- Σάβ, 28/04/2012 - 16:44
Έκθεση Προβόπουλου: εκβιασμός της κοινωνίας να αποδεχτεί την καταστροφή [του Παναγιώτη Σωτήρη]
Η Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος – του επίσημου τοποτηρητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη χώρα μας – για την ελληνική οικονομία αποκαλύπτει ταυτόχρονα ένα τοπίο κοινωνικής και παραγωγικής ερήμωσης αλλά και τον κυνισμό και την αλαζονεία των μνημονιακών δυνάμεων. Από τη μια, τα στοιχεία της Έκθεσης παρουσιάζουν μια εικόνα βαθιάς οικονομικής κρίσης και απαξίωσης παραγωγικών δυνάμεων. Προβλέπει επιπλέον ύφεση 5% για το 2012, πράγμα που θα σημαίνει 5 συνεχόμενα χρόνια συρρίκνωσης. Παραδέχεται ότι θα συνεχιστεί η αύξηση της ανεργίας (αν και μιλάει για ανεργία 19% στο τέλος του 2012, όταν ήδη έχουμε 21,8 επίσημη ανεργία το Γενάρη). Αποτιμά την τεράστια μείωση της ζήτησης και της κατανάλωσης, την καταβαράθρωση της βιομηχανικής παραγωγής (με έτος αναφοράς το 2005, η μείωση είναι 22,8%), τη μείωση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά 20,7%, την τεράστια υποχώρηση του ποσοστού χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού στο ιστορικά χαμηλό 62,8% το Μάρτιο του 2012. Παραδέχεται τη μείωση του κόστους εργασίας και προβλέπει ακόμη μεγαλύτερη την επόμενη χρονιά. Μεταχρονολογεί την ανάπτυξη για το… τέλος του 2013. Από την άλλη, η έκθεση, χρησιμοποιεί πρακτικές που είναι στα όρια της στατιστικής αλχημείας. Επικαλείται έτσι δείκτες όπως ο «πραγματικός εναρμονισμένος δείκτης ανταγωνιστικότητας βάσει του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας», για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας φταίνε κατά κύριο λόγο οι μισθοί των εργαζομένων και το κόστος εργασίας. Παραβλέπει συνειδητά άλλες πολύ πιο πραγματικές παραμέτρους όπως είναι το απλό γεγονός ότι έχοντας κοινό νόμισμα με χώρες μικρότερου πληθωρισμού και μεγαλύτερης παραγωγικότητας λογικό είναι να έχουμε συνεχή απώλεια ανταγωνιστικότητας. Νομιμοποιείται έτσι όλη η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης και της βίαιης απαξίωσης των μισθωτών στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Το παράλογο είναι ότι παρότι οι προτάσεις της Έκθεσης επιμένουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω μείωσης του κόστους εργασίας, η ίδια η Έκθεση αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι το ευρώ έχει παίξει τον κύριο λόγο στην απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ακόμη χειρότερα, η Έκθεση του Διοικητή θεωρεί ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας μέσα στη ζώνη του ευρώ στηρίζεται αποκλειστικά στη μεταβολή του σχετικού κόστους εργασίας (ταχύτερη αύξηση των μισθών στην Ελλάδα από ό,τι στην ευρωζώνη), αποσιωπώντας δείκτες όπως της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας που η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος μετρά και δείχνει τη βαρύτητα των επιπτώσεων από το ευρώ! Όμως, ο κυνισμός της Έκθεσης αποκαλύπτεται πλήρως στις προτάσεις που κάνει. Καταρχάς, αναπαράγει όλο τον εκβιασμό ότι εάν δεν ληφθούν αυτά τα μέτρα, θα ακολουθήσει το χάος, η καταστροφή και η έξοδος από το ευρώ. Έπειτα, υποστηρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι τα μέτρα, αλλά ότι δεν εφαρμόζονται έγκαιρα, κατηγορεί δηλ. τις κοινωνικές αντιστάσεις, την άρνηση της εξαθλίωσης και της εθελοδουλείας στην Τρόικα, ως υπεύθυνες για την τρέχουσα κατάσταση. Και βέβαια αναπαράγει με μονότονο τρόπο ότι μόνο η απελευθέρωση της επιχειρηματικής δράσης και οι «διαρθρωτικές αλλαγές» μπορούν να φέρουν τη λύση. Σπεύδει να δικαιολογήσει πλήρως την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, θεωρώντας ότι μόνο αυτές μπορούν να αποτελέσουν ατμομηχανή χρηματοδότησης της οικονομίας, παραβλέποντας βέβαια ότι ήταν ακριβώς η υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και η απληστία των τραπεζών που συνέβαλε στην τρέχουσα οικονομική κρίση. Σε κάθε περίπτωση, εν μέσω ενός τοπίου κοινωνικής απόγνωσης προτείνει την ακόμη μεγαλύτερη επιτάχυνση του μηχανισμού της καταστροφής. Κατά τα άλλα, η έκθεση αναπαράγει όλη τη μυθολογία της ανάπτυξης μέσω εξαγωγών και επιχειρηματικότητας. Θεωρεί αναγκαία την ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «μη παραγωγικό», παραβλέποντας ότι δημόσιος τομέας σημαίνει και δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, η απουσία ή υποβάθμιση των οποίων οδηγεί σε τρομακτικά κοινωνικά προβλήματα. Προτείνει στη στροφή προς εμπορεύματα και υπηρεσίες διεθνώς εμπορεύσιμα, παραβλέποντας ότι η στρατηγική της ανάπτυξης μέσω εξαγωγών θα σημαίνει και διαρκή επιδείνωση της θέσης των μισθωτών στα όρια της εξαθλίωσης, από αλλεπάλληλα κύματα «εσωτερικής υποτίμησης» μισθών και συντάξεων», ακόμη μεγαλύτερη αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού από την αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης, καθιστώντας την κοινωνία ακόμη πιο εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Όλα αυτά δείχνουν πόσο αναγκαίο είναι να αρθρωθεί ένας πειστικός αντίλογος και ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Αυτή δεν μπορεί προφανώς να είναι ο γαλανόλευκος νεοφιλελευθερισμός του Καμένου, που θέλει την πλήρη ιδιωτικοποίηση, αρκεί να γίνει από «ελληνικά» κεφάλαια, όπως και κάθε παραλλαγή της τόσο προσφιλούς στους γυρολόγους του πατριωτικού χώρου και την ακροδεξιά «εθνικής ανάπτυξης» χωρίς κοινωνικό πρόσημο. Δεν μπορεί να είναι η απόπειρα «τετραγωνισμού του κύκλου» μέσα από προτάσεις που από τη μια μιλούν για ριζική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου και από την άλλη θεωρούν θέσφατο την παραμονή εντός του ευρώ και την έστω και μετά από τριετή αναστολή αποπληρωμή του χρέους. Δεν μπορεί να είναι ο αναχωρητισμός και η θρησκευτική σχεδόν απαίτηση υπομονής μέχρι τη… λαϊκή εξουσία. Οφείλει να είναι μια πρόταση που να έρχεται σε ρήξη με το χρέος ως ταξική στρατηγική, με την αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και με την προσπάθεια του ελληνικού κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί την «εσωτερική υποτίμηση» ως μοχλό αναβάθμισης της θέσης τους. Και αυτό σημαίνει καθαρές θέσεις σε όλους τους κόμβους που σήμερα θέτει η συγκυρία: στο θέμα του χρέους και της διαγραφής του ως το μόνο τρόπο για να αποφύγουμε την καταστροφική αιμορραγία των δανειακών συμβάσεων· στο θέμα του ευρώ και της εξόδου από αυτό ως δρόμο για δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και για προστασία της εγχώριας παραγωγικής βάσης· στη ρήξη με την ΕΕ και την «ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση» και ό,τι αυτή συνεπάγεται από τις υποχρεωτικές ιδιωτικοποιήσεις έως δοτούς τραπεζίτες – πρωθυπουργούς· στην άμεση εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων. Μόνο έτσι μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές τομές, για παραγωγική ανασυγκρότηση με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες, για έμπρακτη αμφισβήτηση του καταναγκασμού της αγοράς και του κέρδους, εν τέλει για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Γιατί δεν μπορούμε και δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε κανέναν κ. Προβόπουλο να μας λέει ότι ο ιστορικός ορίζοντάς μας περιορίζεται στην εναλλαγή ανάμεσα στον αργό θάνατο ή τη συνοπτική εκτέλεση μιας ολόκληρης κοινωνίας. (Δημοσιεύθηκε στο aristerovima.gr) |