• Δευ, 16/04/2012 - 23:04
Πολιτική κρίση-κοινωνικά αίτια και επαναστατικές απαντήσεις [του Πάνου Γκαργκάνα]

 

Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί η πολιτική κρίση έχει τις ρίζες της στο ίδιο το σύστημα και γιατί χρειαζόμαστε κοινωνική ανατροπή και όχι απλά μια “νέα μεταπολίτευση”. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 'Σοσιαλισμός από τα Κάτω', τεύχος 91 .

Η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα η οικονομική κρίση συνδυάζεται με πολιτική κρίση είναι πια κοινός τόπος. Οι εκλογές τις οποίες προκήρυξε άτυπα από τις Βρυξέλλες ο Λουκάς Παπαδήμος μετά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, είτε γίνουν στις 29 Απρίλη είτε σε κάποια επόμενη Κυριακή, θα είναι η τρίτη προσφυγή στις κάλπες μέσα σε πέντε χρόνια. Δείγμα τουλάχιστον πολιτικής αστάθειας. Αλλά το ζήτημα δεν περιορίζεται εκεί.

Ακόμη και τα συμβούλια των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης ασχολούνται, σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, με τις δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα και ανησυχούν για την εικόνα συρρίκνωσης και κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων στις οποίες στηρίχτηκαν και στηρίζονται τα προγράμματά τους.

Στη θέση του άλλοτε κραταιού «δικομματισμού» τώρα εμφανίζονται τρία κόμματα προερχόμενα από τη Νέα Δημοκρατία και άλλα τόσα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ. Και όλοι μαζί κοιτάζουν με αγωνία την άνοδο της επιρροής της Αριστεράς, σε σημείο μάλιστα να απειλεί ο επικεφαλής του Eurogroup, o Jean-Claude Juncker, ότι αν το άθροισμα των υποστηρικτών του νέου Μνημόνιου πέσει πολύ χαμηλά, τότε και η ΕΕ θα αποσυρθεί από τη «διάσωση» της Ελλάδας.

Είχε προηγηθεί ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο Wolfgang Schauble, που είχε ζητήσει να μην γίνουν καν οι εκλογές στην Ελλάδα. Και βέβαια δεν μπορούμε να ξεχάσουμε πώς έγινε πρωθυπουργός ο τεχνοκράτης κύριος Παπαδήμος μετά τη δραματική συνάντηση Παπανδρέου-Μέρκελ-Σαρκοζί στις Κάννες, όπου οι δυο τελευταίοι πέταξαν τον ΓΑΠ σαν στυμμένη λεμονόκουπα και άρχισαν να στύβουν τον «αντιμνημονιακό» κύριο Σαμαρά.

Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά και δεν αφήνουν αμφιβολίες για την έκταση της πολιτικής κρίσης. Γιατί, όμως, υπάρχει αυτή η εξέλιξη και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει;

Ασφαλώς οι εξελίξεις αυτές είναι δεμένες με την οικονομική κρίση: την πιο βαθιά ύφεση του ελληνικού καπιταλισμού που ήδη διαρκεί τέσσερα χρόνια και το τέλος της δεν φαίνεται πουθενά, τον καλπασμό της ανεργίας που ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο ακόμη και με τα επίσημα στοιχεία, τη σφαγή των μισθών, των συντάξεων και όλων των κοινωνικών υπηρεσιών, το κλείσιμο μικρών μαγαζιών και βιοτεχνιών με ρυθμό σχεδόν ένα στα τέσσερα. Προφανώς το ΠΑΣΟΚ πληρώνει τον κυβερνητικό ρόλο του στη διαχείριση αυτής της καταστροφικής βουτιάς και η Νέα Δημοκρατία την στροφή από την «αντιπολίτευση» στην συνδιαχείριση, τη στροφή από το «Όχι σε όλα» στο «Ναι σε όλα».

Συστημική κρίση

Όμως η πολιτική κρίση δεν προέκυψε αυτόματα από την οικονομική. Έχει τη δική της διαδρομή και τις δικές της επιπτώσεις στη συνολικότερη κρίση του συστήματος. Αν μιλάμε για δομική κρίση του καπιταλισμού σαν σύστημα, αυτή εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα, και στο οικονομικό και στο πολιτικό και στο ιδεολογικό. Και είναι αναγκαίο να σταθούμε σε όλες αυτές τις πλευρές για να βοηθήσουμε την Αριστερά και το κίνημα της εργατικής τάξης να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται.

Ένας τρόπος για να το δούμε αυτό είναι να θυμηθούμε τις διαφωνίες που είχαν ανοίξει όταν ξέσπασε η κρίση σχετικά με το συστημικό χαρακτήρα της. Στην αρχή, επί Καραμανλή ακόμα, μας έλεγαν ότι η κρίση αφορούσε τις αμερικάνικες τράπεζες και ότι δεν θα ακουμπούσε την Ελλάδα αφού οι ελληνικές τράπεζες δεν κατείχαν αμερικάνικα «τοξικά» ομόλογα. Ύστερα ήρθαν οι αντίστροφες θεωρίες ότι η κρίση είναι «ελληνική τραγωδία» που οφείλεται στις ιδιαιτερότητες της οικονομίας εδώ. Λίγο πιο προχωρημένες ήταν οι αναλύσεις ότι πρόκειται για κρίση του τραπεζικού συστήματος που αν αντιμετωπιστεί έγκαιρα δεν θα επηρεάσει την «πραγματική οικονομία». Και από πίσω ακολούθησαν οι αντιλήψεις ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην «αρχιτεκτονική του ευρώ» και γι’ αυτό έχει επίκεντρο την Ευρώπη. Πέντε χρόνια αργότερα, μπορεί οι θεωρίες να εναλλάσσονται, αλλά οι αντίστοιχες «λύσεις» που τις συνοδεύουν πάνε από αποτυχία σε αποτυχία. Γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι οι ρίζες της οικονομικής κρίσης πρέπει να αναζητούνται στον ίδιο τον καπιταλισμό σαν παγκόσμιο σύστημα.

Αντίστοιχο ξεκαθάρισμα χρειάζεται και γύρω από τα θέματα της πολιτικής κρίσης.

Η πιο εκλαϊκευμένη άποψη είναι αυτή που χρεώνει τα πάντα στην προσωπική «βλακεία» του Παπανδρέου. Ο αρθρογράφος των Νέων Παπαχρήστος το είπε «κομψά» με τη διατύπωση ότι ο ΓΑΠ θα ήταν καλός για πρωθυπουργός σε κάποια «αφελή» σκανδιναβική χώρα αλλά όχι για την «πονηρή» Ελλάδα, γιατί ως γνωστό «εδώ είναι Βαλκάνια». Οι σατιρικές εκπομπές, όπως π.χ. του Λαζόπουλου, δεν είναι τόσο συγκρατημένες και κάνουν παιχνίδια από το πώς μιλάει μέχρι το προσωπικό του «λάιφστάιλ» και φτάνουν στο αν μπορεί να σκέφτεται το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Τέτοιες αντιμετωπίσεις δεν είναι καινούργιες. Τα ίδια έλεγαν για τον Καραμανλή τον νεώτερο όταν πλησίαζε προς το τέλος. Ήταν ένας «μπούλης» που ξενυχτούσε βλέποντας DVD, αντί να σκύβει πάνω στα προβλήματα της χώρας.

Το γεγονός ότι κάτι τέτοια τα τροφοδοτούν οι ίδιοι αυλοκόλακες που εκθείαζαν και τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου σαν «κυρίαρχους του παιχνιδιού» λίγο πριν ανακαλύψουν τη «βλακεία» τους είναι μια εγγενής αδυναμία αυτών των «θεωριών». Πιο σημαντική όμως είναι η παρατήρηση ότι ένα πολιτικό σύστημα που αναδεικνύει συνεχώς «βλάκες» τα τελευταία χρόνια προφανώς έχει πρόβλημα.

Λίγο πιο «σοφιστικέ» είναι οι αντιλήψεις που ισχυρίζονται ότι σε δύσκολους καιρούς το πρόβλημα είναι η απουσία ηγετών διαμετρήματος ενός Αντενάουερ, μιας Θάτσερ ή ενός Μιτεράν. Πέρα από το γεγονός ότι είναι απλή ταυτολογία να διαπιστώνεις ότι ο ΓΑΠ που δεν άντεξε ούτε δυο χρόνια δεν είναι Μιτεράν που κυβερνούσε επί 14 χρόνια, αυτές οι απόψεις γυρίζουν ξανά στο ρόλο των προσώπων αποκρύπτοντας τις δομικές αδυναμίες του συστήματος.

Από την οικονομική στην πολιτική «φούσκα»

Η σημερινή διπλή ταυτόχρονη κρίση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ κυοφορήθηκε και ωρίμασε πολύ πριν φτάσουν τα Μνημόνια και οι σημερινές εξάρσεις της ταξικής πάλης. Έχει τις ρίζες της στην ίδια την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, στην εποχή της «ισχυρής Ελλάδας», της Ολυμπιάδας και των ανεβασμένων ρυθμών ανάπτυξης που αποδείχθηκαν «φούσκες». Τότε ακόμα ήταν εποχές που απολογητές του συστήματος, όπως ο Στέφανος Μάνος, μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι η εναλλαγή των δυο κομμάτων στην εξουσία ήταν τόσο σταθερή όσο τα φυσικά φαινόμενα: η ΝΔ εναλλάσσεται με το ΠΑΣΟΚ όπως η μέρα με τη νύχτα.

Πίσω από την πλαστή εκείνη ευφορία ξεπρόβαλαν τα προβλήματα με τη μορφή σκανδάλων. Το Βατοπέδι ήταν ασφαλώς ένα ισχυρό πλήγμα για τη ΝΔ. Δεν ήταν, όμως, πρόβλημα της μειωμένης ηθικής αντίληψης του Βουλγαράκη προσωπικά που είχε πει το ανεπανάληπτο εκείνο «Ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Ήταν πρόβλημα άμεσης σύνδεσης του αστικού πολιτικού συστήματος με τη φάση κερδοσκοπίας που περνούσε ο καπιταλισμός σαν σύστημα.

Υπάρχει ένας μύθος ότι οι καπιταλιστές διαχωρίζονται σε «υγιείς επενδυτές» και «κακούς κερδοσκόπους». Στην πραγματικότητα κανένας επενδυτής δεν προχωράει να υλοποιήσει ακόμα και την πιο γήινη επένδυση στην «πραγματική οικονομία», π.χ. ένα νέο εργοστάσιο, χωρίς να υπολογίσει πού βρίσκονται τα επιτόκια για τα κεφάλαια που θα δανειστεί, πού βρίσκονται οι τιμές των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιήσει, πού θα φτάσουν οι τιμές των προϊόντων που θα παράγει όταν ολοκληρωθεί η επένδυση. Όλα αυτά είναι «στοιχήματα» που βάζει εκτιμώντας το ρίσκο σε κάθε περίπτωση.

Αν αυτός ο «τζόγος» υπάρχει σε «ομαλές» φάσεις του συστήματος, σε περιόδους που εκδηλώνεται η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους η αναζήτηση κερδών από την κερδοσκοπία παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Στη δεκαετία μετά την κρίση του 1998 και μέχρι να αρχίσουν να σκάνε οι φούσκες, οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών, από τα «μαγικά» του Γκρίνσπαν μέχρι την ανάδειξη του Τρισέ σε «τραπεζίτη της χρονιάς» το 2007, εξασφάλισαν ότι η κερδοσκοπία πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του καπιταλισμού δεν είχαν φτάσει οι μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις να εξασφαλίζουν ένα τεράστιο ποσοστό των κερδών τους από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Εκείνος ο στρόβιλος κερδοσκοπίας τράβηξε στη δίνη του χρηματιστήρια, τράπεζες, ακίνητα, ομόλογα δομημένα και μη, πρώτες ύλες, τα πάντα.

Χωρίς αυτή την εικόνα, τα σκάνδαλα εκείνης της περιόδου γίνονται ατομικές ιστορίες για φιγούρες όπως ο Εφραίμ, ο Βουλγαράκης, ο Μαντέλης, ο Τσουκάτος. Όταν όμως πάρουμε υπόψη τη συνολικότερη εικόνα βλέπουμε πώς υπήρχαν οι συνδέσεις που μεταφέρουν τα προβλήματα της άρχουσας τάξης στον πολιτικό κόσμο που την υπηρετεί, πώς η οικονομική φούσκα γίνεται και πολιτική φούσκα.

Το ταξικό ρήγμα

Ωστόσο αυτή η συγκεκριμένη προϊστορία της πολιτικής κρίσης δεν σημαίνει ότι πρόκειται για κρίση συγκυριακή, δεμένη αποκλειστικά με τη φάση της φούσκας. Χρειάζεται να δούμε τις πιο μόνιμες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος στον καπιταλισμό.

Το κυριότερο πρόβλημα είναι η παραβίαση της βασικής δημοκρατικής αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος» από τις ταξικές ανισότητες. Θεωρητικά, κάθε τραπεζίτης και κάθε μαγείρισσα έχουν ίσα δικαιώματα: το ψηφοδέλτιο που θα ρίξουν όταν φτάσουν στην κάλπη θα μετρηθεί ισότιμα, η εφορευτική επιτροπή δεν ξέρει καν ποιος έριξε τι στην κάλπη. Επίσης έχουν εξίσου τη θεωρητική δυνατότητα να είναι υποψήφιοι σαν άτομα, με όποιο κόμμα επιλέξουν ή ακόμα και να ιδρύσουν ένα νέο κόμμα. Στην πράξη ξέρουμε πολύ καλά ότι οι μεν τραπεζίτες (ή τα αφεντικά της Siemens π.χ.) μπορούν να εξαγοράζουν ολόκληρα κόμματα, ενώ οι απλοί εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν κάθε λογής εκβιαστικά διλήμματα στο δρόμο προς την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους ως «κυρίαρχος λαός»: εργασιακή ομηρία από τους εργοδότες, προπαγάνδα από τους βαρόνους των μίντια, ιδεολογική τρομοκρατία από το καθηγητικό κατεστημένο, ηθικούς εκβιασμούς από την εκκλησία, εκφοβισμούς από τη δικαιοσύνη και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Αυτοί οι θεσμοθετημένοι ταξικοί φραγμοί είναι που επιτρέπουν σε μια προνομιούχα μειοψηφία να φοράει τον δημοκρατικό μανδύα του εκφραστή της (σιωπηλής) πλειοψηφίας με τη βοήθεια των αστικών κομμάτων. Ακριβώς, όμως, επειδή όλο αυτό το οικοδόμημα κάθεται πάνω στο ταξικό ρήγμα, σε περιόδους κοινωνικής πόλωσης αρχίζουν να ανοίγουν ρωγμές και

οι πρωταγωνιστές του να μπαίνουν σε κρίση. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση του σύγχρονου καπιταλισμού εδώ και τρεις δεκαετίες διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες στο υψηλότερο σημείο της ιστορίας και σ’ αυτό το σημείο ήρθε να χτυπήσει η μεγαλύτερη κρίση του συστήματος από την εποχή του Μεσοπόλεμου. Πολιτικοί που νομίζουν ότι μπορούν να ανασυγκολλήσουν το οικοδόμημα με το σελοτέιπ επιθέτων όπως «κοινωνικός» ή «πατριωτικός» φιλελευθερισμός είναι απλά καταδικασμένοι να αποδεικνύονται «βλάκες» ξανά και ξανά.

Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι ανάγκη να σταθούμε και σε μια άλλη πτυχή. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν ξεκίνησαν ιστορικά σαν πρώτη επιλογή της άρχουσας τάξης μέσα στον καπιταλισμό. Εξελίχθηκαν προς τα εκεί αξιοποιώντας τη δύναμη που διέθεταν χάρη στα στηρίγματά τους μέσα στην εργατική τάξη. Το ΠΑΣΟΚ έγινε η εναλλακτική διακυβέρνηση απέναντι στη ΝΔ χάρη στη δύναμη που είχε στα συνδικάτα, στους συνεταιρισμούς, στους τοπικούς συλλόγους, σε κάθε μορφή οργάνωσης στη ζωή των εργατών, στη δουλειά, στη γειτονιά, στο χωριό. Με αυτή τη δύναμη κατάφερνε να χειραγωγεί τις εργατικές αντιστάσεις και να επιβάλει τις επιλογές τις άρχουσας τάξης κάθε φορά που οι νεοδημοκράτες εκπρόσωποί της έσπαγαν τα μούτρα τους.

Ωστόσο στην πορεία το ΠΑΣΟΚ, όπως και όλη η σοσιαλδημοκρατία, βάλθηκε να πριονίσει αυτούς τους δεσμούς. Ο Τόνι Μπλερ ήταν αυτός που στη δεκαετία του 1990 ανέδειξε τη θεωρία και την πρακτική ότι αυτά τα κόμματα για να κερδίζουν εκλογές πρέπει να πατήσουν πόδι απέναντι στα συνδικάτα, να περιορίσουν το ρόλο των τοπικών και κλαδικών οργανώσεων στη δομή του κόμματος και να καλλιεργήσουν τους δεσμούς με τους βαρόνους των ΜΜΕ.

Τέτοιες αλλαγές έγιναν συστηματικά από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου παρέα με τον Λαλιώτη ήδη από την εποχή που περιθωριοποίησαν τον Τσοβόλα σαν «λαϊκιστή». Συνεχίστηκαν από τον Σημίτη και απογειώθηκαν από τον ΓΑΠ που μπορεί να κέρδιζε τις εσωκομματικές εκλογές με τη βοήθεια των ηγετών της ΠΑΣΚΕ, αλλά φρόντιζε ο έλεγχος να παραμένει στα χέρια της ομάδας των «κηπουρών» του. Κάθε ανταρσία της βάσης χτυπήθηκε αμείλικτα και μέσα από αυτή την πορεία το ΠΑΣΟΚ κατάντησε να είναι εξίσου ευάλωτο με τη ΝΔ στην κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος. Η ηγεσία και η κοινοβουλευτική ομάδα αντί να εξαρτώνται έστω εν μέρει και γραφειοκρατικά από τις μορφές οργάνωσης της εργατικής βάσης, έφτασαν να εξαρτώνται χειροπόδαρα από τα συγκροτήματα των μίντια, τις σχέσεις με τους κερδοσκόπους, τις μίζες των πολυεθνικών και τις μηχανορραφίες της γραφειοκρατίας της ΕΕ. Κάπως έτσι, γυρνώντας από τις Κάννες ο ίδιος ο ΓΑΠ βρήκε μια κοινοβουλευτική ομάδα που την είχε διαλέξει ο ίδιος το 2009 να τον εγκαταλείπει ομαδικά.

Ταξική πάλη και ριζοσπαστικοποίηση

Η εικόνα ότι η πολιτική κρίση είναι δομικό πρόβλημα του ίδιου του συστήματος δεν σημαίνει υποτίμηση του ρόλου που παίζει η ταξική πάλη σε αυτή την πορεία. Η κρίση τροφοδοτείται και από τα πάνω και από τα κάτω, και από τα προβλήματα των καπιταλιστών αλλά και από τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Για κάθε μια αποτυχία των καπιταλιστών, για κάθε ένα σκάνδαλο των πλούσιων φίλων τους που ξεφτιλίζει υπουργούς είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, υπάρχει ένα βήμα μπροστά των εργατών και της νεολαίας που γενικεύει αυτόν τον εξευτελισμό.

Η βασική πηγή αυτής της ριζοσπαστικοποίησης είναι οι πλούσιες εμπειρίες από τους αγώνες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Πριν να φτάσουμε στο σημείο όπου οι αγώνες στην Ελλάδα έγιναν πηγή έμπνευσης για διαδηλωτές σε πολλές πρωτεύουσες ώστε να δηλώνουν «είμαστε όλοι έλληνες» με την έννοια της αντίστασης στη λιτότητα και στις περικοπές, είχαν προηγηθεί πολλά κινήματα που έδωσαν έμπνευση για τους αγώνες στην Ελλάδα. Ο αντικαπιταλισμός πήρε πνοή από το Σιάτλ και τη Γένοβα, ο αντιμπεριαλισμός από το μαζικό αντιπολεμικό κίνημα του 2003, το σπάσιμο των ψευδαισθήσεων για την ΕΕ από τα ΟΧΙ των Ιρλανδών και των Γάλλων στο Ευρωσύνταγμα, οι μάχες ενάντια στα Μνημόνια του 2010-11 από τις επαναστάσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο.

Αλλά μαζί με όλα αυτά πρέπει να βλέπουμε σαν ενιαία αλυσίδα τους αγώνες τουλάχιστον από το 2006. Οι φοιτητικές καταλήψεις ενάντια στη Γιαννάκου-Κουτσίκου, η απεργία των δασκάλων, οι μάχες ενάντια στο Ασφαλιστικό του Μαγγίνα και της Πετραλιά, η εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 είναι ζωντανές μνήμες και εμπειρίες για τη γενιά που έκανε τις 17 Πανεργατικές και πολιόρκησε τη Βουλή πλημμυρίζοντας το Σύνταγμα ξανά και ξανά ενάντια στον Παπανδρέου και στον Παπαδήμο.

Αυτή η αλυσίδα δεν έφερε «μόνο» αγωνιστικά διδάγματα και αυτοπεποίθηση ώστε στην κάθε εργοδοτική και κυβερνητική επίθεση η απάντηση να είναι συλλογική, μαχητική και οργανωμένη. ΄Εφερε και αλλαγές στις ιδέες σε συνδυασμό με την ιδεολογική κρίση όλων των θεσμών της άρχουσας τάξης.

Για δυο δεκαετίες μετά το 1989, η ιδεολογική ηγεμονία της «ελεύθερης αγοράς» και της «ευρωπαϊκής προοπτικής» ήταν συντριπτική. Κάθε κυβέρνηση από τότε είχε λάβαρο ότι θα απλώσει τα «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» παντού και θα «απελευθερώσει τις αγορές» για να εξασφαλίσει ότι θα «συγκλίνουμε με την Ευρώπη». Ο Ανδριανόπουλος και ο Μάνος ήταν οι αδιαφιλονίκητοι γκουρού αυτών των ιδεών σε βαθμό που πέρασαν σαν σταθεροί συνεχιστές τους από τη «φιλελεύθερη ΝΔ» του Μητσοτάκη στο νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ το 2004.

Μπορεί σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης να δηλώνει ότι συνεχώς από τη Μεταπολίτευση υπήρχε ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς και αυτό εμπόδιζε τις «μεταρρυθμίσεις» στην Ελλάδα, αλλά αυτό είναι κακόγουστο ξαναγράψιμο της ιστορίας. Οι «εκσυγχρονιστές» του ΠΑΣΟΚ και οι «μεταρρυθμιστές» της ΝΔ είχαν την ηγεμονία και μας χάρισαν τις φούσκες που έσκασαν με πάταγο μετά το 2008-9.

Μαζί με τις φούσκες έσκασαν και τα ιδεολογήματά τους. Για πρώτη φορά η ΕΕ που είχε στην Ελλάδα τα υψηλότερα ποσοστά δημοφιλίας σε όλη την Ευρώπη αντιμετωπίζεται σαν αυτό που είναι: ένας διεθνής οργανισμός πιο αδίστακτος και από το ΔΝΤ. Στις εργατικές διαδηλώσεις ακούς συνθήματα όπως «Οι κλέφτες είναι μέσα στη Βουλή, βάλτε της και κάγκελα να γίνει φυλακή»! Η Εκκλησία που φιλοδοξούσε να είναι πολιτικός ινστρούχτορας τον καιρό του Χριστόδουλου τώρα έχει το προφίλ του μεγαλύτερου ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας που αγωνίζεται να μην φορολογηθεί. Και ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός που έλπιζε ότι θα γίνει ο διαμεσολαβητής της μετάβασης από το δικομματισμό στις κυβερνήσεις συνεργασίας πότε με τη ΝΔ και πότε με το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται διασπασμένος, σαν δεκανίκι που τσάκισε κάτω από το βάρος της πολιτικής κρίσης όπως εκφράστηκε με την κυβέρνηση Παπαδήμου.

Ριζική κοινωνική και πολιτική αλλαγή

Τι συμπεράσματα πρέπει να βγάλουμε από την εκτίμηση ότι η πολιτική κρίση παίρνει συστημικές διαστάσεις όπως και η οικονομική;

Το πρώτο είναι ότι δεν αρκεί μια νέα πολιτική «Μεταπολίτευση». Υπάρχουν απόψεις που θεωρούν ότι αν πετάξουμε όλο το παλιό πολιτικό σκηνικό στα σκουπίδια θα απαλλαγούμε και από την κρίση που δημιούργησαν όλοι αυτοί οι «αποτυχημένοι κλέφτες». Μια αλλαγή πολιτικού προσωπικού χωρίς να συνοδεύεται από κοινωνική αλλαγή δεν θα οδηγήσει πουθενά. Είναι απαραίτητο να αντικαταστήσουμε την αστική δημοκρατία με την εργατική δημοκρατία, τον χρεοκοπημένο κοινοβουλευτισμό με τον γνήσιο εργατικό έλεγχο σε όλα τα επίπεδα, στην πολιτική, στην οικονομία, παντού. Στο σημείο αυτό ας αφήσουμε να μας βοηθήσει ο Γκράμσι που έγραφε το καλοκαίρι του 1919 στην Ιταλία:

«Οι θεσμοί του καπιταλιστικού κράτους είναι οργανωμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό: η απλή αλλαγή του προσωπικού αυτών των θεσμών δεν πρόκειται να αλλάξει την κατεύθυνση των δραστηριοτήτων τους.

… Πέρα από αυτούς τους θεσμούς, νέοι θεσμοί πρέπει να προκύψουν και να αναπτυχθούν – οι θεσμοί που θα αντικαταστήσουν τους ιδιωτικούς και δημόσιους θεσμούς του κράτους του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Θεσμοί που θα αντικαταστήσουν το πρόσωπο του καπιταλιστή στις λειτουργίες του ως διαχειριστή και στη βιομηχανική του ισχύ και με αυτό τον τρόπο θα επιτύχουν την αυτονομία του παραγωγού στο εργοστάσιο. Θεσμοί ικανοί να αναλάβουν τον έλεγχο όλων των λειτουργιών που ενυπάρχουν στο περίπλοκο σύστημα σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής… και μέσα από ένα οριζόντιο και κάθετο προγραμματισμό να δημιουργήσουν το αρμονικό οικοδόμημα της εθνικής και διεθνούς οικονομίας, απελευθερωμένο από την παρασιτική και παρεμποδιστική τυραννία των κατόχων της ατομικής ιδιοκτησίας». (Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Πολιτικά Κείμενα 1910-1920, σελ.76-77, στην αγγλική έκδοση 1977, «Η Κατάκτηση του Κράτους»).

Και για να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, λίγο αργότερα πρόσθετε: «Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κυβέρνηση των εργατών μέχρι τη στιγμή που η εργατική τάξη θα είναι σε θέση να γίνει, στο σύνολό της, η εκτελεστική εξουσία του εργατικού κράτους. Οι νόμοι του εργατικού κράτους πρέπει να μπαίνουν σε εφαρμογή από τους ίδιους τους εργάτες: μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει το εργατικό κράτος να αποφύγει τον κίνδυνο να πέσει στα χέρια τυχοδιωκτών και πολιτικών συνωμοτών, τον κίνδυνο να γίνει πλαστογραφία του αστικού κράτους» (στο ίδιο, σελ. 171, «Κυβερνών Κόμμα και Κυβερνώσα Τάξη»). Με αυτό τον τρόπο προσπαθούσε ο Γκράμσι να μεταφράσει την επαναστατική εμπειρία των εργατών της Ρωσίας του 1917 στην Ιταλία της εποχής του.

Και το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι όλα αυτά δεν είναι μακρινά. Η κοινωνική αλλαγή δεν είναι μόνο αναγκαία, είναι και εφικτή μέσα στις συνθήκες της συνδυασμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης του συστήματος.

Ο Γκράμσι έγραφε τα κείμενα που αναφέραμε πιο πάνω τις παραμονές της «Κόκκινης Διετίας», όταν η εργατική τάξη της Ιταλίας έφτασε να κάνει το μεγαλύτερο κίνημα καταλήψεων στα εργοστάσια μέσα στις συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης που επικράτησαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει αν ένα επόμενο κύμα της εργατικής αντίστασης στην Ελλάδα θα φτάσει να πάρει τέτοιες διαστάσεις. Αλλά και κανένας δεν πρέπει να το

αποκλείσει, καθώς ούτε η χρεοκοπία έχει αποτραπεί ούτε η αναξιοπιστία των διαχειριστών της δεν έχει ξεπεραστεί. Ζούμε σε μια εποχή που οι «Κόκκινες Διετίες» είναι ξανά στην ημερήσια διάταξη.

Όποιος υποτιμά τη σημασία της πολιτικής κρίσης επειδή αμφιβάλει για τη σπουδαιότητα που έχουν για την αστική τάξη τα κόμματά της για να εξασφαλίζει την ηγεμονία της, ας ρίξει μια ματιά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Γράφει ο Μαρξ:

«Η μαζική συσπείρωση των εργατών δεν είναι ακόμα συνέπεια της δικής τους συνένωσης, μα συνέπεια της συνένωσης της αστικής τάξης που για να πετύχει τους δικούς της σκοπούς είναι υποχρεωμένη να βάλει σε κίνηση ολόκληρο το προλεταριάτο και έχει για την ώρα τη δύναμη να το κάνει αυτό. Σε αυτό το στάδιο επομένως, οι προλετάριοι δεν καταπολεμούν ακόμα τους δικούς τους εχθρούς, αλλά τους εχθρούς των εχθρών τους, τα υπολείμματα της απόλυτης μοναρχίας, τους γαιοκτήμονες, τους όχι βιομηχανικούς αστούς, τους μικροαστούς. Έτσι όλη η ιστορική κίνηση είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της αστικής τάξης. Κάθε νίκη που κερδίζεται έτσι είναι νίκη της αστικής τάξης».

Και πιο κάτω:

«Η αστική τάξη βρίσκεται σε κατάσταση αδιάκοπου αγώνα: πρώτα ενάντια στην αριστοκρατία. Αργότερα ενάντια σε εκείνες τις ομάδες της ίδιας της αστικής τάξης που τα συμφέροντά τους έρχονται σε αντίθεση με την πρόοδο της βιομηχανίας. Και πάντα ενάντια στην αστική τάξη όλων των άλλων χωρών. Σε όλους αυτούς τους αγώνες βρίσκεται υποχρεωμένη να κάνει έκκληση στο προλεταριάτο, να ζητάει τη βοήθειά του και να το τραβάει έτσι στην πολιτική κίνηση. Έτσι η ίδια η αστική τάξη προμηθεύει στους προλετάριους τα δικά της στοιχεία μόρφωσης, δηλαδή τους προμηθεύει όπλα ενάντια στον ίδιο τον εαυτό της».

Η αστική τάξη είναι μειοψηφία και για να δίνει τις όποιες μάχες της, οικονομικές, πολεμικές, ταξικές, έχει ανάγκη να κινητοποιεί πίσω της αν όχι ολόκληρη την εργατική τάξη, τουλάχιστο το μεγαλύτερο τμήμα της. Αυτή την κινητοποίηση την εξασφαλίζουν όλοι οι θεσμοί της, ο στρατός, η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, η εκκλησία. Μα τον ρόλο κλειδί τον παίζουν οι πολιτικοί εκφραστές της που δίνουν μορφή στους πολιτικούς στόχους της, έτσι ώστε να αποσπούν τη συναίνεση των εργατών και των άλλων στρωμάτων που οι αστοί θέλουν να σύρουν πίσω τους.

Μια πολιτική κρίση βάζει σε αμφισβήτηση εκείνο το «έχει για την ώρα τη δύναμη να το κάνει αυτό» που γράφει ο Μαρξ. Δεν ξέρουμε πόσο μπορεί να κρατήσει η αμφισβήτηση αυτού του «για την ώρα». Αλλά σίγουρα είναι καθήκον της Αριστεράς και ιδιαίτερα της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να την αξιοποιήσει σωστά όσο κρατάει.

Η πολιτική, και μάλιστα η επαναστατική πολιτική, δεν είναι μηχανική, είναι τέχνη. Δεν αρκεί μια σωστή αντικειμενική ανάλυση και ένα σχέδιο. Χρειάζεται τέχνη για να μεταφέρονται αυτά τα στοιχεία στη ζωντανή δράση χιλιάδων ανθρώπων που ριζοσπαστικοποιούνται. Χρειάζεται πρωτοβουλία, φαντασία, τόλμη από τη μεριά της Αριστεράς απέναντι στο συντηρητισμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την ρουτίνα της παραδοσιακής ρεφορμιστικής πολιτικής. Η οξύτητα της συνδυασμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης σημαίνει ότι τα παλιά εργαλεία των συνδικαλιστικών και κοινοβουλευτικών συμβιβασμών δεν δουλεύουν. Οι επαναστάτες είναι το απαραίτητο πρωτοβουλιακό στοιχείο για να μπορέσει το εργατικό κίνημα να αντικαταστήσει το παλιό με το καινούργιο.