• Τετ, 12/09/2012 - 09:15
Μια απάντηση στο άρθρο της ΚΟΜΕΠ [του Χρίστου Τουλιάτου]

το τελευταίο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης (ΚΟΜΕΠ) (τεύχος 4-5/12) δημοσιεύτηκε ένα άρθρο κριτικής του Αποστόλη Παππά στις βασικές θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εκτιμήσεων για τη φυσιογνωμία και την προοπτική της. Είναι σκόπιμη μία σύντομη απάντηση στο βαθμό που ο διάλογος μεταξύ των αριστερών (και ειδικότερα των κομμουνιστογενών) δυνάμεων είναι σημαντικός τόσο εν γένει όσο και, ειδικότερα, στη συγκυρία και τη ρευστότητα της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής κρίσης.

Είναι σαφές ότι στην τελευταία διαπίστωση δεν θα συμφωνήσει και η ηγεσία του ΚΚΕ ούτε η Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ, μέλος της οποίας συνέγραψε το άρθρο. Είναι όμως, αν μη τι άλλο, θετικό ότι ο τρόπος που διεξάγουν πλέον αυτό τον άτυπο διάλογο έχει εμφανώς ξεφύγει από την έως πρόσφατα αφοριστική αντιμετώπιση και σχεδόν πλήρη ταύτιση των προτάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ. Σημείο τομής (χρονικά και χωρίς κάποια άλλη υπόνοια σχετικά με αυτό) είναι το άρθρο «Με αφορμή την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «κοινή δράση της Αριστεράς» που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη ως απάντηση στο κάλεσμα για συγκρότηση Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής που απεύθυνε η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς [1].

Η τελευταία ΚΟΜΕΠ περιλαμβάνει άρθρα που στοχεύουν ανοιχτά, όπως αναφέρεται στο σημείωμα της σύνταξης, στον ιδεολογικό εξοπλισμό των μελών για τις ανάγκες του πολιτικού αγώνα και τις απαιτήσεις αυτού στο μετεκλογικό τοπίο [2]. Περιλαμβάνει άρθρα για τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, για τη διαχείριση της κρίσης στην ΕΕ και την Ελλάδα, για την πείρα από το κίνημα της Αργεντινής, για την ιστορική πορεία του SPD από μαρξιστικό κόμμα σε αστικό κυβερνητικό κόμμα και για την πολιτική συμμαχιών της δεκαετίας ’50-’60 και την πείρα της ΕΔΑ. Είναι σαφές από τη διάταξη της ύλης ότι το διπλό τεύχος έχει όντως τη στόχευση που αναφέρει η εισαγωγή του με κείμενα βασικών εκτιμήσεων για την περίοδο και κείμενα για εξοπλισμό επιχειρημάτων στην αντιπαράθεση με το ΣΥΡΙΖΑ και το σύνθημα της «αριστερής κυβέρνησης».

Φαντάζει αρχικά παράταιρο ένα άρθρο κριτικής στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ εντός αυτής της διάταξης ύλης στο βαθμό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκλογικά επίσης έπεσε αρκετά στις δεύτερες εκλογές χάνοντας μέρος της σχετικής δυναμικής που ανέπτυξε τα τελευταία δύο χρόνια και δεν φαντάζει σοβαρή απειλή για τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Με άλλα λόγια, ενώ η ανάγκη των προηγούμενων άρθρων τεκμαίρεται από τις κύριες δυναμικές που αναπτύσσονται διεθνώς και στη χώρα μας, αλλά και εντός της ελληνικής αριστεράς, το άρθρο αυτό δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται σε κάποια τέτοια ανάγκη. Επειδή δεν σκοπεύουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας μπόϊ και δεν πιστεύουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κάποια κρυφή δυναμική που δεν φαίνεται δεν μπορούμε παρά να οδηγηθούμε σε ένα συμπέρασμα. Το άρθρο ανταποκρίνεται σε μία εσωτερική ανάγκη του ΚΚΕ και της κυρίαρχης γραμμής του να τεκμηριώσει σε μέλη και οπαδούς γιατί δεν βλέπει κανένα περιθώριο συνεργασίας με μία δύναμη που δεν είναι φιλοΕΕ και διαχειριστική, που αναφέρεται σε αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς στόχους, έχει αναφορά στην κομμουνιστική προοπτική και τα μέλη και στελέχη της έχουν μία έντιμη διαδρομή στο κίνημα και την πολιτική διαπάλη.

Η βασική εκτίμηση του άρθρου είναι ότι υπάρχουν εν εξελίξει διεργασίες για τη συγκρότηση ενός τρίτου πόλου στην Αριστερά που θα καλύψει τη θέση ενός οπορτουνιστικού μορφώματος μιας και ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται σε νέα σοσιαλδημοκρατία και θα καταλάβει την κεντρική θέση του κεντροαριστερού πόλου στο νέο αστικό πολιτικό σκηνικό. Με άλλα λόγια, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταλάβει τη θέση του ΠΑΣΟΚ, κάποιος θα πρέπει να καταλάβει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ [3]. Στις διεργασίες αυτές, όπως αναφέρεται, εντάσσονται αντικειμενικά δυνάμεις όπως το Αριστερό Ρεύμα, το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει διαμορφωθεί μία συζήτηση και σύγκλιση σε βασικά αιτήματα γύρω από το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ στο δυναμικό που προέρχεται από αυτούς τους χώρους καθώς και σε άλλες οργανωμένες και ανένταχτες δυνάμεις. Εκτιμούμε, επίσης, ότι η ροή των εξελίξεων και η όξυνση της κρίσης της Ευρωζώνης με πραγματικό υλικό ενδεχόμενο την αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ δημιουργεί αντικειμενικά συνθήκες και χώρο για τη μετωπική σύγκλιση δυνάμεων γύρω από τους άξονες ενός μεταβατικού προγράμματος (παύση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, έξοδος από ευρώ και ΕΕ, εθνικοποίηση τραπεζών και κρίσιμων μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας κλπ.). Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι αυτή η “διεργασία” έχει προχωρήσει όσο πιστεύουμε ότι θα έπρεπε βάσει της κρισιμότητας της περιόδου. Ούτε, φυσικά ότι εντάσσουμε τέτοιου τύπου διεργασίες στη λογική της κάλυψης ενός υποτιθέμενου κενού στο χώρο του “οπορτουνισμού”. Χρήσιμο, μάλιστα, θα ήταν να προβληματιστεί και η ΚΟΜΕΠ όχι μόνο για τις μετατοπίσεις και “καλύψεις κενών” στην υπόλοιπη Αριστερά, αλλά και για το ποιός θα καλύψει το “κενό” που μάλλον αφήνει με τη σημερινή κατεύθυνση του το ΚΚΕ. Και πολύ περισσότερο ποιός άλλος πολιτικός χώρος θα καλύψει το “κενό” που τείνει να αφήσει όλο και πιο κραυγαλέα όλη η Αριστερά (του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου με τη λογική της “υπεύθυνης αντιπολίτευσης” με την οποία πολιτεύεται πλέον) στο χώρο των δυνάμεων που επαγγέλονται μία εναλλακτική πορεία για την διέξοδο από την κρίση πέρα από τη μνημονιακή κατεύθυνση.

Η κεντρική θέση της κριτικής μας απέναντι στο ΚΚΕ είναι, σε τελική ανάλυση, γύρω ακριβώς από αυτά τα σημεία. Η κατεύθυνση που ακολουθεί το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια συγχέει και ταυτίζει σχεδόν ολοκληρωτικά την τακτική με τη στρατηγική κάτι που οδηγεί σε κραυγαλέα υποτίμηση της συγκρότησης ενός μεταβατικού προγράμματος και της μετωπικής συσπείρωσης ή ακόμα και της κοινής δράσης γύρω από αυτό με ηγεμονία των κομμουνιστικών δυνάμεων. Και αυτό, μάλιστα, ενώ η διακηρυγμένη προγραμματική θέση του Κόμματος κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, κάτι στο οποίο δικαίως ασκούν κριτική και δυνάμεις που προέρχονται από το Κόμμα. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:

Το κοινό νήμα που διαπνέει τις κριτικές του ΚΚΕ προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις δυνάμεις που αναφέρονται σε ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα είναι ότι αποτελεί ένα πρόγραμμα ενσωματώσιμο, ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα αστικής διαχείρισης. Κι αυτό είτε επειδή δεν θέτει σαφώς το ζήτημα της εξουσίας, του ποιός θα το υλοποιήσει, και αφήνει “θολά” σημεία περί αριστερής κυβέρνησης σε αντιΕΕ κατεύθυνση είτε επειδή κάποιες δυνάμεις συμπεριλαμβάνουν ρητά και ένα τέτοιο ενδεχόμενο στο πλαίσιο της στρατηγικής τους. Εξ αυτού προκύπτει και το ότι δεν υπάρχει δυνατότητα κοινής δράσης εφόσον ο καθένας εξυπηρετεί μία άλλη στρατηγική [4]. Δύο ερωτήματα οφείλουμε να θέσουμε εδώ.

Πρώτον, από πότε οι κομμουνιστές κάνουν κοινή δράση μόνο με όσους συμφωνούν στρατηγικά; Εμείς θεωρούμε ότι για τους κομμουνιστές η κοινή δράση είναι τακτική επιλογή συμπόρευσης και με δυνάμεις που δεν εξυπηρετούν την ίδια στρατηγική αν και εφόσον εκτιμούν ότι μπορεί να προωθηθεί μέσω αυτής η συγκέντρωση δυνάμεων σε αναγκαίους τακτικούς στόχους και να αυξηθεί και η απήχηση της στρατηγικής τους και τελικά και η δυνατότητα ηγεμονίας και στράτευσης στην στρατηγική προοπτική που προτείνουν. Η ΚΟΜΕΠ δεν παραλείπει ούτε σε αυτό το άρθρο να παραπέμψει σε αποσπάσματα του Λένιν για να τεκμηριώσει την κριτική της απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν κάποιος από τους κλασικούς του μαρξισμού και τους μαρξιστές που ηγήθηκαν μεγάλων επαναστάσεων και κινημάτων είχε διαφορετική άποψη στο ζήτημα της κοινής δράσης από αυτή που αναφέραμε παραπάνω καλό θα ήταν τα μέλη της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΚΕ να μας παραπέμψουν ανάλογα [5]. Πιθανότατα, όμως, οι μόνες παραπομπές για κάτι τέτοιο βρίσκονται σε κείμενα της Κομιντέρν της περιόδου της γραμμής του “σοσιαλφασισμού”.

Δεύτερον, από πότε οι κομμουνιστές συγκεντρώνουν μετωπικά δυνάμεις στη βάση της συνολικής πρότασης εξουσίας τους και της στρατηγικής προοπτικής τους; Από πότε τα μέτωπα που συγκροτούν δεν έχουν συμμάχους που μπορεί να μην συμφωνούν πλήρως με αυτή την πρόταση; Στο παρόν ερώτημα άλλωστε δεν απαντά με διαφορετικό τρόπο ούτε το πρόγραμμα του ΚΚΕ που προέκυψε από το 15ο συνέδριό του. Αν κάτι έχει αλλάξει σε αυτό, τότε το ΚΚΕ οφείλει πρώτα και κύρια να το ξεκαθαρίσει στα δικά του προγραμματικά κείμενα και επεξεργασίες πριν εγκαλέσει αφ'υψηλού την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή άλλες δυνάμεις της Αριστεράς για αυτό.

Στο ερώτημα της κυβέρνησης της Αριστεράς ή με συμμετοχή δυνάμεων της Αριστεράς αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Κατ'αρχάς, ας ξεκαθαρίσουμε ποιά είναι η θέση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το ενδεχόμενο αυτό όπως προέκυψε από την πρώτη συνδιάσκεψή της και ύστερα από τη δημοκρατική διαδικασία της συζήτησης και ψηφοφορίας. Αναφέρεται στη θέση 27 των Θέσεων το εξής:

“Από αυτή τη σκοπιά, πιστεύουμε ότι το κίνημα και η δυναμική του δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυταπάτες για μια «προοδευτική εναλλακτική αριστερή διακυβέρνηση» ή για μια «λαϊκή εξουσία» στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τέτοιες κυβερνήσεις θα είναι έκθετες στη συνεχή και αντικειμενική πίεση του κράτους, των επιχειρήσεων, των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Το ζήτημα της εξουσίας δεν μπορεί παρά να τεθεί με όρους ρήξης και ανατροπής της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, με όρους επαναστατικού περάσματος της πραγματικής εξουσίας στους θεσμούς αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης, με όρους συντριβής του αστικού κράτους. Προφανώς και μέσα στην όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων και την κρίση του πολιτικού συστήματος, που κάνουν εμφανές το ενδεχόμενο για κατάρρευση κυβερνήσεων υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα, είναι πιθανό να δημιουργηθούν κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας, πιθανώς και με συμμετοχή κομματιών της Αριστεράς. Η θέση μας είναι ότι μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν περνάει μέσα από τη συμμετοχή στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας, αλλά από τη συγκρότηση αυτοτελών οργάνων πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος. Διαφορετικά ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης ή και της ήττας θα παραμένει ανοιχτός.” [6]

Αναφέρουμε την παρούσα θέση για τον απλούστατο λόγο ότι η ΚΟΜΕΠ δεν κάνει τον κόπο να την αναφέρει ούτε μία φορά στην ενότητα του άρθρου που αφορά το ζήτημα αυτό (“Αριστερή κυβέρνηση ή εργατική εξουσία;”). Η θέση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέτει ως κυρίαρχο το πρωταρχικό ζήτημα της συγκρότησης κινήματος ανατροπής της αστικής εξουσίας και “αυτοτελών οργάνων πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος.”. Μόνο έτσι θα συγκροτηθεί ο ίδιος ο λαός και οι εργαζόμενοι σε δύναμη ανατροπής με συνείδηση των δυνατοτήτων της. Μόνο έτσι θα υπάρχει η συγκροτημένη κοινωνική βάση για την έναρξη και το προχώρημα μιας επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης σε μία άλλη οργάνωση κοινωνικών σχέσεων ανταγωνιστικών με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Τι σχέση έχει αυτή η λογική με μία κοινοβουλευτική-ρεφορμιστική αντίληψη; Μιας και η ΚΟΜΕΠ αρέσκεται σε λενινιστικές παραπομπές δεν μπορούμε παρά να θυμίσουμε τη στάση των μπολσεβίκων που ενώ συμμετείχαν ενεργά στη δημιουργία τέτοιων οργάνων μαζί με άλλες δυνάμεις, την ίδια ώρα σύναπταν και κεντρικές πολιτικές συμμαχίες με δυνάμεις όπως οι αριστερές πτέρυγες των εσέρων και των μενσεβίκων. Να θυμίσουμε επίσης την μεταπολεμική εκλογική νίκη του μετώπου που είχαν συνάψει οι κομμουνιστές στην Τσεχοσλοβακία που τους έφερε στην κυβέρνηση επικεφαλής μίας μεγάλης λαϊκής-κοινωνικής συμμαχίας και με τη συμβολή του Κόκκινου Στρατού και στην εξουσία; Αν θέλαμε να αναφέρουμε κάποια σχετικά πιο σύγχρονα παραδείγματα μίας τέτοιας τακτικής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη στάση του MIR στη Χιλή και του ΚΚ Βενεζουέλας. Και τα δύο εντάχθηκαν στα μέτωπα που συγκροτήθηκαν και συμμετείχαν στη μεγάλη σύγκρουση που έγινε στις χώρες τους με τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού χωρίς να συμμετέχουν όμως στις κυβερνήσεις που προέκυψαν στην πορεία των εξελίξεων. Διατήρησαν μία εξωτερική σχέση με το κράτος και έριξαν τις δυνάμεις τους στην οργάνωση των λαϊκών οργάνων στη βάση [7]. Η πορεία της Χιλής (και οι εξελίξεις στη Βενεζουέλα ) δείχνουν δύο πράγματα. Το πρώτο που εύκολα εντοπίζεται είναι ότι η ηγεμονία των ρεφορμιστικών δυνάμεων σε μία τέτοια πορεία μπορεί μεν κάποιες φορές και ανάλογα με τη συγκυρία να υλοποιήσει κάποια φιλολαϊκά μέτρα, αλλά αδυνατεί να διεξάγει νικηφόρα τη σύγκρουση με τις δυνάμεις της αντίδρασης λόγω των λεγκαλιστικών αυταπατών της. Το δεύτερο όμως είναι ότι σε μία τέτοια πορεία δεν αργεί να τεθεί το ζήτημα (είτε με πρωτοβουλία των λαϊκών δυνάμεων είτε συχνότερα με πρωτοβουλία των δυνάμεων της ντόπιας αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού) της ρήξης και της σύγκρουσης. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αφορά τις δυνάμεις που αναφέρονται στην επαναστατική ρήξη και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό;

Εύλογη αντίδραση σε κάποια από τα ιστορικά παραδείγματα που αναφέραμε παραπάνω είναι οι σαφώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και συσχετισμοί δύναμης με τη σημερινή κατάσταση. Αυτό όμως δεν ισχύει και για την αναλογία που κάνει η ΚΟΜΕΠ με την εμπειρία των “αριστερών κυβερνήσεων” των σοσιαλφιλελεύθερων, των εντελώς δεξιών-συστημικών Πρασίνων και “αριστερών” δυνάμεων όπως το Γαλλικό ΚΚ σε χώρες της Ευρώπης και σε συγκυρίες μεγάλης υποχώρησης του παγκόσμιου λαϊκού κινήματος όπως ήταν η δεκαετία του '90; Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι το βασικό καθήκον είναι η μετωπική συγκρότηση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της εργασίας γύρω από αιτήματα-κρίκους που βασίζονται σε μία στρατηγική ρήξης με το σύγχρονο ιμπεριαλισμό και καπιταλισμό και η οργάνωση του λαού με τα δικά του όργανα για μία τέτοια προοπτική. Οι δρόμοι που θα ακολουθήσει μία σύγχρονη επαναστατική διαδικασία και μετάβαση είναι ένα αχαρτογράφητο ακόμα πεδίο και οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Οφείλουμε όμως να κινούμαστε με στρατηγικό κριτήριο και η ιεράρχηση για συγκρότηση μεταβατικού προγράμματος και αυτοτελών οργάνων του λαϊκού και εργατικού κινήματος αυτό το στόχο έχει. Το αν και πώς μία κυβερνητική στιγμή και η σύγκρουση που θα επέλθει με τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού μπορεί να αποτελέσουν μέρος μίας ευρύτερης επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης είναι ανοιχτό προς συζήτηση και σε καμια περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το σύνθημα της “αριστερής κυβέρνησης” όπως το χρησιμοποιούν οι δυνάμεις (και ειδικά η ηγεσία) του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ ας απευθύνει λοιπόν την κριτική περί Ζοσπέν, Ντ'Αλέμα κλπ. εκεί που πρέπει (στη ΔΗΜΑΡ, προφανώς, που συμμετέχει στη μνημονιακή συγκυβέρνηση και στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που αναφέρονται σε μία “αριστερή” εκδοχή της λογικής αυτής) και όχι στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν σκοπεύει φυσικά να γίνει ένας γόνιμος διάλογος πέρα από συνδικαλισμούς και εύκολη τσιτατολογία. Το εύρος αυτών των ενδεχομένων υποθέτουμε άλλωστε ότι ήθελε να συμπεριλάβει και η προσεκτική διατύπωση του Προγράμματος του ΚΚΕ όπως προέκυψε από το 15ο συνέδριό του:

Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.

Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.

Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο.” [8]

Για άλλη μία φορά είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι αν έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με αυτή την εκτίμηση, τότε το ΚΚΕ οφείλει πρώτα και κύρια να το ξεκαθαρίσει στα δικά του προγραμματικά κείμενα και επεξεργασίες πριν ασκήσει κριτική. Εκτός αν δεν ασκεί κριτική μόνο σε εμάς με αυτές τις διατυπώσεις, αλλά και σε φωνές που προέρχονται από το εσωτερικό του. Γιατί τι άλλο μπορεί να υποθέσει κανείς αν αντιπαραβάλλει την παραπάνω προγραμματική διατύπωση με την κριτική του άρθρου στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή με το παρακάτω απόσπασμα από το εισαγωγικό κείμενο στο ιστορικό ένθετο του Ριζοσπάστη της 8/8/12:

Ορισμένοι “αριστεροί” μιλούν για την αναγκαιότητα προβολής του ζητήματος της κυβέρνησης σε αστικές συνθήκες και της κατάκτησης της ως μια “στιγμή” στη μεταβατική διαδικασία για την επανάσταση, για την εργατική εξουσία. Αυτή η τακτική είναι η ίδια που παρουσιάσαμε πιο πάνω με παράδειγμα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και είναι λογική που υποτάσσει τη στρατηγική στην εξυπηρέτηση ενός στόχου, συγκέντρωσης δυνάμεων στη γραμμή του ΚΚΕ λένε κάποιοι, αλλά τελικά οδηγεί στο ρεφορμισμό, αφού αντικειμενικά στο όνομα μίας εκλογικής αναμέτρησης καλείς την εργατική τάξη να επιλέξει κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, δηλαδή συγκέντρωση δυνάμεων σε κυβέρνηση στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αυτό απαντά και στην άποψη που λέει ότι ναι μεν η εποχή είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, ναι μεν δεν υπάρχει ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, αλλά άλλο το το αντικειμενικό στοιχείο με βάση το χαρακτήρα της εποχής, άλλο η πολιτική που θα ωριμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή τη συνείδηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την ανατροπή του καπιταλισμού.Και εδώ το ζήτημα της κυβέρνησης, λένε, είναι κρίκος. Αλλά είναι κρίκος ενίσχυσης του κυβερνητισμού και των αυταπατών ότι με κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να γίνονται ρήξεις μέσα στον καπιταλισμό και μέσω αυτής της διαδικασίας στην πορεία να αφαιρεθεί η ιδιοκτησία και η εξουσία από τα μονοπώλια. Αντικειμενικά αυτός ο κρίκος είναι κρίκος υποβιβασμού της ταξικής συνείδησης και κατά συνέπεια της ταξικής πάλης στο μέτρο και στο επίπεδο διατήρησης του συστήματος.”

Η ουσιαστική συζήτηση είναι, λοιπόν, για την εμβάθυνση της επαναστατικής στρατηγικής στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες και στη φάση ανάπτυξης και κρίσης που βρίσκονται και φυσικά η επεξεργασία μάχιμης τακτικής στη βάση αυτής της στρατηγικής. Η σύγχυση όμως στρατηγικής και τακτικής στη λογική του σημερινού ΚΚΕ είναι έκδηλη και στο άρθρο της ΚΟΜΕΠ στην ενότητα που αφορά τόσο το χαρακτήρα του άμεσου πολιτικού προγράμματος όσο και στην ενότητα για τη στάση απέναντι στην ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, ασκείται κριτική στα αιτήματα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως άξονες κοινής δράσης ότι συμπίπτουν στους βασικούς τους στόχους “με μία νεοκεϋνσιανή (αστική) γραμμή διαχείρισης της οικονομικής κρίσης” (σελ. 109). Η κριτική π.χ. για τις εθνικοποιήσεις αφορά στο ότι “ορισμένες κρατικοποιήσεις, π.χ. κάποιων τραπεζών, προβάλλονται από ένα φάσμα αστικών δυνάμεων ως όρος για την προστασία της εγχώριας καπιταλιστικής παραγωγής” (σελ. 109). Ας αντιπαρέλθουμε καταρχάς το ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αναφέρεται σε κρατικοποιήσεις κάποιων τραπεζών (αυτό είναι η “δημόσιος τραπεζικός πυλώνας” στον οποίο αναφέρονται δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και κάποτε και η ΔΗΜΑΡ προτού γίνει μνημονιακή κυβερνητική δύναμη), αλλά σε εθνικοποίηση-κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και όλων των μεγάλων επιχειρήσεων που κλείνουν, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό, λαϊκό και κοινωνικό έλεγχο, όπως αναφέρεται και λίγες γραμμές παραπάνω στο ίδιο το άρθρο της ΚΟΜΕΠ. Το πιο ουσιαστικό από τη συνδικαλιστικού τύπου ταύτιση των θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ότι ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ πλέον λέει επί της ουσίας ότι ένα τέτοιο αίτημα εθνικοποιήσεων (που με κάποια παρόμοια μορφή πρέπει να υπάρχει σε χιλιάδες προγράμματα κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων σε όλη την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος) δεν πρέπει πλέον να συμπεριλαμβάνεται επειδή είναι εν δυνάμει “ενσωματώσιμο”! Δεν κάνει εντύπωση, λοιπόν, που με παρόμοια επιχειρηματολογία αντιμετωπίζονται και τα αιτήματα της αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των δυνάμεων της εργασίας (άραγε αυτό θα μετουσιωθεί και σε μία τέτοιου τύπου κριτική για αιτήματα αυξήσεων μισθών μελλοντικά;). Ρωτάμε λοιπόν: πρέπει οι αριστεροί και οι κομμουνιστές να εντάσσουν στο άμεσο πρόγραμμα πάλης που προτείνουν τέτοια αιτήματα ή απλά πρέπει να ομνύουν στη στρατηγική; Είναι σαφές ότι κανείς από το ΚΚΕ δεν θα απαντούσε ρητά αρνητικά, γιατί αν ήταν έτσι ούτε το ΠΓ του ΚΚΕ στην τελευταία ανακοίνωσή του9 δεν θα συμπεριλάμβανε τέτοια αιτήματα ως αιτήματα πάλης. Είναι επίσης σαφές όμως ότι με τη λογική που διέπει το άρθρο της ΚΟΜΕΠ αντικειμενικά υποβιβάζεται η άμεση πάλη και εκχωρείται πολιτικός χώρος σε άλλες δυνάμεις για να εκφράσουν στρεβλά τις άμεσες λαϊκές ανάγκες μέσω της υιοθέτησης και της ενσωμάτωσης παρόμοιων αιτημάτων σε άλλη κατεύθυνση. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται τόσο τα αιτήματα της παύσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους όσο και η εναντίωση στο Μνημόνιο. Υποθέτουμε ότι η χρήση από το ΚΚΕ του αιτήματος της μονομερούς διαγραφής του χρέους και αιτημάτων για την άμεση πάλη δικαιολογείται πλέον με το ότι συνοδεύονται πάντα από την επίκληση του συνθήματος της λαϊκής εξουσίας. Μήπως όμως επειδή και αυτό φαντάζει σιγά σιγά “θολό” η διατύπωση σταδιακά αλλάζει σε εργατική-λαϊκή εξουσία; Το ότι η συζήτηση συμπυκνώθηκε στο αν θα πρέπει να κεντρικοποιείται το αίτημα της λαϊκής εξουσίας δεν είναι, νομίζουμε, άσχετο με την παραπάνω συζήτηση και κριτική και οι συνέπειες στην εκφορά του λόγου στελεχών του ΚΚΕ ήταν εμφανείς στην περίοδο μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.

Ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ ασκεί λανθασμένα (με βάση όλα τα κείμενα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) κριτική ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σκόπιμα διαχωρίζει την έξοδο από το ευρώ με την έξοδο από την ΕΕ και καταλήγει ότι η έξοδος από το ευρώ διεκδικείται από τη σκοπιά της προστασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Και καταλήγει ότι “η έξοδος από το ευρώ στις σημερινές συνθήκες θα σημαίνει και σύνδεση με νόμισμα άλλου ιμπεριαλιστικού κέντρου ή ένταξη σε ένα νέο κοινό νόμισμα (π.χ. ευρώ του Νότου).” (σελ. 115). Με εκλεκτική επιλογή αποσπάσματος άρθρου του σ. Πέτρου Παπακωνσταντίνου καταλήγει και στην εκπληκτική απόφανση ότι “ακόμα και αυτή η εναντίωση στην Ευρωζώνη δεν είναι σταθερή”. Δεν σκοπεύουμε να σχολιάσουμε παραπάνω το συγκεκριμένο σημείο κριτικής απλά και μόνο επειδή αποτελεί τη μεγαλύτερη λαθροχειρία του άρθρου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι τοις πάσι γνωστό ότι αναφέρεται στην έξοδο από ευρώ-ΟΝΕ-ΕΕ και δε νομίζουμε ότι το συγκεκριμένο σημείο αποσκοπεί σε κάτι παραπάνω από το να διαστρεβλώσει τις θέσεις της ώστε να φανεί το ΚΚΕ σαν η μόνη συνεπής αντιΕΕ δύναμη. Το μόνο που αξίζει να πούμε είναι ότι και σε αυτό το σημείο όπως και σε άλλα που αναφέρονται στο άρθρο για τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, δημοκρατίας και του χρέους, που λειτουργεί ως ιμπεριαλιστικός μοχλός πίεσης για την άρση εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, αλλά και εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας, γίνεται σαφές ότι για το σημερινό ΚΚΕ δεν υπάρχει σχετική αυτοτέλεια των αντιιμπεριαλιστικων στόχων και όλη η αιτηματολογία πρέπει να καταλήγει στη συμπύκνωση του συνθήματος της λαϊκής εξουσίας.

Η κριτική του ΚΚΕ προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταλήγει στην εκτίμηση ότι η πρόταση κοινής δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι οπορτουνιστική επίθεση φιλίας ώστε να συρθεί σε μία συμμαχία όπου θα ακυρώνεται η στρατηγική του. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μάλιστα θεωρείται ότι “αξιοποιώντας την κομμουνιστική και αντικαπιταλιστική ρητορική τους, παίζουν ένα ειδικό ρόλο στην άσκηση μιας τέτοιας πίεσης προς το ΚΚΕ” (σελ.8). Με αυτό τον τρόπο, το ΚΚΕ αποκρούει κάθε πρόταση για μετωπική σύγκλιση δυνάμεων γύρω από ένα πρόγραμμα βασικών αξόνων που θα στηρίζεται σε μία σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική στρατηγική. Τη γνώμη μας για τις αλλαγές στον πολιτικό λόγο του ΚΚΕ την έχουμε διατυπώσει και αλλού10. Αυτό που πολύ απλά θέλουμε να πούμε σε αυτό το άρθρο, και που φαίνεται έκδηλα και από την κριτική που ασκεί πλέον το ΚΚΕ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι ότι για την υποχώρηση της δυναμικής του ΚΚΕ (και δεν εννοούμε μόνο την εκλογική) δεν φταίει το ότι η περίοδος είναι ακόμα πιο δύσκολη από την περίοδο της πτώσης της ΕΣΣΔ και τις εκλογές του '93 (!!) όπως πολύ ευρηματικά αναφέρει η Ελένη Μπέλλου στο άρθρο της στο ίδιο τεύχος της ΚΟΜΕΠ. Κάτι άλλο φταίει.

του Χρίστου Τουλιάτου, μέλος του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ 

--------
[1] http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=6764571&;;publDate=

[2] «Η Συντακτική Επιτροπή της ΚΟΜΕΠ πήρε υπόψη τα ερωτήματα και ενδιαφέροντα που εκφράστηκαν στους δύο μετεκλογικούς κύκλους συζητήσεων των ΚΟΒ με φίλους και ψηφοφόρους του Κόμματος και διαμόρφωσε ανάλογα τη θεματολογία του ανά χείρας διπλού 4ου-5ου τεύχους της.» (σελ. 5)

[3] Η εκτίμηση αυτή γίνεται και στο άρθρο της Ελένης Μπέλλου στο ίδιο τεύχος της ΚΟΜΕΠ (σελ. 17-18).

[4]Στην απάντηση του Ριζοσπάστη στην πρόταση για Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής που απεύθυνε η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις δυνάμεις της Αριστεράς αναφέρεται: “Με την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δύο σημαντικά στρατηγικού χαρακτήρα προβλήματα για την ανάπτυξη του κινήματος προκύπτουν. Το πρώτο είναι η δημιουργία σύγχυσης στην εργατική τάξη από το κάλεσμα συσπείρωσης σε ένα πλαίσιο πάλης κοινό, υποτίθεται, ενώ την ίδια ώρα κάθε πολιτική δύναμη θα ζυμώνει τη δική της στρατηγική. Αλλά αυτή δεν είναι ενότητα. Το πλαίσιο πάλης στο κίνημα απορρέει από τη στρατηγική κάθε δύναμης και είναι οργανικά δεμένο μ' αυτήν. Το δεύτερο που προκύπτει από το πρώτο είναι ότι αυτή ακριβώς η τακτική εμποδίζει την πολιτική ωρίμανση των συνειδήσεων των εργαζομένων, τη συγκέντρωση δυνάμεων για την εργατική εξουσία, την προετοιμασία τους για πάλη ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, την αποδέσμευση από την ΕΕ, τη μονομερή διαγραφή του χρέους και να πώς το κάνει: Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει «ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ», όχι όμως και της εξουσίας του κεφαλαίου, αποσπώντας την οικονομία από την πολιτική. Η πρότασή της αυτή συνεπάγεται ότι μια άλλη κυβέρνηση και όχι μια άλλη εξουσία θα επιβάλει την ανατροπή των μνημονίων, όπως και την «παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ» όπως λέει. Για να γίνουν όμως αυτά, πρέπει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της να έχουν την εξουσία και την οικονομία στα δικά τους χέρια, αλλιώς κυνηγάνε χίμαιρες. Επί της ουσίας, λένε στο λαό ότι είναι δυνατόν μια αστική κυβέρνηση να επιλέξει την έξοδο από την ΕΕ και την παύση πληρωμής του χρέους, κρύβοντας ότι ακόμα και αν το κάνει, κριτήριο θα είναι τα ιδιαίτερα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης και όχι του λαού, που θα συνεχίσει να κατρακυλά στην εξαθλίωση. Ακόμα και αν ήθελε να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική, δε θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει, στο βαθμό που δε βάζει ζήτημα κατάργησης των μονοπωλίων στην παραγωγή και κοινωνικοποίησής τους.

[5] Αντιθέτως, πολλά είναι τα παραδείγματα για μια άλλη πολιτική συμμαχιών και τακτική απέναντι σε οπορτουνιστικές δυνάμεις στο έργο του Λένιν. Χρήσιμο θα ήταν για παράδειγμα να ανατρέξει κανείς στο κεφάλαιο “Κανένας συμβιβασμός;” στο έργο “Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού” (ειδικά στις σελίδες που παρατίθενται περιληπτικά οι τακτικές συμμαχίες των μπολσεβίκων από το 1901 έως τον Οκτώβρη του '17, αλλά και στους πρώτους μήνες μετά την επανάσταση). Εκεί αναφέρεται αναλυτικά η πολιτική συμμαχιών με δυνάμεις με άλλη στρατηγική και το αναφαίρετο δικαίωμα που διατηρούν οι κομμουνιστές να συνεχίσουν την ανοιχτή πολεμική τους την ίδια ώρα που συνάπτουν συμμαχίες. Η επιτυχία αυτής της τακτικής (στη βάση αταλάντευτων στρατηγικών αρχών) είναι γνωστή ιστορικά. Η αποτυχία των “αριστερών” κομμουνιστών της Γερμανίας να έχουν μία τέτοια τακτική κριτικάρεται ως εξής από τον Λένιν και η ιστορική αναλογία με τις σημερινές μετατοπίσεις σε μία περίοδο κρίσης είναι ίσως ενδεικτική:

Το 1917 είδαμε πολύ καθαρά το βαθμιαίο πέρασμα των εργατικών μαζών από τους μενσεβίκους στους μπολσεβίκους στο πρώτο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούνη του 1917, είχαμε όλο-όλο το 13% των ψήφων. Την πλειοψηφία την είχαν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Στο δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ (25. Χ. 1917 με το παλιό ημερολόγιο) είχαμε το 51% των ψήφων. Τώρα γιατί στη Γερμανία η ίδια ακριβώς, απόλυτα ομοιόμορφη, μετακίνηση των γερμανών εργατών από τα δεξιά προς τα αριστερά δεν είχε σαν συνέπεια το άμεσο δυνάμωμα των κομμουνιστών, αλλά αντίθετα το δυνάμωμα πρώτα του ενδιάμεσου Κόμματος των “ανεξαρτήτων”, αν και το Κόμμα αυτό δεν είχε ποτέ ανεξάρτητες πολιτικές ιδέες και καμιά ανεξάρτητη πολιτική, αλλά απλώς ταλαντευόταν ανάμεσα στους Σάιντεμαν και στους κομμουνιστές; Είναι ολοφάνερο πως μία από τις αιτίες ήταν η λαθεμένη τακτική των γερμανών κομμουνιστών, που πρέπει άφοβα και τίμια να αναγνωρίσουν το λάθος τους αυτό και να μάθουν πώς να το διορθώσουν. Το λάθος βρισκόταν στην άρνηση της συμμετοχής στο αντιδραστικό κοινοβούλιο και στα αντιδραστικά συνδικάτα, το λάθος βρισκόταν στις πολυάριθμες εκδηλώσεις της “αριστερής” παιδικής αρρώστιας, που τώρα βγήκε στην επιφάνεια και γι'αυτό θα γιατρευτεί καλύτερα, ταχύτερα και με μεγαλύτερο όφελος για τον οργανισμό.” (σελ. 59-60, στην έκδοση της Σύγχρονης Εποχής του 1986).

[6] http://www.antarsya.gr/node/97

[7] Το MIR μάλιστα έθεσε ανοιχτά και το ζήτημα της προετοιμασίας του λαού για πραξικόπημα και ένοπλη σύγκρουση, αλλά δεν κατάφερε να ηγεμονεύσει αυτή η πολιτική κατεύθυνση.

[8] βλ. http://www.kke.gr/15o_synedrio/to_programma_toy_kke στην ενότητα “Το αντιϊμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό Μέτωπο και το πρόβλημα της εξουσίας” ή στην έντυπη έκδοση στις σελίδες 38-39.

[9] http://www.kke.gr/ergatika_-_ergasiaka/kalesma_toy_politikoy_grafeioy_ths_ke_toy_kke_29/8/2012, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα αιτήματα: Δουλειά για όλους, εξάλειψη της ανεργίας. Διατροφική επάρκεια για όλο το λαό. Δημόσια, δωρεάν Υγεία, Πρόνοια για όλους, με κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μόρφωση για όλους. Αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού, της έρευνας και της τεχνολογίας. Δωρεάν κρατική φροντίδα των παιδιών , των ηλικιωμένων, των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Φθηνή και ποιοτική λαϊκή στέγη, με ρεύμα, θέρμανση, ύδρευση. Αθλητισμό, πολιτισμό, διακοπές για όλους με οργανωμένες υποδομές.

[10]http://www.ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&;;view=article&id=1698:2012-06-14-05-05-09&catid=77:epikairothta&Itemid=513.