- Παρ, 07/07/2017 - 17:33
Για την αναγκαία πολιτική συγκέντρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων [του Βασίλη Γάτσιου]
Για την αναγκαία πολιτική συγκέντρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων Επιτακτική ανάγκη, υπαρκτές δυσκολίες Ίσως ποτέ άλλοτε όσο σήμερα, δεν πρόβαλλε τόσο επιτακτικά - μέσα από τις ίδιες δραματικές στιγμές που περνά ο ελληνικός λαός όσο, γενικότερα, και από τις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής που επιβάλλονται στους λαούς από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα - η αναγκαιότητα της αναγέννησης του εργατικού κινήματος, της συγκρότησης του πολιτικού μετώπου και του σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος, δηλαδή της ευρύτερης συνειδητής δράσης της εργατικής τάξης. Η παλιά κοινωνική μετωπική πολιτική στη βάση της εργατοαγροτικής συμμαχίας που δέσποζε στην κομμουνιστική αριστερά οφείλει να αναπροσαρμοστεί. Η αγροτιά έχει πλέον συρρικνωθεί καθοριστικά. Η δε εργατική τάξη αναπτύσσεται ποσοτικά και ποιοτικά με μια δυναμική στο εσωτερικό της, εξ αιτίας της κινητικότητας των προλεταριοποιούμενων μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση αλλά και από τα κύματα των μεταναστών. Οι εξελίξεις και αυτή η δυναμική, ενισχύουν αλλά και διαιρούν εσωτερικά την εργατική τάξη, δημιουργούν αντικειμενικά τους όρους σχηματισμού διαφορετικών κομμάτων εργατικής πολιτικής ακόμα και κομμουνιστικής αναφοράς. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αστική πολιτική, επανατοποθετούν, με σύγχρονους όρους, την αναγκαιότητα της εργατικής μετωπικής πολιτικής. Πρωτίστως, λοιπόν, υπαγορεύουν πως η μετωπική πολιτική οφείλει να στραφεί στο ίδιο το εσωτερικό της εργατικής τάξης. Και μέσω αυτής να αποτανθεί και στα αυτοαπασχολούμενα, κυρίως, μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Στην ιστορική περίοδο της ταξικής πάλης που διανύουμε, το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο εργατικής πολιτικής ξεκινά ως αντικαπιταλιστικό. Ο χαρακτήρας του αυτός και οι δυνάμεις που το συγκροτούν προκύπτουν από τις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονται από την καπιταλιστική κρίση και από την πολιτική των αντιδραστικών αντιμεταρρυθμίσεων του καπιταλισμού. Κοινωνικά, έχει ως κύριο στοιχείο τη συσπείρωση και πάλη σε ενιαία και συνολική πολιτική κατεύθυνση όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, οι οποίες αντιπαλεύουν, συνειδητά, ημισυνειδητά ή αυθόρμητα, τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης. Στη σημερινή κατάσταση τμήματα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων κοινωνικών στρωμάτων εκφράζονται πολιτικά - ανεξάρτητα από τη θέλησή μας - μέσα από μαχητικά ρεφορμιστικά κόμματα που παλεύουν για ουσιαστικές βελτιώσεις στη ζωή των εργαζομένων, χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια του καπιταλισμού. Επομένως, αντικειμενικά, στην περίοδο του αντικαπιταλιστικού αγώνα το πολιτικό μέτωπο εργατικής πολιτικής αποτελεί όχι μόνο πεδίο συσπείρωσης των αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα και πεδίο συνάντησης αλλά και αντιπαράθεσης των τελευταίων με τις μαχόμενες ρεφορμιστικές δυνάμεις, με στόχο την πολιτική μετατόπιση ευρύτερων μαζών και πολιτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Απαραίτητη προϋπόθεση σε αυτή τη διαδικασία είναι η πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια καθώς και η απόλυτη αδιαλλαξία της ιδεολογίας των επαναστατικών δυνάμεων μέσω της ηγεμονικής παρέμβασης των δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς. Η συγκρότηση και ανάπτυξη του μετώπου προϋποθέτει την πλήρη ανεξαρτησία των μαζικών οργανώσεων και των μορφών συσπείρωσης από το κράτος, το κεφάλαιο, τους υπερεθνικούς, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τα εξαρτήματά τους. Ο καθοριστικός λοιπόν παράγοντας που ωθεί την ταξική πάλη σε ανώτερα επίπεδα, είναι το συνολικό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο της εργατικής πολιτικής (όχι μόνο του το κοινωνικό, ούτε μόνο του το πολιτικό). Αυτό είναι που από σήμερα διεκδικεί, προωθεί και επιβάλλει τους στόχους του κατά την διαδικασία της ταξικής πάλης. Το εργατικό κίνημα, σε όλες του τις εκφάνσεις, προχωρά με τομές, άλματα, οπισθοχωρήσεις και αντεπιθέσεις. Στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και ειδικότερα στα άλματά της το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο μετασχηματίζεται, αλλάζει τόσο ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις όσο και ως προς τις πολιτικές δυνάμεις που το συγκροτούν. Τώρα είναι αντικαπιταλιστικό. Στη φάση της επανάστασης το μέτωπο από αντικαπιταλιστικό μετασχηματίζεται σε επαναστατικό. Τότε στην πολιτική του έκφραση θα αποτελείται από τα πολιτικά κόμματα που είναι με την επανάσταση. Καθώς η κοινωνία θα απελευθερώνει όλες τις δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου και θα ακολουθεί μέσα από τα επαναστατικά άλματα τη συνταρακτική πορεία προς τον κομμουνισμό το μέτωπο θα μετεξελίσσεται σε σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση των διαφορών μας. Η ηγεμονεύουσα αντίληψη εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει το αναγκαίο της μετεξέλιξης του μετώπου, τη διάκριση μεταξύ αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού μετώπου. Στην ουσία τα ταυτίζει. Αλλά η ταύτιση του αντικαπιταλιστικού με το επαναστατικό μέτωπο δημιουργεί δυο ομάδες προβλημάτων: α. Δημιουργεί τη βάση του φόβου, του «κουμπώματος», της διαρκούς άρνησης των συνεργασιών τόσο στο πολιτικό όσο και - με άλλο τρόπο και ένταση - στο συνδικαλιστικό επίπεδο. Αφού το μέτωπο στην ουσία είναι διαρκώς επαναστατικό (και σε μη επαναστατικές καταστάσεις όπως τώρα) τότε τι συνεργασίες να κάνεις με δυνάμεις που δεν είναι επαναστατικές; (ίδια λογική έχει και το ΚΚΕ). β. Δημιουργεί δυσκολίες, ακριβώς γιατί αδυνατίζει η αναγκαία συγκέντρωση δυνάμεων στην ίδια την προώθηση και την έμπρακτη υπεράσπιση της επανάστασης και του κομμουνισμού. Να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους Η αντίληψη αυτή δεν είναι καινούργια, έχει βαθιές ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα. Αντιμετωπίζει το μαχόμενο ρεφορμιστικό ρεύμα – του οποίου τα όρια είναι γνωστά και η πορεία προδιαγεγραμμένη αν αφεθεί μόνο του - ως τον κύριο εχθρό του εργατικού κινήματος, γιατί «δρα στο εσωτερικό του ως Δούρειος ίππος της αστικής πολιτικής». Έτσι οδηγεί τους κομμουνιστές να στρέφονται εναντίον της αστικής πολιτικής μέσω της αντιμετώπισης πρωτίστως του ρεφορμισμού και όχι το ανάποδο. Δηλαδή να αντιπαλεύουν πρωτίστως την αστική πολιτική και, μέσω αυτής, να αντιμετωπίζουν σχεδιασμένα το μαχόμενο ρεφορμιστικό ρεύμα. Αντιμετώπιση που θα στηρίζεται στη βάση της σκληρής ιδεολογικής κριτικής, ακόμα και της πολεμικής, παράλληλα με το κάλεσμά τους για συμπόρευση στα διάφορα μέτωπα (χώρια βαδίζουμε, μαζί χτυπάμε). Μια τέτοια στάση μπορεί να οδηγεί σε δύο αποτελέσματα: Είτε οι αγωνιζόμενες ρεφορμιστικές δυνάμεις θα συμπορεύονται και θα λειτουργούν προωθητικά για τα λαϊκά συμφέροντα και το κίνημα, είτε θα αρνούνται και θα εκτίθενται στα μάτια των εργαζομένων. Ασφαλώς κι αυτές από τη μεριά τους θα φιλοδοξούν να κατακτήσουν την πλειοψηφία του λαού. Αλλά εκεί, στην πραγματική κίνηση των μαζών, στο λαϊκό ποτάμι των αγωνιστών οφείλουν οι κομμουνιστές, με την ιδεολογική, οργανωτική και πολιτική τους αυτοτέλεια να κερδίζουν την πολιτική και θεωρητική μάχη. Συγκεκριμένα, με τις μαχόμενες ρεφορμιστικές δυνάμεις επιδιώκουμε να συνεργαζόμαστε σε επιμέρους κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα μέσα από πολιτικές συμφωνίες ταχτικού ή επιμέρους χαρακτήρα για την επίτευξη ενός άμεσου κοινού σκοπού. Οι πολιτικές συμφωνίες μπορεί να αφορούν μόνο το μαζικό κίνημα, ή μόνο το καθαυτό πολιτικό επίπεδο, ή και τα δυο. Το δεσπόζον είναι οι αρχές και τα κριτήρια συγκρότησής τους. Στις αρχές και τα κριτήρια υποτάσσονται οι όροι και τα πολιτικά αιτήματα. Με οδηγό αυτή τη λογική στο πλαίσιο της προώθησης ενός αντικαπιταλιστικού εργατολαϊκού μετώπου, απαιτείται με σαφήνεια μια μετωπική τακτική σε τρία διακριτά επίπεδα: α) Μετωπική πρόταση προς τις ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις στο εργατικό και λαϊκό κίνημα (παρατάξεις, συνδικάτα, αγωνιστές κ.α.) στο πλαίσιο του «αγωνιστικού μετώπου», για την ταξική αναγέννηση του εργατολαϊκού κινήματος. Η λογική στη διαμόρφωση της συνείδησης των μαχόμενων εργαζομένων από το κατώτερο έως το ανώτερο επίπεδο στις σημερινές συνθήκες είναι: Αυτοτέλεια της ταξικής αντικαπιταλιστικής πτέρυγας σε όλα τα επίπεδα για την ευρύτερη και πιο αποτελεσματική, άμεση αγωνιστική ενότητα της τάξης. Η αυτοτέλεια της ταξικής πτέρυγας οφείλει να υπηρετεί, στο επίπεδο των πρωτοβάθμιων κλαδικών ή εργοστασιακών-επιχειρησιακών, ή ακόμα και των δευτεροβάθμιων (στο επίπεδο ενός βιομηχανικού κλάδου) συνδικάτων, την επιδίωξη για νίκες αλλά και για ενωτικό αντικαπιταλιστικό μετασχηματισμό ευρύτερων δυνάμεων και την πολιτικοποίηση του οικονομικού αγώνα. Ώστε να οδηγούμαστε στην ανώτερη ταξική ενότητα και οργάνωση του συλλογικού αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης των συγκεκριμένων χώρων και κλάδων. Να ενισχύεται η σταθερή αντιπαράθεση με τα όρια και τους «νόμους» του κεφαλαίου και των κερδών του, ώστε να οδηγούμαστε σε ανώτερο μετασχηματισμό του ταξικού οικονομικού αγώνα, σε συνολικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η διάκριση στα παραπάνω επίπεδα είναι μεθοδολογική και όχι χρονική. Δεν σημαίνει ότι σήμερα παλεύουμε για τα οικονομικά ζητήματα, αύριο οργανώνουμε τον πολιτικό αγώνα, μεθαύριο τον πολιτικό πόλο των ταξικών δυνάμεων κ.α. Βασικό κριτήριό μας για την συγκρότηση του προγράμματος πάλης σε κάθε εργατικό χώρο είναι: Η εξασφάλιση της αγωνιστικής ενότητας των εργαζομένων σε συνδυασμό με την αντικαπιταλιστική δυναμική του, για την επιβολή μικρών η μεγαλύτερων νικών. Άρα το πρόγραμμα πάλης ευνοεί την ενότητα των εργαζομένων και την ανάπτυξη νικηφόρων αγώνων, χωρίς ούτε να υποτάσσεται στο μέσο επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων, ούτε να ξεκόβει απ’ αυτό, αλλά να το ανεβάζει ένα «σκαλί» παραπάνω. Φυσικά η επιλογή και η κλιμάκωση των αγώνων εξαρτάται σε κάθε χώρο από το επίπεδο συνείδησης των αγωνιζόμενων εργαζομένων. Η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος θα είναι μια πορεία συνύπαρξης, ενότητας στη δράση και αντιπαράθεσης με το ρεφορμιστικό ρεύμα. Συνύπαρξης, αντιπαλότητας και ανταγωνισμού με το αστικοποιημένο ρεύμα. Στην ουσία πρόκειται για μια διαρκή μάχη σε κατάσταση εύθραυστης ισορροπίας ως την ηγεμονία της εργατικής πολιτικής.
β) Μετωπική πρόταση προς τις μαχόμενες δυνάμεις της αριστεράς, συγκεκριμένα σε ΚΚΕ, ΛΑΕ, μ-λ ρεύμα, τροτσκιστικό ρεύμα, δρώσα αναρχία κ.α Οι πολιτικές διαφορές που υπάρχουν (στο πρόγραμμα, στο υποκείμενο και στα μέσα υλοποίησής του) και ο συσχετισμός εντός των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς δεν επιτρέπουν αυτή τη στιγμή, παρ’ ότι είναι αναγκαίο, τη συγκρότηση ενός μεγάλου πολιτικού μετώπου με αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντί ΕΕ περιεχόμενο. Αλλά τι πρέπει να κάνουμε σήμερα που θα επιφέρει ποιοτικές αλλαγές στους συσχετισμούς εντός των δυνάμεων της Αριστεράς υπέρ της εργατικής πολιτικής και θα προετοιμάζει το έδαφος για το παραπάνω αναγκαίο πολιτικό μέτωπο;
Υπάρχει άλλη πολιτική από αυτήν που ακολουθούμε;
Υπάρχει. Είναι οι συγκεκριμένες πολιτικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα μεταξύ των παραπάνω δυνάμεων για επιμέρους σοβαρά κοινωνικά - πολιτικά μέτωπα, για την στήριξη και προώθηση των αγώνων, για την αναγέννηση του εργατικού κινήματος και την επιβολή κατακτήσεων σήμερα. Η επιτυχία έως τώρα της αστικής πολιτικής στην απόλυτη επιδείνωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης κρίνει άμεσα αλλά κυρίως θα κρίνει μακροπρόθεσμα το μέλλον του εργατικού κινήματος. Αυτή η πραγματικότητα πρέπει να ακυρωθεί στην πράξη. Ακριβώς γι’ αυτό αποκτά εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα μια πολιτική συμφωνία μεταξύ αυτών των δυνάμεων, βασισμένη σε αρχές και κριτήρια, με κοινό πολιτικό στόχο τη μετωπική κοινή δράση για την ικανοποίηση των άμεσων ζωτικών αναγκών της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού, την καλυτέρευση των όρων της ζωής τους.
Η πολιτική συμφωνία θα διέπεται από αρχές και κριτήρια. Ως προς τις αρχές: Το αμοιβαίο όφελος, η ομοφωνία στη λήψη των αποφάσεων, η ισοτιμία και η πλήρης πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αυτοτέλεια των συνεργαζόμενων δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τα κοινά συμφωνηθέντα η κάθε δύναμη θα έχει τη δυνατότητα να προπαγανδίζει ελευθέρα το σύνολο του προγράμματός της που θα φτάνει έως και την δημόσια άσκηση κριτικής μεταξύ τους, ακόμα και πολεμικής, αλλά με έναν πολιτισμό. Για αυτές τις διαφορές ως προς την πολιτική και τη στρατηγική θα αποφασίζει το ίδιο το εργατικό-λαϊκό κίνημα. Ως προς τα κριτήρια: Πλήρης σαφήνεια τόσο των στόχων, όσο και των μέσων δράσης για την υλοποίησή τους (μαζικός λαϊκός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας). Οι στόχοι του προγράμματος θα απαιτούν την άμεση νομοθετική κατοχύρωση μέτρων με γενική ισχύ όπως το επίδομα ανεργίας για όλους τους ανέργους και για όσο είναι άνεργοι, οι σταθερές σχέσεις εργασίας, η μείωση ωρών εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών, οι αυξήσεις των μισθών πάνω από το όριο της παραγωγικότητας, η μείωση των ορίων συνταξιοδότησης και οι αυξήσεις των συντάξεων, η μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας για την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα και η αύξηση της φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο, η κατάργηση των ιδιωτικοποιήσεων, η αύξηση των δαπανών για δημόσια υγεία και παιδεία, η απαγόρευση των κατασχέσεων πρώτης κατοικίας κ.α. Αυτά τα αιτήματα άμεσης ουσιαστικής βελτίωσης απαιτούν, εξ αιτίας του βάθους της αστικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού ανατρεπτικό, αποφασιστικό εργατικό αγώνα που θα τον διαχειρίζονται, από τη διαμόρφωση των αιτημάτων, τις μορφές δράσης ως την έναρξη και λήξη του, οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι. Η διεκδίκηση και επιβολή τους οδηγεί στην απευθείας σύγκρουση με τα μνημόνια και την κυβερνητική πολιτική ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Απαιτεί την ανατροπή τους. Η συλλογική διεκδίκηση και επιβολή τους θα οδηγεί σε ένα σχετικό κλονισμό της αστικής πολιτικής. Θα οδηγεί αντικειμενικά σε μια περαιτέρω πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους. Επομένως, σε ένα νέο, οξύτερο κύκλο κρίσεων. Και, κάτω από τη δράση των αγωνιζόμενων ταξικών δυνάμεων, σε έναν ανώτερο κλονισμό της αστικής πολιτικής και κυριαρχίας. Γι’ αυτό και η αστική τάξη θα δίνει αγώνα υπέρ πάντων για να αποτραπεί οποιαδήποτε εργατική νίκη και ιδιαίτερα στο χώρο της παραγωγής. Μια τέτοια πολιτική συμφωνία μετωπικής κοινής δράσης είναι η έμπρακτη ενωτική απάντηση στην επίθεση του κεφαλαίου. Απεγκλωβίζει δυνάμεις από την επιρροή των αστικών κομμάτων, σπάει την αστική επιρροή και ηγεμονία, καταφέρνει ένα ρήγμα στην κυρίαρχη πολιτική των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στο εργατικό κίνημα. Δεν καλύπτει, αλλά ανεβάζει την αντιπαράθεση μεταξύ των αριστερών δυνάμεων μπροστά στους εργαζόμενους και μέσα στο κίνημα και για το ίδιο το κίνημα. Απαιτείται να ξεπεραστεί ο φόβος για αυτές τις πρωτοβουλίες, απαιτείται να τολμήσουμε. γ) Μετωπική πρόταση προς τις δυνάμεις επαναστατικής και κομμουνιστικής αναφοράς, για τη δημιουργία του νέου κομμουνιστικού κόμματος και του αντικαπιταλιστικού πόλου. Καθώς θα δημιουργούνται αυτές οι δυνάμεις της σύγχρονης επαναστατικής Αριστεράς, κατά την ίδια την πορεία συγκρότησή τους, ως εσωτερικό συστατικό τους στοιχείο θα έχουν μια πολιτική συνεργασιών με τις μαχόμενες ρεφορμιστικές δυνάμεις με βάση τις προαναφερόμενες αρχές και κριτήρια. Ως γνωστό η ίδια η συγκρότηση του κόμματος δεν βοηθά λιγότερο τη συγκρότηση της μετωπικής πολιτικής από ότι η τελευταία την προώθηση του ίδιου του κόμματος. Αυτή η διαλεκτική σχέση συνδυασμένη με την αυτοπεποίθηση που δίνει το δίκιο του αγώνα μας μπορούν να δημιουργήσουν, να εμπνεύσουν και να ανυψώσουν. Βασίλης Γάτσιος μέλος του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ |