- Δευ, 11/07/2016 - 10:07
Βρετανία 52%, Ελλάδα 62% - Ένα χρόνο μετά, είμαστε πιο δυνατοί [της Μαρίας Στύλλου]
Η Μαρία Στύλλου εξηγεί τις δυνατότητες που ανοίγονται για την Αριστερά μετά την ήττα της ΕΕ στο βρετανικό δημοψήφισμα.Οι Βρετανοί ψήφισαν με 51,9% να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι χρηματαγορές παγκόσμια έχουν μπει σε περιδίνηση, οι ηγεσίες της ΕΕ βρίσκονται σε σοκ και ψάχνουν νέα σχέδια για την επόμενη μέρα, οι εξελίξεις μέσα στην ίδια τη Βρετανία σημαίνουν μεγαλύτερη πολιτική κρίση και αστάθεια. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, οι προβλέψεις ότι θα επικρατήσει το Bremain ανέβαζαν τα χρηματιστήρια και τις προσδοκίες των καπιταλιστών στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Η εικόνα άρχισε να γίνεται εφιαλτική για όλους αυτούς όταν εμφανίστηκαν αποτελέσματα από εργατογειτονιές και εργατουπόλεις της Βρετανίας που ψήφιζαν σαρωτικά κατά της ΕΕ. Το Εργατικό Κόμμα είχε πάρει θέση υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, αλλά τα δυο τρίτα των ψηφοφόρων του δεν το ακολούθησαν και ψήφισαν για την έξοδο. Ο Κόρμπιν κινδυνεύει να χάσει την ηγεσία των Εργατικών, γιατί οι οπαδοί του Τόνι Μπλερ που έχουν την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας τον κατηγορούν ότι στήριξε το Ναι στην ΕΕ με «κρύα καρδιά». Πράγματι ο Κόρμπιν έκανε λάθος, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση. Αν είχε βγει να στηρίξει την έξοδο από την ΕΕ θα μπορούσε να είχε καθορίσει το περιεχόμενο της καμπάνιας και να είχε περιθωριοποιήσει τον Τζόνσον και τον Φάρατζ, τους δεξιούς ηγέτες του Brexit. Μετά τα αποτελέσματα του βρετανικού δημοψηφίσματος, υπάρχει μια ολόκληρη προσπάθεια από τους σχολιαστές στα ΜΜΕ και τα φιλοΕΕ κόμματα να τα ερμηνεύσουν ως στροφή δεξιά. Προβάλουν όλα τα κλισέ ότι η λευκή εργατική τάξη είναι ρατσιστική και έτσι η «προσφυγική κρίση» την οδήγησε στην αγκαλιά του UKIP. Προσπαθούν να εξαφανίσουν την οργή των εργατών για όλα όσα έχουν κάνει οι κυβερνήσεις της ΕΕ σε βάρος τους, για την ανεργία, για τη λιτότητα, για τους πολέμους, για τους πνιγμούς των προσφύγων. Στην πραγματικότητα, η οργή που φάνηκε με το βρετανικό δημοψήφισμα είναι συνέχεια από το σαρωτικό ΟΧΙ στην Ελλάδα πριν από ένα χρόνο. Τότε, το ερώτημα που τυπικά έβαλε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ΝΑΙ ή ΌΧΙ στη Συμφωνία με την ΕΕ για ένα τρίτο μνημόνιο «διάσωσης». Η απάντηση ήταν 62% ΟΧΙ και όταν πήγαινες στις εργατογειτονιές το ποσοστό ανέβαινε στο 80%. Ο χαρακτήρας που πήρε εκείνη η αναμέτρηση καθόρισε και το πραγματικό περιεχόμενο. Η πόλωση μετατράπηκε σε ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην ΕΕ και τα στρατόπεδα διαχωρίστηκαν ταξικά. Ενώ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που κάλεσε το δημοψήφισμα ταλαντευόταν για το τι αποτέλεσμα επιδίωκε, η κυρίαρχη τάξη και τα κόμματά της έκαναν την πιο σκληρή καμπάνια για το ΝΑΙ, η ΕΕ έκλεισε τις τράπεζες και ο κόσμος της εργασίας συσπειρώθηκε μαζικά πίσω από το ΟΧΙ. Σήμερα, ένα από τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν πλατιά λέει ότι ο Τσίπρας θα συναντήσει τον επόμενο βρετανό πρωθυπουργό για να του δείξει πώς το ΟΧΙ γίνεται ΝΑΙ. Όμως, το ζήτημα που αγνοεί αυτό το «αστείο» είναι ότι ο Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχουν καταφέρει ακόμα, ένα χρόνο μετά, να φυτέψουν αυτή τη μεταστροφή στα μυαλά, στις συνειδήσεις και στη δράση των εργατών και της νεολαίας. Στην Ελλάδα, ολόκληρη η χρονιά που πέρασε είναι γεμάτη εργατικές αντιστάσεις και στο τρίτο μνημόνιο που έφερε ο εναγκαλισμός του Τσίπρα με την ΕΕ και στις αθλιότητες της ΕΕ σε βάρος των προσφύγων. Το δικό μας ΟΧΙ, όχι μόνο δεν έσβησε αλλά τώρα αντήχησε και στη Βρετανία. Οι μανούβρες δεν σταθεροποιούν την κρίση Αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι δεν αρκεί η στροφή του Τσίπρα, η υπογραφή μιας συμφωνίας, ακόμη και η ψήφιση των σχετικών νόμων από τη Βουλή για να ξεπεράσουν οι άρχουσες τάξεις τα προβλήματα της κρίσης που συγκλονίζει την ΕΕ. Όταν το περασμένο καλοκαίρι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έβαζε την υπογραφή της, τα επιτελεία της ΕΕ άφηναν έναν στεναγμό ανακούφισης. Θεωρούσαν ότι έχουν βρει τον άνθρωπό τους που ήταν αποφασισμένος να αγνοήσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, να περάσει τη συμφωνία από τη Βουλή παρέα με τη ΝΔ, να αψηφίσει την αποχώρηση χιλιάδων στελεχών από τον ΣΥΡΙΖΑ και να κερδίσει ξανά τις εκλογές τον Σεπτέμβρη βάζοντας τέλος στα σενάρια για Grexit. Μέσα από όλα αυτά, οι υπουργοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έφτασαν να παίρνουν τα συγχαρητήρια του Ντάισελμπλουμ, του Ρέκλινγκ, ακόμη και του Σόιμπλε και να πιστεύουν όλοι μαζί ότι έκλεισαν μια εστία και μια περίοδο αστάθειας και προχωρούν να αποκαταστήσουν την «κανονικότητα» και στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, η δυναμική της αντίστασης στα σχέδιά τους δεν έπαψε να λειτουργεί ούτε μέσα ούτε έξω από την Ελλάδα. Έξω, οι νέες εστίες αστάθειας φάνηκαν και στη Γαλλία με τη θυελλώδη αντίσταση στην εργασιακή αντιμεταρρύθμιση του Ολάντ και στην Ιρλανδία με τις εκλογές που αποσταθεροποίησαν το πολιτικό σύστημα και έφεραν ακόμη και την αντικαπιταλιστική αριστερά για πρώτη φορά στη Βουλή. Στην Ισπανία, οι απόπειρες σχηματισμού συγκυβέρνησης της δεξιάς με τη σοσιαλδημοκρατία απέτυχαν και η προοπτική μαζικής στροφής προς τα αριστερά καταγράφεται ακόμη και στις δημοσκοπήσεις στις παραμονές των εκλογών της 26 Ιούνη. Στο εσωτερικό, κανένας υπουργός δεν κατάφερε να πείσει τον κόσμο ότι τελικά το ΝΑΙ της κυβέρνησης ήταν καλύτερο από το ΟΧΙ των εργατών. Μάταια ο Κατρούγκαλος προσπαθούσε να πει ότι το δικό του Ασφαλιστικό είναι «αναδιανεμητικό». Μάταια ο Δρίτσας προσπαθεί να ισχυριστεί ότι το ξεπούλημα των λιμανιών διασφαλίζει τις θέσεις των λιμενεργατών. Ακόμα και ο Μουζάλας με τις περγαμηνές των Γιατρών που κάποτε βοηθούσαν τα θύματα του πολέμου, έφτασε να αποδοκιμάζεται όλο και πιο έντονα καθώς κουρελιάζει τα δικαιώματα των προσφύγων στο βωμό της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Η κυβέρνηση συνολικά δεν μπόρεσε να ακυρώσει την εργατική αντίσταση στο Μνημόνιο. Δεν μπόρεσε να ελέγξει το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, αντίθετα βρέθηκε να συγκρούεται και με αυτόν τον κόσμο. Δεν πείθει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» και ότι είναι η «μόνη αριστερά». Διαμορφώνεται στα αριστερά της ένας πολύ μαζικός χώρος που εξακολουθεί στην πράξη να λέει όχι σε όλα τα μέτρα που απέρριψε πέρσι με το δημοψήφισμα και να σιχαίνεται όλο και περισσότερο την ΕΕ που τα προωθεί. Ένα bras-de-fer ανοίγεται μπροστά μας. Θα αφήσουμε την οργή ενάντια στην ΕΕ και την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να τη διεκδικήσει η δεξιά ή μπορούμε, όπως δείξαμε μέχρι τώρα, να καθορίσουμε μια αριστερόστροφη πορεία; Το πώς θα πορευτούμε, θα καθορίσει τις εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη, όπως επηρέασε τις εξελίξεις και στη Βρετανία. Υπήρξαν ψηφοφόροι στο βρετανικό δημοψήφισμα που ψήφισαν ΟΧΙ στην ΕΕ και δήλωσαν δημόσια ότι το έκαναν σαν συμπαράσταση για τους αγώνες του κόσμου στην Ελλάδα. Ας θυμηθούμε την τοποθέτηση που έκανε η Μπριντ Σμιθ (βουλευτίνα της Ιρλανδίας) στον Μαρξισμό 2016 στην Αθήνα: «Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Γενάρη του 2015 και η στάση που κράτησε η αντικαπιταλιστική αριστερά απέναντι σε αυτό το μεγάλο γεγονός, μας έδωσε το παράδειγμα και μας έμαθε τη σημασία και το ρόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Έτσι αποφασίσαμε να δυναμώσουμε την κίνηση People before Profit και να κατέβουμε στις βουλευτικές εκλογές και στη νότια Ιρλανδία, όπου η συμμαχία PBP-AAA κέρδισε 6 έδρες και στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου για πρώτη φορά έχει παρουσία στο Στόρμοντ (έτσι ονομάζεται η βορειοϊρλανδική βουλή) η αντικαπιταλιστική αριστερά με δυο βουλευτές». Η «νέα σταθερότητα» Όταν δεν έχεις πια άλλους τρόπους να ελέγξεις την κατάσταση, καταφεύγεις σε νομικές και θεσμικές ρυθμίσεις που ελπίζεις ότι θα εξασφαλίσουν μια νέα σταθερότητα. Η συνταγματική μεταρρύθμιση και η αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι μια κίνηση με την οποία η κυρίαρχη τάξη προσπαθούν να το πετύχουν. Το 1975 στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, με το κίνημα στους δρόμους και τον κόσμο να έχει ψηφίσει στο δημοψήφισμα κατά της Μοναρχίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε μεν κερδίσει τις εκλογές του Νοέμβρη 1974 με 55%, αλλά ήξερε ότι μέσα σε συνθήκες εργατικών εκρήξεων και μιας ανερχόμενης αριστεράς, αυτό θα ήταν προσωρινό. Με το Σύνταγμα του 1975 έδωσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αυξημένες εξουσίες, προσπαθώντας να εξασφαλίσει έτσι δυο πράγματα: μια σταθερή κυβέρνηση και μια στενή συνεργασία ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον Πρόεδρο. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε σε αναθεώρηση του Συντάγματος περιορίζοντας τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και υποχρεώνοντάς τον να αποδέχεται τα εκλογικά αποτελέσματα. Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια να προχωρήσουν σε αλλαγή του Συντάγματος που θα μετατρέπει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε καθοριστικό πολιτειακό παράγοντα και θα του δίνει βαθμούς ανεξαρτησίας από την πλειοψηφία μέσα στη Βουλή. Την πρωτοβουλία για μια τέτοια ατζέντα την έχει πάρει μια δεξιά κίνηση με επικεφαλής τον Στέφανο Μάνο (υπουργό της νεοφιλελεύθερης επίθεσης επί Μητσοτάκη το 1990-93) και τον Νίκο Αλεβιζάτο (συνταγματολόγο που είχε προταθεί για Πρόεδρος της Δημοκρατίας από Το Ποτάμι). Όπως γράφουν στο σχετικό φυλλάδιο που κυκλοφόρησε από την Καθημερινή «Η πρότασή μας τάσσεται υπέρ της σχετικής ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η εκλογή του Προέδρου γίνεται από ειδικό σώμα εκλεκτόρων με διευρυμένη σύνθεση που υπερβαίνει την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αδυναμία εκλογής Προέδρου δεν προβλέπεται, άρα ούτε διάλυση της Βουλής λόγω της αδυναμίας της». Με μια τέτοια αλλαγή, δεν θα γινόταν ποτέ η διάλυση της Βουλής το Δεκέμβρη του 2014 και οι εκλογές που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων θα μπορούσε να εξαντλήσει την τετραετία. Μόλις τώρα, τον Ιούνη του 2016 θα ήταν υποχρεωμένος να κάνει εκλογές ο Σαμαράς. Μια κυβέρνηση μειοψηφική και μισητή μέσα στην κοινωνία θα μπορούσε να επιβιώνει –αυτό λέγεται κοινοβουλευτική δημοκρατία με πραξικοπήματα. Αλλά οι προτάσεις για «ασφαλιστικές δικλείδες» για σταθερή κυβέρνηση δεν περιορίζονται μόνο στις ιδέες για ενισχυμένο Πρόεδρο, αλλά απλώνονται και στη δημιουργία και τη σύνθεση της ίδιας της κυβέρνησης. «Προς αποτροπή της ακυβερνησίας εισηγούμεθα να μετατεθεί το κέντρο βάρους της νομοθέτησης από τη Βουλή στην κυβέρνηση» - συνταγματική κατοχύρωση για διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα, κάτι που ήδη προσπαθούσαν στην πράξη και που βλέπουμε αυτή τη στιγμή στη Γαλλία όπου ο Ολάντ προχωράει το νόμο για τις αλλαγές στα εργασιακά έστω και αν δεν μπορεί να τον περάσει από τη Βουλή. Κομμάτι των προτεινόμενων αλλαγών είναι ότι η Βουλή δεν μπορεί να ανατρέψει την κυβέρνηση αν ταυτόχρονα δεν αναδείξει την επόμενη. Έχει τη δυνατότητα να κάνει «εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας» (δηλαδή χωρίς συνέπειες), και έτσι «συμβάλλει στην άμβλυνση του συγκρουσιακού χαρακτήρα της πολιτικής μας ζωής και εξαναγκάζει σε συναινέσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων». Οι προθέσεις της δεξιάς ατζέντας για συνταγματική αναθεώρηση είναι διάφανες. Ο Τσίπρας ετοιμάζεται να κάνει τη δική του πρόταση στις 24 Ιουλίου, στην επέτειο της κατάρρευσης της Χούντας. Από τις δηλώσεις που έχει κάνει μέχρι τώρα ο Κατρούγκαλος αποδέχεται ότι και η πρόταση Αλεβιζάτου είναι βάση για συζήτηση. Παράλληλα, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με όλα τα κόμματα την αλλαγή στον εκλογικό νόμο, την οποία εμφανίζει ως καθιέρωση της απλής αναλογικής. Στην πραγματικότητα είναι άλλος ένας τρόπος για την προώθηση κυβερνήσεων συνεργασίας ως εγγύηση για πολιτική σταθερότητα. Από όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα γνωστά, κρατάει τον περιορισμό του 3% (ή έστω 2,5%) για να μπει ένα κόμμα στη Βουλή και διατηρεί ένα μπόνους εδρών (λιγότερες από τις σημερινές 50 αλλά ίσως 30) για το πρώτο κόμμα ή τους συνασπισμούς κομμάτων που έχουν προαναγγείλει ότι θα συνεργαστούν για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Δυο παρατηρήσεις προκύπτουν άμεσα: η πρώτη είναι ότι όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με περισσότερη δημοκρατία, αλλά με μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις πολιτικές δυνάμεις από τα πάνω. Είναι μια τάση που έχει ήδη εκδηλωθεί στην ΕΕ (δεν ξεχνάμε τις κυβερνήσεις Παπαδήμου εδώ και Μόντι στην Ιταλία) και συνεχίζεται π.χ. στην Ιταλία όπου ο Ρέντσι προχωράει σε δημοψήφισμα το φθινόπωρο για συνταγματική αναθεώρηση. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι αυτή η εξέλιξη δεν ευνοεί την αριστερά ακόμη και αν η ίδια κινεί τις διαδικασίες. Φαινομενικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο επίκεντρο και ρυθμίζει το διάλογο όλων των κομμάτων και μπορεί να παίζει παιχνίδια για να απομονώσει τον Μητσοτάκη, να είναι ο ρυθμιστής των συνεργασιών κλπ. Στην ουσία, τέτοια μέτρα που δυναμώνουν τους θεσμούς και προσπαθούν να εξασφαλίσουν την πολιτική σταθερότητα το μόνο που καταφέρνουν είναι να υψώνουν τους μηχανισμούς του κράτους ακόμη πιο έξω από τον έλεγχο της αριστεράς ακόμη κι αν έχει εκλογική δύναμη. Πέρα από τις αυταπάτες Η ηγεσία της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει τον κόσμο αλλά και τα ίδια τα μέλη του ότι «γυρίζει σελίδα». Με αυτό το μοτίβο διαφημίζει τον αναπτυξιακό νόμο αλλά και τις συνταγματικές και εκλογικές αλλαγές. Και μέσα σε αυτά εντάσσει και το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που έχει αναβληθεί τόσες φορές και τώρα υπόσχεται ότι θα γίνει το φθινόπωρο. Για ένα ολόκληρο τμήμα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ που έχει πρόβλημα με τις επιλογές της ηγεσίας έστω και αν παραμένει μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, το Συνέδριο είναι μια ελπίδα ότι θα μπορέσει να περάσει από εκεί αποφάσεις που να επανακαθορίζουν την πολιτική της κυβέρνησης και να του δίνουν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο κόμμα. Πρόκειται για αυταπάτες για δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η κυβέρνηση δεν περιμένει κανένα συνέδριο, προχωράει στην προώθηση των μέτρων που έχει δρομολογήσει με τις συμφωνίες του τρίτου μνημόνιου και καλλιεργεί τις δεξιές συμμαχίες που της είναι απαραίτητες για αυτή την πορεία. Πρόκειται για την κλασική διαδικασία με την οποία οι ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν τετελεσμένα. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τους χειρισμούς. Ακόμη και αν γίνει το συνέδριο το φθινόπωρο, τα περιθώρια για να ακουστούν κριτικές στην προσυνεδριακή διαδικασία εξαντλούνται από τώρα. Οι συμμαχίες του Τσίπρα έχουν προχωρήσει από το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πηγαίνει στη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στις 28 Ιούνη, εκεί που συμμετείχε ο Γιώργος Παπανδρέου όταν ήταν επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός. Πρόκειται για μια συνάντηση όπου μετέχουν το κόμμα του Ρέντσι, του Ολάντ και του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, τα κόμματα που είτε αυτοδύναμα είτε σε συνεργασία με τη δεξιά υλοποιούν τις χειρότερες επιθέσεις σε βάρος των εργατών μέσα από τις κυβερνήσεις στις βασικές χώρες της ΕΕ- Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία. Η ημερήσια διάταξη της συνάντησης έχει να κάνει με το αν και πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν την κρίση της ΕΕ, την οργή των εργατών που απλώνεται από τη Βρετανία μέχρι την Ελλάδα. Όχι μόνο το Brexit, αλλά και τις απεργίες της Γαλλίας και τον κόσμο που φρίττει με τα βάσανα των προσφύγων και την πολιτική αστάθεια που απλώνεται και την στροφή αριστερά που επιμένει. Η ηγεσία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ανησυχεί και προσπαθεί να αγκαλιάσει και να στραγγαλίσει αυτή την αναδυόμενη αριστερά. Ο Τσίπρας ανταποκρίνεται και το δείχνει όχι μόνο με τη συμμετοχή του στη σύναξή τους, αλλά και με τις δηλώσεις του μετά το δημοψήφισμα στη Βρετανία, την επιμονή στην ΕΕ και τους θεσμούς της. Η πρόκληση είναι για την πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, να αρπάξει την ευκαιρία και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που έχουν ανοίξει. Να κινηθεί πρωτοβουλιακά και τολμηρά, να στηρίξει τους αγώνες των εργατών και της νεολαίας και να βάλει καθαρά την προοπτική. Αυτό απαιτεί να αποφύγει λάθος εκτιμήσεις και κινήσεις αυτή την περίοδο. Στη Βρετανία ένα κομμάτι της αριστεράς, επηρεασμένο από τη θέση του Εργατικού Κόμματος υπέρ της παραμονής στην ΕΕ και τρομοκρατημένο από την ρατσιστική εκστρατεία του UKIP πήρε θέση κατά της εξόδου από της ΕΕ. Αυτό είχε σαν συνέπεια να λείπει από την καμπάνια και από την προσπάθεια να καθορίσει η αριστερά το δημοψήφισμα και τις μάχες που έρχονται. Αυτή η προσπάθεια έπεσε στους ώμους του Lexit, της πρωτοβουλίας για Αριστερή έξοδο από την ΕΕ, που στηρίχτηκε και από το αδελφό κόμμα του ΣΕΚ στη Βρετανία, το SWP. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στήριξε την καμπάνια του Lexit. Αντίθετα, το ΚΚΕ επανέλαβε τα περσινά του λάθη. Όπως στο δημοψήφισμα στην Ελλάδα διάλεξε την αποχή και το άκυρο, έτσι και τώρα στη Βρετανία εκτίμησε ότι ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης, υποτιμώντας και την έκταση της κρίσης για το κεφάλαιο και την οργή των εργατών. Τα χρηματιστήρια δεν κλυδωνίζονται χωρίς λόγο, ούτε οι ελίτ της Ευρώπης πανικοβάλλονται μόνο και μόνο γιατί οι πτέρυγες των Συντηρητικών έβγαλαν τα μαχαίρια. Ξέρουν ότι εκατομμύρια εργάτες σε όλη την Ευρώπη βλέπουν το 52% της Βρετανίας σήμερα όπως και το 62% στην Ελλάδα πέρσι σαν ένα πλήγμα για τις άρχουσες τάξεις που τυραννούν όλους τους εργάτες της ηπείρου. Αν η Αριστερά χάσει αυτή την εικόνα από τα μάτια της, περιορίζεται σε έναν μικρόκοσμο και δεν μπορεί να επηρεάσει, πολύ περισσότερο να καθορίσει τις εξελίξεις. Η Αριστερά πρέπει να έχει σαν στόχο να τις καθορίσει γιατί οι συγκρούσεις μπροστά μας είναι πολύ μεγάλες. Έχουμε μπροστά μας μάχες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και το νέο κύκλο περικοπών, αντιστάσεις που είναι ξεκινημένες στα νοσοκομεία, στα λιμάνια, στα σχολεία, στις συγκοινωνίες και ζητάνε στήριξη από την αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάχες τύπου Γαλλίας ενάντια στις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που έρχονται το φθινόπωρο. Το ίδιο επείγουσα είναι η σύγκρουση με τις ρατσιστικές μεθοδεύσεις. Δεν είναι μόνο ο Μουζάλας που είναι προκλητικός όταν αλλάζει τις συνθέσεις των επιτροπών που κρίνουν τα αιτήματα των προσφύγων για άσυλο. Είναι ολόκληρη η Συμφωνία που υπέγραψε ο Τσίπρας μαζί με την Μέρκελ και τον Ερντογάν. Αυτά τα μέτρα δεν χτυπάνε μόνο τους πρόσφυγες και τα δικαιώματά τους κάνοντας τη ζωή τους απάνθρωπη, αλλά ανοίγουν το δρόμο για την ακροδεξιά και τους φασίστες. Αν θέλουμε να τσακίσουμε τους επίδοξους μιμητές των Ναζί σαν την Λεπέν και να μην αφήσουμε τον Φάρατζ να φτιάξει θερμοκήπιο για τους φασίστες της Βρετανίας, τότε πρέπει να δυναμώσουμε ενωτικά την αλληλεγγύη μας στους πρόσφυγες και τον αγώνα για να καταδικαστούν οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής, για σύνορα και πόλεις ανοιχτά για τους πρόσφυγες και κλειστά για τους μαχαιροβγάλτες των ταγμάτων εφόδου. Στην Ελλάδα, η αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλη και μπορεί να είναι αποτελεσματική αν συνεργάζεται για τη στήριξη όλων αυτών των αγώνων. Έτσι μπορεί να πείσει και όλο τον κόσμο που ακόμα παραμένει μέσα ή γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει και να δώσουμε όλες τις μάχες μαζί. Πάνω σε τέτοια προχωρήματα μπορούμε να στηρίξουμε την προοπτική της εργατικής εναλλακτικής λύσης. Βάζοντας καθαρά την πρόταση για έξοδο από την ΕΕ, όχι σαν πρόγραμμα εθνικής κυριαρχίας αλλά σαν βήμα προς τον εργατικό έλεγχο που ξεσηκώνει τα αδέρφια μας παντού, και στη Γαλλία και στην Ισπανία και στη Βρετανία. Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα που έχει βάλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να γίνει κτήμα όλων των συνδικάτων, των εργατικών χώρων δουλειάς, ζωής και σπουδών, όλων των δυνάμεων της Αριστεράς. Με την ΕΕ στη μεγαλύτερή της κρίση, μέσα σε έναν κόσμο σε αναβρασμό, με τους από πάνω σε πανικό και τους από κάτω να τους σιχαίνονται, το μέλλον μπορεί να γίνει κόκκινο. Δήμοσιεύτηκε στο τεύχος 117, του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω |