Θα χρειαστεί να περάσουν δώδεκα χρόνια από τότε, μέχρι τη μέρα που η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, υψωμένη πάνω από το ερειπωμένο κτίριο του Ράιχσταγ, θα στείλει το μήνυμα της νίκης των λαών και της συντριβής του φασιστικού κτήνους.
Ήταν η εποχή που διανοούμενοι και καλλιτέχνες συνωστίζονταν μέσα και γύρω από τα Κ.Κ., αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό τους ρόλο στον αντιφασιστικό αγώνα και στη νίκη πάνω στη φασιστική βαρβαρότητα. Έχοντας πειστεί πως η υπόθεση του πολιτισμού δεν μπορεί παρά να είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την προοπτική μιας νέας κοινωνίας. Έχοντας αναγνωρίσει ότι μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμό μόνο όταν μέτοχός του είναι ο κόσμος της ζωντανής εργασίας, που αντιπαρατίθεται στη νεκρή αποκρυστάλλωσή της με τη μορφή του κεφαλαίου.
Και πέρασαν δεκαετίες από τότε. Και στην ίδια αυτή πόλη, στο Βερολίνο, κάποια άλλα ερείπια, αυτά του Τείχους, θα σηματοδοτήσουν το 1989 τη μεγάλη διάψευση.
«Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
Άλλαξαν, λέει, τ’ ανεμολόγια και οι ορίζοντες
Μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
Στο εξής μικρόφωνο θα ‘χουνε, λέει, μόνο οι γνωρίζοντες.»
Η αποστοίχιση των διανοουμένων και των καλλιτεχνών είχε συντελεστεί προ πολλού. Ακολουθώντας τους ρυθμούς μιας ιστορικής περιόδου κατά την οποία το κόκκινο όλο και ξεθώριαζε και στον καμβά κυριαρχούσε όλο και περισσότερο το γκρίζο. Όχι μόνο στα κουστούμια των γιάπηδων, αυτών που είχαν τη γνώση των διακυμάνσεων στις τιμές των μετοχών…
Τη ζήσαμε και στον τόπο μας αυτή τη διαδικασία μετάλλαξης. Από την έκρηξη του παλλαϊκού κινήματος του ΕΑΜ και της στράτευσης διανοουμένων και καλλιτεχνών στην υπόθεση της σκηνοθεσίας της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας, που συμπυκνωνόταν στο αίτημα της «Λαοκρατίας», και την πολιτιστική ανάταση των χρόνων που προηγήθηκαν της στρατιωτικής δικτατορίας, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν η λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία εκφραζόταν και με την ηγεμονία της Αριστεράς στο πολιτιστικό πεδίο.
Και μετά; Μέσα από ποιες διαδικασίες το κόκκινο παραχώρησε τη θέση του σε ένα περίεργο πράσινο, που πολύ γρήγορα αποδείχτηκε γκρίζο; Πόσο ευθυνόμαστε ως Αριστερά για την απώλεια της εργατικής ηγεμονίας στη λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία, για το ξεθώριασμα του αιτήματος του κοινωνικού μετασχηματισμού, με τον περιορισμό του στη λέξη «Αλλαγή» και κατόπιν στον όρο «εκσυγχρονισμός». Αστικός εκσυγχρονισμός, βεβαίως!
Ποιο είναι το μερίδιο ευθύνης καθεμιάς Αριστεράς αυτού του τόπου, για την ανείπωτη, μα και τόσο κραυγαλέα, εγκατάλειψη του πεδίου της αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη ιδεολογία στο πολιτιστικό πεδίο; Αυτής που αρκούνταν στην «παράδοση του λαϊκού πολιτισμού», τόσο ταιριαστής με την υπεράσπιση κομματικών παραδόσεων και ιερών κειμένων. Της άλλης, που αλληθώριζε σταθερά προς οτιδήποτε καμωνόταν το νέο, που δεν μπορούσε, φυσικά, παρά να έρχεται απέξω και μάλιστα εξ Εσπερίας. Ή ακόμα και εκφάνσεων μιας τρίτης Αριστεράς, που τον πολιτισμό τον είδε και λίγο σαν πάρεργο, ενδεχομένως και ανούσια σπατάλη δυνάμεων που είναι τόσο αναγκαίες στον ατέρμονα ακτιβισμό.
Πόσο η αποσύνδεση της ιδεολογικής πάλης από την παρέμβαση στο πολιτιστικό πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης σχετίζεται με την αποστασιοποίηση από εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης που πάνω τους δοκιμάστηκαν οι συνταγές της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας, ακόμα και είκοσι χρόνια πριν την ολομέτωπη επίθεση που αντιμετωπίζουμε σήμερα; Εκείνων των τμημάτων και μάλιστα των νεότερων ηλικιακά που, ενώ με δυσκολία πια θα εκφράζονταν από το «Οικοδόμοι παλικάρια», του Καζαντζίδη, δεν τους έλεγε και τίποτα το «Εγώ είμαι και του λιμανιού, εγώ είμαι και του σαλονιού», του Διονυσίου.
Γιατί αγνοήσαμε τους ποιητές, στη χώρα της μελοποιημένης και τραγουδισμένης στις εργατογειτονιές ποίησης; Πώς να προχωρήσουμε, χωρίς συγγραφείς και σκηνοθέτες; Από πού μας προέκυψε αυτή η επανάπαυση στο σύνηθες, το ρουτινιέρικο, το «καθαυτό πολιτικό», που λοιδορεί, μέσα στην αίσθηση επάρκειας που το χαρακτηρίζει, αυτό που θα του προσέφερε τη δυνατότητα να επιδιώξει τη συγκρότηση της ιδεολογικής αντι-ηγεμονίας στο πεδίο της ίδιας της καθημερινότητας;
Πόσο μεγάλο είναι το βάρος της ευθύνης που πέφτει στους ώμους της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς για το άνοιγμα του πολιτιστικού μετώπου! Ακριβώς γιατί επιχειρεί, με τον συνολικό ιδεολογικο-πολιτικό της λόγο, προχώρημα πέρα από την παράδοση, με πλήρη συνείδηση των όσων της οφείλουμε. Ακριβώς γιατί μπορεί να συγκροτήσει τον λόγο της, παίρνοντας υπόψη την καταπληκτική διατύπωση του Μάο, σε μια από τις πολλαπλές αναφορές του στο πολιτιστικό μέτωπο:
«Το παλιό να υπηρετεί το καινούργιο. Το ξένο να υπηρετεί το εθνικό».
Αντιμέτωποι με το κυρίαρχο γκρίζο, «ας ρίξουμε κόκκινο στη νύχτα, ας ρίξουμε λάδι στη φωτιά»!
Γιώργος Αλεξάτος, υποψήφιος στην Α' Αθήνας
Δημοσιεύθηκε στο aristerovima.gr