 25 Μάη 2010.

3. Βήμα της Κυριακής, 3/3/2012.

4. Ομιλία στη Βουλή, 7 Σεπτέμβρη 2011.

5. Καθημερινή, 2/2/2012.

6. “Flood tide”, The First Five Years of the Communist International, τόμος 2, εκδόσεις Pathfinder, σ. 76.

7. GM Tamas, “The Hungarian Disaster”, Transform, τεύχος 8 (2011), http://www.transform-network.net/en/journal/people/article/the-hungarian...

8. Έχει ενδιαφέρον ότι το συγκεκριμένο κείμενο του Τσίμα, μπορεί να το βρει κανείς ακόμα αναρτημένο σε ιστοσελίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς: http://tinyurl.com/7y9v26q