- Σάβ, 11/05/2019 - 15:22
“Πίσω στη δουλειά αλλά με άδειες τσέπες” [του Γιώργου Μιχαηλίδη]
Γιώργος Μιχαηλίδης* Υπάρχουν κάποια σκληρά στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να αποτελούν το κέντρο κάθε συζήτησης περί Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο βαθμό που θα καταφέρουμε να προβάλλουμε αυτά, δηλαδή τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές μας θα καταφέρουμε μια νίκη πάνω στον ψηφοθηρικό και σκανδαλολογικό τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μπροστά στις ευρωεκλογές. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής: Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα ο χρόνος εργασίας στην Ευρώπη δε μειώνεται, το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) των κρατών-μελών της ΕΕ ανεβαίνει και οι μισθοί δεν αυξάνονται. Τί συμβαίνει; Να το πούμε πιο απλά. Η εργασία έχει γίνει πιο παραγωγική, παράγεται περισσότερος πλούτος διαρκώς (άνοδος των ΑΕΠ), αλλά καταλήγει ολοένα και περισσότερο στα χέρια λίγων. Έτσι, ενώ οι μισθοί αποτελούσαν το 67% των ευρωπαϊκών ΑΕΠ στις αρχές του ’80, σήμερα βρίσκονται λίγο πάνω από το 50%. Με άλλα λόγια, σαφής υποτίμηση της θέσης των εργαζομένων εντός της Ε.Ε. Αυτό μεταφράζεται σε χειροτέρευση της καθημερινότητας, της αγοραστικής δύναμης, σε αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών και τελικά σε υπερχρέωση των νοικοκυριών. Με βάση όμως τα ίδια σκληρά στοιχεία θα μπορούσαμε να εργαζόμαστε λιγότερο και να πληρωνόμαστε το ίδιο. Ούτε αυτό όμως συμβαίνει. “Η ανεργία πέφτει!” ζητωκραυγάζουν οι κυβερνήτες της ΕΕ (μαζί με αυτούς και η δική μας κυβέρνηση). Όντως, η ανεργία στην ΕΕ έχει φτάσει σε ιστορικό χαμηλό σύμφωνα με τις επίσημες μετρήσεις. Παράλληλα όμως σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζουν οι Financial Times αυξάνεται ραγδαία η ημι-απασχόληση ενώ ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι ΔΕΝ επιθυμούν να εργάζονται με αυτούς τους όρους. Μάλιστα, από τους νέους ανθρώπους κάτω των 25 ετών στην ΕΕ, πάνω από τους μισούς εργάζονται σε καθεστώς ημι-απασχόλησης. Πρόκειται για φαινόμενο που διαπερνά το σύνολο των κρατών των 28 μελών της ΕΕ και δεν αποτελεί ιδιομορφία του “φτωχού νότου” ή των πρώην σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι τελευταίες δύο ομάδες κρατών μαστίζονται από τη μετανάστευση καθώς ιδιαίτερα το νεαρό εργατικό δυναμικό τους αναζητά την τύχη του στη Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Ευρώπη. Περίπου 50.000 Κροάτες εγκατέλειψαν τη χώρα τους πέρυσι, ενώ από την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., το 14% του εργατικού δυναμικού της, την έχει εγκαταλείψει. Ο Στέφανο Σκαρπέτα, διευθυντής για την απασχόληση, την εργασία και τα κοινωνικά ζητήματα του ΟΟΣΑ (όχι κανένας …κομμουνιστής δηλαδή) περιγράφει το φαινόμενο της μείωσης της ανεργίας και της παράλληλης καθήλωσης των μισθών ως: “Back to work but out of pocket” δηλαδή πίσω στη δουλειά αλλά χωρίς λεφτά… Ο ρόλος της ΕΕ στο να περάσουν αυτές οι νέες εργασιακές σχέσεις στα κράτη-μέλη της ήταν και είναι θεμελιώδης. Αποτέλεσε ένα αντεργατικό κέντρο εκπόνησης και σχεδιασμού πολιτικών υποτίμησης της εργασίας. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας με τα ποικίλα τους πρόσωπα κι οι ιδιωτικοποιήσεις πέρασαν μεθοδικά στη νομοθεσία των κρατών με την καθοριστική συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μηχανισμών της. Και φυσικά τους νόμους αυτούς τους ψήφισε και σίγουρα δεν εμπόδισε τόσο η Ακροδεξιά και η Δεξιά όσο και το Κέντρο και εκείνη η Αριστερά που ήταν πάντα υπέρ της ΕΕ και τώρα κυβερνάει στην Ελλάδα. Τελευταίο στοιχείο. Στην Ελλάδα, το 70% των πολιτών σύμφωνα με μετρήσεις της ίδιας της ΕΕ δεν έχει εμπιστοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ εμπιστοσύνη νιώθει μόλις το 26%. Στο σύνολο των 28 κρατών-μελών, ο μέσος όρος όσων έχουν εμπιστοσύνη στην ΕΕ αγγίζει το 42%.
Αυτά, λοιπόν, είναι τα σκληρά στοιχεία που αφορούν την καθημερινότητά μας από οικονομική άποψη δηλαδή το ποσοστό μισθών επί του ΑΕΠ, οι δείκτες ημι-απασχόλησης, τα χρέη των νοικοκυριών, τα εργασιακά δικαιώματα/εργασιακές συνθήκες. Και για όποιον γνωρίζει στοιχειωδώς την ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή ιστορία, η άνοδος των εργατικών αγώνων στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 είναι ευθέως ανάλογη με την άνοδο του ποσοστού των μισθών επί του ΑΕΠ ενώ αντίστοιχα, η ήττα κι ενσωμάτωση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, όπως αυτή εκφράστηκε από τη δεκαετία του ‘80 κι έπειτα, είναι ευθέως ανάλογη με την πτώση των δεικτών όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα 1. Άρα τί χρειάζεται; Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι ιστορικός, καθηγητής ξένων γλωσσών και υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις Ευρωεκλογές. Πηγή: Παντιέρα |