- Πέμ, 19/12/2013 - 23:49
Σε ποιο δρόμο το Σχέδιο Β΄; [του Γιώργου Κρεασίδη]
Το Σχέδιο Β’ είναι μία από τις πολιτικές δυνάμεις, συλλογικότητες και ρεύματα στις οποίες έχει απευθύνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρόταση μετωπικής πολιτικής συμπόρευσης αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντι-ΕΕ δυνάμεων.
Η αλήθεια είναι ότι από αυτές τις δυνάμεις δε λείπει η πολυμορφία και δε θα ήθελαν ούτε οι ίδιες να τους αποδίδεται το σύνολο των παραπάνω χαρακτηριστικών σαν το βασικό τους τουλάχιστον προσδιοριστικό. Αυτή η πολυμορφία όμως είναι γέννημα μιας εποχής κοινωνικής καταβύθισης και ευρείας πολιτικής δυσαρέσκειας και κινητικότητας, που γεννά νέες αναγκαιότητες και δυνατότητες για τη λαϊκή αντίσταση στην αντεργατική καταιγίδα. Πράγματι θα ήταν αδιανόητο ως χθες πρώην μέλη και στελέχη του ΚΚΕ να συζητούν με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρώην μέλη του ΠΑΣΟΚ να συνεργάζονται με την αντικαπιταλιστική Αριστερά σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Ίσως ακόμη πιο απρόσμενο για πολλούς είναι το γεγονός ότι ο πρώην ηγέτης του ΣΥΝ, στην κλασική εκδοχή της ευρωπαϊστικής Αριστεράς, να πρωταγωνιστεί σήμερα σε ένα πολιτικό σχηματισμό που έχει σαν βασικό στόχο την έξοδο από την ευρωζώνη! Δε θα ήταν δυνατό να περιμένει κανείς μια στρατηγική ταύτιση όλων αυτών των δυνάμεων και ακόμη περισσότερο των ευρύτερων ρευμάτων που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έκανε λόγο για Μέτωπο, αλλά για Συμπόρευση αυτών των δυνάμεων. Ήταν μια φιλόδοξη και ταυτόχρονη ρεαλιστική προσέγγιση για το χρήσιμο και απαραίτητο βήμα που μπορεί να γίνει σήμερα, στη βάση ενός αναγκαίου προγράμματος. Δεν είναι εύκολος αυτός ο δρόμος ούτε μπορεί να περπατηθεί με εμμονές, προχειρότητες, εμπόριο ενότητας και μικροϋπολογισμούς. Με επίγνωση των διαφορών, χωρίς υποτίμηση και στρογγυλέματα, δίχως υποτίμηση της επείγουσας ανάγκης για μια κοινή μάχιμη στάση, πρέπει να κατακτηθεί ο αναγκαίος συνδυασμός γόνιμης πολιτικής συζήτησης, ενότητας και πάλης για την ηγεμονία, με ένα πολιτικό πολιτισμό αντίστοιχο της κομμουνιστικής απελευθερωτικής Αριστεράς. Το πρόσφατο άρθρο του Κώστα Παπουλή «Μέτωπο για την Λευτεριά από τις Ευρώ-αλυσίδες»1 δίνει το στίγμα ορισμένων δομικών φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του Σχεδίου Β΄ που υπερβαίνουν την απλή παράθεση ενός πεντάπτυχου στόχων και συνθημάτων. Φανερώνει ταυτόχρονα τις σημαντικότατες διαφορές που υπάρχουν και το βάθος της συζήτησης που πρέπει να γίνει, ώστε να υπάρξει, από όσους έχουν τη θέληση, στέρεη βάση για μια μετωπική συμπόρευση που θα συμβάλει στην ανάταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Θα συγκεντρώσουμε την προσοχή σε ορισμένα κομβικά σημεία και ερωτήματα. 1.Ποια είναι η βασική αιτία της σημερινής κρίσης; Από πού να ξεκινήσουμε; Καταλαβαίνει κανείς ότι το ερώτημα αυτό είναι καίριο. Αν το πρόβλημα είναι μόνο κάποιοι πολιτικοί, αρκεί να τους βάλουμε φυλακή. Αν το πρόβλημα ήταν οι… μεγάλοι μισθοί, θα πρέπει να τους μειώσουμε. Το τελευταίο δεν είναι μακάβριο αστείο, αλλά μια από τις βασικές εξηγήσεις της κρίσης που δίνει η κυρίαρχη αντίληψη και ακολουθείται βέβαια από την εργατική γενοκτονία. Ας δούμε πώς απαντάει το άρθρο: «Βασική αιτία των δεινών, τόσο της Ελλάδας, αλλά και της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, δεν είναι κάποια “παγκόσμια κρίση”, ή “στασιμότητα” στις χώρες της τριάδας (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ιαπωνία), ούτε τα εξωτερικά τους χρέη που είναι παράγωγα των ασθενικών τους οικονομιών. H αφορμή βέβαια για την κατάρρευση της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ ήταν εξωτερική, όμως η δομική αιτία της καταστροφής τους, είναι η συμμετοχή στην Ε.Ε. και κύρια στο “κοινό” νόμισμα».(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας) Ο συγγραφέας του άρθρου δεν βλέπει ούτε καπιταλισμό ούτε καπιταλιστική κρίση. Ξεχνάει ακόμη ότι το ρίζωμα της κρίσης στην ΕΕ, όπως και η έναρξη αυτού του κύκλου από τις ΗΠΑ, σχετίζεται με το γεγονός ότι πρόκειται για τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κέντρα της εποχής μας. Παραγνωρίζει ότι η οξύτητα αυτής της κρίσης μέσα στην ΕΕ και την ευρωζώνη δεν αντανακλά απλά νομισματικές αρρυθμίες, αλλά ακριβώς τον αντιδραστικό χαρακτήρα μιας περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Υπάρχουν και διαφορετικές τοποθετήσεις, όπως αυτή του Αλέκου Αλαβάνου σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Χωνί» στις 25 Νοεμβρίου2: Ερώτηση: Εσείς συνδέσατε το όνομά σας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα είστε σε πολύ διαφορετικές θέσεις. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί χώρισαν οι δρόμοι του Αλέκου Αλαβάνου και του κόμματός του; Απάντηση: Μια κρίση, η βαθύτερη ύφεση ποτέ και σε όλο τον πλανήτη, οδηγεί αναγκαστικά σε πλήρη αναδιάταξη και ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού. Κόμματα που ήταν γίγαντες γίνονται νάνοι και το αντίστροφο, δυνάμεις που ανήκαν στο ίδιο κόμμα είναι σε αντίθετα στρατόπεδα πια, φορείς και πρόσωπα άγνωστα στην εθνική πολιτική ζωή σήμερα είναι στο προσκήνιο. Η σύγχυση βεβαίως παραμένει καθώς ο αρθρογράφος (ΚΠ) δε θέλει να αφήσει χαραμάδες και λίγο παρακάτω επιμένει: «Στην πραγματικότητα αυτό που ζούμε σήμερα, δεν είναι παρά η αναγκαία προσαρμογή της χώρας, στην ζώνη του ευρώ και τίποτα παραπάνω». Γιατί αυτή η εξαιρετικά απόλυτη τοποθέτηση; Είναι χρήσιμη στο συγγραφέα ώστε στη συνέχεια να θεωρήσει άγονο τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα του προγράμματος απάντησης. Αυτό έχει άμεσες συνέπειες στην απουσία στόχων από αυτό, ειδικά αυτών που στοχεύουν να πλήξουν τη θέση και την κυριαρχία του ελληνικού κεφαλαίου. Να τι γράφεται συμπερασματικά στο άρθρο: «Με το ευρώ είναι αγκαλιασμένη η παρασιτική αστική τάξη της χώρας, που ελέγχει τα ΜΜΕ και ένα τμήμα ‘βολεμένων’ της ελληνικής κοινωνίας. Τραπεζίτες που γεννήθηκαν από αυτό, εργολάβοι που παρασιτούν και αυτοί από το κράτος και την Ε.Ε., συγκεκριμένεςοικογένειες που από το ξεπούλημα της δημοσίας περιουσίας (για να ελαφρυνθεί το χρέος) περιμένουν να πάρουν το μερτικό τους, μεγάλοι εργοδότες οι οποίοι υπολογίζουν να επιβιώσουν από την διάλυση των εργασιακών σχέσεων». Οι διαχωρισμοί που επιχειρεί ο αρθρογράφος σε ό,τι αφορά τα παρασιτικά, ευρώφρονα και ευρωγέννητα τμήματα της αστικής τάξης στην Ελλάδα, είναι ακριβείς, αλλά και απόλυτα λαθεμένοι. Αλήθεια, οι Αγγελόπουλοι που κατέχουν μια σύγχρονη παραγωγική βιομηχανική μονάδα («Χαλυβουργική»), αλλά και μια ανθούσα ναυτιλιακή («Arcadia») που προτιμά να δουλεύει με δολάρια, με πόδι στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά και στη βιομηχανία θεάματος και αθλητισμού (Ολυμπιακός), σε ποιο τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου και άξονα συμφερόντων εντάσσονται; 2. Ποιος είναι ο «πρώτος σταθμός» του αγώνα ενός μετώπου ανατροπής; Σε απόλυτη συνέπεια με την παραπάνω ανάλυση, το συγκεκριμένο κείμενο παρέμβασης θα δώσει ταυτόχρονα τη μεθοδολογία, τη βάση, αλλά και το στόχο ενός μετώπου όπως το θεωρεί: «Συνεπώς, η κεντρική ανάγκη του λαού, άρα και ενός μετώπου, είναι να δείξει ποιος είναι ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού της απελευθέρωσης, που κανείς δεν αποκλείει, να έχει για τερματικό σταθμό τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. (…) Άλλωστε η αλλαγή της κοινωνίας δεν είναι τίποτε άλλο, από μια διαρκή αλλαγή των συσχετισμών τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο ιδεών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι κάτι τέτοιο σε επίπεδο Ελλάδας συνδυάζεται με την αναμόρφωση της παραγωγικής της βάσης. Μέτωπο λοιπόν, για την έξοδο από την κρίση, και επειδή είναι Μέτωπο, αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά στα μίνιμουμ σημεία. Ενότητα, όλων όσων θέλουν να φτάσουμε στον πρώτο σταθμό. Όσοι θέλουν μετά, συνεχίζουν την προσπάθεια και για τον επόμενο». Ο πρώτος σταθμός για το Σχέδιο Β΄ είναι η «παραγωγική αναμόρφωση» της χώρας, με έξοδο από το ευρώ και απάντηση στο ζήτημα της ρευστότητας. Η δε πρόταση για το μέτωπο αφορά όσους «θέλουν να φτάσουμε σε αυτό το σταθμό». Εδώ υπάρχει μια σοβαρή διαφωνία. Δεν είναι ζήτημα ούτε επιθέτων ούτε ιδεολογικών επικαλύψεων. Μια τέτοιου είδους απόσπαση της παραγωγικής ανασυγκρότησης από το ρόλο των κοινωνικών δυνάμεων δεν μπορεί να αποτελέσει βάση καμιάς πολιτικής χειραφέτησης των εργαζόμενων ή αλλαγών σε όφελός τους... Είναι συνταγή αποτυχίας. Η παραγωγική ανάταξη από την σκοπιά των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας, όχι μόνο από άποψη στρατηγική, αλλά και με κριτήριο άμεσης απάντησης στο ερώτημα της απασχόλησης και του εισοδήματος, απαιτεί σοβαρό κλονισμό και τελικά ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας. Αν δεν πληρώσουν, αν δε χάσουν αυτοί, δεν υπάρχει αύριο για την εργαζόμενη πλειοψηφία. Αν αυτό δεν είναι σωστό, θα θέλαμε ειλικρινά να υποδειχτούν οι μη παρασιτικοί επενδυτές που θα καταλάβαιναν την «παραγωγική ανασυγκρότηση» με διαφορετικό τρόπο από αυτόν για τον οποίο μιλάει διαρκώς ο ΣΕΒ, ο Σαμαράς, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ. 3. Πρώτα εθνική απελευθέρωση; Ο αρθρογράφος έχει ένα θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσει αυτή τη συλλογιστική: «Αν μιλάμε και για εθνική απελευθέρωση είναι γιατί και σήμερα, όπως και τότε η κοινωνική απελευθέρωση περνάει μέσα από την εθνική». Αυτή η τοποθέτηση είναι πολύ σημαντική, μα και απόλυτα λαθεμένη για την Ελλάδα. Δε γίνεται με την προβολή της ανάγκης ηγεμονίας του εργατικού αγώνα, αντλώντας «υλικό» από το εύφλεκτο πεδίο της πάλης για λαϊκή και εθνική κυριαρχία, ενάντια στην απολυταρχία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και τη μεταφορά των κέντρων αποφάσεων σε κέντρα που δύσκολα μπορεί να επηρεάσει η ταξική πάλη στην Ελλάδα. Ζητά ποιοτική και χρονική πρόταξη της «εθνικής απελευθέρωσης», επικαλούμενος μάλιστα το παράδειγμα αφενός του ΕΑΜ και αφετέρου της …Οκτωβριανής Επανάστασης. Στην περίπτωση της Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα κάνει επιλεκτική ανάγνωση της ιστορικής πείρας. Η ένταξη του εθνικοαπελευθερωτικού αντικατοχικού αγώνα, σε συνθήκες στρατιωτικής κατάληψης της χώρας, στον κοινωνικό αγώνα επιβίωσης και ανατροπής και σύνδεσης –αδύναμα- με τη λαοκρατία, ήταν το μεγαλείο της πολιτικής του ΚΚΕ τότε. Η στρατηγική της «εθνικής ενότητας», η επιδίωξη συμμαχίας με την αστική τάξη και τα πολιτικά της ρετάλια, μαζί με την αυταπάτη για κατευνασμό του ιμπεριαλιστικού παράγοντα, έκρινε τελικά το σκληρό πυρήνα του παιχνιδιού, δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας. Το λαϊκό κίνημα ηττήθηκε βαριά, παρά και την στρατιωτική υπεροχή και την πολιτική λαϊκή πλειοψηφία που είχε κατακτήσει. Η ήττα αυτή δεν χρεώνεται φυσικά στην απειρία των εφεδροελασιτών, ούτε μπορεί να αποδοθεί κυρίως στις ανεπάρκειες των προσώπων της ηγεσίας του ΚΚΕ. Το ζήτημα της εξουσίας δεν υπήρχε περίπτωση να έχει θετική έκβαση για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα, διότι απλούστατα δεν τέθηκε ποτέ. Σε αυτό συμφωνεί μάλλον και ο συντάκτης του άρθρου, μιας και κάτι ανάλογο αναφέρει για το σήμερα, σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εξόδου από το ευρώ, αν τελικά προκύψει ανάγκη, σύμφωνα με τη συλλογιστική του ΣΥΡΙΖΑ: «Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί, να συγκρουστεί με το Βερολίνο, και την Ε.Ε., να βγάλει δηλαδή την χώρα με “ατύχημα“ από το ευρώ, χωρίς να έχει προετοιμάσει το έδαφος, χωρίς να υπάρχουν αυτά στο πρόγραμμά της, χωρίς να έχει πείσει, και να πατάει έτσι σε ένα ισχυρό λαϊκό και πολιτικό ρεύμα, αλλά και χωρίς να έχει καταστρώσει ένα λεπτομερές τεχνικό σχέδιο». Αυτό το συμπέρασμα, ότι δηλαδή αποκλείεται να κατακτηθεί ένας στόχος, αν δεν έχει τεθεί, πρέπει να το κρατήσουμε. Όσο για την αναφορά στην Οκτωβριανή Επανάσταση, αυτή είναι εντελώς άστοχη και αντι-ιστορική. Σημειώνει ο αρθρογράφος: «Ακόμη και οι μεγάλες επαναστάσεις, δεν έγιναν με πρώτο σύνθημα την κοινωνική επανάσταση. Το παράδειγμα δεν είναι μόνο των μπολσεβίκων, για γη-ψωμί-ειρήνη, αλλά και όλου του πλανήτη…». Η Οκτωβριανή Επανάσταση, σε μια μεγάλη χώρα που ήταν αυτοκρατορία, δεν έγινε βέβαια με στόχο την… εθνική απελευθέρωση. Αντίθετα επιβλήθηκε με απόλυτη προτεραιότητα του κοινωνικού ζητήματος των εργατών και της αγροτιάς, θέτοντας ανοιχτά ως όρο και δρόμο για αυτό στις συγκεκριμένες πολεμικές συνθήκες, την ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο. Ακόμη και με το τίμημα της απόσπασης εδαφών από αυτή, γεγονός καθόλου απλό για το μεγαλορώσικο σωβινισμό και εθνικισμό. Ήταν άλλωστε και μία από τις προϋποθέσεις που έκαναν εφικτή την επανάσταση, όταν το κύριο σώμα της σοσιαλδημοκρατίας στις άλλες χώρες της Ευρώπης, ακόμη και όταν δεν υποστήριζε τον πόλεμο, συμμαχούσε ή κήρυσσε ειρήνη με την αστική τάξη, στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Επίσης, η Ρώσικη Επανάσταση διεκδικήθηκε, προετοιμάστηκε, σχεδιάστηκε και εκδηλώθηκε ως προλεταριακή επανάσταση, με απόλυτη υπεράσπιση τόσο του επιθέτου, όσου και του ουσιαστικού. Η συμπύκνωση των βασικών συνθημάτων πάνω στα οποία αναπτύχθηκε η επαναστατική δράση και συσπείρωση των μαζών, ήταν επακόλουθο της συντριπτικής ιδεολογικής κυριαρχίας των μπολσεβίκων απέναντι στις ρεφορμιστικές τακτικές που ενέτασσαν την απάντηση στην κυβερνητική συμμετοχή και τις αστικές μεταρρυθμίσεις, μετά την ανατροπή του τσάρου, συμπεριλαμβανομένων και των θεωριών εκείνων που πρότασσαν έναν «πρώτο σταθμό», τον σταθμό της «δημοκρατικής απελευθέρωσης», που οδήγησε τις δυνάμεις που το υποστήριζαν στις κρίσιμες μάχες όχι να πάνε πιο μακριά από αυτόν τον «πρώτο σταθμό» / στάδιο, αλλά να μείνουν προσκολλημένοι σε αυτόν και τελικά στα όρια που έθετε η «δημοκρατική» αστική τάξη. 4. Τι σημαίνει εθνική χειραφέτηση σήμερα; Παρά τις παραπάνω διαφωνίες, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι επισημάνσεις που γίνονται από το Σχέδιο Β΄, αλλά και άλλα ρεύματα του δημοκρατικού «πατριωτικού-αντιμνημονιακού» χώρου, συμβάλλουν την ανάγκη για μια νέα σύνδεση της κοινωνικής με την εθνική χειραφέτηση, σε συνθήκες επιτροπείας και ιμπεριαλιστικής επιβολής της ΕΕ, σε χώρες δεύτερης ταχύτητας στο καπιταλιστικό πλέγμα όπως η Ελλάδα. Έξω από αυτό πράγματι, η αντικαπιταλιστική πολιτική, θα γυρίζει στον αέρα, όσο και να μαρσάρει κανείς. Τι θα σήμαινε όμως σήμερα αγώνας ανεξαρτησίας σε μια χώρα που δεν είναι Παλαιστίνη χωρίς κρατική συγκρότηση; Τι άλλο αν όχι πρωτίστως έξοδο από την ΕΕ του κοινωνικού κανιβαλισμού και φυσικά από το ΝΑΤΟ των πολέμων; Δυστυχώς η συλλογιστική που αναπτύσσεται στο άρθρο εκπλήσσει αρνητικά, καθώς ο αρθρογράφος αρνείται να συμφωνήσει και με τον ίδια την άποψή του για πρόταξη της εθνικής απελευθέρωσης. Σημειώνει για την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, θυμίζοντας δυστυχώς τις αντίστοιχες διευκρινίσεις του Τσίπρα στις εκλογές του 2012: «Ούτε πρέπει να τεθούν όλα τα ζητήματα εξ αρχής και με την ίδια βαρύτητα. Η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ που θα αποφασίσει η κυβέρνηση μιας Λαϊκής Ελλάδας, ας έρθει στην ώρα της, όταν διαμορφωθεί και παγιωθεί μια νέα εξωτερική πολιτική, και κάτι τέτοιο εξυπηρετεί άμεσες εθνικές ανάγκες». Και συνεχίζει για την έξοδο από την ΕΕ: «Από την άλλη, μια έξοδος και από την Ε.Ε., στο βαθμό που δεν συμβεί εκ των πραγμάτων, πρέπει να στηριχθεί σε μια απόλυτη πλειοψηφία του λαού ( 50% +1, με δημοψήφισμα)»! Γιατί άραγε γίνεται αυτή η διευκρίνηση; Γιατί η πρόταξη αυτού του διαδικαστικού ζητήματος; Μήπως η έξοδος από την ευρωζώνη που προτείνεται χωρίς το 50%+1 παραπέμπει σε… πραξικόπημα; Ανεξάρτητα από το πώς και πότε, είναι το Σχέδιο Β΄ υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ; Εδώ είναι η απάντηση: «Είναι σαφές επίσης, ότι το Σχέδιο Β είναι υπέρ της διάλυσης της Ε.Ε., και της δημιουργίας μιας άλλης συνεργασίας των λαών, που δεν θα βασίζεται στο κέρδος και στην αγορά, αλλά θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της ευημερίας, της πλήρους απασχόλησης και του σεβασμού στην φύση. Αλλά και εδώ –στο βαθμό που κάτι τέτοιο μπορεί είναιεπιλογή της χώρας – ή έξοδος από την Ε.Ε., πρέπει να τεθεί ως δεύτερο βήμα που θα επιβάλλουν οι κοινωνικοί συσχετισμοί, οι ανάγκες της παραγωγικής ανασυγκρότησης και θα εγκρίνει πανηγυρικά μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία». Η θέση για «διάλυση της ΕΕ» είναι πολύ σημαντική και θετική ως διαφοροποίηση από την υπεράσπιση της ΕΕ ως δήθεν δημοκρατικού οικοδομήματος, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και η ευρωπαϊκή Αριστερά. Αλλά είναι μια εξαιρετικά ανεπαρκής θέση για σήμερα. Πρώτον γιατί με την αντιδημοκρατική θεσμική θωράκιση της ΕΕ απέναντι στην όποια αμφισβήτηση της αντιδραστικής πολιτικής (βλ. και «Συνθήκη για την οικονομική Διακυβέρνηση» και άλλους κανονισμούς ενίσχυσης της επιτροπείας που το ίδιο το Σχέδιο Β΄ καταγγέλλει) το καθεστώς των χωρών της Ευρωζώνης ταυτίζεται με αυτό της ΕΕ, έτσι ώστε η ανάγκη εξόδου από την ευρωζώνη σε μεγάλο βαθμό να ταυτίζεται με την ανάγκη εξόδου από την ΕΕ ή τέλος πάντων να έρχεται πολύ πιο κοντά. Δεύτερο, γιατί αν φύγει μια χώρα από την ευρωζώνη με πρωτοβουλία δική της και με τρόπο που θίγει τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των ηγεμονικών χωρών (όπως π.χ. η διαγραφή του χρέους που αφορά πλέον το δημόσιο τομέα των χωρών μελών της ΕΕ) τότε θα αντιμετωπίσει το λυσσαλέο πόλεμο όλων των θεσμών και των μηχανισμών της ΕΕ, έτσι που το ερώτημα της παραμονής να μοιάζει χωρίς νόημα. Ίσως για αυτό το λόγο στην πρόταση για τη «Συμπόρευση» που απέστειλε πρόσφατα το Σχέδιο Β’ παραπέμπει και τη διαγραφή του χρέους στην... «προοπτική», κρατώντας μόνο την στάση πληρωμών σαν άμεσο πολιτικό στόχο και καθήκον. Τέλος γιατί το ερώτημα σε σχέση με τη διάλυση είναι ποια ακριβώς θα είναι η συμβολή σε αυτή. Η Ελλάδα φεύγει ή όχι; Περιμένουμε να γίνει μαγικά μια ταυτόχρονη κατάρρευση ή μήπως να διαλύσει η Γερμανία την ΕΕ, που μοιάζει να έχει μετατραπεί σε «πίσω αυλή» της; Αν αρκούσε ο στόχος της διάλυσης, τότε και το Σχέδιο Β΄ δε θα μιλούσε για αποχώρηση από την ευρωζώνη, όπως σωστά κάνει, αλλά θα γλίτωνε με μια πρότασης διάλυσης, που δεν θα απευθυνόταν πουθενά. Το Σχέδιο Β΄ φτάνει μέχρις εκεί και μετά πετάει την μπάλα στη «χώρα»: Αν θέλει ας φύγει, αλλά με απόλυτη πλειοψηφία… Και ας παρομοιάζεται στο ίδιο άρθρο η ΕΕ με μια αυτοκρατορία με πρωτεύουσα το Βερολίνο. Αυτή η μισή απάντηση στο σύγχρονο εθνικό ζήτημα, είναι τελικά αναπόφευκτη στο βαθμό που ο αγώνας για λαϊκή κυριαρχία προσεγγίζεται μάλλον διαταξικά, με υποβάθμιση του αντικαπιταλιστικού αγώνα σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο και όχι με την αναβάθμισή του ως διπλού αγώνατόσο ενάντια στην αστική τάξη στην Ελλάδα, όσο και ενάντια στην αστική καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ. Αγώνας που διεξάγεται ταυτόχρονα, στον ίδιο τόπο και χρόνο, όχι με τη λογική των «σταδίων» από την οποία τόσο έχει υποφέρει το κομμουνιστικό κίνημα και η Αριστερά και μάλιστα με την ηγεμονία και την υποταγή του εθνικού και δημοκρατικού ζητήματος στον αντικαπιταλιστικό αγώνα, στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό και για την ανατροπή τους. 5. Διαυγείς πολιτικές στοχεύσεις και άγονες καθαρότητες «Είναι κρίμα για μικροηγεμονισμούς και άγονες καθαρότητες να χαθεί η δυνατότητα ενός ευρύτατου Μετώπου». Η αναφορά αυτή στο κείμενο θα ήταν πολύ χρήσιμη, αν παράλληλα ο συγγραφέας την υπηρετούσε με συνέπεια. Στην πραγματικότητα κάνει μάλλον το αντίθετο. Διότι αποτελεί μη ρεαλιστική προσέγγιση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να προϋποτίθενται ως κεκτημένα του δήθεν μίνιμουμ προγράμματος, τα εξής σκληρά ιδεολογικά στοιχεία: α. η πρόταξη του εθνικής απελευθέρωσης έναντι της κοινωνικής, β. η αντίληψη ότι η αλλαγή της κοινωνίας είναι ζήτημα σταδιακής αλλαγής συσχετισμών, σταθμών, σταδίων και στάσεων, χωρίς τομές και επαναστάσεις, γ. η αποδοχή προς το παρόν του σιδερένιου φράχτη της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ, Έχει μακρά ιστορία ειδικά το τελευταίο σημείο για την άρνηση του στόχου της εξόδου από την ΕΕ. Η συντριπτική πλειοψηφία της ευρωπαϊκή Αριστεράς θα μείνει στην ιστορία με το στίγμα της υπεράσπισης της αντιδραστικής ένωσης του κεφαλαίου που ακούει στο όνομα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά θα πληρώσει και βαρύ άμεσο τίμημα και μαζί της οι λαοί της Ευρώπης, με τις νεοσυντηρητικές πολιτικές να θριαμβεύουν οργανωμένες από την ΕΕ και την ακροδεξιά να αλωνίζει μέσα στην κοινωνική δυσαρέσκεια. Αλλά έχει και μακρά ιστορία η άρνηση για μια ειλικρινή και ρητή ανασκευή αυτής της θέσης και έμπρακτη αυτοκριτική. Όταν οι εκθέσεις ιδεών για το ευρωπαϊκό ιδεώδες έδιναν σιγά-σιγά τη θέση τους στο θάψιμο των ροδάκινων στην Ελλάδα, στο κλείσιμο των ναυπηγείων, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην FRONTEX, στην εφαρμογή των οδηγιών για διάλυση των εργασιακών σχέσεων, τότε αντί αυτή η Αριστερά, να αρχίσει να μιλά έστω καθυστερημένα για την ΕΕ, άρχισε τις υπεκφυγές. Έτσι, η απάντηση ήταν πάντα τούτη: ο χαρακτήρας της ΕΕ και το αίτημα της εξόδου από αυτή είναι ένα ιδεολογικό ζήτημα, δεν είναι της ώρας. Και τι ήταν της ώρας; Από το 1980 και μετά ήταν «η πάλη ενάντια στις συνέπειες και βλέπουμε». Κοντά στο 1990, τα σφυριά έπρεπε να βαράνε αποκλειστικά το «πρόγραμμα σύγκλισης» και τις «νεοφιλελεύθερες ακρότητές του». Λίγο αργότερα ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ, μετά αυτή του Σένγκεν, στη συνέχεια η Ευρωζώνη και το δημοσιονομικό σύμφωνο και άλλα πολλά. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και οι διασυνδεδεμένες με αυτό αστικές τάξεις στις χώρες της ΕΕ, πηγαίνουν από σταθμό σε σταθμό, αλλάζοντας τρένα, εισιτήρια και συνθήματα, έχοντας καθαρό τον τερματικό στόχο: Πλήρης ανατροπή των συσχετισμών ανάμεσα στο κόσμο της εργασίας και του κεφαλαίου, ισοπέδωση, αρπαγή και κατάκτηση. Κινεζικές ζώνες στην Ευρώπη, μέσα σε θάλασσες ανεργίας και πολιτικού ολοκληρωτισμού. Όλα αυτά, όταν η Αριστερά ασχολείται μόνο με τον αντίστοιχο κάθε φορά σταθμό. Τώρα είναι η ευρωζώνη. Λες και δεν είναι πραγματικότητα ότι ο συντριπτικός όγκος της καθίζησης της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα έγινε πριν την είσοδο στο ευρώ. Λες και δεν είναι το πλαίσιο της ΕΕ που θέτει τις βασικές κατευθύνσεις για την εργασία, την παιδεία, τις ιδιωτικοποιήσεις, την εμπορευματοποίηση των πάντων, μαζί και τη θέση εκτός νόμου της κοινωνικής αντίστασης. Ζητούμενο η αλλαγή της μεθόδου Το Σχέδιο Β΄ πέραν της θετικής διαφοροποίησης και της προβολής του στόχου για αποχώρηση από την ευρωζώνη, ασκεί παράλληλα σφοδρή κριτική στο χώρο από όπου προήλθε, δηλαδή το ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν χρήσιμο και κέρδος για όλους, αν μαζί με την επισήμανση των λαθών του ΣΥΡΙΖΑ, σημειωνόταν και η λαθεμένη μέθοδος, η συγκεκριμένη ταξική και πολιτική ματιά που γεννάει τα λάθη. Αλλιώς θα επαναληφθούν τα ίδια από άλλους. Ας θέσουμε εδώ ορισμένα στοιχεία που στοιχειοθετούν την πολιτική λογική του ΣΥΡΙΖΑ: α. το 2010 ο Τσίπρας μιλώντας στη Βουλή μιλούσε για «τεχνητή και ανύπαρκτη γενική κρίση», β. ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει διαρκώς ότι οι μεταρρυθμίσεις που επαγγέλλεται ότι θα γίνουν μέσα στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ, γ. ο πρώτος σταθμός για το ΣΥΡΙΖΑ είναι η κατάργηση του μνημονίου. «Αν η ευρωζώνη αποτελέσει εμπόδιο, βλέπουμε…». δ. η ενότητα της Αριστεράς πρέπει να γίνει στο μίνιμουμ (και όχι στο αναγκαίο). Και αυτό κατά το ΣΥΡΙΖΑ είναι το μνημόνιο. Τα υπόλοιπα είναι «ιδεολογικά ζητήματα» και «καθαρότητες». ε. μιας και ο κόσμος δεν μπορεί με αγώνες, η λύση θα έρθει από τα πάνω: η κάλπη θα βγάλει μια κυβέρνηση που θα κάνει πράγματα… Δεν νομίζουμε ότι αποτελεί δημιουργική και πειστική κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ η αντικατάσταση του πρώτου σταθμού του μνημονίου με το ζήτημα του ευρώ και της κυβερνητικής του πρότασης με μια άλλη κυβέρνηση. Όσο θετικά και αν είναι αυτά τα βήματα. Αλλαγή της μεθόδου χρειάζεται. Τι έχουμε ως τώρα; Μια Αριστερά μεταρρυθμιστική, κατά βάση κοινοβουλευτική, εντός των ορίων της νομιμότητας και των γεωστρατηγικών φραχτών. Μια Αριστερά χωρίς ταξικές αναφορές, μη εργατική και μη επαναστατική. Αυτή η Αριστερά, ακόμη και όταν είναι ενωμένη και μεγάλη, ούτε ενώνει ούτε εμπνέει ούτε νικά. Διασπάται και αλληλοκατηγορείται διαρκώς. Χρειαζόμαστε μια Αριστερά των εργατών, των αγροτών, των νέων, Αριστερά της αναβαθμισμένης ταξικής πάλης, κύρια στο εξωκοινοβουλευτικό και εξωθεσμικό πεδίο. επαναστατική και με επιδίωξη κομμουνιστικής τομής. Δε θα προκύψει σε άγονο έδαφος. Ένα μέτωπο κοινής δράσης ή έστω συμπόρευσης πάνω σε διαυγείς και αναγκαίους πολιτικούς στόχους, είναι το πεδίο συγκρότησής της. Δε θα φτιαχτεί από παλιά υλικά. Αγωνιστές της βάσης, των αγώνων, της αναζήτησης, έχουν λόγο, δικαίωμα, μα και υποχρέωση να την κάνουν υπόθεσή τους. Αλλά δε θα βγει και από παρθενογένεση. Οι ανασυνθέσεις που προκύπτουν από προηγούμενα ρεύματα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται στις αναγκαίες υπερβάσεις. Δεν γίνεται να είχαν δίκιο και πριν και μετά. Δημοσιεύθηκε στο aristeroblog |