• Σάβ, 24/03/2018 - 23:13
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ - Κοινή δράση [του Λέανδρου Μπόλαρη]
του Λέανδρου Μπόλαρη
 
Η κυβέρνηση του Τσίπρα-Καμμένου μας βομβαρδίζει καθημερινά και με τις πιο διαφορετικές αφορμές με το επιχείρημα ότι η «κανονικότητα» εμπεδώνεται και η «έξοδος από τα μνημόνια» πλησιάζει. Πίσω από τις καθησυχαστικές περιγραφές και υποσχέσεις με το ζόρι κρύβονται οι επιθέσεις στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Από τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τις επιθέσεις στο συνδικαλισμό και τις εργασιακές σχέσεις κι από τις αναδιαρθρώσεις στην παιδεία μέχρι την ταύτιση με τη ρατσιστική πολιτική της ΕΕ-Φρούριο απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες. 
 
Και σε κάθε τέτοια επίθεση, συναντάει την αντίσταση των εργαζόμενων και της νεολαίας. Μπορεί η ΝΔ και οι ναζί της Χρυσής Αυγής να δημαγωγούν -όπως έκαναν με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το μακεδονικό. Όμως, όπως εκτιμά κι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις Θέσεις για την 4η Συνδιάσκεψή της, «Η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της σύστημα δεν έχουν κατακτήσει την συναίνεση της εργατικής τάξης σε αυτή την πολιτική. Δεν έχουν πετύχει την συντριβή του κινήματος και των μαχόμενων δυνάμεών του».
 
Η στήριξη, πολιτική και οργανωτική, αυτού του κινήματος και των αγώνων που δίνει είναι κεντρικό πολιτικό καθήκον όλης της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, απέναντι στις προσπάθειες της κυβέρνησης να κατακερματίσει τις αντιστάσεις και στην προσπάθεια της δεξιάς και των φασιστών να αποπροσανατολίσουν τη δυσαρέσκεια.
 
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανταποκρίνεται σε αυτό το καθήκον. Πριν ένα χρόνο περίπου απηύθυνε πρόσκληση-κάλεσμα «σε ΚΚΕ και ΛΑΕ σε όλες τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής και επαναστατικής αριστεράς με στόχο την κοινή δράση» για τον «κοινό πολιτικό βηματισμό» για το «κίνημα και την Αριστερά της ανατροπής». 
 
Με αυτό το κριτήριο απαντάει και τώρα στην πρόταση που απεύθυνε η ΛΑΕ στα τέλη Φλεβάρη με την «Ανοικτή Επιστολή-Κάλεσμα προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πολιτική συνεργασία». Στο κείμενο της απάντησής της η Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θυμίζει το περσινό της κάλεσμα, αλλά δεν μένει εκεί. Επιμένει ότι «το πιο σημαντικό και άμεσο ζήτημα σήμερα είναι η συμβολή κάθε μαχόμενης αριστερής δύναμης στην κοινή δράση πάνω στα εξής ζητήματα:
 
α) την πάλη ενάντια στο μόνιμο αλυσόδεμα στο ευρωμνημονιακό καθεστώς της εκμετάλλευσης και της επιτροπείας με αιχμή τα ζητήματα, της τρίτης και τέταρτης αξιολόγησης, και πιο συγκεκριμένα των ιδιωτικοποιήσεων, των ΣΣΕ, των προσλήψεων, και των πλειστηριασμών και με βασικό ζητούμενο την συμβολή στην «από τα κάτω» οργάνωση των εργαζόμενων, τον μόνιμο συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών αγώνα, αγωνιστικών ομοσπονδιών, υπερβαίνοντας την υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. 
 
β) Την πάλη ενάντια στον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, την πολεμική προετοιμασία και τους αντιδραστικούς ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, που πυροδοτήθηκε με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το μακεδονικό, στη βάση της κοινής δήλωσης των οργανώσεων της αριστεράς ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια.
 
γ) Την αντιρατσιστική και αντιφασιστική δράση, πάνω στην βάση του πλαισίου με το οποίο οργανώνονται οι ενωτικές αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές πρωτοβουλίες την ημέρα δράσης στις 17 Μάρτη. 
 
δ) Τη συμβολή στον αγώνα για την έξοδο της χώρας μας από την ΕΕ από εργατολαικές διεθνιστικές θέσεις».
 
Μέτωπα
 
Αυτή η επιμονή στην «συμβολή στην κοινή δράση» στα συγκεκριμένα μέτωπα, δεν είναι ούτε εγκεφαλικό κατασκεύασμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε υπεκφυγή από τα «μεγάλα ζητήματα». Καταρχήν, γιατί κόσμος της Αριστεράς, ο κόσμος που αγανακτεί και αποδεσμεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ αναζητάει αυτή την κοινή αγωνιστική και πολιτική δράση. Κατανοεί ότι είναι αναγκαία για να δυναμώσουν οι αγώνες εδώ και τώρα, να έχουν νίκες που να σπάνε τις μνημονιακές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, να πάρει σάρκα κι οστά η προοπτική να βαδίσουμε πέρα από τη χρεοκοπία της διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ. 
 
Η πάλη για προσλήψεις με μόνιμες και σταθερές σχέσεις εργασίας, είναι ζήτημα «ζωής και θανάτου» όχι μόνο για τους συμβασιούχους ή τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Είναι και για τα εκατομμύρια των εργατών και εργατριών που βλέπουν τα σχολεία, τις υπηρεσίες των δήμων, τα νοσοκομεία να διαλύονται από την πολιτική των περικοπών και της αγοράς χειροτερεύοντας τη ζωή τους. 
 
Ο συντονισμός η κλιμάκωση και η νίκη αυτών των αγώνων, θα κρίνουν το ερώτημα σε ποιο «έδαφος» θα μπορεί να δράσει και να μεγαλώσει συνολικά η αριστερή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. 
 
Το ίδιο ισχύει και για το μέτωπο της πάλης ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό, τις εθνικιστικές εκστρατείες της άρχουσας τάξης. Οι διαδηλώσεις της 17 Μάρτη σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα έδειξαν το δυναμισμό ενός νέου κινήματος που μεγαλώνει ενάντια στην προσπάθεια των «από πάνω» να μας διαιρέσουν με το δηλητήριο του ρατσισμού που δίνει τη δυνατότητα να βγουν στο φως οι βρικόλακες της ακροδεξιάς και του φασισμού. Ιστορικά, η Αριστερά έχει ζήσει τις «μεγαλύτερες στιγμές» της πρωταγωνιστώντας σε τέτοια κινήματα. Μπορεί να τις ξαναζήσει και τώρα. 
 
Η ΛΑΕ στην «επιστολή-κάλεσμά» της, προτείνει ένα «ευρύ μέτωπο κοινωνικού και πολιτικού αγώνα με κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς». Όμως, το ερώτημα που τίθεται αμέσως όταν διαβάζει κάποιος/α μια τέτοια διατύπωση είναι το εξής: αν η ριζοσπαστική αριστερά είναι ο «κορμός» ποιοι θα αποτελούν το «ευρύ» μέτωπο; Η επιμονή της ηγεσίας της ΛΑΕ να αναζητάει πολιτικές συνεργασίες με εθνικιστικές ομάδες όπως το ΕΠΑΜ ή με μορφώματα όπως της Πλεύσης που δηλώνει ανοιχτά ότι δεν έχει σχέση με την Αριστερά, είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική. Και δεν είναι το μοναδικό ζήτημα. Η ΛΑΕ προέκυψε από την αριστερή ρήξη με τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ουσιαστικά δεν έχει ολοκληρώσει τη ρήξη με την στρατηγική που οδήγησε στους συμβιβασμούς. Γι’ αυτό η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποσαφηνίζει δημόσια στην απάντησή της ότι:
 
«Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μία εφ’όλης της ύλης πολιτική ή/και εκλογική συνεργασία γιατί η πρόταση σας, για “ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικού και πολιτικού αγώνα με κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς”, κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από την πολιτική πρόταση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου για την οποία παλεύει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ». 
 
 
Ο διάλογος για τα βήματα που πρέπει να κάνει η Αριστερά στο κίνημα και στην στρατηγική που προβάλλει είναι έτσι κι αλλιώς ανοιχτός. Είναι καλό να γίνεται συντροφικά και οργανωμένα, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου που αγωνιά και παλεύει. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βάζει στον εαυτό της το καθήκον να ανταποκριθεί σε αυτή τη διπλή πρόκληση. Να παίξει ρόλο στην κοινή δράση, χωρίς αποκλεισμούς και προαπαιτούμενα. Εκεί πραγματικά κρινόμαστε όλοι πέρα από τις διακηρύξεις. Και ταυτόχρονα, μέσα από την κοινή δράση φιλοδοξεί να δυναμώσει την προοπτική του αντικαπιταλισμού, τη μόνη προοπτική που μπορεί να οδηγήσει στο σπάσιμο των μνημονίων και στη νίκη των αγώνων μας.