- Σάβ, 16/06/2012 - 22:39
Ποίηση από το μέλλον [του Γιώργου Ρούση]
Του Γιώργου Ρούση Επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Το πρωτοσέλιδο της «Αυριανής», «Νέος Ανδρέας ο Αλέξης Τσίπρας. Μέρες του ’81 ζει η Ελλάδα», παρά την απορριπτική στάση που ευλόγως μπορεί να έχει ο καθένας για αυτήν την εφημερίδα, εξέφραζε έναν συνειρμό που πράγματι έχει προκληθεί σε διαφορετικές δυνάμεις. Από τη μια ένας κόσμος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος προσανατολίζεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας σε αυτόν την αναγέννηση του παλιού καλού ΠΑΣΟΚ, από την άλλη ένας κόσμος της Αριστεράς που βλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ τη νεκρανάσταση μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας που θα θρέφεται από το δικό του αίμα και κάπου ανάμεσα ένας αριστερός και άλλος κόσμος, που ελπίζει ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα ξεπεράσει τα δεινά του και το σάπιο μέχρι τώρα κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό του γαλαζοπράσινου δικομματισμού. Τι όμως ισχύει στην πραγματικότητα; Μια σύντομη ανάλυση και αναγωγή στις συγκεκριμένες συνθήκες του περίφημου αποσπάσματος, με το οποίο ο Μαρξ ξεκινά το βιβλίο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα. Γράφει λοιπόν ο Μαρξ: «Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σαν να λέμε, δυο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα». Πιο ειδικά ο Μαρξ συγκρίνει τον Ναπολέοντα Ι και την αυτοκρατορία του με τον Ναπολέοντα ΙΙΙ και την παρακμή και το τέλος της δεύτερης γαλλικής δημοκρατίας. Θεωρεί ότι και οι δύο στηρίχτηκαν κυρίως από τους αγρότες μικροϊδιοκτήτες, κατόχους τεμαχισμένης γης, μόνον που, στην πρώτη περίπτωση, αυτοί βρίσκονταν σε ανοδική οικονομικά πορεία, ενώ στη δεύτερη ήταν καταχρεωμένοι στους τοκογλύφους και εξαρτώμενοι από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Δεν θα ήταν αυθαίρετο να επιχειρηθεί μια αναλογία ανάμεσα στους μικροϊδιοκτήτες αγρότες του χτες και τους σύγχρονους μικροαστούς, ή και την εργατική αριστοκρατία, οι οποίοι από υποστηριχτές του ΠΑΣΟΚ το ’81, όταν είχαν τις μικροαστικές ψευδαισθήσεις μιας οικονομικοκοινωνικής ανέλιξης, μετατράπηκαν σε υποστηριχτές του ΣΥΡΙΖΑ την εποχή της κατάπτωσής τους. Επίσης δεν θα ήταν αυθαίρετο να αποδεχτούμε την ερμηνεία του P.-L. Assoun, ότι δηλαδή, κατά τον Μαρξ, μέσα από μια φροϋδικού τύπου ανάλυση, οι λαοί αναζητούν με τη μορφή ενός φανταστικού που ενυπάρχει στην κοινωνική συνείδηση καταστάσεις και ήρωες που βίωσαν κατά το παρελθόν τους, για να διαμορφώσουν κατ’ αναλογία αυτών το μέλλον τους. Όμως, όπως και πάλι γράφει ο Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ», οι σύγχρονες αναγκαίες επαναστατικές αλλαγές δεν είναι δυνατόν «να αντλήσουν την ποίησή τους από το παρελθόν, αλλά μόνον από το μέλλον» και συνεπώς δεν μπορούν να αρχίσουν «προτού σβήσουν όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν», προτού απαλλαγούν από κάθε δεισιδαιμονία απέναντι σε αυτό το παρελθόν. Με άλλα λόγια, οι σύγχρονες επαναστάσεις θα πρέπει «να αφήσουν τους νεκρούς, να ενταφιάσουν τους νεκρούς τους», να πάψουν να προσφεύγουν σε κοσμοϊστορικές αναμνήσεις, για να μπορέσουν να αποχτήσουν το δικό τους περιεχόμενο, που δεν θα είναι μια φάρσα μιας προηγούμενης τραγωδίας, αλλά ο πραγματικά νέος κόσμος που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν επιχειρηθεί αυτή η απαλλαγή, αυτή η προς το μέλλον ενατένιση, και παραμείνουν στραμμένες προς «τους περιορισμένους όρους ύπαρξης του [παλιού συστήματος], αναγκαστικά αποτυχαίνουν». Επιπροσθέτως, στην εποχή μας, με δεδομένο τον δομικό χαρακτήρα της κρίσης, κάθε επίκληση στο καλό κεϋνσιανό σοσιαλδημοκρατικό παρελθόν, είναι όχι μόνον αναποτελεσματική ως προοπτική εξόδου από την κρίση, αλλά και ανέφικτη. Και τούτο διότι από τη μια ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ο καπιταλισμός των κακών ή ανίκανων καπιταλιστών απέναντι σε εκείνον των καλών και ικανών, αλλά η καπιταλιστική διαχείριση της εποχής μας, και από την άλλη διότι στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι τεχνικά ανέφικτη η επιστροφή στο σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του ότι δεν επιδιώκει να βγει εκτός των καπιταλιστικών τειχών, αλλά προσπαθεί να εμφανιστεί ως ο καλύτερος υπερασπιστής τους, με πιο χαρακτηριστικό ως προς αυτό πειστήριο τη διαβεβαίωσή του ότι η δική του πολιτική είναι εκείνη που διασφαλίζει την παραμονή μας στο ευρώ, σε αντίθεση με εκείνη των φιλομνημονιακών δυνάμεων που οδηγούν έξω από αυτό (!), προβάλλει έναν εντελώς κίβδηλο ρεαλισμό. Η οπισθοχώρησή του προς το υποτιθέμενο εφικτό, η προκλητική αποσύνδεση – ακόμη και φραστικά – αυτού του «εφικτού» από την όποια σοσιαλιστική προοπτική, ή με άλλα λόγια η έλλειψη στρατηγικής και η ξεκάθαρη αποδοχή της μπερνσταϊκής συνταγής «ο σκοπός δεν είναι τίποτα, το παν είναι η κίνηση», προμηνύουν μια φάρσα, η οποία πρέπει πάση θυσία να παρεμποδιστεί. Απέναντι σε αυτήν την εκδοχή, η στάση της πραγματικής, και όχι κατ’ όνομα, ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν μπορεί να είναι άλλη από την αγωνιστική προώθηση και στήριξη κάθε ρήξης με το ντόπιο και διεθνές κατεστημένο, η καταγγελία κάθε οπισθοχώρησης απέναντί τους και η αποκάλυψη της ανεπάρκειας επουσιωδών μεταρρυθμίσεων. Κυρίως όμως ο ρόλος της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι να προωθεί αγωνιστικά, αντί να αμβλύνει, όπως στην πράξη κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τις υποχωρήσεις του, το επίπεδο της λαϊκής συνειδητότητας. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο επιτακτικό στον βαθμό που η πλέον αρνητική συνέπεια της αποτυχίας μιας κυβέρνησης της αριστεράς, πέρα από την καταβαράθρωση των ελπίδων, θα ενισχύσει την κυρίαρχη μονοδιάστατη σκέψη, η οποία συνοψίζεται στο «υποτάξου για να επιβιώσεις». |