H περίοδος που διανύουμε αποτελεί μία καμπή μεγάλων αλλαγών, προκλήσεων, κινδύνων αλλά και δυνατοτήτων για το εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα.
1 Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, περνάει την μεγαλύτερη κρίση μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού είναι η τέταρτη δομική κρίση του καπιταλισμού από τα μέσα του 19 αιώνα και μετά. Η υπέρβαση της σημερινής κρίσης θα απαιτήσει μία μακρά διαδικασία μετάβασης ο χαρακτήρας της οποίας θα καθοριστεί από την μορφή που θα πάρει η ταξική πάλη αλλά και οι διεθνείς ανταγωνισμοί.
Στον πυρήνα της είναι κρίση, των ειδικών αντιφάσεων του νεοφιλελευθερισμού και των στρατηγικών απορυθμίσεων που κυριάρχησαν σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά και γενικότερα του καπιταλιστικού συστήματος. Σε τελική ανάλυση, οι αιτίες της κρίσης οφείλονται στο γεγονός η αστική τάξη απέτυχε να διαχειριστεί, το μέγεθος της ισχύος της και της επιτυχίας της στο νεοφιλελευθερισμό, να επιβάλλει μηχανισμούς σταθεροποίησης των αντιφάσεων και όπως δηλώνει η σημερινή κρίση μέσα από αυτή τη διαδικασία υπέσκαψε συγκυριακά και ένα μεγάλο τμήμα των προνομίων της..
Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού είναι απόρροια της αχαλίνωτης καπιταλιστικής δυναμικής που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του. Η στρατηγική της απόσπασης των υψηλότερων δυνατών εισοδημάτων για τις ανώτερες τάξεις αποτέλεσε και αποτελεί τον κινητήριο στόχο του νεοφιλελευθερισμού. Σε τελική ανάλυση η κρίση αναδεικνύει την εγγενή τάση του καπιταλισμού για άναρχη ανάπτυξη. Μέσα από αυτή την κρίση για άλλη μια φορά καταδεικνύεται με αίμα και πόνο ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που δεν μπορεί να εξορθολογισθεί και να αποφύγει τις καταστροφικές κρίσεις, είναι ένα σύστημα το δεν μεταρρυθμίζεται αλλά ανατρέπεται.
2 Σήμερα σε διεθνές επίπεδο επιχειρούν την υπέρβαση της κρίσης, με την διατήρηση και την εμβάθυνση των βασικών σταθερών του νεοφιλελευθερισμού, ανατρέποντας ένα σύνολο κοινωνικών κατακτήσεων και παραχωρήσεων προς τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που αναπτύχθηκαν όλη την περίοδο μετά τον πόλεμο. Επιδιώκουν να εκθεμελιώσουν όχι μόνο τις κοινωνικές κατακτήσεις του μεταπολεμικού εργατικού κινήματος που σώθηκαν την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού αλλά και βασικές συντεταγμένες του ίδιου του νεοφιλελεύθερου μοντέλου σε μία κατεύθυνση ακόμα σκληρότερων ρυθμίσεων για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
3 Τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη απέφυγαν σε πρώτο χρόνο μία διεθνή χρηματιστική κατάρρευση η οποία απειλήθηκε την περίοδο του Οκτωβρίου – Νοεμβρίου του 2008. Ωστόσο τα στοιχεία και οι αιτίες της κρίσης είναι ακόμα ενεργές και δεν μπορούν να την ξεπεράσουν παρά μόνο με μία συνολικότερη αλλαγή του συσχετισμού δύναμης εις βάρος των εργαζόμενων στρωμάτων. Η κρίση και οι τάσεις αναδιάρθρωσης του νεοφιλελευθερισμού και η προσπάθεια επίλυσης της προς μία κατεύθυνση σχετίζεται κυρίως με την ένταση της ταξικής πάλης. Στο πλαίσιο αυτό διεξάγεται ένας αδυσώπητος ταξικός πόλεμος από την πλευρά του κεφαλαίου και του αστικού κράτους σε διεθνές επίπεδο. Την ίδια στιγμή παρά τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες η αντίσταση του εργατικού κινήματος και συνολικά των εργαζόμενων στρωμάτων δεν βρίσκει την απαραίτητη πολιτική διέξοδος. Αυτό εξοπλίζει τις κυρίαρχες τάξεις, στην κατεύθυνση τους να αναδιατάξουν τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και παραγωγής ακόμα περισσότερο προς όφελος τους.
4 Η Ελλάδα αντιμετώπισε την εκδήλωση της κρίσης με μία σχετική υστέρηση αλλά με πολύ μεγαλύτερη ένταση. Η κρίση επεκτάθηκε με ραγδαία μορφή προς τις χώρες εκείνες που υφίστανται τις επιπτώσεις της ανισόμετρης ανάπτυξης και της αντιφατικής ενσωμάτωσης στο εσωτερικό της Ε.Ε. Αποδείχθηκε πόσο αποτυχημένη και καταστροφική για τα λαϊκά στρώματα ήταν η στρατηγική της ελληνικής αστική για την ένταξη στην Ε.Ε. και στην ΟΝΕ. Η ένταξη στην ΟΝΕ, που για μεγάλο χρονικό διάστημα ευνόησε το ελληνικό κεφάλαιο και την ελληνική ολιγαρχία εξερράγη με όλες της τις αντιφάσεις. Είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του χρέους, την αύξηση των ελλειμμάτων, την αναδιοργάνωση – αποδιοργάνωση της παραγωγικής δομής στον αγροτικό και τον βιομηχανικό τομέα, την υπερανάπτυξη των κερδών στο χρηματιστικό τομέα. Η στρατηγική αυτή είχε τα χαρακτηριστικά ενός «μεγαλοιδεατισμού» της ελληνικής αστικής τάξης. Η κατάρρευση αυτής της στρατηγικής μέσα στην ευρύτερη συγκυρία, είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων της, και όχι τόσο αποτέλεσμα μίας εξωτερικής επιβολής υπερεκμετάλλευσης των ντόπιων πόρων και παραγωγικών δυνάμεων από τις ξένες αστικές τάξεις, αλλά κυρίως μία στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου. Η μετάβαση του ελληνικού καπιταλισμού στο νεοφιλελευθερισμό σε μεγάλο βαθμό προωθήθηκε από την ένταξη στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ.
5 Η ίδια η εξέλιξη της κρίσης είναι αποκαλυπτική για τον ρόλο της Ε.Ε. αλλά και την πραγματική θέση ιδεολογημάτων όπως η παγκοσμιοποίηση, η άρση του ρόλου των εθνικών κρατών, κ.λ.π. Στη Δυτική Ευρώπη, η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, συνυπήρξε και οργανώθηκε θεσμικά από την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και τις πολιτικές της Ε.Ε. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν, οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, οι πολιτικές για τον ανταγωνισμό, για τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες που ενσωματώνουν και αναπτύσσουν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο. Η συνθήκη του Μάαστριχτ και αργότερα το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, διεύρυναν αυτή τη στρατηγική εμβαθύνοντας τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά της δομής και των πολιτικών της Ε.Ε. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έφερε τη σφραγίδα των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών, υιοθέτησε τη φιλελευθεροποίηση των ροών κεφαλαίου, και για να διαμορφώσει έναν ευρύτερο οικονομικό χώρο, εισήγαγε το κοινό νόμισμα. Το κοινό νόμισμα ακύρωσε κάθε μηχανισμό για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών που υφίσταντο στο εσωτερικό των κρατών της Ευρωζώνης και οι οποίες σταδιακά αυξάνονταν.
6 Σήμερα στο πλαίσιο της κρίσης στην Ελλάδα συντελείται μία τεράστια τομή, την έκταση και τις επιπτώσεις της οποίας δεν μπορούμε στο σύνολο της να συνειδητοποιήσουμε. Επιχειρείται και εμπεδώνεται η συνολικότερη ανατροπή μετά τον πόλεμο των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων σε χώρα το αναπτυγμένου καπιταλισμού υπό καθεστώς τυπικής αστικής δημοκρατίας. Πρόκειται για ένα μοντέλο διαχείρισης της κρίσης προπομπό αναλόγων εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο, με την ανεργία να ξεπερνάει το 25 %, έξη συνεχόμενα έτη πτώσης του Α.Ε.Π. και μείωση του μισθολογικού κόστους της τάξης του 25 – 30 %
7 Η στρατηγική της ελληνικής άρχουσας τάξης για το ξεπέρασμα της κρίσης συγκροτείται: α) Στην κατακόρυφη μείωση των μισθών και των κοινωνικών παροχών και στην εμπέδωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας β) στις προσπάθειες για αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, γ) στις ιδιωτικοποιήσεις, δ) στη διάλυση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων και μεγάλων κατηγοριών αυτοαπασχολούμενων, ώστε να διαμορφωθούν τάσεις υπαλληλοποίησης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου, στους τομείς των μεταφορών, των υπηρεσιών και της κατασκευής. ε) στην άρση των ρυθμίσεων που προστατεύουν το περιβάλλον, ώστε να διαμορφωθούν οι τάσεις για μία ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη στον τομέα του τουρισμού, του τομέα των κατασκευών, αλλά και των ενεργειακών και διαμετακομιστικών δικτύων. Στην αυταρχικοποίηση της πολιτικής σκηνής και της κρατικής πολιτικής, όπως αντανακλάται ήδη στην συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου, με στόχο την θωράκιση της αστικής πολιτικής. Η τάση αυταρχικοποίησης θα επιβληθεί κυρίως μέσω α) της έντασης της κρατικής καταστολής για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αγώνων και β) των διεργασιών αποστείρωσης του πολιτικού σκηνικού από τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις της αριστεράς γ) την ενοποίηση των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε κυβερνήσεις συνεργασίας δ) τη πριμοδότηση της ακροδεξιάς και η λειτουργία της ως πολιορκητικού κριού απέναντι στους αγώνες των εργαζομένων
Η κρίση και η αστική στρατηγική για την επίλυσή της, παράγει φθορά και αστάθεια στο συνασπισμό εξουσίας. Οι ενεργητικές αντιστάσεις των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στην πολιτική αυτή, δημιουργεί και στοιχεία κρίσης νομιμοποίησης της αστικής πολιτικής και των εκπροσώπων της.
Ολη την προηγούμενη περίοδο υπήρξε ένταση των κοινωνικών αγώνων, παρά τις διακυμάνσεις και τις παλινδρομήσεις που εμφανίστηκαν. Σε πολλές περιπτώσεις οι κοινωνικές αντιστάσεις πήραν βίαιο χαρακτήρα, και κλόνισαν τη σταθερότητα του κυβερνητικού κέντρου με ποιο χαρακτηριστική περίπτωση την μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση στις 28-29 Ιουνίου του 2011 και την «παραίτηση» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για λίγες ώρες αλλά και την κοινωνική έκρηξη της 12 Φλεβάρη. Η μεγάλη κρίση απονομιμοποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος και η αποστοίχιση μεγάλων τμημάτων των λαϊκών τάξεων από την επιρροή των αστικών κομμάτων, δεν αναιρεί το γεγονός ότι πολιτικές που έχουν εφαρμοσθεί συντρίβουν ένα σύνολο κοινωνικών δικαιωμάτων.
Οι πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στην σημερινή συγκυρία, δείχνουν ότι η κρίση εκπροσώπησης που αναπτύσσεται στην πολιτική σκηνή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από την αστική τάξη παρά μόνο με τον αυταρχικό μετασχηματισμό του κράτους, της πολιτικής σκηνής και των αστικών κομμάτων.
Ο μόνος αστάθμητος παράγοντας είναι το λαϊκό κίνημα, που παρά την ανάπτυξη σημαντικών και πολυποίκιλων αγώνων το προηγούμενο χρονικό διάστημα που είχαν επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα, δεν μπόρεσε να επιβάλλει μια συνολικότερη πολιτική μεταβολή, αλλά και να ανακόψει τις αντιδραστικές αλλαγές στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους.
Η έλλειψη μιας συνολικότερης κεντρικής πολιτικής πρότασης, που να απευθύνεται στις λαϊκές τάξεις με μαζικούς όρους και να αφορά στην ανάπτυξη ενός αριστερού ανατρεπτικού κοινωνικο πολιτικού μετώπου, αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τη σταθερή αποστοίχιση ευρύτερων μαζών από την επιρροή των κυρίαρχων τάξεων αλλά και για επιμέρους μεταβολές και νίκες στους κοινωνικούς χώρους. Για παράδειγμα, σε τελική ανάλυση, κάθε επιμέρους αγώνας θα προσκρούει στο ερώτημα συμμετοχή ή όχι στο ευρώ. Ετσι χωρίς μια σαφή τοποθέτηση ενός αριστερού μετώπου για την έξοδο από την Ευρωζώνη που να κερδίζει μαζική αποδοχή, ευρύτερα τμήματα των λαϊκών μαζών, θα αμφιταλαντεύονται ακόμα και στις φάσεις ανάπτυξης επιμέρους αγώνων.
Η ένταση της κρίσης και οι πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων είναι τέτοια, που μόνο μια συνολική κεντρική πολιτική πρόταση για ένα ευρύτερο μέτωπο με μαζικά ερείσματα, μπορεί να αποτελέσει την βάση για την ανάπτυξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις
Η θέση των δυνάμεων της αριστεράς υπολείπεται σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με τις απαιτήσεις της συγκυρίας. Στην σημερινή συγκυρία, αναδεικνύεται η λάθος στρατηγική που ακολουθούν τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα, τα οποία δεν θέτουν μέχρι σήμερα το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ στις λαϊκές μάζες, ούτε επιχειρούν μία πολιτική συνεργασία με βάση αυτή την κατεύθυνση. Αναλυτικότερα:
Στην πολιτική του Κ.Κ.Ε., μπορεί να διακρίνει κανείς, τα συνολικά χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες ενός κόμματος που καθορίζεται από μία διπλή διαστρέβλωση του μαρξισμού: την κυριαρχία του οικονομισμού και του γραφειοκρατισμού, και την αναπαραγωγή εξουσιαστικών δομών στο εσωτερικό του.
Η πολιτική πρακτική του Κ.Κ.Ε. σφραγίζεται από την κυριαρχία των αστικών ιδεολογημάτων στο εσωτερικό του, και την προσπάθεια για την διατήρηση της πολιτικής του επιρροής με όρους μη ρήξης με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής πρακτικής του Κ.Κ.Ε. είναι:
• Η διασπαστική τακτική μέσα στο κίνημα των εργαζομένων, όχι μόνο με τις ξεχωριστές συγκεντρώσεις και πορείες αλλά ακόμα και με την αποστασιοποίηση – υπονόμευση εκείνων των αγώνων που παίρνουν ποιο μαχητικά χαρακτηριστικά και μπορούν να διαμορφώσουν επιτυχίες από την πλευρά του εργατικού κινήματος.
• Η επαναλαμβανόμενη υπονόμευση των προσπαθειών διαμόρφωσης ενιαίου μετώπου της αριστεράς με βάση τους κοινωνικούς αγώνες.
• Η διατήρηση ενός διακηρυκτικού αντισυστημικού λόγου που είναι όμως τυπικός, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε αντισυστημική πρακτική.
Ο ΣΥΝ και οι πολιτικές δυνάμεις που συσπειρώνονται γύρω από το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχουν αντιφατικές πολιτικές γραμμές, οι οποίες όμως ενιοποιούνται σε μία ενιαία δεξιά πολιτική κατεύθυνση. Η ηγεμονική κατεύθυνση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αντιστοιχεί σε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, σε συνθήκες οξύτατης κρίσης χωρίς να υπάρχει καμία πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Σπέρνοντας σημαντικές αυταπάτες και τρομοκρατικά διλήμματα για το ρόλο της Ε.Ε. και του ευρώ λειτουργεί ως εφεδρεία και ανάχωμα του συστήματος. Ακόμα ποιο επικίνδυνες είναι αντιλήψεις απολογητικές του συστήματος, που θεωρούν ότι ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ θα αποτελέσει καταστροφή για τα λαϊκά στρώματα και θα ενισχύσει συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα είναι απόψεις που επαναφέρουν τις αντιλήψεις του αριστερού ευρωπαϊσμού και του κυβερνητισμού, με τη στήριξη και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων σε μία περίοδο που δεν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες και που δεν είναι αυτές οι ανάγκες του λαού.
Κατά την άποψη μας η έξοδος από το ευρώ, στο πλαίσιο μίας αριστερής κοινωνικό πολιτικής συμμαχίας, αποτελεί μία πολιτική που κάνει τη διαφορά μεταξύ μίας λαϊκής εργατικής κατεύθυνσης, ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων και μίας πολιτικής σταθεροποίησης του συστήματος και αντικειμενικής υποταγής στους στόχους του μνημονίου.
Για αυτό θα ήταν απαραίτητο, για όλες τις δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς να προχωρήσουν σε ένα συντονισμό με βάση ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση
Οι κεντρικοί πολιτικοί στόχοι ενός τέτοιου μετώπου αφορούν :
-
τη στάση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους την εθνικοποίηση του πιστωτικού συστήματος
-
την εθνικοποίηση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων
-
τον αναπροσανατολισμό της κοινωνικό οικονομικής δραστηριότητας με έμφαση στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών, για την κάλυψη ενός συνόλου υλικών και αύλων (πολιτιστικών, ηθικών κ.λ.π.) αναγκών των λαϊκών τάξεων
-
την επιβολή ελέγχου στις κινήσεις κεφαλαίου και στις τιμές των προϊόντων,
-
τη δραστική φορολόγηση του κεφαλαίου και των εύπορων εισοδηματικά στρωμάτων και την περιστολή της φοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής.
Η έξοδος από το ευρώ αποτελεί μία στρατηγική επιλογή, στο βαθμό που συνδυάζεται με ένα σύνολο μέτρων και με έναν άλλο τρόπο και τύπο κοινωνικό οικονομικής οργάνωσης που περιλαμβάνει:
1. αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου,
2. μείωση του χρόνου εργασίας,
3. μείωση της παρασιτικής κατανάλωσης,
4. υλοποίηση μίας πολιτικής ήπιας αποανάπτυξης,
5. αλλαγή του τρόπου διανομής του κοινωνικού προϊόντος
Οι εκλογές αποτελούν μία μόνο στιγμή μίας προσπάθειας οικοδόμησης ενός μετώπου ρήξης και ανατροπής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η μόνη δύναμη της αριστεράς η οποία με σαφήνεια βάζει σε πολιτικό και πρακτικό επίπεδο αυτούς τους πολιτικούς στόχους για την ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης. Αποτέλεσε και αποτελεί μία δύναμη που συμμετείχε σε όλους τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου με μία ξεκάθαρη κατεύθυνση πάντα από την πλευρά των αγωνιζόμενων και των εξεγερμένων. Στις απεργίες και τις καταλήψεις, στις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και στις πλατείες, βρέθηκε πάντοτε απέναντι, στις αστικές πολιτικές δυνάμεις και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Παρά τις αδυναμίες και τις υστερήσεις της μάτωσε κυριολεκτικά για να βάλλει ένα λιθαράκι όχι μόνο στους αγώνες των εργαζομένων αλλά και την οικοδόμηση ενός ευρύτερου αριστερού κοινωνικό πολιτικού μετώπου. Παρά το γεγονός ότι πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να έχει προχωρήσει η πολιτική και εκλογική συνεργασία με ένα σύνολο δυνάμεων προερχόμενων από το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής σήμερα η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα βοηθήσει συνολικότερα την υπόθεση της αριστεράς και του εργατικού και λαϊκού κινήματος για την επόμενη ημέρα των εκλογών αλλά και τη διεύρυνση του μετώπου. Η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των ανατρεπτικών αντικαπιταλιστικών πολιτικών αποτελεί μια αναγκαιότητα για το λαϊκό κίνημα και το λαό μας για την επόμενη μέρα μετά τις εκλογές.
Υποψήφιοι Β Αθήνας με τους εκλογικούς συνδυασμούς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Σπύρος Κοντομάρης
Γρηγόρης Λάσκαρης
Γιώργος Μελισσαρόπουλος
Μαριάννα Τσίχλη.