• Σάβ, 27/04/2019 - 20:54
ΕΕ, ο αδύναμος κρίκος στο καπιταλιστικό σύστημα [του Σταύρου Μαυρουδέα]

Ανάλυση

Σταύρος Μαυρουδέας*

Είκοσι χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση. Η πάλη για την αποδέσμευση από την ΕΕ – που ή θα γίνει υπόθεση της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος ή δεν θα υπάρξει καθόλου – αποτελεί βασικό κόμβο της επαναστατικής στρατηγικής για την μετάβαση στον σοσιαλισμό, αλλά πρέπει να ξεχωρίζει και σαν αυτοτελής στόχος.

Μια χρυσή ευκαιρία για κίνημα και Αριστερά

Σήμερα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί τον σύγχρονο «μεγάλο ασθενή». Αυτό το σημαντικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ του διεθνούς συστήματος του καπιταλισμού διαπερνάται από βαθύτατες και ασυμφιλίωτες αντιφάσεις. Οι αστικές τάξεις του εμφανίζονται ολοένα και πιο διαιρεμένες απέναντι στις προοπτικές της. Οι λαοί οι οποίοι είναι εγκλεισμένοι σε αυτό το απεχθάνονται ολοένα και περισσότερο. Και οι άλλοι ανταγωνιστικοί ιμπεριαλιστικοί πόλοι του διεθνούς καπιταλισμού το υπονομεύουν συστηματικά – αν και ταυτόχρονα, σε διαφορετικούς βαθμούς ο καθένας, δεν επιθυμούν μία ανεξέλεγκτη κατάρρευσή του, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο στρατηγικό κενό.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΕΕ αποτελεί δυνητικά έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους του καπιταλιστικού συστήματος και μία χρυσή ευκαιρία για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα στις χώρες της για να κερδίσουν στρατηγικές νίκες έναντι των αστικών τάξεων τους. Και όμως, αυτό δεν συμβαίνει. Στις χώρες του Βορρά, η λαϊκή δυσαρέσκεια εγκλωβίζεται σε επικίνδυνες εθνικιστικές και ακροδεξιές μορφές και γίνεται έρμαιο των ενδοαστικών ανταγωνισμών. Βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η ενσωμάτωση της δυτικο-ευρωπαϊκής Αριστεράς (;) στο αστικό σύστημα, μετά τις ήττες του 1980, και η μετατροπή της σε ουρά ολοένα πιο συντηρητικών και δειλών αστικών ρεφορμιστικών ρευμάτων.

Όμως και στις χώρες του Νότου, όπου αφενός η ιστορική παράδοση του κομμουνιστικού ρεύματος είναι ισχυρότερη και, αφετέρου, η κοινωνική αγανάκτηση εξακολουθεί να κοιτάζει στα αριστερά, λείπει ένα συγκροτημένο ιδεολογικά και προγραμματικά αριστερό και εργατικό ρεύμα που να μπορέσει να την οργανώσει και να την οδηγήσει σε αποφασιστικές νίκες. Η οικοδόμηση του αποτελεί το πιο βασικό καθήκον για την επαναστατική Αριστερά στη χώρα μας.

Ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ σε βαθιά κρίση

Στην ήδη παρερχόμενη εποχή της ψευδεπίγραφης «παγκοσμιοποίησης» οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, αλλά και για μία αρχική περίοδο οι ΗΠΑ (για να αντιμετωπίσουν την απειλή του «ανατολικού μπλοκ»), πρόβαλλαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μία αντικειμενική και τελεσίδικη εξέλιξη. Η μεγάλη μάζα της δυτικο-ευρωπαϊκής Αριστεράς προσχώρησε ασμένως στην αντίληψη αυτή – συνήθως κακοποιώντας την Γκραμσιανή σκέψη – και καλλιέργησε την φαιδρή ιδέα της «κοινωνικής Ευρώπης». Ακόμη και σήμερα, που ο βαθύτατα αντιλαϊκός και αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει κατανοηθεί εμπειρικά από τις λαϊκές τάξεις, συνεχίζει με έναν ανεδαφικό ευρωσκεπτικιστικό μεταρρυθμισμό (που τυπικές εκφράσεις του είναι στη χώρα μας το κόμμα- μαριονέττα Βαρουφάκη και η αθεράπευτα ακολουθητική στον αστικό μεταρρυθμισμό ΛΑΕ).

Η καλλιέργεια αυτών των ανεδαφικών και καταστροφικών αντιλήψεων δεν είναι μόνο συνέπεια του ιδεολογικού εκπεσμού της δυτικής Αριστεράς σε ένα πολιτικά καθωσπρεπιστικό, ψευτο-υπερδιεθνιστικό, δικαιωματικό ρεύμα με δυσκόλως υποκρυπτόμενη απέχθεια στην ταξική πολιτική και στην εργατική λαϊκότητα. Είναι και αποτέλεσμα αντικειμενικών δεσμεύσεων που προκύπτουν από την οργανική ενσωμάτωση βασικών τμημάτων της (ιδιαίτερα στη Γερμανία αλλά όχι μόνο) στο αστικό σύστημα. Αυτά τα στοιχεία αποξενώνουν την μεγάλη πλειοψηφία της δυτικο-ευρωπαϊκής Αριστεράς από τις λαϊκές και εργατικές μάζες και αφήνουν τις τελευταίες – σήμερα που η πολιτική της «παγκοσμιοποίησης» έχει εξαντλήσει την προσφορά της στο κεφάλαιο και οι αστικές τάξεις ερίζουν στο εσωτερικό τους, αλλά και διεθνώς, για την επιστροφή στον οικονομικό και πολιτικό εθνικισμό – έρμαια των εθνικιστικών και ακροδεξιών αστικών κομμάτων.

Στην ελληνική Αριστερά οι αντιλήψεις αυτές είναι ακόμη αρκετά αδύναμες. Η ιστορική παράδοση και διαδρομή της, παρ’ όλες τις ήττες και τις αδυναμίες, εμπόδισε την επικράτησή τους. Παράλληλα, η δραματική αποτυχία της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» της ελληνικής αστικής τάξης (δηλαδή το σχέδιο αναβάθμισης μέσα στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα από ένα μεσαίου επιπέδου υπο-ιμπεριαλισμό σε, έστω μικρό, συνεταίρο ενός από τα βασικά παγκόσμια ιμπεριαλιστικά μπλοκ) έχει ήδη αποτύχει παταγωδώς. Η Ελλάδα των μνημονίων – που φυσικά πληρώνονται από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα – σηματοδοτεί την διεθνή υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού και δεν αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων.

Σε αυτή την ρωγμή του χρόνου καλείται η ελληνική επαναστατική Αριστερά και ιδιαίτερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να αναμετρηθεί με τον εαυτό της

Βέβαια, η ελληνική αστική τάξη και οι βασικοί πολιτικοί της φορείς (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ) εξακολουθεί να μηρυκάζει βλακωδώς τον ξεπερασμένο μύθο του «παραδείσου της ΕΕ», νομίζοντας ότι έτσι αποκοιμίζει τις λαϊκές μάζες. Ο ελληνικός υπο-ιμπεριαλισμός, εν μέσω της διαρκούς υποβάθμισής του στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και έχοντας απωλέσει τους περισσότερους βαθμούς ελευθερίας κίνησης έναντι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, είναι πλήρως ανίκανος να κινηθεί ανεξάρτητα από τους ξένους πάτρωνές του. Γι’ αυτό, απουσιάζει στη χώρα μας ένα σοβαρό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης που να αμφισβητεί την ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό κάνει τον ελληνικό αστισμό ακόμη πιο αδύναμο και ανίκανο να μπορέσει να ενσωματώσει και να καταστείλει την λαϊκή αγανάκτηση.

Το σιωπηρό λαϊκό τσουνάμι που οδήγησε στο συντριπτικό «Όχι» του δημοψηφίσματος (παρά την αντικειμενική υπονόμευσή του από το ΚΚΕ και την αναμενόμενη προδοσία του από τον ΣΥΡΙΖΑ) αποδεικνύει τα παραπάνω. Ταυτόχρονα, όμως, η αποτυχία της επαναστατικής Αριστεράς να κεφαλαιοποιήσει αυτή την αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση και να την μετατρέψει σε νικηφόρο κοινωνικο-πολιτικό ρεύμα αποδεικνύει ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η αγωνιστικότητα, αλλά απαιτείται ξεκάθαρη ιδεολογική αντίληψη και συνεκτικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα. Χωρίς αυτά, η λαϊκή αγανάκτηση αφήνεται έρμαιο τυχοδιωκτών και, εάν αύριο οι ενδο-αστικές και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις το επιτρέψουν, ενός ισχυρού ακροδεξιού εθνικιστικού ρεύματος.

Σε αυτή την ρωγμή του χρόνου καλείται η ελληνική επαναστατική Αριστερά και ιδιαίτερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και να αποδείξει ότι μπορεί να επιτελέσει τον ανατρεπτικό ρόλο της. Ο στόχος της αποδέσμευσης από την ΕΕ πρέπει να προβληθεί με τον πιο επιτακτικό τρόπο σαν υπόθεση της Αριστεράς και να αποτυπωθεί ως κεντρικός στόχος της επαναστατικής στρατηγικής.

Για να επιτευχθεί αυτό, οφείλει καταρχήν να μιλήσει κανείς απλά, αλλά και καθαρά στις λαϊκές και εργατικές μάζες. Να αφήσει στην άκρη διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς της αποδέσμευσης από την ΕΕ, οι οποίοι το μόνο που κάνουν είναι να αδυνατίζουν την ουσία. Αυτά ανήκουν είτε σε υπεραριστερές ομαδούλες που επιδίδονται σε θρησκευτικού τύπου διαμάχες για λόγους μυωπικής αυτό-αναπαραγωγής είτε στο συστημικό ιερατείο του Περισσού, προκειμένου να αποφύγει την σύγκρουση με το κεφάλαιο.

Η αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ δεν διεκδικείται από κανένα τμήμα της αστικής τάξης. Η αποδέσμευση ή θα είναι υπόθεση της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος ή δεν θα υπάρξει καθόλου. Και αντίστροφα, καμία σοσιαλιστική προοπτική δεν μπορεί να διανοιχθεί μέσα στη φυλακή της ΕΕ. Τα δε φληναφήματα περί ταυτόχρονης σοσιαλιστικής επανάστασης (που μάλιστα δεν θα σπάσει ούτε μία τζαμαρία) και αποδέσμευσης από την ΕΕ είναι ανεδαφικά και εκ του πονηρού. Με αυτή την λογική, η Αριστερά στο μεταπολιτευτικό δημοψήφισμα για τον βασιλιά θα έπρεπε να απέχει, γιατί πάλι καπιταλισμό θα είχαμε.

Ο στόχος της αποδέσμευσης από την ΕΕ πρέπει να αποτελεί κόμβο μίας ενιαίας στρατηγικής για την μετάβαση στο σοσιαλισμό, αλλά ταυτόχρονα να ξεχωρίζει σαν αυτοτελής στόχος. Αυτό δεν συνιστά σε καμία περίπτωση στρατηγική σταδίων και οι κουτοπόνηρες κριτικές ιδιαίτερα από όψιμους αντιπάλους της τελευταίας μόνο υποκριτικές και εκ του περισ(σ)ού είναι.

Πρέπει, επίσης, να ξεχωρίσει από τον υποστηρικτικό στο σύστημα και ψευδεπίγραφο «αριστερό ευρωσκεπτικισμό» και δραχμισμό της ΛΑΕ. Η πανικόβλητη αυτή λογική δεν διαθέτει στρατηγική και προγραμματική ρεαλιστικότητα και συνοχή, ενώ αναπαράγει ψευδαισθήσεις και οδηγεί τελικά σε γελοίες συμπράξεις με φαιδρά ρετάλια του αστικού πολιτικού συστήματος. Ο συγχρωτισμός μαζί τους δεν θα πολλαπλασιάσει δυνάμεις αλλά θα βαθύνει διαιρέσεις και, πάνω απ’ όλα, θα θολώσει τόσο την προγραμματική στόχευση όσο και την λαϊκή απεύθυνση.

Οι αγωνιστικές δυνάμεις που βρίσκονται στο συγκεκριμένο χώρο θα πρέπει να καταλάβουν ότι με διγλωσσίες, πολιτική και προγραμματική αστάθεια και εγκλωβισμό στην επιβίωση μέσω του κοινοβουλευτισμού δεν συνεισφέρουν στην υπόθεση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Αλλά και γενικότερα πρέπει να είναι κατανοητό ότι, ιδιαίτερα σήμερα, συνενώσεις στη βάση ασαφών και αντιφατικών προγραμματικών στοχεύσεων δεν βοηθούν. Η αποτελεσματικότητα της γραμμής της επαναστατικής Αριστεράς δεν θα κριθεί σε ασταθείς και ασαφείς συνενώσεις οργανώσεων, αλλά στο κατά πόσο το προγραμματικό της μήνυμα γίνει κτήμα των λαϊκών μαζών.

Μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής

Διαφορετική παραγωγική δομή, με οδηγό τις ανάγκες του λαού

Το σημαντικότερο καθήκον της ελληνικής επαναστατικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η διατύπωση ενός συγκροτημένου και ρεαλιστικού μεταβατικού πολιτικού προγράμματος. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να διευκρινίζει τόσο τον στρατηγικό στόχο του όσο και τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ορόσημα και εργαλεία του. Για την επαναστατική Αριστερά ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να αποτελεί την συνολική προγραμματική της πρόταση. Ταυτόχρονα όμως, σε μετωπικό επίπεδο, θα μπορεί να συμπορευθεί στο κίνημα – αλλά όχι μόνο – και με δυνάμεις και ιδιαίτερα λαϊκές μάζες που δεν είναι πεισμένες για τον τελικό στόχο, αλλά συμφωνούν στον αναγκαίο κρίσιμο κόμβο της αποδέσμευσης από την ΕΕ.

Βασική είναι η κατεύθυνση στην δημιουργία ενός υπόδειγμα αυτόκεντρης (αλλά όχι κλειστής) ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (σε αντιδιαστολή με την εξαρτημένη ανάπτυξη εντός ΕΕ), που απαιτεί την δημιουργία μίας νέας και ριζικά διαφορετικής παραγωγικής δομής με εσωτερική συνοχή (ισχυρές διακλαδικές διασυνδέσεις προς τα εμπρός και προς τα πίσω), με οδηγό τις ανάγκες του λαού και του τόπου και αυτοτελή και διακριτική εξωτερική οικονομική πολιτική.

Το μεταβατικό αυτό πρόγραμμα οφείλει να διακρίνει φάσεις στην ανάπτυξη του: Πρώτα, την αρχική ειδική περίοδο, χαρακτηρισμένη από έντονη σύγκρουση με την ΕΕ και την Δύση και συγκροτημένη με έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης άμεσων αναγκών. Στη συνέχεια, την περίοδο σταθεροποίησης, με κεντρικό χαρακτηριστικό την παγίωση μίας οικονομίας με κατά βάση κρατικο-καπιταλιστικές σχέσεις αλλά και ένα διευρυνόμενο σοσιαλιστικό τομέα. Και τέλος, την περίοδο σοσιαλιστικής μετάβασης με την ισορροπημένη και βιώσιμη ενίσχυση του σοσιαλιστικού τομέα, καθώς και τον αντίστοιχο περιορισμό του ιδιωτικού.

Τα «κλειδιά» στην πρώτη και κρίσιμη  περίοδο

Οι βραχυχρόνιοι άξονες της αρχικής ειδικής περιόδου είναι: Η αποδέσμευση από την ΕΕ. Η διαγραφή του εξωτερικού χρέους. Η επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για να αποφευχθεί η φυγή τους). Η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για την εξασφάλιση της επιβίωσής του και της χρηματοδότησης της οικονομίας). Ένα σύστημα έντονα προοδευτικής φορολογίας (τα βάρη στα πλούσια στρώματα για να βελτιωθεί η θέση των λαϊκών και να εξευρεθούν πόροι για αναπτυξιακή πολιτική). Η ελεγχόμενη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νέου νομίσματος (μέσα ενδεχομένως από ένα σύστημα πολλαπλών ισοτιμιών ή ένα βραχύβιο πρόγραμμα διπλού νομίσματος), έτσι ώστε να υποβοηθηθεί η ανταγωνιστικότητα και να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες της χώρας σε συνδυασμό με ένα εκτεταμένο σύστημα ελέγχου των τιμών (ώστε να αποφευχθούν πληθωριστικές αυξήσεις).

Ο πιο κρίσιμος, όμως, άξονας του μεταβατικού προγράμματος είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας με βάση τον δημόσιο τομέα (δηλαδή με κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των βασικών κλάδων), μέσω της δημοκρατικής εκπόνησης πενταετών προγραμμάτων για το σύνολο της οικονομίας. Βασικός πυλώνας θα είναι ο δημόσιος τομέας (με την ιδιοκτησία των βασικών στρατηγικών κλάδων της οικονομίας), αλλά με υποχρεωτική εφαρμογή και στον ιδιωτικό. Κύριος στόχος οφείλει να είναι η ανάπτυξη του παραγωγικού τμήματος της οικονομίας (επανεκκίνηση του πρωτογενούς τομέα, επανεκβιομηχάνιση και αντίστοιχος σχετικός περιορισμός των υπηρεσιών). Αυτή η αναδιάρθρωση δεν μπορεί να υποταχθεί στη σημερινή παραγωγική δομή, η οποία έχει αποτύχει, αλλά πρέπει να κινηθεί ρηξικέλευθα και καινοτόμα. Επίσης, βασικό στοιχείο του προγράμματος είναι η πλήρης αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού (δηλαδή η πλήρης απασχόληση). Αναγκαία συμπληρώματα είναι αντίστοιχη νομισματική και εισοδηματική πολιτική, καθώς και μία ανεξάρτητη διεθνή οικονομική πολιτική.

(*) Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και υποψήφιος στο ευρωψηφοδέλτιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 21.4.2019