• Τρί, 04/06/2013 - 13:01
Αντιρατσιστική ρητορεία στα όρια της δίωξης του πολιτικού λόγου [του Κώστα Παπαδάκη]

ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Η συζήτηση που διεξάγεται για το σχέδιο νόμου για την «καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» επιβάλλει την τοποθέτηση της προοδευτικής νομικής διανόησης απέναντι στην υποκριτική επικοινωνιακή διαχείριση του φασιστικού κινδύνου.

Το ποινικό δίκαιο είναι δίκαιο πράξεων και όχι προθέσεων, δίκαιο πραγματικής και όχι αντικειμενικής ή πολιτικής ευθύνης, δίκαιο που διώκει και τιμωρεί εγκληματικές πράξεις και συμπεριφορές και όχι ιδεολογίες και φρονήματα. Ο περιορισμός του αυτός αποτελεί αδιαπραγμάτευτη κατάκτηση στην διαχρονική εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εποικοδόμημα του νομικού πολιτισμού.

Οι ιδεολογίες δεν διώκονται ποινικά, όσο και είναι η αν αντιμετωπίζονται ως «ακραίες» από την εκάστοτε εξουσία. Η απαγόρευσή τους είναι όχι μόνο  ανεπίτρεπτη υπό συνταγματικό καθεστώς πολιτικών ελευθεριών (Σ 5, 14), αλλά και ιστορικά αναποτελεσματική. Η ανοχή των πολιτικών διώξεων παρέχει το άλλοθι σε κάθε εξουσία να τις διευρύνει, περιλαμβάνοντας συχνά και τις αντίθετες.

Οι φασιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται τα τελευταία χρόνια, αποτελούν πολιτικό φαινόμενο, του οποίου η αντιμετώπιση δεν μπορεί να είναι διαφορετική.

Ως προς τις αξιόποινες πράξεις που συνδέονται με αυτές, το υπάρχον νομικό οπλοστάσιο είναι ικανό να τις αντιμετωπίσει, εφόσον βεβαίως εφαρμόζεται. Η εφαρμογή του απαιτεί την ύπαρξη σχετικής πολιτικής βούλησης από το όλο σύστημα εξουσίας (κυβέρνηση, αστυνομία, εισαγγελίες, δικαστήρια). Συνιστά :

α) Παράνομη βία (Π.Κ. 330 – φυλάκιση μέχρι δύο ετών), η συμπεριφορά όσων με βία ή απειλή βίας υποχρεώνουν μικροπωλητές να εγκαταλείπουν τον τόπο της δραστηριότητάς τους, λαϊκές αγορές κτλ.

β) Εκβίαση (Π.Κ. 385 – φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και υπό προϋποθέσεις κακούργημα), η συμπεριφορά όσων απειλούν και εκβιάζουν εργοδότες να προσλαμβάνουν έλληνες υπαλλήλους στη θέση μεταναστών με την απειλή ζημιάς στην επιχείρησή τους.

γ) Ελευθέρωση κρατουμένου, η πράξη αυτού που εισβάλλει σε μία αστυνομική κλούβα και απελευθερώνει με βία κάποιον που έχει συλληφθεί (Π.Κ. 172 – φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών).

δ) Εμπρησμό (Π.Κ. 264 παρ. β΄ - κακούργημα αν μπορούσε να προξενήσει κίνδυνο για άνθρωπο), ή φθορά ξένης περιουσίας με φωτιά (Π.Κ. 382 παρ. 2 γ΄- φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών) οι δολιοφθορές σε καταστήματα κτλ.

ε) Απρόκλητη επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού (Π.Κ. 308, 308Α, 309 – φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους), ή απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης 310 – Π.Κ. κακούργημα) κατά περίπτωση οι τραμπουκισμοί.

στ) Σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (Π.Κ. 187 – διαρκές κακούργημα) η ένωση τριών η περισσοτέρων με διαρκή δομή και δράση για διάπραξη συγκεκριμένων κακουργημάτων.

ζ) Επιβαρυντική περίσταση η τέλεση  αξιόποινων πράξεων, ακόμη και πλημελημματικών με τρόπο η υπό συνθήκες η σε έκταση που απειλούν τις συνταγματικές δομές  της χώρας κλπ (Π.Κ. 187Α).

Σημείωση : Ο γράφων όχι μόνο δεν υποστηρίζει τις τελευταίες δύο διατάξεις (συνδυασμός «τρομονόμων» Σταθόπουλου – ΠΑ.ΣΟ.Κ. ν. 2928/2001, Παπαληγούρα Ν.Δ. ν. 3251/2004 και ΠΑ.ΣΟ.Κ. Καστανίδη ν. 3875/2010), αλλά έχει αγωνισθεί εναντίον τους μέσα και έξω από τα δικαστήρια. Τις παραθέτει χάριν πληρότητας ενημέρωσης και προς συναγωγή συμπερασμάτων…

Το ότι οι  παραπάνω ποινικές διατάξεις δεν έχουν ενεργοποιηθεί ποτέ σε πληθώρα ρατσιστικών και φασιστικών επιθέσεων αποδεικνύει  ότι αυτό το οποίο λείπει δεν είναι η ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου, αλλά η πολιτική βούληση εφαρμογής του.

Εάν δράστες ήσαν αριστεροί ή αναρχικοί, θα σέρνονταν, όπως και επανειλημμένα συνέβη, στα δικαστήρια και στις φυλακές με εξοντωτικές ποινικές διώξεις και τιμωρίες.

Η πρόκληση σε άλλον της απόφασης να διαπράξει αξιόποινες πράξεις προβλέπεται και τιμωρείται επαρκώς από τις διατάξεις του Π.Κ. 46 παρ. 1 και 2 περί ηθικής αυτουργίας και προβοκάτσιας και συμπληρωματικά από τη διάταξη της απλής συνέργειας με ψυχική συνδρομή (Π.Κ. 47 παρ. 1). Κάθε προσπάθεια διεύρυνσης των ορίων της παραπάνω αντιμετώπισης εξέρχεται από τα όρια της ποινικής απειλής δίωξης πράξεων και παραβιάζει τα όρια ελευθερίας του πολιτικού λόγου.

Προβλέπεται υποχρεωτικά ως επιβαρυντική περίσταση η τέλεση αξιόποινης πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού (άρθρο 79 παρ. 3 Π.Κ). Σπάνια εφαρμόζεται.

Ισχύει - τυπικά τουλάχιστον - ο ν. 927/1979 για την αντιμετώπιση της έκφρασης καταφρόνησης εθνικών και φυλετικών ομάδων.

Η όλη συζήτηση καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με το αίτημα  να τεθεί εκτός νόμου η «Χρυσή Αυγή». Οι υποστηρικτές του έρχονται αντιμέτωποι με δύο σφάλματα :

Να προβλέψουν συμπεριφορές αξιόποινες ήδη τυποποιημένες και ενταγμένες στην ποινική νομοθεσία.

Ή να προσθέσουν στοιχεία δίωξης πολιτικού λόγου δημιουργώντας συνολικές προϋποθέσεις απαγόρευσής του, που ανάλογα με την πολιτική συγκυρία θα επεκταθούν.

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο διολισθαίνει στο δεύτερο : Διώκει αυτή καθαυτή την αντίθετη άποψη ως προς τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, κατά της ανθρωπότητας, πολέμου και ναζισμού, επεκτείνει τις κυρώσεις κατά κομμάτων και Μ.Μ.Ε, παρέχοντας τους εκπληκτικό άλλοθι για να φιμώνουν ιδίως «ακραίες» απόψεις.

Προβλέπει να μην απελαύνονται υπήκοοι τρίτων χωρών, θύματα ή ουσιώδεις μάρτυρες (άλλων από τις προβλεπόμενες στο νομοσχέδιο) εγκληματικών πράξεων. Αλλά και αυτό ήδη «ισχύει» για θύματα εμπορίας ανθρώπων ( άρθρο 46 Ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο  4 παρ. 6 ν. 3875/2010). Θα αρκούσε η διεύρυνση της ρύθμισης αυτής και όχι ολόκληρο νομοσχέδιο.  Όμως και η προβλεπόμενη σε αυτό «προστασία» παρέχεται ελλιπώς, δηλαδή «υπό τον όρο ότι αυτοί δεν απειλούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια», όταν είναι γνωστό ότι με την αιτιολογία αυτή απελαύνονται καθημερινά χιλιάδες αλλοδαποί χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση.

Η θέσπισή του θα αναστήσει στην πράξη  τις μετεμφυλιακές διατάξεις που επιβιώνουν στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 141, 182, 183, 184, 192 κ.α.) και με έννοιες παρεμφερείς και αόριστες όπως «παρότρυνση ή διέγερση σε βιαιοπραγίες ή μίσος», συγχέουν τα όρια της εγκληματικής πράξης και του πολιτικού λόγου και δημιουργούν όρους καταστολής του.

Η ανοχή της απαγόρευσης του πολιτικού λόγου αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου, με τη συνδρομή της θεωρίας των δύο άκρων, η απαγόρευση να επεκταθεί στον αντικαπιταλιστικό, αριστερό και  αντιεξουσιαστικό χώρο, των οποίων η δράση αποσκοπεί στον μετασχηματισμό του σημερινού κοινωνικού, πολιτικού και συνταγματικού συστήματος.

Προφανής η ένοχη συνείδησή τους απέναντι στα θύματα του ρατσισμού και στο αντιρατσιστικό κίνημα, αλλά και η ανάγκη της ΔΗΜ.ΑΡ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να διαφοροποιηθούν από τη Νέα Δημοκρατία, όσο και του Υπουργού Δικαιοσύνης να εξιλεωθεί από σωρεία αυταρχικών νομοθετημάτων που  διατηρεί σε ισχύ, αντίθετα με όσα υποστήριζε (τρομονόμοι, κουκουλονόμος, επιστρατεύσεις, καταστολή απεργιών), για άλλα που ετοιμάζει (όπως ο πλήρης περιορισμός των προσωρινών διαταγών και ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)  αλλά και τον γενικότερο περιορισμό της έννομης προστασίας, τη συνεχή συρρίκνωση δικαιωμάτων, αύξηση παραβόλων, διάλυση των δικαστηρίων και τη λειτουργία τους μόνο ως μηχανισμού καταστολής.

Αλλά η ξενοφοβία και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις. Αντίθετα οι απαγορεύσεις ηρωοποιούν, συσπειρώνουν και προβάλλουν εν τέλει θετικά τον «στόχο» τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι ο τρόπος με τον οποίο «καταπολεμάται» η Χρυσή Αυγή από κόμματα της κυβέρνησης και Μ.Μ.Ε. προκαλεί περισσότερο τη διαφήμιση και ηρωοποίησή της  και την ανεβάζει δημοσκοπικά ως δήθεν αντίθετη στο κατεστημένο, ενώ είναι το ίδιο που την κατασκευάζει ως «αντίπαλό του».

Ο φασισμός δεν κινδυνεύει από το αστικό κράτος. Αυτό και οι πολιτικές του τον γεννούν. Η καταπολέμησή του δεν χρειάζεται «προοδευτικούς» τρομονόμους και ιδιώνυμα, ούτε μεταγλώττιση διατάξεων που έχουν αποδοκιμαστεί από την πολύχρονη επιρροή της κινηματικής αντίστασης, ώστε να περιπέσουν σε αχρησία. Αντιμετωπίζεται από το κίνημα με όπλο όχι τον περιορισμό και τη συρρίκνωση ελευθεριών και δικαιωμάτων, αλλά την ίδια την ιστορική και πολιτική απογύμνωσή του.

Αθήνα, 27/5/2013

Κώστας Παπαδάκης,

Δικηγόρος, πρώην μέλος Δ.Σ. Δ.Σ.Α.