- Παρ, 16/08/2013 - 22:22
Ας πεθαίνουν οι φτωχοί… [του Θάνου Ανδρίτσου]
Στις 13 Αυγούστου το βράδυ, ο 19χρονος Θανάσης Καναούτης έχασε τη ζωή του καθώς πήδηξε από το εν κινήσει τρόλεϊ στο οποίο επέβαινε, για να γλιτώσει από τον έλεγχο εισιτηρίων. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί: Μα καλά κι αυτός πήδηξε από λεωφορείο; Χαζός είναι; Για μαγκιά το έκανε; Και στην τελική, γιατί δεν έκοψε το εισιτήριο; Τι σόι τζαμπατζής είναι; Όχι κανένας αδίστακτος δολοφόνος με τρία χέρια, αλλά η –υποτίθεται- προοδευτική συγγραφέας, Λένα Διβάνη, αναφώνησε πρώτη, χωρίς καμία ενοχή ή δεύτερη σκέψη, την άποψή αυτή. Δεν έχει πολιτική, κοινωνική σημασία το γεγονός, είναι ένα ατυχές περιστατικό, που βασίζεται στην προσωπική απερισκεψία. Το πώς αντιδρά ο καθένας σε αυτή την είδηση, το τι συμπεράσματα και σκέψεις κάνει με βάση αυτή, είναι ένα σημαντικό τεστ. Τεστ όχι μόνο συνείδησης και ανθρωπιάς αλλά και ιστορίας. Λίγους μήνες πριν, δύο σπουδαστές στη Λάρισα πέθαναν από τις αναθυμιάσεις που προκάλεσε το αυτοσχέδιο μαγκάλι με το οποίο προσπάθησαν να ζεσταθούν. Τότε ανέλαβαν άλλοι να εκπροσωπήσουν τη φωνή της εξυπνάδας και της λογικής. Μα καλά, είναι δυνατόν να μην ξέρουν ότι οι αναθυμιάσεις προκαλούν κακό στην υγεία; Νέα, μορφωμένα παιδιά, να κάνουν τέτοια χαζομάρα; Δεν έχει πολιτική, κοινωνική σημασία το γεγονός, είναι ένα ατυχές περιστατικό, που βασίζεται στην προσωπική άγνοια. Στις 27 Οκτώβρη του 2005, μια παρέα πιτσιρικάδων μεταναστών στα Γαλλικά προάστια, μετά από την μπάλα έπεσε πάνω στην αστυνομία. Στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, δύο νέοι πήγαν να κρυφτούν σε έναν ηλεκτρικό σταθμό και σκοτώθηκαν από ηλεκτροπληξία. Ήταν η αφορμή για τη γνωστή βίαιη εξέγερση στα γαλλικά προάστια. Όμως κι εκεί υπήρξαν πολλοί που έτρεξαν να επιτεθούν στο λαϊκισμό που κατηγορεί την εξουσία. Μα ποιός είναι τόσο ανόητος, ώστε να πάει καταπάνω σε ηλεκτροφόρα καλώδια; Είναι κρίμα ο χαμός τους, αλλά κι αυτά αν κάθονταν σπίτι τους, ή αν ήταν λίγο πιο έξυπνα θα απέφευγαν το θάνατο; Δεν έχει πολιτική, κοινωνική σημασία το γεγονός, είναι ένα ατυχές περιστατικό, που βασίζεται στην προσωπική απροσεξία. Είναι σίγουρο ότι το πρώτο που κρίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το πόσο άνθρωπος είναι πραγματικά ο καθένας. Για παράδειγμα, το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό είναι το πόσο άδικο, εξοργιστικό, ακατανόητο, ανείπωτο, τραγικό είναι να χάνει τη ζωή του ένα παλικάρι 19 χρονών για ένα εισιτήριο, για 1,40 ευρώ; Ή το ότι κάποια βλακεία θα έκανε, κάποια μαγκιά, κάποια χαζομάρα, το ότι εσύ δε θα έκανες ποτέ μια τόσο απρόσεκτη ενέργεια; Ή μήπως θα έτρεχες να δηλώσεις γρήγορα ότι πρόκειται για ένα τελείως τυχαίο, μεμονωμένο περιστατικό που τίποτα περισσότερο δε συμβολίζει, που κανέναν άλλο ένοχο δεν έχει; Σε ενοχλεί περισσότερο ο θάνατος, η φτώχεια, οι τραγωδίες, τα δάκρυα, οι χαμένες ζωές, τα χαμένα όνειρα ή το ότι όλα αυτά μπορεί να λειτουργήσουν ως αιτίες για την ανατροπή του συστήματος που τόσο καιρό σε ταΐζει και τόσο πολύ αγαπάς; Και σε κάθε περίπτωση, σε τι αποσκοπείς με κάθε σου τοποθέτηση; Να εντυπωσιάσεις με τον ανεκδιήγητο κυνισμό σου που όμως εμφανίζεται ως δήλωση συγκράτησης και ψυχραιμίας ή να βοηθήσεις κι εσύ όσο μπορείς ώστε να σταματήσει ο θρήνος που ζούμε τα τελευταία χρόνια; Αν δε στεναχωριέσαι με το θάνατο ενός νέου τουλάχιστον μείνε στη σιωπή, δε χρειάζεται να ζητωκραυγάζεις σαν το κοινό των μονομάχων στο Κολοσσαίο. Όμως δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό το ζήτημα. Είναι βαθιά ταξικό. Και το πώς συμβαίνουν κάποια γεγονότα, και το πώς τα δέχονται οι άνθρωποι. Ο πλούσιος βουτυρομπεμπές της Εκάλης δε θα βρισκόταν μάλλον στη θέση του άτυχου Θανάση. Στις 13 Αυγούστου θα θεωρούσε πολύ «fail» να βρίσκεται στην πύρινη Αθήνα, ενώ θα μπορούσε να φωνάζει «τέλειαααα» στη Μύκονο, ή να κάνει καταδύσεις από το ιστιοπλοϊκό. Αν ήταν στην Αθήνα, σαφώς και θα επέλεγε να βολτάρει στην Κηφισιά ή τη Γλυφάδα, να πάει για ένα καφέ στο Κολωνάκι ή το βράδυ σε ένα κλαμπ στην παραλιακή και όχι στο Περιστέρι. Σιγά μην καταδεχόταν να μπει στο λεωφορείο μαζί με την πλέμπα, ή στο τρόλεϊ που μόνο από έξω έχει δει, ενώ θα μπορούσε να πάρει το αμάξι και να βάλει και κλιματισμό, και να πάρει και τους φίλους του, και τη νέα του κοπέλα. Αλλά και αν έπαιρνε λεωφορείο, το 1,40 θα του φαινόταν ένα φτηνό ή έστω απολύτως φυσιολογικό αντίτιμο για τη διαδρομή του, και ίσως από μαγκιά ή ευκαιριακή αφραγκία θα ήταν «τσαμπατζής». Αν τύχαινε και τον έπιανε ελεγκτής, πολύ δύσκολα θα επεδείκνυε τον ίδιο υπερβάλλοντα ζήλο μπροστά στο ακριβό του ρολόι, ο οδηγός θα δίσταζε να έχει την ίδια στάση στο κακομαθημένο που μετά την πρώτη αλητεία τώρα αρχίζει να περιγράφει τις διασυνδέσεις του πατέρα του. Σε κάθε περίπτωση, θα καταδεχόταν να πάει στο τμήμα, να πληρώσει το πρόστιμο και να δεχτεί ίσως το κατσάδιασμα των γονιών του, ή το να χάσει τη βραδινή του έξοδο, από το να πηδήξει από τα όχημα, ρισκάροντας τη ζωή του. Δε θα τη ρίσκαρε τη ζωή του. Μια ζωή που ξέρει ότι αξίζει πολύ περισσότερο από του φτωχού συνομήλικού του. Και δε θα ρίσκαρε, ούτε θα έχανε τη ζωή του, όχι γιατί είναι περισσότερο έξυπνος, πιο λογικός, πιο προσεχτικός, λιγότερο τολμηρός, μάγκας, αλήτης κτλ.. αλλά γιατί δεν είναι φτωχός. Γιατί για αυτόν το αντίτιμο του εισιτηρίου, ακόμα και το πρόστιμο, δεν είναι οικονομικά μεγέθη που μπορούν να του φέρουν σοβαρές δυσκολίες. Οι φοιτητές της Λάρισας, αν ήταν πλούσιοι θα πλήρωναν το καλοριφέρ και έτσι δε θα χρειαζόταν ποτέ να κριθούν οι γνώσεις τους στις ανθυγιεινές αναθυμιάσεις. Τα παιδάκια στη Γαλλία θα μπορούσαν να αγνοούν παντελώς τις επιπτώσεις του ηλεκτρικού ρεύματος αλλά να λιάζονται στις όχθες του Σηκουάνα αν δεν έμεναν στα φτωχά προάστια. Και ο Γιάννης Αγιάννης δε θα παρανομούσε αν δεν είχε ανάγκη το ψωμί για να μην πεινά. Θα έτρωγε παντεσπάνι όπως τον παρακινούσε η Μαρία Αντουανέτα. Θα σκεφτόταν ήρεμα, λογικά, έξυπνα, σαν τους μνημονιακούς κρατικοδίαιτους διανοούμενους, σαν τους δημοσιογράφους, σαν τους πανεπιστημιακούς που ποτέ δε θα κοιμούνταν με μαγκάλι, ποτέ δε θα ήταν τσαμπατζήδες και δε θα πήδαγαν από κινούμενα οχήματα, και ποτέ δε θα έπεφταν σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Άσε που αν είχαν κάποιο παράπονο, θα το εξέθεταν ψύχραιμα και όχι π.χ. με το να αυτοπυρπολούνται όπως ο άνεργος Μοχάμεντ Μπουαζίζι στην Τυνησία, που αποτέλεσε την έκρηξη που ξεκίνησε την αραβική άνοιξη. Όταν κάποιο γεγονός συμβαίνει διαφορετικά σε πλούσιους και φτωχούς είναι ένα γεγονός που έχει ταξική, πολιτική σημασία. Δε χρειάζεται να έχεις χίλια πτυχία για να το καταλάβεις. Το ότι κάθε γεγονός περιλαμβάνει μεγάλο ποσοστό τυχαιότητας και ιδιαίτερων συνθηκών ή προσωπικών –κακών ή καλών- επιλογών είναι τόσο προφανές που δε χρειάζεται να το επαναλαμβάνεις. Το πιο πιθανό θα ήταν να μην έχανε τη ζωή του ο Θανάσης Καναούτης. Αν δεν έπεφτε στον ελεγκτή, αν ο ελεγκτής ήταν άνθρωπος και όχι κτήνος, αν δεν πήδαγε με το λεωφορείο να τρέχει θέτοντας σε παράλογο κίνδυνο τη ζωή του, αν δεν χτύπαγε κατά την πτώση τίποτα δε θα είχε συμβεί. Όμως, η ιστορία γράφεται από γεγονότα των οποίων η ιδιαιτερότητα και η τυχαιότητα, παρότι είναι εμφανής, είναι υποδεέστερη της ευρύτερης κοινωνικής πραγματικότητας που αποκαλύπτουν. Δεν είναι πολιτική καπηλεία το να αναδεικνύεις τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις του γεγονότος. Όπως ειπώθηκε, το θέμα είναι ταξικό. Αν είσαι πλούσιος ή τάσσεσαι στο πλευρό της αστικής τάξης, των μνημονιακών κομμάτων και του συστήματος, πάντοτε την ευθύνη για το θάνατο ενός φτωχού τη φορτώνεις στον ίδιο το φτωχό. Και όχι μόνο το θάνατο, κάθε πιθανή κακουχία, δυστυχία κ.α. Ο άνεργος φταίει που δεν έχει δουλειά γιατί δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστικός. Ο φτωχός γιατί απέτυχε και δεν ήταν όσο έξυπνος ή δουλευταράς είναι ο πλούσιος. Ο «τσαμπατζής» γιατί είναι κωλόπαιδο και δε δίνει αυτά που οφείλει στο κράτος. Αν δεν είσαι με τους «πάνω», αν είσαι στους καταπιεζόμενους και αδύναμους, αν στέκεσαι πλάι στην εργατική τάξη, τότε αντιλαμβάνεται ότι οι προσωπικές τραγωδίες, δεν είναι καθόλου προσωπικές. Αντιθέτως, είναι τα συγκεκριμένα εξατομικευμένα αποτελέσματα των ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών και πολιτικών. Και αυτές δεν είναι βέβαια μόνο οι επιλογές των κυβερνητικών κομμάτων, των βιομηχάνων και των εφοπλιστών, των τραπεζιτών και των τοκογλύφων. Αυτοί θέλουν να ρημάξουν την κοινωνία ολοσχερώς. Και για να το κάνουν αυτό βρίσκουν πρόθυμους συμμάχους, πειθήνια μαντρόσκυλα, σκουλήκια της εξουσίας, που για να βγάλουν το μεροκάματο, αλλά κυρίως για να ασκήσουν λίγη εξουσία και να πουλήσουν εκδούλευση στα αφεντικά τους, γίνονται ακόμα πιο αδίστακτοι, ακόμα πιο αιμοβόροι. Είναι σίγουρο ότι την ώρα της εκδίκησης τέτοιοι ελεγκτές, όπως και άλλοι που «κάνουν τη δουλειά τους» θα αντιμετωπίσουν τη δίκαιη οργή. Δε γνωρίζουν ίσως ότι κατά την Παρισινή Κομμούνα του 1871 αυτοί που πρώτοι θεωρήθηκαν εχθροί, πέρα από τους κυβερνώντες, ήταν οι ελεγκτές της καθημερινής ζωής, αυτοί που παραλάμβαναν τα νοίκια και τους φόρους, οι αστυνόμοι του δρόμου, οι τοκογλύφοι κ.α. Για όλους αυτούς που, χωρίς ίχνος ντροπής, προσβάλλουν τη μνήμη του νεκρού, ο Θανάσης Καναούτης πράγματι έφταιξε. Αλλά δε τον κατηγορούν στην πραγματικότητα γιατί ήταν «τσαμπατζής», ούτε γιατί ήταν απερίσκεπτος, τον κατηγορούν γιατί ήταν φτωχός. Γιατί στον καπιταλισμό δεν πεθαίνεις από χαζομάρα, δεν πεθαίνεις από παράτολμες επιλογές, δεν πεθαίνεις από λάθος. Πεθαίνεις από φτώχεια. Ας πεθαίνουν οι φτωχοί. Ας ζήσουν χίλια χρόνια οι τράπεζες. Αυτή είναι η πολιτική τους. Δημοσιεύθηκε στη Λέσχη |