τoυ Κώστα Παπαδάκη, δικηγόρου, υποψήφιου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη Β΄ΑΘΗΝΑΣ
Όπως σε κάθε προεκλογική περίοδο με διάφορες παραλλαγές, έτσι και τώρα, ιδίως τις τελευταίες μέρες, κυκλοφορεί η θεωρία της "χαμένης ψήφου". Παρουσιαστές, πολιτευτές, δημοσκόποι και καιροσκόποι αγωνιούν να μας πείσουν:
Η ψήφος στα κόμματα που δεν μπαίνουν στη Βουλή λένε, ευνοούν το πρώτο κόμμα.
Αν πάλι μπούν πολλά κόμματα στη Βουλή, τότε μειώνεται το απαιτούμενο ποσοστό που πρέπει να πετύχει το πρώτο κόμμα για να αποκτήσει αυτοδυναμία.
Και στις δύο περιπτώσεις "μικρός" = ένοχος.
Σπάνια ωστόσο όσοι υποστηρίζουν την παραπάνω άποψη είναι σε θέση να την τεκμηριώσουν. Στηρίζονται στην άγνοια των συνομιλητών τους και στην εύλογη ευπιστία τους: Στην Ελλάδα ποτέ δεν έγιναν εκλογές με απλή αναλογική. Πάντα με καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα (τριφασικό, πλειοψηφικό, ενισχυμένη αναλογική κ.λ.π.). Κάποιος σατανικός επιλεκτικός υπολογισμός, αποτυπωμένος πονηρά στο νόμο, μετέτρεπε πάντα τις μειοψηφίες σε πλειοψηφίες. Και όταν αυτά δεν αρκούσαν να εξασφαλίζουν το επιθυμητό στην άρχουσα τάξη αποτέλεσμα, παρά την απαγόρευση νόμιμης λειτουργίας του ΚΚΕ 1947 - 1974, προστέθηκαν η βία και η νοθεία και κάθε μέσο που στην πράξη αναιρούσε την ισότητα της πολιτικής έκφρασης και της ψήφου. Σήμερα η εξωφρενική κρατική χρηματοδότηση των κοινο - και ευρωκοινοβουλευτικών κομμάτων (την οποία μέχρι τώρα κανένα κόμμα, δεξιό, αριστερό η πράσινο δεν αρνήθηκε) και η επιλεκτική τηλεοπτική προβολή τους σε συνδυασμό με την απαγόρευση κάθε «παραδοσιακής» εκλογικής προπαγάνδας.
Η συνταγματική επιταγή της λαϊκής κυριαρχίας, σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας απέναντι στο νόμο και την υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει την "ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης" (άρθρα 1,4, 52) υπήρξε πάντα ένα ακόμα κενό γράμμα. Η ισότητα της ψήφου, που μόνο με την απλή αναλογική εκπληρώνεται, καθώς αποτρέπει την πολλαπλή χρήση ή την υποτιμημένη χρήση ή την αχρησία της, ουδέποτε αποτυπώθηκε σε εκλογικό νόμο.
Και η καταλήστευση των μικρών κομμάτων από τα μεγάλα έχει πράγματι μεγάλη ιστορία. Και ο εκλογικός της εκβιασμός ήταν συνεπακόλουθος. Εγκλώβιζε πάντα την αριστερά (που στέκεται ακόμα αμήχανη στη μομφή ότι ταύτιζε τον Ν. Πλαστήρα με τον Α. Παπάγο, λες και ξεχνάμε επί ποιού εκτελέστηκε ο Ν. Μπελογιάννης) να στηρίζει αστικές δυνάμεις, άλλοτε με τη λογική του μικρότερου κακού (Ε.Κ. - Γ. Παπανδρέου Α΄ το 1961 -1964) και άλλοτε με την προτεραιότητα του αντιδεξιού μετώπου (ΠΑΣΟΚ - Α. Παπανδρέου). Κάποτε της παρήγαγε παράκρουση, που οδηγούσε και σε αντίθετα αποτελέσματα (1989).
Το χειρότερο όμως είναι η πολιτική ανοχή που παρήγαγε και μερικές φορές η αναπαραγωγή απέναντι σε μικρότερες πολιτικές δυνάμεις. Μία τέτοια αναπαραγωγή, με στοιχεία αλαζονείας, δεχόμαστε και εμείς από παράγοντες που ανήκουν στη "μεγάλη αριστερά".
Το πολιτικά απαράδεκτο είναι προφανές: Αντί να καταγγέλλεται η κλοπή των ψήφων με τα εκλογικά συστήματα και κυρίως να απομυθοποιούνται οι εκλογικές αυταπάτες (εκείνο το "εάν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν την εξουσία θα ήταν παράνομες" δεν ακούμε να το λένε ποτέ), διεκδικείται το μερίδιο στα κλοπιμαία για να μην τα πάρει το πρώτο κόμμα. "Μην δίνεις την ψήφο σου σε εκείνον που έτσι και αλλιώς του την έκλεψαν. Δώστην σε μένα για να μην την κλέψει το πρώτο κόμμα. Και αν γίνω πρώτο κόμμα εγώ, ακόμη καλύτερα".
Και αντί να καταγγέλλεται ότι κόμματα με ποσοστό μικρότερο του 50% (βλ. παρακάτω) αποκτούν περισσότερες από 150 στις 300 έδρες, ασκείται πίεση για να μετακυλισθεί η κλοπή σε βάρος των μικρότερων.
Ο πολιτικός κυνισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Πρόκειται για νοοτροπία αντίθετη όχι μόνο στην κουλτούρα της αριστεράς, αλλά σε κάθε στοιχειώδη δημοκρατική συνείδηση.
Ας δούμε όμως εάν είναι έστω και νομικά βάσιμη η θεωρία της χαμένης ψήφου: Οι εκλογές διεξάγονται σύμφωνα με το ν. 3231/2004 ("νόμος Σκανδαλίδη", όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το ν. 3636/2008 ("νόμος Παυλόπουλου"). Όλες οι ισχύουσες εκλογικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο με το Π.Δ. 26/2012, όπου και μπορεί κανείς να ανατρέξει (ιδίως άρθρα 99, 100) για την επαλήθευση όσων ακολουθούν.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ισχύοντος εκλογικού νόμου είναι:
1) Το όριο 3% για να μπεί ένα κόμμα στη Βουλή (ισχύει από το 1993 - παλιότερα ήταν 1% και με αυτό είχε αποτύχει το Κ.Κ.Ε. εσωτερικού το 1981, ενώ είχαν μπεί οι "Οικολόγοι - Εναλλακτικοί" και εκπρόσωποι της μουσουλμανικής μειονότητας το 1989 και μετά αυξήθηκε σε 3% για να αποτραπεί το τελευταίο ενδεχόμενο και γενικά η δημιουργία μικρών κομμάτων).
2) Η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος (ανεξαρτήτως ποσοστού) με επιπλέον 50 (αντί 40 που προέβλεπε ο νόμος Σκανδαλίδη, με τον οποίο έγιναν οι βουλευτικές εκλογές του 2009, καθώς κάθε εκλογικός νόμος εφαρμόζεται από την μεθεπόμενη της θέσπισής του εκλογική αναμέτρηση) έδρες από αυτές που του αναλογούν.
3) Η αναλογική κατανομή των υπολοίπων 250 εδρών (238 στις εκλογικές περιφέρειες και 12 βουλευτές επικρατείας).
4) Το ότι με ποσοστό ψήφων 40,5% (ήταν 42,7% στο νόμο Σκανδαλίδη), το πρώτο κόμμα αποκτά σε κάθε περίπτωση 151 έδρες.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω :
α) Το πρώτο κόμμα, έτσι και αλλιώς παίρνει επιπλέον 50 έδρες, ακόμη και αν δεν υπάρξει ούτε μία ψήφος σε κόμματα εκτός Βουλής.
β) Αυτές οι 50 έδρες αντιστοιχούν στο 17% περίπου των εγκύρων ψηφοδελτίων, αφού απλή αναλογική θα σήμαινε περίπου μία έδρα ανά 0,33%. Θα δούμε σε λίγο από ποιόν αφαιρούνται.
γ) Όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (και το πρώτο και τα υπόλοιπα) μοιράζονται αναλογικά τις υπόλοιπες 250 έδρες.
Αν υποθέσουμε ότι τα εκτός Βουλής κόμματα συγκεντρώσουν ποσοστό 17%, τότε οι 50 έδρες κλέβονται από αυτά και μόνο για να πριμοδοτήσουν το πρώτο κόμμα και η κοινοβουλευτική δύναμη των εντός Βουλής κομμάτων μένει ανέγγιχτη.
Αν αντίθετα δεν υπάρχουν ψήφοι σε κόμματα εκτός Βουλής, αυτό το 17% που αναφέρεται παραπάνω αφαιρείται υποχρεωτικά από τα εντός Βουλής κόμματα (κυρίως από το δεύτερο και μετά από το, τρίτο κ.ο.κ.) για να αποσπασθεί το bonus των 50 εδρών. Σε τούτο συντελεί και η πρόβλεψη να μην υπολογίζονται στη δεύτερη κατανομή οι ψήφοι των λοιπών πλην του πρώτου κόμματος στις μονοεδρικές (8 τον αριθμό πλέον) περιφέρειες.
Τα δύο παραπάνω παραδείγματα είναι οριακά. Τα ίδια τηρουμένων των αναλογιών ισχύουν στις ενδιάμεσες περιπτώσεις.
Συνεπώς την πλειοψηφία στο πρώτο κόμμα, δεν την δίνει σε καμία περίπτωση οποιοδήποτε από τα επόμενα, αλλά ο ίδιος ο νόμος. Θέμα κατανομής είναι μόνο σε ποιό μέρος του εκλογικού σώματος θα χρεωθούν τα κλοπιμαία, ανάλογα με τα αποτελέσματα. Και είναι εύλογη η ανησυχία όσων προσβλέπουν στη δεύτερη θέση, τρίτη κ.λ.π. να μην πληρώσουν αυτοί τον λογαριασμό. Αλλά όχι και δίκαιη. Και γίνεται εξοργιστική όταν συνοδεύεται από ψέματα.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι ανάλογα με το πόσο πολλά είναι τα κόμματα που θα μπουν στη Βουλή, μειώνεται το απαιτούμενο ποσοστό που πρέπει να πετύχει το πρώτο κόμμα για να αποκτήσει αυτοδυναμία, θα είχα να παρατηρήσω ότι και πάλι αντί να καταγγέλλεται ο εκλογικός νόμος, νομιμοποιούνται τα αποτελέσματά του και με μία άλλη επικίνδυνη πολιτικά και νομικά προσέγγιση, αυτήν της απόδοσης συλλογικής ευθύνης, τα μικρά κόμματα καλούνται να μην μπουν στη Βουλή.
Τα κόμματα όμως αποτελούν φορείς πολιτικής δράσης που τα νομιμοποιεί η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Με την έννοια αυτή στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έχουμε κάθε λόγο να αισθανόμαστε "λαϊκά νομιμοποιημένοι" γιατί είμαστε μαζί με την εργατική τάξη και τον λαό στους αγώνες του και αυτό επιβραβεύεται κάθε μέρα στο δρόμο, αλλά ακόμη και στις κάλπες των σωματείων που μετέχουμε. Δεν είμαστε δημιουργήματα του δοκιμαστικού σωλήνα των τηλεοπτικών εκπομπών, που συνεχώς κατασκευάζουν κρατικοδίαιτα κόμματα - λύσεις και δεκανίκια για τον δικομματισμό. Ο τελευταίος επιτέλους συντρίβεται και το μόνο που δεν χρειάζεται η αριστερά, είναι να αποκτήσει διεκδικητές των ρόλων του. Και το εκλογικό ακροατήριο δείχνει επιτέλους να έχει πάψει να είναι δεκτικό σε εκβιασμούς υψηλού ή χαμηλού επιπέδου.
Δεν έχουμε συνεπώς να δώσουμε λόγο σε κανέναν, ούτε για την πολιτική μας αυθυπαρξία. Δεν διατηρούμε, και κυρίως δεν διασπείρουμε εκλογικές αυταπάτες, αλλά δεν επιτρέπουμε και κανενός είδους απάτες.
Η διεκδίκηση του 3% είναι βάσιμη. Το νοιώθουμε μέρα με τη μέρα. Είτε ευδοκιμήσει, είτε όχι, η ενδυνάμωση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. θα αποτελέσει σημαντικό στήριγμα των εργατικών αγώνων του αύριο, συνολικό δυνάμωμα της αριστεράς και ισχυροποίηση του ριζοσπαστικού, αντικαπιταλιστικού πόλου της στον εσωτερικό της συσχετισμό.