Σκέψεις για την αποτίμηση της πολιτικής πορείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [του Χρήστου Κωστόπουλου]

               

Σκέψεις για την αποτίμηση της πολιτικής πορείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

 

 

Χρήστος Κωστόπουλος,

Τοπική Επιτροπή ΑΝΤΑΡΣΥΑ Εξαρχείων

    

Κάθε πολιτική διαδικασία ενός οργανισμού πρέπει να ξεκινά από την αποτίμηση της πορείας του ώστε να μπορούν να γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές για να έχει καλύτερα αποτελέσματα. Το ίδιο ισχύει για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που σε κάθε επίπεδο (από τη συνέλευση της ΤΕ έως το ΠΣΟ και την ΚΣΕ) οφείλει να αποτιμά αυτοκριτικά την πορεία της. Οι θέσεις της ΚΣΕ είναι εξαιρετικά ελλειμματικές στο συγκεκριμένο σημείο, μάλλον επειδή δεν υπάρχει ενιαία αποτίμηση της έως τώρα πορείας. Αν θέλουμε, όμως, πραγματικά μία ζωντανή ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών, η αναζήτηση κοινών αποτιμήσεων είναι προϋπόθεση για την κατάκτηση κοινών εκτιμήσεων και πρακτικών. Το παρόν κείμενο περιορίζεται στην αποτίμηση της πολιτικής πορείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν συμπεριλαμβάνει την εξίσου σημαντική αποτίμηση της πορείας μας στα κοινωνικά μέτωπα, όπου επίσης η εισήγηση της ΚΣΕ είναι φειδωλή στις αποτιμήσεις.       

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταλαντεύτηκε τον πρώτο καιρό της ύπαρξης της μεταξύ του απλού ταυτοτικού βερμπαλισμού και της αναζήτησης πολιτικών οριοθετήσεων. Είχε εξαρχής κινηματική και αγωνιστική φυσιογνωμία με συσσώρευση σημαντικών δυνάμεων της κοινωνικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Απέκτησε όμως πιο σαφές πολιτικό στίγμα με αφετηρία την περίοδο (αρχές 2010) που υιοθέτησε το τετράπτυχο αιτημάτων σχετικά με το χρέος, την εθνικοποίηση τραπεζών, τη ριζική αναδιανομή εισοδήματος και την έξοδο από ευρώ-ΕΕ και των υπόλοιπων αιτημάτων που τα συνοδεύουν και δομούν μία εν δυνάμει εναλλακτική αφήγηση και προοπτική υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης(εργατικός-λαϊκός έλεγχος, απαγόρευση εξαγωγής κεφαλαίων, εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων κλπ.). Η συμβολή της Πρωτοβουλίας Οικονομολόγων υπήρξε σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση και δεν πρέπει να ξεχνιέται και να υποτιμάται από δυνάμεις που σταθήκαν κριτικά στο περιεχόμενό της ως ανεπαρκές. Οι αυτοκριτικές αναγνωρίσεις δεν γίνονται "σιωπηρά", αλλά τολμηρά και δημόσια, αλλιώς διακυβεύεται διαρκώς αυτή η κατάκτηση και εκφυλίζεται σε λογικές "πολλαπλών αναγνώσεων". Αυτό το πλαίσιο αιτημάτων οριοθετεί εν δυνάμει μία ριζικά ανταγωνιστική στρατηγική στη στρατηγική του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού της ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που με μοχλό το δημόσιο χρέος πιέζει ασφυκτικά τους κοινωνικά και οικονομικά "απείθαρχους" λαούς και τους εργαζομένους.

 

Αυτό το διακριτό πολιτικό στίγμα συνέβαλλε καθοριστικά στην επιτυχία στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές του 2010 με ένα πανελλαδικό ποσοστό της τάξης του 2% δίνοντας πρωτόγνωρη ελπίδα σε όσους τόσα χρόνια παλεύουν για την αυτοτελή συγκρότηση του ρεύματος της επαναστατικής αριστεράς στη χώρα μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι η υποδειγματική δουλειά σε περιφέρειες και πόλεις (π.χ. Γιάννενα) φάνηκε και στα επί μέρους αποτελέσματα. Αυτό υποτιμάται στις αναγνώσεις που ενώ ορθά εντόπιζαν το πανελλαδικό υπαρκτό ρεύμα που υπήρξε υποτιμούσαν αφενός την καθοριστική συμβολή των πολιτικών προγραμματικών οριοθετήσεων και της άσκησης πίεσης στην υπόλοιπη αριστερά αφετέρου την ανάγκη ειδικής γειωμένης δουλειάς ως προϋπόθεση για το ρίζωμα και την ακόμα μεγαλύτερη πολιτική αποτελεσματικότητα.  

 

Η περίοδος μετά τις περιφερειακές εκλογές έδειξε ότι υπήρξε αδυναμία διαχείρισης του επιτυχημένου αποτελέσματος και ολιγωρία σε σχέση με τις αναγκαίες πρωτοβουλίες που έπρεπε να παρθούν. Σε μία στιγμή που το ερώτημα του χρέους κυριαρχούσε στο δημόσιο διάλογο της αριστεράς, ενώ αρχικά οι ηγεσίες ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ λοιδώρησαν τις σχετικές τοποθετήσεις, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σε σχετική κρίση μετά το αποτυχημένο- με βάση τους στόχους του- αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πήρε καμία πρωτοβουλία για τη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από μία ριζοσπαστική τοποθέτηση για το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ. Χάθηκε έτσι πάλι κρίσιμος χρόνος σε μία περίοδο που ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται και οι σωστές τομές και επιλογές, αν υπάρχει και κρίσιμη συσπείρωση δυνάμεων, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά σε ριζοσπαστικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς και μετατοπίσεις.   

 

Από την περίοδο των περιφερειακών εκλογών μέχρι τις πλατείες, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν παρούσα κινηματικά και στο δημόσιο διάλογο της αριστεράς χωρίς όμως να πάρει αξιόλογες πολιτικές πρωτοβουλίες. Στην περίοδο του κινήματος των πλατειών μάλιστα η συνολική στάση της ήταν επαμφοτερίζουσα με τις κυρίαρχες δυνάμεις της να είναι αρχικά σχεδόν αρνητικές στο κίνημα και τελικά να παρεμβαίνουν με πρακτικά εξωτερικό τρόπο σε αυτό (είτε με εργατίστικη αγκιτάτσια είτε με τη λογική της βίαιης εισαγωγής ως προαπαιτούμενου του ορθού περιεχομένου στις κινητοποιήσεις πέρα και έξω από τον υπάρχουσα διεργασία των πλατειών). Έτσι, παρόλο που κάποιες δυνάμεις συμμετείχαν πολύ ενεργά και με σημαντικό έως καθοριστικό ρόλο σε αρκετές επαρχιακές πόλεις, η συνολική εικόνα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πανελλαδικά ήταν κακή, κάτι που είχε και το ανάλογο πολιτικό κόστος. Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ διόλου τυχαία άρχισε να ανεβαίνει δημοσκοπικά και πολιτικά ακριβώς σε αυτή την περίοδο-και όχι βασικά για λόγους περιεχομένου των πλαισίων των πλατειών (που ήταν γενικά προωθημένο στο ζήτημα του χρέους και μάλιστα κόντρα στη λογική του ΣΥΡΙΖΑ τότε), όπως επιμένουν σύντροφοι που διαβάζουν τις κοινωνικές διεργασίες με βάση τα κείμενά τους και μόνο.

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθυστέρησε να πραγματοποιήσει την πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψή της, η οποία έγινε τον Οκτώβρη του 2011, μετά τη μεγάλη απεργία και μέσα στην μεγάλη κινητοποίηση των παρελάσεων. Παρά την καθυστέρηση, η συνδιάσκεψη αποτέλεσε στιγμή συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έγραψε πάνω από 3000 μέλη και ολοκλήρωσε ένα κύκλο εσωτερικής συζήτησης πρωτόγνωρο για το δυναμικό της επαναστατικής αριστεράς έως τότε. Υπήρξαν μικρά πολιτικά προχωρήματα (π.χ. η πρόταση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, η διαλεκτική τοποθέτηση για τα ανοιχτά ενδεχόμενα σε σχέση με τις κυβερνήσεις που μπορούν να προκύψουν κ.ά.) και σημαντικά οργανωτικά προχωρήματα (εγγραφή και οριοθέτηση μελών και καταστατικού, ψηφοφορίες σε πολιτικά και οργανωτικά ζητήματα κ.ά.). Σημαντικό ήταν και το ότι άνοιξε έστω και μειοψηφικά με σοβαρούς όρους η συζήτηση γύρω από τη μετωπική πολιτική, κάτι που οδήγησε και στην εκπόνηση της πρότασης του αγωνιστικού μετώπου που δεν υπήρχε καν μέχρι και δύο εβδομάδες πριν τη συνδιάσκεψη.

 

Η πρόταση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής υπήρξε προχώρημα, αλλά ήταν και αρκετά ανεπεξέργαστη και με σύγχυση κοινωνικού και πολιτικού επιπέδου. Ήταν αντιφατική και για αυτό ερμηνευόταν κατά το δοκούν ανάλογα με το τι στόχευε η κάθε συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η έστω και αντιφατική αυτή πρόταση, όμως, ώθησε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες. Υπήρξε αργοπορία τουλάχιστον ενός διμήνου μετά τη συνδιάσκεψη (λόγω παλινωδιών στην ΚΣΕ από συνιστώσες που διαφωνούσαν επί της ουσίας σε κάθε μετωπικό άνοιγμα) να βγει το συγκεκριμένο κάλεσμα-πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής. Όταν όμως βγήκε, ξεκίνησε κύκλος καμπάνιας και εκδηλώσεων που ώθησε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να βγει προς τα έξω και να ανοίξει μία συζήτηση στο εσωτερικό του κινήματος και της αριστεράς.

 

Πρέπει να αποτιμήσουμε ότι για αυτόν τον κύκλο υπήρξε πολύ καλύτερη κινητοποίηση και αποτελέσματα στην επαρχία και λιγότερο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εξαιρετικά δυσκίνητη. Τα αποτελέσματα φάνηκαν και στο εκλογικό πεδίο με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πρώτη φορά να καταγράφει μεγαλύτερα ποσοστά από το πανελλαδικό σε αρκετές επαρχιακές περιοχές και κατέγραψε ποσοστά πλησίον του πανελλαδικού στην Αθήνα, ενώ έως τότε συνέβαινε το ανάποδο (με την εξαίρεση λίγων επαρχιακών περιοχών). Αυτό δεν μπορεί να ερμηνευτεί ανεξάρτητα από την κραυγαλέα αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κινητοποιηθεί λόγω των αγκυλώσεών της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Και για αυτό είναι πλήρως ανεπαρκής μία αποτίμηση που απλά αντικειμενικοποιεί την υπαρκτή πίεση του ΣΥΡΙΖΑ στα αστικά κέντρα βγάζοντας από το κάδρο τις υποκειμενικές αδυναμίες και ευθύνες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 

Σημαντική αρνητική στιγμή ήταν και η άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ευθύνες συγκεκριμένων δυνάμεων για συνεργασία με το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής (ΜΑΑ) στις εκλογές του Μάη. Η κίνηση αυτή αποδυνάμωσε αισθητά την όποια δυναμική είχε αναπτύξει η πρόταση του αγωνιστικού μετώπου, αφού έδειξε την αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αξιοποιήσει πραγματικά τα αποτελέσματά της όταν ένας άλλος πολιτικός χώρος ανταποκρίθηκε θετικά. Με άλλα λόγια, έδειξε ότι αυτή η πρόταση αποτελούσε τελικά για την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απλά καμπανιακή πρόταση και όχι πραγματική πρόταση στο πολιτικό επίπεδο, μία επί της ουσίας πρόταση κοινής δράσης και αγωνιστικού συντονισμού μόνο στο κοινωνικό επίπεδο.

 

Όλα αυτά έφεραν το μεγάλο για τα δεδομένα του χώρου μας, αλλά σίγουρα κατώτερο των προσδοκιών, εκλογικό αποτέλεσμα του 1.2% στις 6 Μάη. Η πολιτική αμηχανία και η αδυναμία στοιχειώδους ανάταξης στις δεύτερες εκλογές της 17ης Ιούνη οφείλεται στα πολιτικά ελλείμματα στην εμβάθυνση, εξειδίκευση και εκλαϊκευση-τεκμηρίωση του μεταβατικού προγράμματος και στην αδυναμία συγκρότησης επαρκούς πολιτικού λόγου στα ζητήματα της κυβέρνησης, της εξουσίας και της μετάβασης. Αυτά τα ελλείμματα μαζί με την μεγάλη άνοδο της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στο αρνητικό αποτέλεσμα των δεύτερων εκλογών. Αυτές είναι οι πραγματικές αιτίες της αδυναμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αναπτυχθεί πολιτικά και εκλογικά και όχι κάποια ύπαρξη "συνεχούς" με το ΣΥΡΙΖΑ με έλλειψη αμυντικής οριοθέτησης απέναντί του.

 

Αυτή η αντίληψη περί "συνεχούς με το ΣΥΡΙΖΑ" απευθύνεται κατά κανόνα ενάντια στη λογική μετωπικών πρωτοβουλιών στη βάση των αναγκαίων προγραμματικών σημείων. Είναι ανεπαρκής επειδή αδυνατεί να αποτιμήσει τα ελλείμματα της κυρίαρχης γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και καταφεύγει στην αναζήτηση ευθυνών σε άλλους. Σε μία περίοδο μεγάλης ρευστότητας στην κοινωνία και στην αριστερά "συνεχή" μεταξύ των δυνάμεων της αριστεράς υπάρχουν και αναπτύσσονται αντικειμενικά. Αυτό που κρίνει την επάρκεια των πολιτικών σχηματισμών της αριστεράς δεν είναι η (αδύνατη) επίτευξη της αποκοπής του "συνεχούς" της συζήτησης και του προβληματισμού μες την αριστερά. Είναι η εκπόνηση και τολμηρή προπαγάνδιση και υλοποίηση μίας ριζοσπαστικής πολιτικής γραμμής και των αντίστοιχων πρακτικών που μπορούν να δημιουργήσουν νέες διαιρέσεις μες την κοινωνία και την Αριστερά πολώνοντας όλο και περισσότερο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό προς μία ριζοσπαστική επαναστατική τοποθέτηση.

 

Από τις διπλές εκλογές και έως σήμερα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναζητά ένα νέο βηματισμό στο νέο πολιτικό τοπίο πλέον. Με πολύ αργά βήματα υλοποιεί τη σύγκλιση με αριστερές αντιΕΕ δυνάμεις στη βάση ενός αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος (ΜΑΑ & ΚΟΑ με τις οποίες ήδη έχει συνεργαστεί εκλογικά, άλλες ομαδοποιήσεις και οργανώσεις, κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που αναζητά μετωπικές συγκλίσεις στο αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα), αλλά δεν έχει ακόμα αναδιαταχθεί βγάζοντας τα αναγκαία συμπεράσματα και κάνοντας τις αναγκαίες τομές ώστε να προσαρμοστεί στοιχειωδώς στις ανάγκες της νέας περιόδου.

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε σημαντική στιγμή στη συγκρότηση της επαναστατικής αριστεράς στη χώρα μας. Είναι το πιο μαζικό, σχετικά γειωμένο και αναγνωρίσιμο εγχείρημα αυτού του χώρου από τη δεκαετία του '80 και μετά. Όμως, δεν προήλθε ως λογική επιλογή των κυρίαρχων συνιστωσών του χώρου και απλή συνέχεια προηγούμενων μετωπικών εγχειρημάτων, αλλά αποτέλεσε τομή και στιγμή ρήξης. Απέναντι στην αφήγηση μίας συνεχούς πορείας μετωπικών εγχειρημάτων δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα άλματα και τα προχωρήματα του χώρου της επαναστατικής αριστεράς προήλθαν με κρίσιμη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και με ασυνέχειες και μετασχηματισμό της έως τότε κυρίαρχης φυσιογνωμίας (Πρωτοβουλία Αγώνα, περίοδος ΜΕΡΑ-ΕΝΑΝΤΙΑ). Η αναγκαία τομή και ασυνέχεια σήμερα δεν σημαίνει φυσικά διάλυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αποτελεί σημαντική συσσώρευση  κοινωνικά και πολιτικά για το χώρο της επαναστατικής αριστεράς. Όμως, σημαίνει προχώρημα της φυσιογνωμίας, του προγράμματος, των πολιτικών και μετωπικών συμμαχιών. Σημαίνει οριακά "επανίδρυση" της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με πιο πολιτικές και όχι μόνο ιδεολογικές οριοθετήσεις, με μεγαλύτερη γείωση και λαϊκότητα. Η 2η συνδιάσκεψή της μπορεί και πρέπει να αποτελέσει στιγμή πραγματικής αποτίμησης και ανασυγκρότησης του εγχειρήματος σε αυτή την κατεύθυνση.