- Πέμ, 30/05/2013 - 16:00
Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ: να ξαναβρούμε την πολιτική μας τόλμη!
Σίγουρα είναι πολύ σημαντικό στοιχείο ότι μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ γίνεται επιτέλους μια έντονη και ουσιαστική συζήτηση για τη στρατηγική και την τακτική και δεν πηγαίνομε σε μια συνδιάσκεψη παράλληλων μονολόγων. Κανείς δεν έχει να χάσει από την έντονη αλλά συντροφική αντιπαράθεση. Στην πραγματικότητα το κομβικό ερώτημα στη συνδιάσκεψή μας έχει να κάνει με το πώς εκτιμούμε τη συγκυρία γύρω μας. Εάν εκτιμούμε ότι η στιγμή της οριακής πολιτικής κρίσης, της κρίσης ηγεμονίας πέρασε (ή δεν υπήρξε και ποτέ) και σήμερα πλέον ο συσχετισμός σταθεροποιείται υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου, στην κατεύθυνση ενός ακραίου φασίζοντος μετα-νεοφιλελευθερισμού, τότε έπεται ότι το βασικό καθήκον είναι η πολιτική συγκρότηση, κύρια με ιδεολογικούς όρους, η ισχυροποίηση του επαναστατικού πόλου, η προετοιμασία για μελλοντικές εξεγέρσεις, που όμως δεν θα έρθουν σύντομα, η συντήρηση κοινωνικών αντιστάσεων. Σε μια τέτοια εκτίμηση είναι σαφές ότι δεν τίθεται ως προτεραιότητα η αναμέτρηση με ερωτήματα όπως η εξουσία και η ηγεμονία, εφόσον ο συσχετισμός θεωρείται δεδομένος. Παρότι η σχετική υποχώρηση των κινημάτων και η εικόνα «πρωτοβουλίας των κινήσεων» για την κυβέρνηση Σαμαρά (εν πολλοίς ως αποτέλεσμα και της εντυπωσιακής αντιπολιτευτικής αφλογιστίας του ΣΥΡΙΖΑ) δείχνουν να ενισχύουν μια τέτοια εκτίμηση, εκτιμώ ότι απέχει από την πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, η πολιτική κρίση παραμένει ενεργή και ως αποτέλεσμα της τρομακτικής κοινωνικής κρίσης και ως αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να προσφέρουν μια εναλλακτική ηγεμονική αφήγηση επενδύοντας μόνο στην αποκαρδίωση και τον εξατομικευμένο επιβιωτισμό. Σε αυτή τη συνθήκη, η δυνατότητα μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών ανατροπών, η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός νέου ιστορικού μπλοκ των δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού και η εκκίνηση πολιτικών ακολουθιών που θα ξαναθέσουν το ζήτημα της σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής παραμένει ενεργή. Μια τέτοια εκτίμηση σημαίνει ότι η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να σκέφτεται μόνο με όρους αναπαραγωγής, οργανωτικής ανάπτυξης και αριστερής αντιπολίτευσης σε μια ρεφορμιστική Αριστερά στην οποία θα έχει εκχωρήσει τη δυνατότητα να κάνει πολιτική. Αντίθετα, η επαναστατική Αριστερά καλείται να σκεφτεί με όρους ηγεμονίας και εξουσίας και όχι απλώς αντίστασης και ιδεολογικής κατοχύρωσης. Με αυτή την έννοια, το ερώτημα δεν είναι ανάμεσα στο δρόμο της κυβέρνησης και το δρόμο της επανάστασης, αλλά πώς μπορεί να ξεκινήσει μια επαναστατική διαδικασία μέσα στις δοσμένες ελληνικές συνθήκες. Εδώ οι απαντήσεις που έχουν τεθεί είναι συγκεκριμένες. Η μία απάντηση είναι αυτή που δίνει το ΚΚΕ που ρητά λέει ότι δεν υπάρχει θέμα επαναστατικής διαδικασία εφόσον δεν υπάρχει το βασικό κριτήριο της επαναστατικής κατάστασης, δηλαδή η μαζική ιδεολογική συνειδητοποίηση, ήτοι η πλειοψηφική προσχώρηση της εργατικής τάξης στο ΚΚΕ. Η άλλη απάντηση είναι αυτή που λέει ότι υπάρχουν δυνατότητες, αλλά στοχάζεται την επαναστατική διαδικασία μέσα από τις εικόνες που στοίχειωσαν την μνήμη του εργατικού κινήματος (και που συχνά λένε τη μισή αλήθεια για τότε…) ως «γενική απεργία» και «εξέγερση» που θα οδηγήσει στην ταχεία κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και στην άνοδο των επαναστατικών δυνάμεων στην εξουσία, με αποτέλεσμα να καταλήγει – από άλλη κατεύθυνση – στην εκτίμηση περί της μη ωριμότητας των συνθηκών. Μια τρίτη άποψη λέει ότι σε πρώτη φάση τα πράγματα θα οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση των ρεφορμιστών, αλλά αυτή θα προσκρούσει σε αντιφάσεις και τότε θα βγουν στο προσκήνιο οι επαναστάτες που κυρίως θα δουλεύουν «από τα κάτω» και θα επιβάλουν συνθήκες εργατικού ελέγχου και τελικά εργατικής εξουσίας. Οι εκτιμήσεις αυτές εκ των πραγμάτων βάζουν στις επαναστατικές δυνάμεις το καθήκον κύρια της πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης και της εκ των αριστερών κριτικής και όχι της οικοδόμησης μιας σύγχρονης (αντι)ηγεμονίας. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη απόπειρα απάντησης, που βγαίνει μέσα από την ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος, τα διδάγματα από τις αλλεπάλληλες «ήττες της επανάστασης» στη Δύση, τη γνώση που προσφέρουν σύγχρονα πειράματα στη Λατινική Αμερική με όλη την αντιφατικότητά τους. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η επαναστατική διαδικασία παραπέμπει σε μια πολύ πιο σύνθετη και αντιφατική κατάσταση που συνδυάζει τη βαθιά πολιτική κρίση, την αποστοίχηση μαζών από τα κόμματα εξουσίας, το ξεδίπλωμα μορφών σύγχρονης δυαδικής εξουσίας με τη δυνατότητα κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας μέσα σε μια συνθήκη κατάρρευσης και υποχώρησης των συστημικών κομμάτων. Αυτή η εκτίμηση βάζει άλλες προτεραιότητες για τις δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς. Άλλωστε, πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν άλλαξε ο συσχετισμός μέσα στην Αριστερά; Στις αρχές της άνοιξης του 2012, όσο η συζήτηση στην Αριστερά ήταν ακόμη στο «διάλεξε αντιπολίτευση», το ΚΚΕ πήγαινε πολύ καλύτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις. Το πράγμα άλλαξε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, με τρόπο δεξιό και αστόχαστο, έθεσε το ζήτημα «διάλεξε κυβέρνηση και εξουσία» και εντόπισε τον κόμβο της πολιτικής ανατροπής σε μια συνθήκη που δεν ισχύει το σχήμα του «εκβιασμού των αστικών κυβερνήσεων». Και το πράγμα και τώρα εκεί και κρίνεται, στη δομική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπήσει πολιτικά και προγραμματικά τη δυναμική αυτή της πολιτικής ανατροπής, αφήνοντας το περιθώριο στις μνημονιακές δυνάμεις να παίρνουν πρωτοβουλίες. Εάν λοιπόν θέλουμε να ανατρέψουμε το συσχετισμό στην Αριστερά θα πρέπει να τοποθετηθούμε εκεί όπου κρίνεται ο συσχετισμός δύναμης μέσα στην κοινωνία, στα ερωτήματα που η ζωή θέτει. Και τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν να κάνουν με τις δικές θεωρητικές και ιδεολογικές τελετουργίες αλλά με συγκεκριμένα ερωτήματα: τι μπορεί να γίνει; Πώς μπορεί να γίνει; Ποιοι μπορούν να το πετύχουν; Το τι μπορεί να γίνει είναι το μεταβατικό πρόγραμμα. Με κεντρικές αιχμές την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ, τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις, τη ριζική αναδιανομή εισοδήματος, τη γενίκευση πρακτικών εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης. Με επεξεργασία που να το κάνει εναλλακτική αφήγηση, άλλο δρόμο για την νεοελληνική κοινωνία. Με προσπάθεια να εμπνεύσει την κοινωνία σε μια δύσκολη αλλά ελπιδοφόρα συλλογική προσπάθεια. Σε συνδυασμό με μια πολιτιστική και ηθικά αναγέννηση. Όχι, όμως, ως άθροισμα δογματικών «άρθρων πίστης», όχι με θεολογική αντιμετώπιση λες και ο λόγος φτιάχνει τον κόσμο, όχι με άρνηση της ιεράρχησης με κριτήριο να φανεί στο χαρτί ότι «τα λέμε χοντρά». Είναι δυνατόν να λέμε ότι σήμερα η αμφισβήτηση των κεντρικών πυλώνων της αστικής στρατηγικής τα τελευταία 50 χρόνια (του «ευρωπαϊκού δρόμου» και του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού) είναι τεμαχισμός του επαναστατικού προγράμματος; Εκτός και εάν προτάσσουμε την «κουλτούρα του αμφιθεάτρου» απέναντι στην ανάγκη να απαντήσουμε στην αγωνία μιας κοινωνίας για επιβίωση και ελπίδα. Το πώς μπορεί να γίνει αφορά το ερώτημα της εξουσίας. Χωρίς πολιτική τομή, αναγκαστικά αντιφατική και διακυβευόμενη, δεν μπορεί να ανοίξει δρόμος ελπίδας. Μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, στη δοσμένη συνθήκη μπορεί και πρέπει ταυτόχρονα να οργανώσει τις σύγχρονες μορφές δυαδικής εξουσίας (με αφετηρία τις «πλατείες», τις λαϊκές συνελεύσεις, εμπειρίες όπως οι ΒΙΟ.ΜΕ, τις μορφές εργατικής δημοκρατίας του αγώνα στις μεγάλες απεργίες και καταλήψεις και όχι με ατέρμονη φαντασίωση των «νέων σοβιέτ»), να επεξεργαστεί το περιεχόμενο του μεταβατικού προγράμματος και να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία όχι με όρους διαχείρισης αλλά σύγκρουσης και ανατροπής. Με τομή με την μέχρι τώρα αστική νομιμότητα μέσα από μια «Συντακτική Διαδικασία» που θα περιορίζει το δικαίωμα στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και θα απελευθερώνει τη λαϊκή πρωτοβουλία. Με όξυνση των αντιθέσεων και προσπάθεια επαναστατικοποίησης των κρατικών μηχανισμών. Με προοπτική υπέρβασης του κοινοβουλευτισμού προς ανώτερες μορφές δημοκρατίας που να συνταιριάζουν την αντιπροσώπευση με τη συμμετοχή.
Το ποιες και ποιοι αφορούν το ερώτημα του Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου. Προφανώς και μια τέτοιας κλίμακας αναμέτρηση απαιτεί τη συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων. Αυτό δεν μπορούμε να το δούμε με όρους «ενότητας της Αριστεράς» γιατί αυτό θα σήμαινε ηγεμόνευση από δεξιές λογικές. Δεν μπορούμε, όμως, και να το δούμε απλώς και μόνο ως μετωπική ενότητα των επαναστατικών ή κομμουνιστικών δυνάμεων. Χρειάζεται καταρχάς μετωπική ενότητα όλων εκείνων που αποδέχονται το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα και μια ριζοσπαστική κατεύθυνση για το ερώτημα της εξουσίας, ακόμη και εάν δεν προέρχονται από την παράδοση της επαναστατικής Αριστεράς, παράλληλα με προσπάθεια αυτή η μετωπική ενότητα να αλλάξει συσχετισμούς μέσα στην Αριστερά, να προκαλέσει μετατοπίσεις, ρήξεις με δεξιές λογικές και νέες ανασυνθέσεις. Σε περιόδους κρίσης τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν γρήγορα εάν υπάρχει πολιτική πρόταση που απαντά σε ιστορικά ερωτήματα και γι’ αυτό είναι επιτακτικό να υπάρξει επιτέλους η μαζική Αριστερά που να κάνει την πολιτικά ακάλυπτη εντεινόμενη αποδοκιμασία της ΕΕ και του ευρώ πολιτικό ρεύμα ρήξης και ανατροπής. Προφανώς και ένα τέτοιο μέτωπο που δεν θα περιλαμβάνει μόνο την ιστορική επαναστατική Αριστερά θα είναι περισσότερο αντιφατικό αφού θα συγκεντρώσει ευρύτερες πολιτικές αλλά και κοινωνικές δυνάμεις. Όμως, αυτό ακριβώς είναι το νόημα της μετωπικής πολιτικής: μέτωπο σημαίνει ενότητα μέσα στη διαφορά, σημαίνει αντιθέσεις, σημαίνει μάχη για την ηγεμονία. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι μιλάμε για δυνάμεις και αγωνιστές που μοιράζονται κοινές ανησυχίες τις οποίες πρέπει να αφουγκραστούμε εάν θέλουμε να συντονιστούμε και να συμπορευτούμε. Για καιρό παλεύαμε ώστε δυνάμεις από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν ρήξη, να μετατοπιστούν στην κατεύθυνση του μεταβατικού προγράμματος και της λογικής των ανατροπών: αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει τώρα με το «Σχέδιο Β’» και τη σαφώς αριστερότερη και μαχητικότερη τοποθέτησή του από ό,τι όταν ξεκίναγε το ΜΑΑ; Ελπίζαμε για καιρό σε διαφοροποιήσεις από το ΚΚΕ και ξέσπασε φέτος η εντονότερη εσωτερική συζήτηση στο ΚΚΕ μετά το 1992: θα συντονιστούμε με τα σημεία που βάζουν οι αριστερές φωνές στο ΚΚΕ (μετωπική πολιτική, μεταβατικό πρόγραμμα και όχι επαναστατικός βερμπαλισμός, διαλεκτική όξυνσης της ταξικής πάλης και διεκδίκησης και της κυβερνητικής εξουσίας) ή θα προτιμήσουμε τον αριστερισμό-σεχταρισμό της σημερινής ηγεσίας και θα τους καταγγείλουμε τους μειοψηφούντες για «δεξιούς»; Αγχωθήκαμε και δικαιολογημένα όταν τυχάρπαστες φιγούρες τύπου Καζάκη λεηλατούσαν αριστερό δυναμικό μέσα στο «αντιμνημονιακό κίνημα»: τώρα που τέτοια κομμάτια κινούνται προς λογική Αριστερού Μετώπου γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα θα πούμε ότι δεν μας κάνουν; Καλούσαμε άλλες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να εγκαταλείψουν μοναχικούς δρόμους: θα αποκηρύξουμε τώρα τις/τους σ. της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ανασύνταξη επειδή ορθά υπενθυμίζουν τη συζήτηση για την «εργατική κυβέρνηση»; Πιστεύουμε ότι μπορούμε π.χ. να πάμε σε μεγάλες πολιτικές (και εκλογικές) μάχες και αντί για τη δυναμική της ενότητας να πρέπει να αναζητούμε επιχειρήματα γιατί δεν επιλέξαμε να συνεργαστούμε με τάσεις που στα μάτια του κινήματος λένε περίπου τα ίδια με εμάς; Πάνω από όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε το βασικό: κάνοντας τώρα ένα κρίσιμο μετωπικό άνοιγμα, δείχνοντας στην πράξη ότι θέλουμε να συναντηθούμε με άλλα ρεύματα ανοίγουμε το δρόμο για να συμπορευτούμε με ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό από τις τάσεις που αναφέρθηκαν και το οποίο αναζητά μια νικηφόρα αριστερή διέξοδο. Και να το πούμε και διαφορετικά – και αυτοκριτικά! Στην ελληνική επαναστατική Αριστερά συγχέουμε συχνά το ερώτημα του μετώπου με το ερώτημα της ανασύνθεσης ενός σύγχρονου επαναστατικού κομμουνιστικού ρεύματος. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως δυνάμεις που αναφέρονται σε μια επαναστατική κομμουνιστική στρατηγική, θα έπρεπε να αποτελούν – μαζί με άλλους – τη μαγιά ενός σύγχρονου επαναστατικού κόμματος, όχι απλώς ενός «μετώπου». Ότι κουβαλάμε όλη την αρνητική κληρονομιά της πολυδιάσπασης, του μικρόκοσμου, της αυτόκλητης αναγόρευσης σε κληρονόμους της επαναστατικής γραμμής και άρα δεν τολμούμε να κάνουμε το βήμα της αυτοϋπέρβασης, δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν αρκεί πλέον μόνο το μέτωπο της επαναστατικής Αριστεράς. Ας είμαστε επομένως πιο αποφασιστικοί και στα δύο ερωτήματα, τολμώντας να ξανανοίξουμε τη συζήτηση για τον αναγκαίο κομμουνιστικό φορέα, προχωρώντας αποφασιστικά σε ευρύτερες μετωπικές ενότητες. Σημαίνουν όλα αυτά ότι παραμερίζεται ή υποβαθμίζεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Όχι, σημαίνει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη της και επιτέλους κάνει πολιτική, παίρνει πρωτοβουλίες, ανατρέπει συσχετισμούς. Στο χώρο πέραν του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ είμαστε η πιο ισχυρή δύναμη, με σημαντική κοινωνική γείωση και πανελλαδική δικτύωση. Είμαστε η πρώτη δύναμη που έθεσε το μεταβατικό πρόγραμμα, που επέμεινε στην κλιμάκωση των αγώνων, που έστω και με αντιφάσεις αναγνώρισε και στήριξε όλες τις μορφές του λαϊκού ξεσηκωμού. Όμως, όλα αυτά δεν αρκούν. Πρέπει να γίνουμε η δύναμη ανατροπής των συσχετισμών μέσα στην κοινωνία και στην Αριστερά. Αυτό δεν θα γίνει απλώς με το να ενισχυθούμε ή να προβάλουμε τη γραμμή μας. Πρέπει να συναντηθούμε με κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, εκπροσωπήσεις, αναζητήσεις. Πρέπει να τις χρωματίσουμε και να τις επηρεάσουμε και όχι να τις καταγγείλουμε προκαταβολικά. Πρέπει να βγούμε έξω από τα όρια της δικιάς μας συζήτησης και τολμηρά να διεκδικήσουμε από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ το δικαίωμα να έχουμε και εμείς ολοκληρωμένη πρόταση, αφήγηση και στρατηγική για το τι θα πρέπει να κάνει η Αριστερά στον τόπο μας εάν δεν θέλουμε να πάει χαμένη η δυναμική της τελευταίας διετίας. Και σε τελική ανάλυση όσο πιο μαζικό το πεδίο, τόσο καλύτερη δεν είναι και η δοκιμασία μιας επαναστατικής γραμμής; Σε τελική ανάλυση η δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προήλθε ούτε από τη λογική του μικρόκοσμου, δεν ήρθε από τον επαναστατικό βερμπαλισμό που συχνά μας χαρακτήρισε, δεν ήρθε από τις εξαντλητικές «συνθέσεις» και τις «μάχες λέξεων» στα κείμενα. Ήρθε γιατί δείξαμε ότι αφήνουμε στην άκρη το παθολογικό σεχταρισμό, την αυταρέσκεια και τα φοβικά αντανακλαστικά μας. Ήρθε γιατί αποδείξαμε ότι διαμορφώνουμε νέα πεδία ενότητας. Την ίδια τόλμη πρέπει να δείξουμε και τώρα. Το νήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το κόκκινο νήμα της ανατροπής, είναι η υπέρβαση και η αποφασιστική μετωπική πολιτική, όχι ο συντηρητισμός και η αναδίπλωση που θα μας φέρουν πίσω στα πέτρινα χρόνια της διάσπασης και του κατακερματισμού. Οι θρησκείες συνήθως τιμούν τη συνέπεια, την προσήλωση και τη σταθερότητα της πίστης. Οι επαναστάσεις απαιτούν την τόλμη, την διαρκή αλλαγή, την επιδίωξη της αέναης δημιουργίας νέων μορφών και πρακτικών. Το 2009 ανοίξαμε μια χαραμάδα ελπίδας. Στα χρόνια που ακολούθησαν γευτήκαμε ότι η επαναστατική πολιτική δεν είναι φράση σε βιβλία αλλά ιστορικό βίωμα και δυνατότητα. Σε αρκετές στιγμές την πολιτική τόλμη μας την ξεχάσαμε και φερθήκαμε αναντίστοιχα στο ίδιο μας το βίωμα. Όμως, το στοίχημα παραμένει ανοιχτό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί με τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες που θα πάρει να γίνει καταλύτης ώστε να αλλάξουν τα πράγματα στην κοινωνία και στην Αριστερά και το ερώτημα μιας σύγχρονης επαναστατικής διαδικασίας να γίνει υλική δυναμική. Γιατί, όπως έλεγε ο γερο-Κάρολος, οι επαναστάσεις την ποίησή τους την αντλούν από το μέλλον! |