• Πέμ, 17/07/2025 - 12:45
Αντικαπιταλιστική απάντηση στα σκάνδαλα της εμπορίας και βιομηχανίας τροφίμων [του Γιώργου Ράγκου]
Αντικαπιταλιστική απάντηση στα σκάνδαλα της εμπορίας και βιομηχανίας τροφίμων
Γιώργος Ράγκος 
 
 
Το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, εκτός των άλλων, επανάφερε τη συζήτηση για το πως είναι οργανωμένη και ποιους εξυπηρετεί η «αγροκτηνοτροφική παραγωγή». 
 
Ζούμε στην εποχή που ενώ η αγροκτηνοτροφική παραγωγή μπορεί να υπερκαλύψει τις θρεπτικές ανάγκες όλου του πλανήτη, σχεδόν 1 δις άνθρωποι είναι υποσιτισμένοι και 2,3 δις αντιμετωπίζουν μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια. Κάθε μέρα πεθαίνουν από την πείνα πάνω από 20.000 άτομα εκ των οποίων τα 9.000 είναι παιδιά κάτω των 5 ετών. 
 
Η παραγωγή στον καπιταλισμό δεν καθορίζεται από τις ανάγκες μας αλλά από το τι είναι κερδοφόρο. Το ίδιο ισχύει και για την αγροκτηνοτροφική παραγωγή. Τα τρόφιμα παράγονται ως εμπόρευμα και όχι για να ικανοποιήσουν μία από τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Τα δημητριακά που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων στη βιομηχανική κτηνοτροφία, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υπερκερδοφόρα βιομηχανία κρέατος, θα μπορούσαν να θρέψουν 3 δις ανθρώπους. 
 
Οι γεωργικές επιδοτήσεις της ΕΕ, μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που «μοιράζει» ο ΟΠΕΚΕΠΕ, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο αυτής της πολιτικής. Αυτές οι επιδοτήσεις δεν είναι κάποιο «ευρωπαϊκό δώρο» αλλά προέρχονται από τα χρήματα που πληρώνουν οι εργαζόμενοι στην ΕΕ, και στην Ελλάδα, μέσα από τους άμεσους και έμμεσους φόρους τους. Όμως, το 80% αυτών των επιδοτήσεων πηγαίνει μόνο στο 20% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, δηλαδή στις μεγαλύτερες. Στην Ελλάδα, το 30% των επιδοτήσεων πηγαίνει στο 80% των δικαιούχων ενώ το 6,1% στο 0,7%. Αυτό έχει αναγκάσει τους μικρούς αγρότες να εγκαταλείψουν την παραγωγή. Οι «μεγάλες εκμεταλλεύσεις» είναι ένα σύμπλεγμα μεγαλοαγροτών, βιομηχανιών τροφίμων, αλυσίδων τροφίμων και super markets, τραπεζών και επενδυτικών funds. 
 
Αυτό δεν ισχύει μόνο στην ΕΕ. Η γεωργία όλου του ανεπτυγμένου κόσμου κυριαρχείται, με τον ίδιο τρόπο των επιδοτήσεων, από έναν μικρό αριθμό εταιρειών, σε βάρος της «παραδοσιακής», μικρής κλίμακας και αυτοσυντήρητης γεωργίας. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια χούφτα ισχυρών εταιρειών να επηρεάσουν την αγροτική πολιτική. 
 
Το παγκόσμιο εμπόριο σιτηρών κυριαρχείται από τέσσερις μεγάλες εταιρείες (Archer-Daniels Midland, Bunge, Cargill και Louis Dreyfus), οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 90% της αγοράς, και των οποίων τα κέρδη αυξήθηκαν κατά 255% (!) από το 2019 έως το 2021 καταγράφοντας συνολικά 10,4 δις δολάρια το 2021. Μια έρευνα της Guardian και της «Food and Water Watch» διαπίστωσε ότι τέσσερις πολυεθνικές βιομηχανίες τροφίμων ελέγχουν πάνω από το 40% του μεριδίου αγοράς. Στην Ελλάδα, με βάση τα Structural Business Statistics της Eurostat, για το 2021, η βιομηχανία τροφίμων είναι πρώτη στο κλάδο της Μεταποίησης με το 28,1% των επιχειρήσεων, το 24,4% της αξίας παραγωγής και το 37,3% του εργατικού δυναμικού. Ενώ, σύμφωνα με το «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ» της Boussias Editors, το 2023, αυτά (εξαιρείται η Lidl Ελλάς, που δεν δημοσιεύει ισολογισμό) είχαν πωλήσεις 12,24 δις ευρώ, αυξημένες κατά 1,12 δις ευρώ, ή κατά 10,12%, συγκριτικά με το 2022. 
 
Αν υπολογιστεί ότι, σύμφωνα με Έκθεση του ΙΕΛΚΑ «Μειώνουν τις δαπάνες για τρόφιμα οι Έλληνες – Η τιμή κυρίαρχο κριτήριο επιλογής», τότε καταλαβαίνει κανείς ότι η, κατά έβδομη χρονιά, αύξηση του τζίρου οφείλεται στην αντίστοιχη αύξηση των τιμών. Στις ΗΠΑ, τέσσερις εταιρείες λιανικής ελέγχουν το 65% της αγοράς λιανικής. Στην Ελλάδα, οι τέσσερις (Σκλαβενίτης, ΜΕΤΡΟ ΑΕΒΕ, ΑΒ Βασιλόπουλος, Μασούτης) ελέγχουν το 73% της αγοράς.
 
Αυτό σημαίνει ότι και οι αγρότες έχουν ελάχιστες επιλογές σχετικά με το σε ποιον πωλούν τα προϊόντα τους, άρα χαμηλές τιμές πώλησης, και οι εργάτες αγοράζουν όλο και λιγότερα τρόφιμα σε όλο και υψηλότερες τιμές στα super markets. Για παράδειγμα, φέτος, οι αγρότες πωλούν τα πορτοκάλια τους με τιμή περίπου 0,40 ευρώ το κιλό και κερδίζουν 0,15 ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα είναι κόστος παραγωγής και συγκομιδής. 
 
Το κέρδος των χονδρεμπόρων είναι στα 0,35 ευρώ, ενώ για τα σούπερ μάρκετ και την λιανική πώληση το κέρδος φτάνει τα 0,46 ευρώ. Έτσι, η τιμή στο χωράφι ξεκινάει από 0,4 ευρώ και γίνεται στο ράφι 1,4 ευρώ. Αυξημένη, δηλαδή, κατά 250%. Μην ξεχνάμε ότι ακόμα και τα περίφημα «food pass» του Μητσοτάκη ήταν έμμεση χρηματοδότηση για να κρατάνε ψηλά τιμές και να αυγατίζουν τα κέρδη τους όλο το «κύκλωμα» της τυποποίησης και εμπορίας των τροφίμων. 
 
Επιπλέον, η βιομηχανοποιημένη γεωργία και κτηνοτροφία είναι εξαιρετικά καταστροφική για το περιβάλλον, το κλίμα και την ανθρώπινη υγεία. Ευθύνεται για το 43-57% όλων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με την Επισκόπηση Εμπορίου και Περιβάλλοντος του 2013 της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών, εξετάζοντας την παραγωγή τροφίμων ευρύτερα, ώστε να περιλαμβάνουν και τις εκπομπές από την αλλαγή χρήσης γης και την αποψίλωση των δασών, καθώς και την επεξεργασία, συσκευασία, μεταφορά και πώληση γεωργικών προϊόντων. Συμβάλλει στην ταχεία εξάντληση των αποθεμάτων γλυκού νερού, προκαλεί ρύπανση ποταμών, λιμνών και θαλασσών, καταστρέφει τη βιοποικιλότητα. Οι ιογενείς ασθένειες όπως η Covid-19, η γρίπη των πτηνών και η γρίπη των χοίρων συνδέονται στενά με την εντατική εκτροφή βοοειδών, κοτόπουλων και χοίρων.
 
Η βιομηχανοποιημένη γεωργία που κυριαρχεί σήμερα παράγει, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «ένα ανεπανόρθωτο ρήγμα στην αλληλεξαρτώμενη διαδικασία του κοινωνικού μεταβολισμού». Στον καπιταλισμό, «αντί για μια συνειδητή και ορθολογική αντιμετώπιση της γης ως μόνιμης κοινοτικής ιδιοκτησίας, ως αναπαλλοτρίωτης προϋπόθεσης για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή της αλυσίδας των ανθρώπινων γενεών, έχουμε την εκμετάλλευση και τη σπατάλη των δυνάμεων της γης».
 
Έτσι, ο αγώνας για μια βιώσιμη γεωργία και κτηνοτροφία σημαίνει αμφισβήτηση των προτεραιοτήτων του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων, των συμφερόντων των μεγάλων γεωργικών επιχειρήσεων και διεθνών οργανισμών, όπως η ΕΕ, και της κυβέρνησης. Αυτό απαιτεί κοινούς πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες από την εργατική τάξη και την αγροτιά, όπως τον περσινό Γενάρη ενάντια στην αναθεώρηση της ΚΑΠ.
 
Όπως γράφει η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Αυτή η πολιτική πρέπει να λάβει τέλος! Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να πέσει με αγώνες. Παλεύουμε για την ανατροπή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, σε σύγκρουση με την πολιτική της Ε.Ε, κατάργηση των επιδοτήσεων στους βιομηχάνους-μεγαλοαγρότες επιχειρηματίες-μεγαλέμπορους, ενίσχυση των μικρο-μεσαίων παραγωγών, στους εργατοαγρότες, με κριτήριο την παραγωγή. Αγροτική παραγωγή με κριτήριο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού μας και όχι το κέρδος των επιχειρηματικών συμφερόντων. Ζητάμε άμεσα να επιστραφούν τα κλεμμένα. Άμεσος επανυπολογισμός και αναδρομική καταβολή επιδοτήσεων για τα έτη 2019-2022 ειδικά στους κτηνοτρόφους. Να εξοφληθούν αναδρομικά οι αγρότες που πληρώθηκαν κάτω των «ορίων» για τα έτη 2023 και 2024. Όχι στη κατάργηση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Πλήρης διαφάνεια με δημόσιο έλεγχο στη διανομή των επιδοτήσεων. Όχι στη συγκάλυψη της κλοπής μέσω του περάσματος του ΟΠΕΚΕΠΕ στο Υπουργείο Οικονομικών. Να καταδικαστούν και να πληρώσουν οι ένοχοι. Άμεσες προσλήψεις επιστημονικού προσωπικού, ενίσχυση του οργανισμού, αυξήσεις στους μισθούς, βελτίωση των συνθηκών για τους εργαζόμενους».
 
Η στήριξη των μικροαγροτών και η παροχή γης στους εργάτες γης, οι οποίοι θα ανασυγκροτήσουν τη βιοποικιλότητα και θα επαναφέρουν θρεπτικά συστατικά στο έδαφος, ενώ παράλληλα θα καλλιεργούν τρόφιμα ως υπηρεσία στην κοινωνία και όχι για τα κέρδη των εταιριών, θα συνέβαλε στην ενίσχυση της υγιεινής διατροφής, καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος. 
 
Αλλά, ο «ρομαντισμός» του «μικρού αγρότη - καλλιεργητή» δεν μπορεί να είναι το όραμα μας. Γιατί και εξαντλεί τους αγρότες και δεν μπορεί να καλύψει απρόσκοπτα, ποσοτικά και ποιοτικά, τις σύγχρονες διατροφικές ανάγκες όλου του πλανήτη. 
 
Μόνο μια γεωργία που βασίζεται στην «συνεταιριστικότητα», δηλαδή στη συλλογική ιδιοκτησία της γης και της παραγωγής αλλά και στην απρόσκοπτη εκμετάλλευση των τεχνολογικών επιτευγμάτων για την αύξηση της παραγωγής, χωρίς να καταστρέφει το περιβάλλον, μπορεί να το κάνει. Και μαζί με αυτό, χρειάζεται η κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο ολόκληρης της αγροβιομηχανικής αλυσίδας, από το χωράφι μέχρι το πιάτο, με κέντρο τις ανάγκες μας και όχι το κέρδος. Από τις βιομηχανίες τυποποίησης και τροφίμων και τα super markets μέχρι τα Logistics και την επαναφορά της, από το 1929, Αγροτικής Τράπεζας που τα «μνημόνια» την κλείσανε και την ξεπουλήσανε στην Πειραιώς το 2012. 
 
Το πόσο «ώριμα» είναι αυτά τα αιτήματα, μπορεί κανείς να το καταλάβει από το πρόγραμμα του υποψήφιου δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ζόραν Μαμντάνι, που υποσχέθηκε φθηνά δημοτικά super markets για να καταπολεμήσει τον υποσιτισμό. 
 
Χρειαζόμαστε μία αριστερά που να παλεύει προς αυτή την κατεύθυνση ανοίγοντας το δρόμο για μία κοινωνία όπου η γεωργία και η κτηνοτροφία θα βασίζεται στη συλλογική ιδιοκτησία της γης και των μέσων παραγωγής. Αυτό σήμερα είναι αναγκαίο και επείγον. Για να «αποκατασταθεί» το «μεταβολικό ρήγμα», για να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα για μας και τις επόμενες γενιές.